Ο Γιάννες ο Μονόγιαννες, ο μοναχόμ ο Γιάννες
Πεντ’ ημερών γαμπρός έτον, σον πόλεμον εχπάστεν
κι ουδέ 'λίγον κι ουδέ πολύ, εποίκεν δέκα χρόνια.
Κι ατός όνερον έλεπεν σ' αποψισνόν τό βράδον:
Σό σημερνόν καί σ' αυρισνόν την κάλην άτ' αντρίζνε.
Εσπίχτεν κι ετραγώδεσεν ώρια τό μεσονύχτι.
Εκ'σεν άτο ο βασιλιάς, βαρύν χολήν 'κί σκώνει.
— Ποιος εν π' ετραγώδεσεν ώρια το μεσονύχτι;
Γιά κλέφτες εν, γιά πόρνες εν, γιά τή φίλιας καμένος.
—Έγώ εμ' π' έτραγώδεσα ώρια τό μεσονύχτι,
νιά κλέφτες εμ', νιά πόρνες εμ', νιά τή φιλιάς καμένος.
Σό σημερνόν καί σ' αύριανόν ή κάλη μ' έχ' κι αντρίζει.
—Γιά δόστ' άτον καί τ' άλογον, ντό στέκει πρός γωνέαν,
— ντ' αναμασά τά σίδερα, ντό τρώει τά κροσταλίδια.
Ους νά θά ζιαγκινοπατεί, εφτάν' σ' ήμ' σόν τή στράταν
καί ους νά καλοκάθεται, εκεί νά εύρισκάται.
'Κόμαν 'κ' έζιαγκοπάτεσεν, σό μεσοστράτ' εύρέθεν,
'κόμαν 'κ' έκαλοκάθεσεν κι ατός εκεί εύρέθεν.
Καλόγερον άπέντεσεν άπάν' σό σταυροδρόμιν.
—Σόν Θό σ', σόν Θό σ', ναί δάσκαλε, καί τίνος εν ό γάμος;
—Τή Γιάννε μ' εν καί ή χαρά, τ' έγάπ'ς άτ' εν ό γάμος.
— Εκεί σά τσιαρταγόσπιτα, σά ψηλά παραθύρια,
πού τρών' καί πίν' καί τραγωδούν έμορφα τραγωδίας,
εκεί στολίζν' τήν νιόνυφον, τή Γιάννε μ' τήν έγάπην,
απόψ' καί τά μεσάνυχτα τήν κάλην άτ' άντρίζνε.
O Γιάννες πάει κι αποκουμπίζ' καί σή χαράς τήν πόρταν.
Τήν πόρταν λάχταν κρούει ατός κι άπ' έξ' άπέσ' έμπαίνει.
Έσέβεν ατός σό χορόν κι έλάισεν τό μαντήλν' άτ',
έρρούξεν τό μαντήλιν άτ' σή κόρης τό νυφίον,
τερεί, καλοξετάζει άτο, φιλεί άτο καί λέει:
— Τά Κάλαντα ντ' έρμάτωσα, τά Φώτα ντ' έπλερώθεν
καί τή Μεγάλ' Παρασκευή ν, ντ' εδώκα έγώ τόν Γιάννεν.
Συμπεθέροι σ' όσπίτια σουν, γειτόνοι σ' αύλιτόρια
κι έσύ γαμπρέ κι άπόγαμπρε, δέβα κι άπ' όθεν έρθες,
έρθεν τό πρωτοστέφανο μ', τό πρώτον ή έγάπη μ'.
Έγώ Γιάννεν έγάπεσα κι εκείνον πάλ' θά παίρω.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
άντρίζνε = παντρεύουν (από το ανδρίζω),
έσπίχτεν = σφίχτηκε, έβαλε τα δυνατά του,
φιλιάς = του έρωτα (φιλία),
γωνέαν = μεγάλη πέτρα, ογκόλιθος, πέτρα που σχηματίζει γωνία,
κροσταλίδια = κρύσταλλα,
τσιαρταγόσπιτα = ξύλινα σπίτια,
έλάισεν = κούνησε, ανέμισε,
έπλερώθεν = τελείωσε, ολοκληρώθηκε, ικανοποιήθηκε,
Τ' όνειρο του Γιάννη
O Γιάννης ο Μονογενής, μοναχογιός ο Γιάννης,
πέντε μερών ήταν γαμπρός, στον πόλεμο επήγε,
ούτε λίγο, ούτε πολύ, έκανε δέκα χρόνια.
Στον ύπνο τον αποψινό, όνειρο βλέπει ο Γιάννης:
Παντρεύουν την γυναίκα του στη σημερνή τη μέρα.
Και με καημό τραγούδησε μεσάνυχτα ο δόλιος!
Κι ο βασιλιάς, που τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη.
πέντε μερών ήταν γαμπρός, στον πόλεμο επήγε,
ούτε λίγο, ούτε πολύ, έκανε δέκα χρόνια.
Στον ύπνο τον αποψινό, όνειρο βλέπει ο Γιάννης:
Παντρεύουν την γυναίκα του στη σημερνή τη μέρα.
Και με καημό τραγούδησε μεσάνυχτα ο δόλιος!
Κι ο βασιλιάς, που τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη.
—Ποιος είν' αυτός, που τραγουδά, μέσα στο μεσονύχτι;
Κλέφτης ή πόρνος θάναι αυτός ή έρωτα γυρεύει.
—Εγώ τραγούδησα, εγώ, μέσα στό μεσονύχτι,
δεν είμαι κλέφτης, πόρνος καν κι έρωτα δε γυρεύω.
Η καλή μου παντρεύεται στη σημερνή τη μέρα!
— Δώστε του 'κείνο τ' άλογο, στην πέτρα δίπλα πούναι,
που αναμασάει σίδερα, κρύσταλλα κατατρώγει.
Ως να πατήσει τα σκαριά, πάει στό μισό το δρόμο
και στό χωριό του θα βρεθεί, ως να καλοκαθήσει.
Και στα σκαριά δεν πάτησε, πάει στό μισό το δρόμο
κι ακόμα δεν καλόκατσε και βρέθηκε στο χωριό του.
Καλόγηρο συνάντησε στό σταυροδρόμι επάνω.
— Για το Θεό σου, δάσκαλε, ό γάμος τίνος είναι;
— Απόψε εδώ παντρεύουνε του Γιάννη την γυναίκα.
Δες τα ψηλοπαράθυρα, 'κει πέρα στα τσαρτάκια,
πού τρώνε, πίνουν και γλεντούν και γλυκοτραγουδάνε,
εκεί στολίζουν νιόνυφη, του Γιάννη την αγάπη,
πουρνό-πουρνό με την αυγή θε να την στεφανώσουν.
Ο Γιάννης αποκούμπησε στην πόρτα του σπιτιού του.
Στην πόρτα δίνει μια κλωτσιά κι απ' έξω-μέσα μπαίνει.
Κι αμέσως μπαίνει στο χορό κουνώντας το μαντήλι
και πέφτει το μαντήλι του στην κάμαρη της νύφης,
το παίρνει η κόρη, το κοιτά και το φιλεί και λέει:
— Τα Κάλαντα το κέντησα, το τέλειωσα τα Φώτα,
τη Μεγάλη Παρασκευή το δώρισα στό Γιάννη.
Συμπέθεροι στα σπίτια σας! Γειτόνοι στις αυλές σας
κι εσύ γαμπρέ κι απόγαμπρε, να πας άπ' όπου ήρθες,
γιατ' ήρθε ο άντρας μου ο καλός, το πρώτο μου στεφάνι!
Εγώ Γιάννην αγάπησα κι αυτόν θα πάρω πάλι.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ
Ο
«Μονόγιαννες» εδώ είναι νιόπαντρο παλληκάρι. Αμέσως μετά το γάμου του
φεύγει στον πόλεμο. Το φαινόμενο τούτο στον Πόντο είναι σύνηθες. Οι
εχθροί του Βυζαντίου, κάθε ώρα και στιγμή, παραβιάζουν τα σύνορα από την
πλευρά εκείνη.
O
λαός το ξέρει και είναι πάντα έτοιμος. Αναφέρονται περιπτώσεις, όπου ο
γάμος μένει στη μέση ή σταματά αμέσως μετά τη στέψη, οπότε ο γαμπρός,
μαζί με τα άλλα παλληκάρια του χωρίου, ξεκινούν για τον πόλεμο.
Οι
συνθήκες της εποχής δεν επιτρέπουν την επικοινωνία ανάμεσα στον Ακρίτα
πολεμιστή και τους σπιτικούς του. Καμιά φορά, από διάφορα περιστατικά ή
κακές πληροφορίες, βεβαιώνεται ή συμπεραίνεται ο θάνατος του.
Αλλά
κι αυτή η παρατεταμένη απουσία του, πολλές φορές —ίσως από κάποια
κακοβουλία— θεωρείται σαν χαμός, οπότε οι συγγενείς της γυναίκας του
πολεμιστή την οδηγούν σε νέο γάμο, καταπιέζοντας την προς τούτο. Κάτι
τέτοιο διαφαίνεται έμμεσα από τα πραγματικά περιστατικά, που
υπαινίσσεται εδώ η ποντιακή μούσα και που ο ρεαλισμός είναι συχνά το
βασικό χαρακτηριστικό της δομής της.
Με
βάση το όνειρο, ο Ακρίτας πολεμιστής προαισθάνεται αλάθητα. Οι άρχοντες
υπακούουν στο συγκλονιστικό μήνυμα της ζωής. Διευκολύνουν την πονεμένη
ψυχή στο αδιέξοδο της.
Φτάνει
το παλληκάρι έγκαιρα έξω από το σπίτι, όπου γίνεται ο γάμος της καλής
του. Την παντρεύουν με άλλον. Στα πλαίσια καλλιτεχνικής διαδικασίας
γίνεται η αναγνώριση. Μπαίνει ο Γιάννης στο χορό κουνώντας το μαντήλι.
Είναι το μαντήλι, που κέντησε η αγαπημένη του και του το δώρισε κάποια
Μεγάλη Παρασκευή. Πέφτει το μαντήλι στα χέρια της νύφης, που το
αναγνωρίζει αμέσως.
Αναπολεί η νύφη τα περασμένα. Θυμάται τις ωραίες στιγμές. Βλέπει ζωντανό το Γιάννη μπροστά της. Μπροστά στη συγκινητική κραυγή της, ο γάμος διαλύεται.Όλοι γυρίζουν στα σπίτια τους. O γαμπρός της ημέρας γίνεται «απόγαμπρος». Οι κακόβουλοι ντροπιάζονται και η μοίρα απονέμει δικαιοσύνη. Δικαιώνει την πρώτη αγάπη.
Αναπολεί η νύφη τα περασμένα. Θυμάται τις ωραίες στιγμές. Βλέπει ζωντανό το Γιάννη μπροστά της. Μπροστά στη συγκινητική κραυγή της, ο γάμος διαλύεται.Όλοι γυρίζουν στα σπίτια τους. O γαμπρός της ημέρας γίνεται «απόγαμπρος». Οι κακόβουλοι ντροπιάζονται και η μοίρα απονέμει δικαιοσύνη. Δικαιώνει την πρώτη αγάπη.
Ο
μύθος του τραγουδιού υπογραμμίζει το δραματικό στοιχείο της ζωής των
ποντίων Ακριτών, που είναι τεταγμένοι να παραμείνουν ακοίμητοι φρουροί
στις επάλξεις του έθνους, προστατεύοντας και δικαιώνοντας ταυτόχρονα τα
οικογενειακά ιδεώδη
Στάθη Ευσταθιάδη
"Τα τραγούδια του Ποντιακού Λαού"
Εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου