σ' έναν όμάλ', σ' έναν λιβάδ', σ' έναν 'πιδέξιον τόπον.
Όσα του κόσμου τα φυτά, εκεί φέρ' και φυτεύει
κι όσα του κόσμου τ' αμπέλια, εκεί φέρ' κι άμπελώνει,
όσα του κόσμου τά νερά, εκεί φέρ' κι αυλακώνει
κι όσα του κόσμου τά πουλιά, εκεί παν’ καί φωλιάζνε.
Πάντα κελάηδναν κι έλεγαν: «Πολλά θα ζη Ακρίτας».
Κι έναν πουρνόν, πουρνίτζικον καί Κερεκήν ήμέραν,
ατά κελάηδναν κι έλεγαν: «Αύρι αποθάν' Ακρίτας!».
H κάλια τ' βαρυκάρδισεν καί βαρυαναστενάζει.
—Ακούς, ακούς Ακρίτα μου, ντό λέγνε τά πουλόπα;
Πάντα κελάηδναν κι έλεγαν: «Πολλά θα ζη Ακρίτας».
Κι ατώρα κελαηδούν και λέν': «Αύρι’ αποθάν' Ακρίτας!».
Ακούει άτο Ακρίτας ιμ', χαμογελά καί λέγει:
—Ατά μικρά πουλόπα είν', ντο λέγνε 'κ' εγροικούνε,
αφήστε άτα τά παλαλά, άς κελαηδούν καί χαίρουν
καί φέρτε τη σαΐτα μου, ντό σύρ' τρακόσια πήχες
καί τ' άλλο τό μικρότερον, ντό σύρ' εξήντα πέντε.
Φέρτε τά κυνηγόσκυλα μ' καί τ' αλυσοδεμένα
κι ας πάω καί νά κυνηγώ καί σά κυνηγοτόπια
κι άν εύρίκω καί κυνηγώ, εγώ 'κί θ' αποθάνω
κι άν 'κ' εν πουλίν νά κυνηγώ, αλήθεια, θ' αποθάνω!
Ακρίτας πάει νά κυνηγά καί σά κυνηγοτόπια.
Κυνήγεσεν, κυνήγεσεν, πουθέν κυνήγιν 'κ' εύρεν
κι ουδέ μικρόν, νά κυνηγά, πουθέν πουλόπον 'κ' εύρεν.
Τον Χάρον άτ' έπέντεσεν απάν' σό σταυροδρόμι,
— Που πάς, που πάς, ναί Χάρε μου, καί είσαι χαρεμένος;
—Εγώ σέ σέναν έρχουμαι καί είμαι χαρεμένος.
— Χάρε, ντό έχεις με τ' εμέν καί πάντ' ακολουθάς με;
Κι αν κάθουμαι, συγκάθεσαι κι αν πορπατώ, ακλουθάς με
κι αν κείμαι, νά κοιμούμαι εγώ, γίνεσαι μαξιλάρι μ';
Εμέν' Ακρίτα λέγνε με, ανίκητον Ακρίταν!
— Για σούς, για σούς, Ακρίτα μου, βαρέα μή καυχάσαι,
εμέν σ' εσέν πού έστειλεν, απ' εσέν παλληκάρ' εν.
— Κι άρ έλα ν' ας παλεύωμε σό χάλκενον τ' άλώνιν
Κι αν έν και ντο νικάς με εσύ, επαρ' την ψή μ' καί δέβα
Κι αν έν και ντό νικώ σε εγώ, θά παίρω καί τόν μαύρο σ'.
Έξέβαν καί ν' έπάλεψαν κι ένίκεσεν ό Χάρον.
— Χάρε μ', επαρ' ασημικά, μαλάματα όσα θέλεις,
επαρ', αν θέλ'τς, καί τ' άλογο μ', ντό 'κ εχ' ό βασιλέας,
επαρ' τά κυνηγόσκυλα μ', έπαρεν, ίντιαν θέλεις.
—Εμέν σ' έσέν πού έστειλεν, αοίκα 'κ' έθυμέθεν,
μόνον εμέναν είπε με: Την ψήν άτ' επαρ' κι έλα.
Ακρίτας ένεστέναξεν, σήν κάλην άτ' έπήγεν.
—Αλλοί έμέν τόν άκλερον, εγώ θέ ν' αποθάνω!
Ας χαίρουν τά ψηλά ραχιά καί τά παρχαρομύτια.
Έμπα, κάλη μ', καί στρώσο με θανατικόν κρεβάτι,
θέκον άνθια σήν κεφαλί μ' καί παρχαρί' τσιτσέκια,
θέκον άνθια παπλώματα καί μουσκομαξιλάρια....
'Πήγεν ή κάλια τ' κι έστρωσεν άνθια καί μανουσιάκια.
***
όμάλ' = τόπος ομαλός, ίσιος,
'πιδέξιον = επιδέξιο, επιτήδειο, βολικό,
πουρνίτζικον = πρωί, αύγούλα,
εγροικούνε = καταλαβαίνουν, νιώθουν,
ψή = ψυχή,
άκλερον = δυστυχισμένο, άτεκνο,
φτωχόν, παρχαρομύτια = ψηλές βουνοκορφές,
τσιτσέκια = άνθη, λουλούδια.
Ακρίτας κάστρο έχτιζε κι Ακρίτας περιβόλι,
σε μιά καλόβολη πλαγιά, σ' ένα λιβαδοτόπι,
όλα του κόσμου τα φυτά, εκεί καλοφυτεύει,
φυτεύει και καλλιεργεί λογής-λογιών αμπέλια.
Εκεί του κόσμου τα νερά φέρνει και τ' αυλακώνει
κι όλα του κόσμου τα πουλιά, εκεί πάν' και φωλιάζουν.
Καί κελαηδούσαν κι έλεγαν, πολύ θα ζήσει Ακρίτας.
Μα την αυγή μιας Κυριακής αλλάξανε τραγούδι
και τραγουδούσαν θλιβερά: Ταχιά πεθαίνει Ακρίτας.
Τ' ακούει κι η γυναίκα του και βαριαναστενάζει.
— Τ' ακούς, τ' ακούς, Ακρίτα μου, τι λένε τα πουλάκια;
Αυτά μου λέγαν πάντοτε, ποτέ δε θά πεθάνεις,
μα τώρα κελαηδούν και λεν', ταχιά θε να πεθάνεις.
Σαν τ' άκουσε Ακρίτας μου, χαμογελάει και λέει:
— Είναι μικρούτσικα πουλιά και δεν γροικούν τί λένε,
αφήστε τα να κελαηδούν με τη χαζοχαρά τους
και φέρτε τη σαΐτα μου, κείνη την τριακοσάρα,
φέρτε και τη μικρότερη, που ρίχνει εξήντα πέντε,
φέρτε τα κυνηγόσκυλα, που τάχω 'κεί δεμένα
κι αν βρω κυνήγι σήμερα, εγώ δεν θα πεθάνω
και θα πεθάνω σίγουρα, αν δεν θα βρω κυνήγι.
Καί ξεκινάει Ακρίτας μου και βγαίνει στο κυνήγι.
Κυνήγησε, κυνήγησε, μα πουθενά κυνήγι!
Όχι ζαρκάδι και λαγό, μα ουδέ πουλάκι βρήκε.
Συνάντησε τον Χάροντα πάνω στο σταυροδρόμι.
— Που πας, που πας, χαρούμενος, ναι Χάροντα, για πε μου;
— Γελώ κι είμαι χαρούμενος, γιατί θα πάρω εσένα.
— Τι σούκανα βρε Χάροντα κι από κοντά μέ παίρνεις;
Μ' ακολουθείς σαν περπατώ, συγκάθεσαι, σαν κάτσω
κι αν πάω εγώ να κοιμηθώ, γίνεσαι μαξιλάρι.
Εγώ είμαι Ακρίτας ξακουστός κι ανίκητος Ακρίτας!
— Για σώπα, σώπα Άκριτα μου και μη πολυκαυχιέσαι.
Αυτός, πού μ' έστειλε σε σε, περίσσια δύναμη έχει.
— Χάρε, έλα και να παλέψουμε στό χάλκινο τ' αλώνι
κι αν με νικήσεις Χάροντα, να πάρεις τήν ψυχή μου
κι αν σε νικήσω Χάροντα, τον μαύρο σου θα πάρω.
Καί βγήκαν και παλέψανε και νίκησεν ο Χάρος!
— Χάρε μου, πάρε ασημικά, μαλάματα όσα θέλεις,
το φτερωτό μου τ' άλογο κι αυτό στο δίνω Χάρε,
πάρε τα κυνηγόσκυλα, πάρε ότι θέλεις Χάρε.
— Μ' αυτός, πού μ' έστειλε σε σε, τέτοια δεν εστοχάστει,
μονάχα με διάταξε να πάρω την ψυχή σου!
Ακρίτας αναστέναξε και πήγε στην καλή του.
— Αλλοί σε με, γυναίκα μου, θε να πεθάνω ο δόλιος!
Χαρείτε κάμποι, λαγκαδιές, βουνοκορφές, βρυσούλες
κι εσύ καλή μου στρώσε μου, θανατικό κρεβάτι,
βάλε στό προσκεφάλι μου της εξοχής λουλούδια
και στρώσε ανθοπαπλώματα και μοσχομαξιλάρια.
Κι ανθόστρωσε η γυναίκα του το νεκροκρέβατό του!
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ
Δοξάζει ο Ακρίτας στo χώρο του Πόντου την Ελλάδα. Δικαιώνει τη φήμη του σαν
«τραντέλλενα». Περιφρονεί χιλιάδες φορές τον θάνατο. Ντροπιάζει συχνά
τον Χάροντα, πού τώρα ήρθε ή ώρα του να εκδικηθεί.
Συναντιέται ο Ακρίτας με τον Χάροντα πάνω σε κρίσιμη ώρα. Τη στιγμή, πού χτίζει
κάστρο και περιβόλι. Κάστρο, για να αμυνθεί. Περιβόλι, για να
δημιουργήσει ειρηνικό και όμορφο περιβάλλον ζωής.
Τούτη ή συνάντηση αποβαίνει μοιραία για τον ήρωα. Τούτη τη φορά, νικητής είναι ο Χάροντας. O
αγωνιστής, λίγο πριν από την ήττα, ρίχνει το στερνό βλέμμα του προς τη ζωή. Την αγάπησε πολύ και προσέφερε στο βωμό της τεράστιες θυσίες. H υπόσταση του είναι ανθρώπινη και γ’ αυτό παρακαλεί τον Χάροντα, να ματαιώσει τα σχέδια του, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Οδεύει o Ακρίτας προς το θάνατο. Αναστενάζει και ραγίζονται τα βουνά. Αποχαιρετά με συγκίνηση τη φύση.
Έπειτα, απευθύνεται με τρόπο μελαγχολικό προς τη γυναίκα του, λέγοντας της να του στρώσει το θανατικό κρεβάτι.
Σε
άλλες παραλλαγές για το θάνατο του Ακρίτα, ή λαϊκή μούσα περιορίζεται
σε διθυραμβικά εγκώμια και επαίνους για την ηρωική μορφή του.
Παραθέτουμε ενδεικτικά μερικούς στίχους από μια κρητική παραλλαγή.
O Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάζει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ' ό απάνω κόσμος
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια
κι ή πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει,
πως θα σκεπάσει τον αητό, τσή γης τον αντρειωμένο.
Το
ποίημα συνεχίζεται με άλλα εγκώμια και τελειώνει με τον ίδιο τρόπο. Και σε άλλες παραλλαγές, κυριαρχούν τα ίδια στοιχεία. Οι λαϊκοί ποιητές
εκφράζουν το θαυμασμό τους προς τον ήρωα για τη μεγαλοσύνη και τα
κατορθώματα του.
Η ποντιακή παραλλαγή περιέχει συγκεκριμένα στοιχεία, πού δείχνουν τήν άμεση σχέση του ήρωα πρός τήν ίδια τή ζωή.
H ποντιακή
μούσα δεν υμνεί τον ήρωα και δεν εκθειάζει τα κατορθώματα του με αφηρημένο ποιητικό τρόπο. Είναι ολοφάνερη ή πραγματική της βάση. Είναι ό
Ακρίτας τοποθετημένος μέσα σε ορισμένο χώρο.
'Έχει
δεσμούς μέ τή φύση, τή ζωή, τήν οικογένεια. Από τον Πόντο ξεπηδά ή
λάμψη του και ακτινοβολεί πάνω σε όλους τούς ελληνικούς ορίζοντες.
H
φήμη διαλαλεί τη μεγαλοσύνη και τον ασύγκριτο ηρωισμό του παντού,
επιστρατεύοντας τη μούσα όλων των τμημάτων του ελληνικού λαού για χάρη
του.
Δεν
είναι αθάνατοι λοιπόν μόνον οι Θεοί. Περνούν στην αθανασία και οι
εξέχοντες ήρωες. Ανάμεσα σ' αυτούς, χωρίς αμφιβολία, στέκει ολόλαμπρη ή
μορφή του ποντίου Ακρίτα. Με τις πράξεις του γίνεται ίνδαλμα του λαού
και ή ποντιακή μούσα αποθανατίζει το όνομα του.
Στάθης Ευσταθιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου