ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΩΤΙΑΔΗ

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

(Γενάρης 1909)

Του Γιάννη Φωτιάδη


Ένα φυτό πολύτιμο, ρόδο γεμάτο χαρές κι ομορφιές τριανταπέντε χρόνια μέσα στην καρδιά μου φύτρωνε. Το πότισα με τα δάκρυα το φυτό, με πόνους το μεγάλωσα. Το αίμα μου το θέριεψε και το μεγάλωσε και κάτω απ’ τη φυλλωσιά του την πυκνή, την ολοπράσινη και μυρωμένη στέγαζα τις κρυφές χαρές, τους πόθους και τις ελπίδες μου.
 Κι έπλαθα όνειρα ζωής μελλούμενης κι άφταστης δόξας κι ευτυχίας για το δέντρο μου και πίστεψα σε πλήρωση ιδανικών που στις καλές τις ώρες της ο Γιώργος μου φαντάστηκε. Βαθιά, βαθιά στο είναι μου, τις ρίζες του εξάπλωσε το δέντρο μου και το  Εγώ μου όλο το ρούφηξε. Κι ήμουν εγώ το δέντρο μου κι ήταν το δέντρου μου εγώ ο ίδιος...
Και μιαν αυγή μαγιάτικη, που χαίρονταν η φύση κι έλαμπε ο ήλιος κι οι κάμποι πρασινίζανε, δείλιασε το δέντρο μου, κιτρίνισαν τα φύλα του σε κάποιου λίβα τη φαρμακερή πνοή... Σαράκι την καρδιά του την κατέτρωγε, μέρα με την μέρα κιτρίνιζαν και πέφτανε τα φύλα του κι οι μυρουδιές του φεύγανε κι οι χαρές του. 
Ο Χάρος ο αλύπητος το άδραξε στα κρυερά, θανατηφόρα χέρια του, νύχτα και μέρα έσκαφτε τις ρίζες του και σύριζα να το ξεσπάσει ήθελε και να το μεταφέρει στους ανήλιους και μουχλιασμένους κή­πους του. Και τα τινάγματα του προξένησαν πόνους φοβερούς και μάτωναν και πλήγωναν καρδιές! Κι η φρίκη για την προσεχή καταστροφή και το τραγικό το τέλος, που περίμενε το Γιώργο μας, μου λύνανε τα γόνατα, παγώνανε το αίμα μέσα στις φλέβες μου.
 Και έβλεπα μπροστά μου το Χάρο τον αδάκρυτο με το βα­ρύ δρεπάνι του και στο μυαλό μου μέσα αντιλαλούσε το μουγκρητό του το απαίσιο... φυλλοβολώντας πέθνισκε το δέντρο μου, τα δάκρυά μου δεν το δροσίζανε κι ούτε γιατροί κι ούτε τα φάρμακά τους βοηθούσανε...
Κι ήρθαν ημέρες δίσεχτες, πλακώσανε οι παγωνιές κι οι νύχτες οι ατέλειωτες... Και μιαν αυγή αξημέρωτη, μια μέρα του Γενάρη αλησμόνητη, ο Χάρος με το θάνατο στο σπίτι μας θρονιάστηκαν, το Γιώργο μας ζητώντας να αρπάξουνε. 
Κλάματα, μοιρολόγια μάνας και αδελφής αντήχησαν! Το δέντρο μου χλωμό και μαραμένο απ’ τα βάθη της καρδιάς μου ξεσκεπάστηκε κι ο Γιώργος μου, ο αλησμόνητος, ο πόθος, η αγάπη, η ελπίδα και το μέλλον μου, τ’ αδέρφι το μονάκριβο κοιμήθηκε για πάντα κι ταξίδεψε στου Άπειρου και Άγνωστου τις χώρες τις απόμακρες.
Με ματωμένη την καρδιά και σκοτωμένη την ψυχή, σέρνω το κεφάλι μου και γονατίζω μπροστά στο νιόσκαφτο τάφο σου, Γιώργο μου, αλησμόνητε Γιώργο!
Μηνύματα σου φέρνω απ’ τον κόσμο μας και νέα που σ' ενδιαφέρουνε, πουλάκι μας! Στις λιβαδιές και του βουνού τις υψηλές κορφές λιώσανε τα χιόνια, ο χειμώνας είπε το στερνό του «χαίρε» και μίσεψε σε χώρες βορεινές.
Οι λόφοι πρασινίσανε, λουλούδισαν οι κάμποι, τα δέντρα φόρεσαν τη γιορτινή τους τη στολή. Τα μάραντα, τα μανουσάκια, οι αγαπημένοι σου οι σύντροφοι σε καρτεράνε, Γιώργο μου. Τα χάδια, τις αγάπες σου προσμένουνε. Του μύρου τους τ’ απόσταγμα τις ευωδίας τους χυμούς για σένα το φυλάγουνε. Το Γιώργο τους, τον αγαπητικό τους καρτερούν να τον κεράσουν το μέθη της ζωής!
Στα πυκνοΐσκιωτα τα δάση που περπάταγες τονίζουν το τραγούδι τους τ' αηδόνια κι οι κορυδαλλοί, τα χελιδόνια ξαναχτίζουν τις φωλιές που ο χειμώνας ρήμαξε!
Ακούς Γιώργο; Γιώργο, Γιώργο!
Βαθιά και τρίσβαθα η σκοτεινή, η μουχλιασμένη κατοικία σου.
Σκάφτω με τα νύχια το χώμα σου, σε κράζω με όλη μου τη δύναμη.
 Γιώργο, Γιώργο, δεν ακούς, Γιώργο;
Βαρύς του θανάτου ο ύπνος, αφού δεν ξυπνάνε το  Γιώργο μας ούτε της μητέρας τα μοιρολόγια, ούτε της αδελφής οι γόοι και οι στεναγμοί, ούτε του αδελφού το μουγκρητό.
 Ο Χάρος βουλώνει τ' αφτιά με το κερί του και πλάκα μολύβι ο θάνατος πλακώνει την καρδιά σου, Γιώργο μου!
Γιώργο, Γιώργο, άτυχε Γιώργο!
Και ούτε σ' ένα ψηλό βουναλάκι της πατρίδας σε θάψανε, ν’ ακούς όπως ήθελες, το κουδούνισμα του κοπαδιού και τη φλογέρα τού βοσκού, του μάραντου την ευωδία, του μενεξέ το μύρο...
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah