Η Επέτειος της Εθνικής μας ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Εκείνη η φράση που έλεγαν οι πατεράδες και οι παππούδες μας, το «ποτέ δε θα αφήσουν την Ελλάδα να ορθοποδήσει», είναι η κουβέντα που βγαίνει στις στιγμές της εθνικής μας κατάθλιψης. Το ζουν στο πετσί τους σήμερα οι Έλληνες. Το είπαν το '74, όταν χάσαμε τη μισή Κύπρο, και το '45, όταν πολεμούσαμε μεταξύ μας, αν και στο στρατόπεδο των νικητών. Το είπαν το '22, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1897, με τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο, το 1854, με τον αποκλεισμό Αθήνας και Πειραιά από τους Αγγλογάλλους. Πού βρίσκονται όμως οι ρίζες της εθνικής αυτής κατάθλιψης;;

Ψάχνοντας στην ιστορία για τις καθοριστικές στιγμές που γεννιούνται τα κοινά χαρακτηριστικά ενός λαού, θα πρέπει να γυρίσουμε στα πρώιμα χρόνια, στα χρόνια της δημιουργίας, όπως ακριβώς οι ψυχαναλυτές γυρνούν πίσω στα παιδικά χρόνια του ψυχαναλυόμενου.
Το 1827 η επανάσταση είχε ουσιαστικά νικηθεί στο στρατιωτικό πεδίο. Ελεύθερα ήταν μόνο μερικά νησιά του Αργοσαρωνικού,  η Αργοναυπλία και η Τροιζηνία. Οι τούρκοι πασάδες στη Στερεά και ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο είχαν ανακτήσει τη γη και τα κάστρα για τον σουλτάνο, χρησιμοποιώντας την τακτική της φωτιάς και του τσεκουριού.
Τον Ιανουάριο του 1828 ο εκλεγμένος κυβερνήτης Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας, μετά από μια σύντομη  στάση στο Ναύπλιο, έφτασε στην Αίγινα, την προσωρινή πρωτεύουσα. Σύμφωνα με τον Τερτσέτη, ο ίδιος περιέγραψε την κατάσταση ως εξής:
«Είδα πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις την Αίγινα, δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί.
Προείδα μεγάλα δυστυχήματα δια την πατρίδα ... Ζήτω  Ο Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας, εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά, κατεβασμένα από τες σπηλιές.
Δεν ήτον το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. Το ότι η γη εβρέχετο  από δάκρυα. Εβρέχετο η μερτιά και η δάφνη του στολισμένου δρόμου από το γιαλό εις την Εκκλησία.
 Ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνή του λαού έσχιζε την καρδιά μου. Μαυροφορεμένες, γέροντες, μου εζητούσαν να αναστήσω τους απεθαμένους τους, μανάδες μου έδειχναν εις το βυζί τους τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω, και ότι δεν τους απέμειναν παρά εκείνα και εγώ ... »
Για τους παραπάνω λόγους, αποφάσισε να μην χάσει χρόνο. Σε τρεις μήνες έφτιαξε αξιόπιστο στρατό και  διέλυσε την  πειρατεία στο Αιγαίο. Οργάνωσε την εξωτερική πολιτική και εκμεταλλεύτηκε το Ναυαρίνο, για να πάψει τη διεθνή απομόνωση των Ελλήνων.
Τον Ιμπραήμ τον έδιωξε οριστικά από την Πελοπόννησο μ' ένα τέχνασμα. Όταν έμαθε από τους Γάλλους ότι θα έστελναν εκστρατευτικό σώμα υπό τον στρατηγό Μεζόν, ενημέρωσε τον Κόδρικτον.
Αυτός έσπευσε  στον  Μεχμέτ Αλί της Αιγύπτου και συμφώνησε απόσυρση του θετού γιου του χωρίς μάχη, που θα επέφερε ίσως την ηγεμονία της Γαλλίας στα ελληνικά πράγματα.
Στη Στερεά Ελλάδα οργάνωσε εκστρατεία. Οι Τούρκοι έφυγαν, χάνοντας τις τελευταίες μάχες. Η προέλαση του τσαρικού στρατού ως την Αδριανούπολη έπεισε τον σουλτάνο για τη   de  facto  αποσχιση των εδαφών τους στα Νότια της Χερσονήσου του Αίμου , από μια χούφτα Ελλήνων επαναστατών με ισχυρή όμως ευρωπαϊκή υποστήριξη.
Στο εσωτερικό πεδίο, εκτός από στρατό, οι Έλληνες είχαν πλέον και πρωτοβάθμια, αλληλοδιδακτικά κυρίως, σχολεία. Είχαν μια μικρή υγειονομική μέριμνα και ένα κοινό ταμείο, που όμως στέναζε πάντα υπό το βάρος των απαιτήσεων γιασυντάξεις και αργομισθίες.
Ο κυβερνήτης είχε πουλήσει ως και τα έπιπλά του για να το τροφοδοτήσει με λίγα γαλλικά φράγκα. Απέκτησαν επίσης τράπεζα και δικό τους νόμισμα, τον φοίνικα. Απέκτησαν έναν κήπο, εκεί που σήμερα είναι οι αγροτικές φυλακές της Τίρυνθας. Σ 'αυτό μάθαιναν οι νέοι καινούργιες καλλιέργειες και μεθόδους.
Αρχισαν να χτίζουν μια νέα ελπιδοφόρα πρωτεύουσα, το Ναύπλιο, που ενωνόταν με το Αργος  με μια λεωφόρο που μόνο στην Ευρωπη μπορούσε κανεις να βρει. Εκεί τους βρήκε το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας τους, στις 3 Φλεβάρη 1830.
Δυο χρόνια είχαν περάσει μόλις, αλλά οι πεινασμένοι και ρακένδυτοι κάτοικοι του νέου κράτους είχαν αρχίσει να καλλιεργούν τη γη.
 Όποιος αρματωμένος ή πρώην φοροσυλλέκτης τους πλησίαζε, αυτοί είχαν την απάντηση στην άκρη του στόματος τους:. «Έχουμε τον Μπαρμπαγιάννη να μας προστατεύει» Ο κυβερνήτης ξεκίνησε την απογραφή της γης . Κάποτε στη Βεσσαραβία (τη σημερινή Μολδαβία) μοίρασε τη γη που  άφησαν Πίσω τους οι Οθωμανοί στους ακτήμονες, χωρίς να πάρει για τον εαυτό του ούτε μια σπιθαμή. Θα έκανε το ίδιο για τους ταλαίπωρους Έλληνες.
 Ο λαός ζούσε την ανάστασή του, την κοσμογονία της ελευθερίας του έγραψε ο Κασομούλης για την ημέρα εκείνη ο Καποδίστριας που πάτησε πρώτη φορά το χώμα της πατρίδας λευτερης του:
«Εμαθεύθη ότι απέβη εις την πόλιν Ναυπλίας, ότι τον υποδέχθησαν όλοι, πολίται και στρατιώται, με κλαύματα χαράς, ότι τους επαρηγόρησεν ... Θεέ μου, τι να ενθυμηθεί κανένας και να γράψει ... Πως να ζωγραφίσει αυτό το ηθικόν της ώρας εκείνης ... Άλλος εδώ έτρεχεν, άλλος εκεί, άλλος πηδούσεν, άλλος χόρευεν. Οι δρόμοι ταράττοντο.
Όλοι πλέον από την χαράν αλησμόνησαν την θέσιν των, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, και μόνον από τους εν τοις πράγμασι οι περισσότεροι εμαραίνοντο ».
 Οι εν τοις πράγμασι, οι πρώην φοροεισπράκτορες της Στερεάς και της Πελοποννήσου, είχαν κλειστεί στα   αρχοντικά τους, πίσω από ψηλές μάντρες και πάντα φυλασσόμενοι. Με έδρα την Ύδρα και τη Μάνη, απαίτησαν την κεφαλή του Κυβερνήτη επί πίνακι, και όταν η Αγγλία έδωσε το πράσινο φως, τελείωσαν και οι ελπίδες των Ελλήνων. 

 Ήταν Κυριακή, 9   ΟΚΤΩΒΡΗ 1831 (27 Σεπτεμβρη, με το παλιό ημερολόγιο), όταν μια σφαίρα βρήκε το κεφάλι του ανθρώπου που δημιούργησε, έσωσε πολλαπλά και στερέωσε την ελληνική επανάσταση και κατά συνέπεια το νέο ελληνικό κράτος.   Εκείνο το πρωινό, οι κάτοικοι του Ναυπλίου έζησαν αυτό που είναι καταδικασμένη κάθε γενιά αυτού του τόπου να ζει έστω και μια φορά.  Τη διάψευση των κόπων και των πόθων τους. Την προδοσία. Εκείνο το πρωινό σηματοδοτεί τις απαρχές της εθνικής μας κατάθλιψης.
Σαράντα μέρες έμεινε η ταριχευμένη σωρός του Κυβερνήτη στην πρωτεύουσα, για να την επισκεφθούν από κάθε σημείο της γης όπου ανθούσε ο ελληνισμός. Σε έξι μήνες όμως, Ο Κολο κοτρώνης, Ο Νικηταράς και ο Αυγουστίνος Καποδίστριας είχαν νικηθεί.
Οι παλιοί φοροσυλλέκτες των Τούρκων και οι αρβανίτες αρχηγοί πήραν την κατάσταση στα χέρια τους. Ήταν οι Ζαΐμηδες, οι Κουντουριώτηδες, οι Μιαούληδες, οι Μαυρομιχάληδες, οι Λόντοι, οι Μαυροκορδάτοι, οι Κωλέττηδες, και σήμερα είναι οι Παπανδρέου, οι Καραμανλήδες, οι Μητσοτάκηδες...
Στα  182   χρόνια που πέρασαν από τότε, είχαν 2 βασικές μέριμνες. Η πρώτη ήταν να κρατούν την εξουσία και τα έσοδα του κράτους στα χέρια τους, όπως και επί τουρκοκρατίας.
 Η δεύτερη ήταν να θολώσουν, μέσω των πανεπιστημίων που ίδρυσαν και των σχολικών βιβλίων, την αλήθεια για την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Η αλήθεια όμως είναι ότι εκείνη η ημέρα, η 9η Οκτωβρίου του 1831, ήταν η ημέρα που παραδοθήκαμε στους ξένους τοκογλύφους και στους ντόπιους κοτσαμπάσηδες .   Είναι η ξεχασμένη επέτειος ενός λαού που δεν γνώρισε την ιστορία του.

Του Παναγιώτη Πασπαλιάρη
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah