Οι Σανταίες,
δούλευαν πολύ έξω από το σπίτι, στα χωράφια, στο θερισμό του χόρτου, στα
ξύλα. Παρ' όλα αυτά δεν παραμελούσαν την καθαριότητα του σπιτιού και
το νοικοκυριό τους.
Τα σπίτια στη Σάντα, χτισμένα από πελεκημένη πέτρα, συνήθως διώροφα, επιβλητικά, έδειχναν την περήφανη ψυχή των ανθρώπων που τα κατοικούσαν.
Στο εσωτερικό τους τα περισσότερα σπίτια ήσαν επιπλωμένα απλά, με τον σοφρά, τα χαμηλά σκαμνάκια, την πιατοθήκη δίπλα στο τζάκι (το ταρέζ'), το εικονοστάσι και τα στενόμακρα "καραββάτα" (καναπέδες από την μια άκρη του τοίχου ως την άλλη).
Τα έστρωναν με κιλίμια και από πάνω έστρωναν τα "μιντέρα", στρωματάκια λεπτά σε διάφορα μεγέθη από μαλλί ή από παλιά ρούχα, ντυμένα με χρωματιστό ύφασμα (τσίτι).
Σ' αυτά τα "μιντέρα" κάθονταν μαλακά την ημέρα οι γέροι και τα παιδιά. Το βράδυ τα μάζευαν και έστρωναν τα μάλλινα αφράτα στρώματα και τα μάλλινα βαριά παπλώματα. Το κρύο στη Σάντα δεν αστειευόταν!
Όλα αυτά τα κρεβατικά την ημέρα τα στοίβαζαν στην άκρη του "καραββατιού" και έκαναν την "στοιβαδέαν" ή γιούκον". Τα τύλιγαν με ένα άσπρο υφαντό σεντόνι και στην κορυφή της "στοιβαδέας" τοποθετούσαν ένα περιποιημένο μαξιλάρι, έτσι για ομορφιά.
Τα κρεβατικά τους, στρώματα, παπλώματα, μαξιλάρια, ήσαν γεμισμένα στο εσωτερικό όλα με μαλλί και ντυμένο: με ωραίο εμπριμέ ύφασμα, συνήθως τσίτι, που το αγόραζαν από την Τραπεζούντα και όλα τα έραβαν οι ίδιες, οι νοικοκυρές μόνες τους.
Μόνο τα νυφιάτικα παπλώματα τα έραβε ο παπλωματάς. Αυτά ήσαν βαμβακερά στο εσωτερικό τους ντυμένα με κίτρινο, χρυσαφί ή βυσσινί σατέν βαμβακερό ύφασμα και σπάνια μεταξωτό (ατλάζι).
Τα κρεβατικά και τα στρωσίδια τους τα έβγαζαν συχνά έξω, για να ηλιάζονται και να αερίζονται, γιατί τα σπίτια στη Σάντα είχαν μικρά παράθυρα και ο αερισμός δεν ήταν εύκολος.
Στα σπίτια των ευπόρων έβλεπε κανείς χαλιά, προγονικές φωτογραφίες, κάδρα με τοπία ή με ήρωες του 1821 ή και της βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας. Μερικοί είχανε ακόμη ψηλό τραπέζι με "ψηλά σκαμνία" (καρέκλες), με βελούδινο τραπεζομάντηλο "σαμοβάρ", ασημικά και άλλα στολίδια που έφερναν οι ξενιτεμένοι από τη Ρωσία και απ' άλλου.
Στο νυφιάτικο δωμάτιο είχανε "σκρίνον", ένα έπιπλο σαν τις σημερινές συρταριέρες, λίγο μεγαλύτερο, από καρυδιά και με σκαλιστή διακόσμηση.
Το "σκρίνο" της μάνας μου, φτιαγμένο το 1907 το έχω τώρα εγώ και είναι πολύ-πολύ όμορφο! Είναι από τα λίγα οικογενειακά κειμήλια που μας απέμειναν, μαζί με μια εικόνα ζωγραφισμένη από τον αγιογράφο Σάντας Οράχ (Δρεπανίδης, 1908).
Τα φτωχότερα σπίτια αντί για "σκρίνο" είχαν μπαούλο σκεπασμένο με ωραίο κεντημένο ύφασμα.
Την πρώτη θέση σε όλα τα σπίτια της Σάντας, φτωχικά ή πλουσιόσπιτα, την είχε το "εικονοστάσι" με πολλές εικόνες, το ποτηρένιο το καντήλι και το θυμιατήρι, μπρούντζινο ή χωματένιο.
Μεγάλη προσοχή έδιναν και στα σκεύη τους. Τα χαλκωματικά τους, τεντζερέδια, μαστραπάδες, τηγάνια, μπρίκια, πιάτα, σαχάνα, τάσα άστραφταν στις πιατοθήκες, καθώς τα είχαν τριμμένα και γυαλισμένα με στάχτη.
Από μέσα όλα τα σκεύη ήσαν γανωμένα, για να μαγειρεύουν και να τρώνε χωρίς τον κίνδυνο να πάθουν δηλητηρίαση.
Τις "απαστράπτουσες" πιατοθήκες τις είχαν καμάρι και ήσαν από εκείνα που πρόσεχαν πολύ στα σπίτια, ιδιαίτερα όταν υπήρχαν κορίτσια της παντρειάς.
Συνέχεια του εσωτερικού του σπιτιού θεωρούσαν και την αυλή γύρω από το σπίτι. Η αυλή ήταν πάντοτε καλοσκουπισμένη, όση έκταση και αν είχε. Αν είχε πρασινάδες (τσιμάνα), τις καθάριζαν και αυτές όπως κάνουν τώρα με το "γκαζόν", μόνο που εκεί ήταν φυσικό, όχι σπαρμένο .
Με απλή και πρακτική επίπλωση τα πεντακάθαρα σπίτια, το βασίλειο των γυναικών, ήσαν πάντοτε ανοιχτά, έτοιμα να δεχτούν κάθε επισκέπτη, ή να φιλοξενήσουν κάποιον ξένο, συγγενή, ή φίλο.
Οι Σανταίες ήσαν άξιες νοικοκυρές, οικονόμες και πολύ καθαρές. Απόδειξη, τα γαλακτοκομικά προϊόντα της Σάντας ήσαν περιζήτητα στην Τραπεζούντα.
Για να θεωρηθεί η Σανταία "κοδέσπαινα" νοικοκυρά, ήταν δύσκολη υπόθεση! Έπρεπε να αστράφτουν τα χαλκωματικά στις πιατοθήκες "ς' σά ταρέζα". Να είναι τριμμένα όλα τα ξύλινα είδη που χρησιμοποιούσαν: Σκαμνάκια, σοφράδες, πιατοθήκες, το σανιδένιο πάτωμα "ς'σό καλόν τήν κάμαρην", οι πόρτες, τα παράθυρα και προ παντός το "κατωθύρ'" κατώφλι.
Όλα έπρεπε να είναι τριμμένα με την άμμο, άσπρα, "άμον καντζία", σαν ψίχα φουντουκιού. Το "κατωθύρ'" όταν ήταν λερωμένο το έξυναν με το μαχαίρι καθώς και την πόρτα, κοντά στο χερούλι, για να μην είναι "λιγδωμένα".
Τα κρεβατικά έπρεπε να αερίζονται κάθε Σάββατο, "κάθαν Σάββαν σύρ' έξ' τά γεργάνα".
Το μαγκάλι γυαλισμένο, ακόμη και η στάχτη του κοσκινισμένη και όχι να έχει υπολείμματα από κάρβουνο, Να μαγειρεύει κάθε μέρα έστω και το πιο φτωχικό φαγητό. Η "τέντζαρη πάντα κείται άπάν', τρίμμαν πα' αν έν'", έπρεπε να υπάρχει πάντοτε φαγητό έστω χυλός από νερό και αλεύρι. Δεν τους άρεζε η "ξεροφαΐα". Η ξεροφαγία θεωρούνταν δείγμα προχειρότητας.
Πόπη Τσακμακίδου Κωτίδου
Πηγη: Οι γυναίκες της Σαντας του Πόντου
Σπίτι ( Πιστοφάντων) |
Τα σπίτια στη Σάντα, χτισμένα από πελεκημένη πέτρα, συνήθως διώροφα, επιβλητικά, έδειχναν την περήφανη ψυχή των ανθρώπων που τα κατοικούσαν.
Στο εσωτερικό τους τα περισσότερα σπίτια ήσαν επιπλωμένα απλά, με τον σοφρά, τα χαμηλά σκαμνάκια, την πιατοθήκη δίπλα στο τζάκι (το ταρέζ'), το εικονοστάσι και τα στενόμακρα "καραββάτα" (καναπέδες από την μια άκρη του τοίχου ως την άλλη).
Τα έστρωναν με κιλίμια και από πάνω έστρωναν τα "μιντέρα", στρωματάκια λεπτά σε διάφορα μεγέθη από μαλλί ή από παλιά ρούχα, ντυμένα με χρωματιστό ύφασμα (τσίτι).
Σ' αυτά τα "μιντέρα" κάθονταν μαλακά την ημέρα οι γέροι και τα παιδιά. Το βράδυ τα μάζευαν και έστρωναν τα μάλλινα αφράτα στρώματα και τα μάλλινα βαριά παπλώματα. Το κρύο στη Σάντα δεν αστειευόταν!
Όλα αυτά τα κρεβατικά την ημέρα τα στοίβαζαν στην άκρη του "καραββατιού" και έκαναν την "στοιβαδέαν" ή γιούκον". Τα τύλιγαν με ένα άσπρο υφαντό σεντόνι και στην κορυφή της "στοιβαδέας" τοποθετούσαν ένα περιποιημένο μαξιλάρι, έτσι για ομορφιά.
Τα κρεβατικά τους, στρώματα, παπλώματα, μαξιλάρια, ήσαν γεμισμένα στο εσωτερικό όλα με μαλλί και ντυμένο: με ωραίο εμπριμέ ύφασμα, συνήθως τσίτι, που το αγόραζαν από την Τραπεζούντα και όλα τα έραβαν οι ίδιες, οι νοικοκυρές μόνες τους.
Μόνο τα νυφιάτικα παπλώματα τα έραβε ο παπλωματάς. Αυτά ήσαν βαμβακερά στο εσωτερικό τους ντυμένα με κίτρινο, χρυσαφί ή βυσσινί σατέν βαμβακερό ύφασμα και σπάνια μεταξωτό (ατλάζι).
Τα κρεβατικά και τα στρωσίδια τους τα έβγαζαν συχνά έξω, για να ηλιάζονται και να αερίζονται, γιατί τα σπίτια στη Σάντα είχαν μικρά παράθυρα και ο αερισμός δεν ήταν εύκολος.
Στα σπίτια των ευπόρων έβλεπε κανείς χαλιά, προγονικές φωτογραφίες, κάδρα με τοπία ή με ήρωες του 1821 ή και της βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας. Μερικοί είχανε ακόμη ψηλό τραπέζι με "ψηλά σκαμνία" (καρέκλες), με βελούδινο τραπεζομάντηλο "σαμοβάρ", ασημικά και άλλα στολίδια που έφερναν οι ξενιτεμένοι από τη Ρωσία και απ' άλλου.
Στο νυφιάτικο δωμάτιο είχανε "σκρίνον", ένα έπιπλο σαν τις σημερινές συρταριέρες, λίγο μεγαλύτερο, από καρυδιά και με σκαλιστή διακόσμηση.
Το "σκρίνο" της μάνας μου, φτιαγμένο το 1907 το έχω τώρα εγώ και είναι πολύ-πολύ όμορφο! Είναι από τα λίγα οικογενειακά κειμήλια που μας απέμειναν, μαζί με μια εικόνα ζωγραφισμένη από τον αγιογράφο Σάντας Οράχ (Δρεπανίδης, 1908).
Τα φτωχότερα σπίτια αντί για "σκρίνο" είχαν μπαούλο σκεπασμένο με ωραίο κεντημένο ύφασμα.
Την πρώτη θέση σε όλα τα σπίτια της Σάντας, φτωχικά ή πλουσιόσπιτα, την είχε το "εικονοστάσι" με πολλές εικόνες, το ποτηρένιο το καντήλι και το θυμιατήρι, μπρούντζινο ή χωματένιο.
Μεγάλη προσοχή έδιναν και στα σκεύη τους. Τα χαλκωματικά τους, τεντζερέδια, μαστραπάδες, τηγάνια, μπρίκια, πιάτα, σαχάνα, τάσα άστραφταν στις πιατοθήκες, καθώς τα είχαν τριμμένα και γυαλισμένα με στάχτη.
Από μέσα όλα τα σκεύη ήσαν γανωμένα, για να μαγειρεύουν και να τρώνε χωρίς τον κίνδυνο να πάθουν δηλητηρίαση.
Τις "απαστράπτουσες" πιατοθήκες τις είχαν καμάρι και ήσαν από εκείνα που πρόσεχαν πολύ στα σπίτια, ιδιαίτερα όταν υπήρχαν κορίτσια της παντρειάς.
Συνέχεια του εσωτερικού του σπιτιού θεωρούσαν και την αυλή γύρω από το σπίτι. Η αυλή ήταν πάντοτε καλοσκουπισμένη, όση έκταση και αν είχε. Αν είχε πρασινάδες (τσιμάνα), τις καθάριζαν και αυτές όπως κάνουν τώρα με το "γκαζόν", μόνο που εκεί ήταν φυσικό, όχι σπαρμένο .
Με απλή και πρακτική επίπλωση τα πεντακάθαρα σπίτια, το βασίλειο των γυναικών, ήσαν πάντοτε ανοιχτά, έτοιμα να δεχτούν κάθε επισκέπτη, ή να φιλοξενήσουν κάποιον ξένο, συγγενή, ή φίλο.
Οι Σανταίες ήσαν άξιες νοικοκυρές, οικονόμες και πολύ καθαρές. Απόδειξη, τα γαλακτοκομικά προϊόντα της Σάντας ήσαν περιζήτητα στην Τραπεζούντα.
Για να θεωρηθεί η Σανταία "κοδέσπαινα" νοικοκυρά, ήταν δύσκολη υπόθεση! Έπρεπε να αστράφτουν τα χαλκωματικά στις πιατοθήκες "ς' σά ταρέζα". Να είναι τριμμένα όλα τα ξύλινα είδη που χρησιμοποιούσαν: Σκαμνάκια, σοφράδες, πιατοθήκες, το σανιδένιο πάτωμα "ς'σό καλόν τήν κάμαρην", οι πόρτες, τα παράθυρα και προ παντός το "κατωθύρ'" κατώφλι.
Όλα έπρεπε να είναι τριμμένα με την άμμο, άσπρα, "άμον καντζία", σαν ψίχα φουντουκιού. Το "κατωθύρ'" όταν ήταν λερωμένο το έξυναν με το μαχαίρι καθώς και την πόρτα, κοντά στο χερούλι, για να μην είναι "λιγδωμένα".
Τα κρεβατικά έπρεπε να αερίζονται κάθε Σάββατο, "κάθαν Σάββαν σύρ' έξ' τά γεργάνα".
Το μαγκάλι γυαλισμένο, ακόμη και η στάχτη του κοσκινισμένη και όχι να έχει υπολείμματα από κάρβουνο, Να μαγειρεύει κάθε μέρα έστω και το πιο φτωχικό φαγητό. Η "τέντζαρη πάντα κείται άπάν', τρίμμαν πα' αν έν'", έπρεπε να υπάρχει πάντοτε φαγητό έστω χυλός από νερό και αλεύρι. Δεν τους άρεζε η "ξεροφαΐα". Η ξεροφαγία θεωρούνταν δείγμα προχειρότητας.
Πόπη Τσακμακίδου Κωτίδου
Πηγη: Οι γυναίκες της Σαντας του Πόντου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου