Βίλα Καπαγιανίδη |
Και αυτή την πρωτοφανή δύναμη, που θεωρούνταν απειλή για την κυρίαρχη, αλλά κατερειπωμένη και αποσυντεθειμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, έβαλε ως πρωταρχικό του σκοπό να συντρίψει το νέο καθεστώς της Τουρκίας, το οποίο αναδύθηκε από μια επονείδιστη ήττα, μετά το τέλος του Α Παγκόσμιου πολέμου και από μια δράκα νεοεθνικιστών, με επικεφαλής τον Κεμάλ Μουσταφά, που συνέχισε και βελτίωσε προς τις νέες συνθήκες, το παλιό πρόγραμμα των Νεότουρκων του 1908.
Ο κύριος κορμός του Ελληνισμού βρίσκονταν στη Μικρά Ασία, παρμένη στη γενική της διάσταση, δηλαδή, από τη Ριζούντα στο βορρά, μέχρι την Αλεξανδρέττα στο νότο. Πτερύγια αυτού του κορμού επεκτείνονταν προς τον Καύκασο, τη νότια Ρωσία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία κλπ., τα οποία ενισχύονταν από τον κύριο κορμό του υπόδουλου Ελληνισμού, ή και από τον κύριο ελλαδικό χώρο.
Μέσα στον εκτεταμένο αυτό χώρο, οι Έλληνες κατείχαν, περισσότερο, τις παραλιακές περιοχές και ασχολούνταν κυρίως με το εισαγωγικό και εξαγωνικό εμπόριο, τις τραπεζικές εργασίες και τις μεταφορές με πλοία, όπως συνέβαινε και με τις αρχαίες ελληνικές πόλεις της Μικρός Ασίας, που συγκεντρωμένες στα δυτικά παράλια της, ανάπτυξαν πρωτοφανή οικονομική και εκπολιτιστική δραστηριότητα και αξιοθαύμαστο πολιτισμό.
Αλλά οι Έλληνες δεν αρκέσθηκαν μόνο να ζουν και να δρουν στα παράλια. Βαθμιαία εισέδυαν, ολοένα και περισσότερο, προς τα ενδότερα, για να ασχοληθούν με την ποικιλόμορφη εκμετάλλευση της γης (Γεωργία) και του υπεδάφους της, που έκρυβε μέσα του πολύτιμους θησαυρούς, οε παντοειδή μέταλλα.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι μεταλλουργοί και οι αρχιμεταλλουργοί της Τουρκίας ήσαν ' Ελληνες, που μαθήτευαν πρώτα στα μεταλλεία χαλκού και αργύρου της Αργυρούπολης (Κιμίς-χανε) του Πόντου, απόπου στέλνονταν στα άλλα ορυχεία και μεταλλεία του εσωτερικού της Τουρκίας, σαν εμπειρογνώμονες πια .
Με τη διείσδυση αυτή στα ενδότερα της Τουρκίας οι Ελληνες δημιούργησαν την υποδομή για την ύπαρξή τους και την πηγή του εμπορίου και της ναυτιλίας. Ο κύκλος της έντονης συναλλακτικής κινήσεως είχε συμπληρωθεί με την επέκταση αυτή: παραγωγή - εμπορία - διακίνηση βρίσκονταν σχεδόν εξολοκλήρου στα χέρια των Ελλήνων.
Βέβαια, είχε τους λόγους της η εγκατάσταση και η παραμονή των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Σε άρθρο του ο Ν. Πολύζος γράφει ότι η Μικρά Ασία, τοποθετημένη στο σταυροδρόμι, ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, στη Μαύρη Θάλασσα και το Αιγαίο, κατείχε μια γεωγραφική θέση «κλειδί».
Ήταν το πιο σημαντικό πέρασμα από τη ξηρά και τη θάλασσα, η προχωρημένη εξέδρα προς την Ευρώπη.
Ήταν ο τόπος όπου κατάληγαν τα καραβάνια από τα ενδότερα της Ασίας. Και αυτή η στρατηγική θέση της Μικράς Ασίας συνετέλεσε, με άλλους ενδογενείς και εξωγενείς συντελεστές, στην οικονομική και εκπολιτιστική ακμή του ελληνικού στοιχείου, το οποίο, με την έντονη δράση του, την επινοητικότητα και την εργατικότητα κατόρθωσε να αξιοποιήσει τους ευνοϊκούς αυτούς συντελεστές.
Ποιός ήταν ο πραγματικός ελληνικός πληθυσμός της Τουρκίας;
Από τις επίσημες στατιστικές των ελληνικών κοινοτήτων και ορθόδοξων ιερατικών αρχών της Τουρκίας διαπιστώνεται ότι οι Ελληνες, που έμειναν, ύστερα από το 1913 στη τουρκική επικράτεια ανέρχονταν σε 2.480.000 άτομα, από τα οποία, 370.000 στο νομό Κωνσταντινουπόλεως, 320.000 στην περιοχή της Ανατολικής Θράκης, 1.000.000 στη Δυτική Μικρά Ασία, 354.000 στον Πόντο και 456.000 στο εσωτερικό της Μικρός Ασίας (3).
Άλλες πληροφορίες ξένων παρατηρητών ανεβάζουν τον αριθμό των Ελλήνων της Τουρκίας από 1,5-2.000.000 άτομα, τονίζοντας ότι ο εκπληκτικός αυτός αριθμός οφείλεται στην άνιση δημογραφική ανάπτυξη ανάμεσα στους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους, ή καλύτερα, ανάμεσα στους Οσμανλίδες και Ελληνες.
Οι Ελληνες αυξάνονταν ταχύτερα, λόγω της υψηλής γεννητικότητας (2% κατά μέσο όρο το χρόνο.
Η υψηλή αυτή γεννητικότητα ενισχυόταν και από τη μικρή θνησιμότητα και από τη διείσδυση των Ελλήνων από την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ ο τουρκικός πληθυσμός παρέμενε στάσιμος.
Η έντονη αυτή γεννητικότητα, συνδυασμένη με το μεταναστευτικό ρεύμα, που κατευθυνόταν κυρίως προς τα παράλια αστικά κέντρα, προκάλεσε μια πραγματική διείσδυση του ελληνικού στοιχείου προς τις περιοχές της Μ. Ασίας.
Κατά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ου, οι Έλληνες προωθούνταν, όπως αναφέρθηκε, για την κατάκτηση των εσωτερικών περιοχών και δημιουργούσαν νέα κέντρα παραγωγικής δράσεως, νέα χωριά και κωμοπόλεις.
Πέρα από την εμπορική, τη ναυτιλιακή και γεωργική δράση, το υπόδουλο ελληνικό στοιχείο επεξέτεινε τη δράση του και προς τη βιοτεχνική και βιομηχανική περιοχή.
Πριν από την καταστροφή του 1922, η Βιομηχανία - όπως την εννοούμε σήμερα - ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στην Τουρκία και η σχετική παραγωγή περιοριζόταν μόνο για την εσωτερική κατανάλωση.
Τα μόνα εξαγόμενα προϊόντα ήσαν κυρίως βιοτεχνικά, όπως χαλιά, μεταξωτά και μερικά γεωργικά προϊόντα, που παράγονταν, τις περισσότερες φορές, από Ελληνες, όπως ελαιόλαδο, σταφίδες, σύκα, βαμβάκι, και μερικά άλλα, σε ασήμαντες ποσότητες.
Δύο ήσαν τα «βιομηχανικά» κέντρα της τότε Τουρκίας: η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη και φυσικά, οι σημαντικοί λιμένες της. Τα εγκαταστημένα εκεί «εργοστάσια» και εργαστήρια ήσαν Ελλήνων και Ευρωπαίων, Αρμενίων και σπάνια Τούρκων. Τα ελληνικά χρονολογούνταν από την περίοδο του 1840-1910, τα τουρκικά από το 1903-1914 και των άλλων εθνικοτήτων από το τέλος του 19ου αιώνα.
Το ελληνικό στοιχείο δέσποζε επίσης στο χώρο των υπαλλήλων. Σύμφωνα με μια έρευνα του Εμπορικού Επιμελητηρίου Σμύρνης, ανάμεσα σε 3.315 εργαστήρια και «εργοστάσια», εγκαταστημένα στην πόλη αυτή τα 73% ανήκαν σε ' Ελληνες, τα 26% ανήκαν σε Τούρκους, το 10% ανήκε σε Αρμένιους και Ισραηλίτες
Και στο υπαλληλικό προσωπικό δέσποζαν οι Έλληνες, σύμφωνα με την παραπάνω στατιστική:
88,5% οι υπάλληλοι ήσαν Ελληνες
8,5% οι υπάλληλοι ήσαν Τούρκοι 3% οι υπάλληλοι ήσαν διάφοροι
Επίσης, στο εργατικό προσωπικό υπερείχαν οι Ελληνες στην πόλη της Σμύρνης:
82% ήσαν Έλληνες 16% ήσαν Τούρκοι και 2% διάφοροι
Γιώργος Λαμψίδης
Οι πρόσφυγες του 1922.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου