ΣΜΥΡΝΗ |
Σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και της Τουρκίας βλέπουμε τα απομεινάρια ενός κόσμου ο οποίος φαίνεται να διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη αιφνίδια και με μεγάλη βιαιότητα.
Σε
απόμακρες βουνοκορφές στην καρδιά της Ανατολίας υπάρχουν αδειανά κελύφη
από πέτρινες σπηλιές των οποίων ο αρχικός ιερός σκοπός αποκαλύπτεται
από ελάχιστες πινελιές ώχρας σε κάποιο εσωτερικό τους τοίχο: μία
σβησμένη χριστιανική νωπογραφία.
Σε
ένα κοντινό χωριό, ανάμεσα σε ζώα και λασπωμένα σοκάκια συχνά ορθώνεται
ένα καλοχτισμένο διώροφο ή και τριώροφο οικοδόμημα που σήμερα εκτελεί
χρέη στάβλου ή αχυρώνα αλλά φαίνεται καθαρά ότι σχεδιάστηκε για κάποιον
άλλο, πιο ευγενή σκοπό.
Όταν
κανείς ρωτήσει αποκαλύπτεται ότι παλιά ήταν σχολείο όπου τουρκόφωνοι
χριστιανοί καλλιεργούσαν την «ελληνικότητα» τους με δασκάλους που είχαν
έλθει από την Κωνσταντινούπολη ή την Αθήνα.
Και
στις ασφυκτικές σύγχρονες πόλεις της βόρειας Ελλάδας οι συναντήσεις με
τα κατάλοιπα ενός άλλου πολιτισμού είναι εξίσου αναπάντεχες και
εντυπωσιακές. Πα όσους γνωρίζουν πού να κοιτάξουν, η φωτισμένη με νέον
μονοτονία συχνά σπάει από κτίρια που είναι φανερό ότι είναι πολύ
παλαιότερα και παρουσιάζουν μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον.
Τζαμιά, θεολογικές σχολές, λουτρά ή πανδοχεία κτισμένα πολύ πριν ολόκληρη η περιοχή του Αιγαίου ερωτευτεί το τσιμέντο.
Σύμφωνα με τους περιβαλλοντολόγους υπάρχουν τουλάχιστον 2.300 οθωμανικά μνημεία στην Ελλάδα τα οποία από αισθητική ή ιστορική άποψη αξίζει να αναστηλωθούν.
Τα περισσότερα όμως από αυτά είναι παραμελημένα, αγνοημένα και χρησιμοποιούνται για ακατάλληλους σκοπούς.
Στους ελληνικούς τουριστικούς οδηγούς τα οθωμανικά μνημεία αναφέρονται ελάχιστα, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους τούρκικους που, αντικατοπτρίζοντας την επίσημη ιδεολογία, συχνά αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση την ελληνική και χριστιανική κληρονομιά των τόπων που περιγράφουν. Και στις δύο χώρες υπάρχουν περίεργες σιωπές.
Εκεί που δεν έχουν κατεδαφιστεί κτίρια και παραείναι γερά για να καταστραφούν από μόνα τους με το πέρασμα του χρόνου , οι άνθρωποι κάνουν πως δεν τα βλέπουν.
Στην Αθήνα, για παράδειγμα, υπήρξε μία μεγάλη δημόσια συζήτηση πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 για το αν και κυρίως πού θα μπορούσε να χτιστεί ένα τέμενος για τους μουσουλμάνους αθλητές.
Τελικά κατασκευάστηκε ένα προσωρινό στο Ολυμπιακό χωριό και οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι κάτοικοι, στην πλειονότητα μετανάστες εργάτες που ζουν στην Αθήνα, εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν περισσότερους από τριάντα άτυπους και χωρίς επίσημη άδεια τόπους λατρείας.
Ελάχιστοι ανέφεραν κατά τη διάρκεια εκείνης της συζήτησης το γεγονός ότι στην περιοχή Μοναστηράκι, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, υπήρχε ένα τζαμί 500 ετών μεγάλης ιστορικής αξίας το οποίο περίμενε να αναστηλωθεί. Στέκονταν εκεί κλειστό και εγκαταλελειμμένο με τον απεριποίητο κήπο του γεμάτο αδέσποτες γάτες.
Πράγματι,
αν επιχειρούσε κανείς να κατανοήσει την ιστορία της νοτιοανατολικής
άκρης της Ευρώπης από τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και μόνο, θα έβγαζε
το συμπέρασμα ότι κάποια τεράστια καταστροφή, φυσική ή από ανθρώπινο χέρι, έπληξε την συγχρόνως τις δύο ακτές του Αιγαίου πριν από πολλούς αιώνες και η περιοχή ακόμα δεν έχει συνέλθει εντελώς.
Η αλήθεια είναι ότι η καταστροφή είναι σχετικά πρόσφατη.
Έχουν
περάσει μόλις ογδόντα χρόνια από τότε που οι νεόκοπες δημοκρατίες
Ελλάδας και Τουρκίας, με τις ευλογίες των κυριότερων παγκόσμιων δυνάμεων
της εποχής, συμφώνησαν στη διαίρεση των γεωγραφικών και πολιτιστικών χώρων όπου οι λαοί, οι γλώσσες και οι θρησκείες ως τότε συνυπήρχαν.
Είναι αλήθεια ότι ένας σταδιακός χωρισμός είχε ήδη μπει σε εφαρμογή τόσο ψυχολογικά όσο και πρακτικά όταν το 1923 επιχειρήθηκε
το τελικό, σχεδόν ολοκληρωτικό σχίσμα μεταξύ των ελληνικών κοινοτήτων
και των τουρκικών. Αυτή ακριβώς η διαδικασία είναι γνωστή ως ανταλλαγή
πληθυσμών. Υποτίθεται ότι θα ήταν η βάση μιας μακροπρόθεσμης λύσης που
θα έφερνε σταθερότητα και ικανοποίηση και στις δύο πλευρές.
Ο
διαχωρισμός όμως υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από μία προσυπογραφή σε
ένα λίγο-πολύ τετελεσμένο γεγονός. Υπήρξε αντίδοτο στον πόνο αλλά
προκάλεσε και πόνο.
Εκείνο
που κάνει το γεγονός ακόμα πιο οδυνηρό και αξιομνημόνευτο είναι ότι
στις αρχές του 21ου αιώνα υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που ζουν και θυμούνται
καθαρά πώς έσφυζαν από ζωή ορισμένα από τα ερειπωμένα κτίρια που σήμερα
στέκουν εγκαταλελειμμένα στο «λάθος» μέρος.
Υπάρχουν
γέροντες ενενήντα ετών στην Τουρκία που είναι σε θέση να περιγράψουν
την εποχή που το μουσουλμανικό φτωχοκομείο της Καβάλας και οι μιναρέδες
των Ιωαννίνων λειτουργούσαν κανονικά.
Δεν
ξεχνούν ότι η Θεσσαλονίκη ήταν πόλη μουσουλμάνων δερβίσηδων αλλά και
ορθόδοξων ιερέων και Εβραίων ραβίνων. Συνομήλικοι τους στην απέναντι
όχθη του Αιγαίου θυμούνται τον καιρό που το λιμάνι της Τραπεζούντας στη
Μαύρη Θάλασσα ήταν, μεταξύ άλλων, ένας ελληνικός μεθοριακός σταθμός όπου
άκμαζε η ελληνική επιχειρηματικότητα, τα γράμματα και ο πολιτισμός.
Μία
εποχή που οι χριστιανικές παραδόσεις στην Καππαδοκία λειτουργούσαν
αδιατάρακτες επί 1.700 χρόνια. Τότε που τα σημαντικότερα κέντρα
ελληνικής οικονομικής δύναμης και εμπορίου ήταν ξακουστά σε όλο τον
κόσμο με τα ελληνικά τους ονόματα, Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη.
Και
στις δύο πλευρές του Αιγαίου υπάρχει μία γενιά που έζησε τον πόνο του
ξεριζωμού από τη γη των προγόνων της, είτε αυτό συνέβη στην αντάρα του
πολέμου είτε υπό την επίβλεψη των γραφειοκρατών της διεθνούς κοινότητας.
Όπως
όλοι οι πρόσφυγες, οι άνθρωποι αυτοί θυμούνται τις δυσκολίες που
αντιμετώπισαν όταν διέσχισαν το πέλαγος και υποχρεώθηκαν να
προσαρμοστούν σε κάποιο άγνωστο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον. Για
ορισμένους από αυτούς η δοκιμασία επιδεινώθηκε καθώς το νέο μέρος
εγκατάστασης ήταν, θεωρητικά τουλάχιστον, η αληθινή τους πατρίδα.
Υποτίθεται ότι έπρεπε να έχουν την αίσθηση του «επαναπατρισμού». Δεν την
είχαν όμως πάντα.
Όπως
κάθε μακρινή ανάμνηση, η μνήμη των ανθρώπων που έζησαν την ανταλλαγή
πληθυσμών ρέπει προς το συναισθηματισμό, αλλά υπάρχουν και οι πιο
νηφάλιοι που βρίσκουν οι ίδιοι αντίδοτο στον πόνο τους.
Δεν
ήταν όλα τέλεια στον χαμένο τους κόσμο, και οι συνθήκες κάτω από τις
οποίες χάθηκε πολλές φορές ήταν τόσο αποτρόπαιες, που ό,τι επακολούθησε
ήταν γι' αυτούς ανακουφιστικό.
Για
τον ανυποψίαστο επισκέπτη από μία ειρηνική και ευημερούσα χώρα του
δυτικού κόσμου, οι κατεστραμμένες εκκλησίες της κεντρικής Τουρκίας ή τα
κατάλοιπα ενός τεκέ ή μουσουλμανικού τεμένους
στα σύνορα Ελλάδας-Αλβανίας ίσως δίνουν την εντύπωση ενός γοητευτικού
κόσμου που χάθηκε, πολύ πιο γοητευτικού, αισθητικά τουλάχιστον, από
ο,τιδήποτε μεταγενέστερο. Αυτό που αγνοεί όμως ο επισκέπτης είναι οι
συνθήκες φτώχειας και βαρβαρότητας κάτω από τις οποίες ζούσε η
συγκεκριμένη αγροτική κοινότητα στα μέλη της οποίας αυτοί οι χώροι
λατρείας πρόσφεραν μοναδική παρηγοριά, αλλά και το κλίμα τρομοκρατίας
που επικρατούσε δεκαετίες ολόκληρες και πιθανότατα ήταν ο λόγος της
εγκατάλειψής τους από τους πιστούς.
Για
τους κατατρεγμένους, μία νέα πατρίδα, έστω και άγνωστη, δεν είναι κατ'
ανάγκη ένα ξένο ή εχθρικό μέρος. Πολλές φορές αποτελεί σωτήριο
καταφύγιο. Καλό είναι να το θυμόμαστε.
Ο
Ευριπίδης εξέφρασε τη μία άποψη - μόνο τη μία - όταν έγραψε μία μεγάλη
αλήθεια: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος σ' αυτή τη γη από το χαμό της
πατρίδας». Τουλάχιστον δύο μελέτες των γεγονότων της δεκαετίας του 1920
που έγιναν από προοδευτικούς Τούρκους διανοητές αναφέρουν αυτά τα
λόγια.
Αλλά
όσο συγκινητικά και να ακούγονται, δεν εκφράζουν απόλυτα την αλήθεια,
γιατί, όταν ζυγίσει κανείς τα υπέρ και τα κατά, η εγκατάσταση σε έναν
ξένο τόπο είναι προτιμότερη από το θάνατο στην πατρίδα.
Ήταν
όμως απαραίτητο να χωριστούν οι χριστιανοί από τους μουσουλμάνους, οι
Έλληνες από τους Τούρκους, και να εγκατασταθούν σε διαφορετικά μέρη;
Υπάρχουν
δύο τρόποι να δει κανείς αυτό το ζήτημα: από τη σκοπιά εκείνων που
πήραν τις αποφάσεις και από τη σκοπιά όσων έζησαν τις επιπτώσεις.
Η
ανταλλαγή των χριστιανο- μουσουλμανικών πληθυσμών που αποφασίστηκε το
1923 μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν εξετάσουμε και τις δύο όψεις του
νομίσματος.
Ίσως
έτσι φωτιστεί με τη σειρά της η πραγματική σημασία των ερειπωμένων
εκκλησιών και των τζαμιών της Τουρκίας και της Ελλάδας. Σε πρώτο
επίπεδο μας μιλούν για το πέρασμα από την παραδοσιακή ζωή στη σύγχρονη,
με όλο τον πόνο, τις πληγές - και την λύτρωση - που συνεπάγεται ένα
τέτοιο πέρασμα.
Μας
θυμίζουν επίσης κάτι άλλο που είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό από τους
προοδευτικούς κατοίκους της Δύσης, αλλά είναι ουσιαστικό αν θέλουμε να
καταλάβουμε τα αίτια της διαμάχης σε πολλές γωνιές της γης.
Στον
οθωμανικό κόσμο, όπως και σε πολλά άλλα μέρη όπου θρησκείες και
εθνότητες υποχρεώθηκαν να συνυπάρξουν κάτω από μία κοινή στέγη
αυταρχισμού, ο ερχομός του μοντερνισμού και της ελευθερίας όπως την
εννοούμε σήμερα οδήγησε σε διχασμό και όχι σε μόνιασμα.
Θρησκείες,
γλώσσες και παραδόσεις ανθρώπων που κάποτε ζούσαν δίπλα-δίπλα
χωρίζονται λόγω έλλειψης νέων κανόνων συνύπαρξης. Καλώς ή κακώς, οι
σουλτάνοι παρείχαν κάποιου είδους προστασία,
οι μουσουλμάνοι σεΐχηδες της Θεσσαλονίκης μπορούσαν να δέχονται τους
πιστούς και οι χριστιανοί μύστες να κάνουν τα θαύματα τους στα χωριά της
Καππαδοκίας.
Όταν η στέγη αυτή κατέρρευσε, άνθρωποι και από τις δύο πλευρές του θρησκευτικού σχίσματος αναγκάστηκαν να τρέξουν για να γλιτώσουν.
Είναι
λυπηρό ότι οι πολυπολιτισμικές αυτοκρατορίες αντικαταστάθηκαν όχι από
πολυπολιτισμικές δημοκρατίες αλλά από εθνοκεντρικά κρατίδια και ο δρόμος
προς τον επαναπροσδιορισμό ήταν συχνά στρωμένος με αίμα.
Ακόμα
και όταν δεν οδηγεί σε ανοιχτή σύρραξη, αυτό τραυματίζει τους ανθρώπους
που βρίσκονται στη μέση του γιατί αναδεικνύει αιτίες διχασμού που ίσως
κάποτε δεν ήταν και τόσο φανερές.
Χαράζει
διαχωριστικές γραμμές και αναγκάζει τους ανθρώπους να σταθούν από τη
μία ή την άλλη πλευρά. Οι γέροντες της Ελλάδας και της Τουρκίας που
έζησαν την αναγκαστική μετανάστευση τα καταλαβαίνουν πολύ καλά όλα αυτά,
όπως άλλωστε και οι κάτοικοι της Βοσνίας ή του Καυκάσου. Τα παιδιά των
προσφύγων γαλουχήθηκαν από ανθρώπους των οποίων το παρελθόν ήταν
πλούσιο, σύνθετο και πολυπολιτισμικό.
Αναγκάστηκαν
να προσαρμοστούν υιοθετώντας μία και μοναδική ταυτότητα, η οποία ήταν
απλουστευμένη, αυστηρά επιβεβλημένη και το τίμημα για όποιον την
αμφισβητούσε ήταν πολύ υψηλό.
Από
μία άποψη, ο απόλυτος διαχωρισμός Ελλήνων και Τούρκων μπορεί να γίνει
κατανοητός σαν πρακτικός τρόπος αντιμετώπισης μιας άμεσης πολιτικής και
ανθρωπιστικής κρίσης.
Σαν
αποτέλεσμα του πολέμου που είχε μόλις κερδίσει η Τουρκία, εκατοντάδες
χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν άστεγοι, φτωχοί, άρρωστοι και απελπισμένοι. Η
απόφαση να μεταναστεύσει μαζικά μία μεγάλη μερίδα λαού πρόσφερε έναν
ρεαλιστικό τρόπο να τεθεί υπό έλεγχο η κρίση, με υψηλό αλλά ελεγχόμενο
κόστος, και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστεψαν ότι ήταν ο μοναδικός.
Παράλληλα
η ανταλλαγή ήταν το αποκορύφωμα μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας η
οποία συνεχιζόταν για περισσότερο από έναν αιώνα. Για διάφορους λόγους,
το παλαιό οθωμανικό μοντέλο της συνύπαρξης κοινοτήτων και θρησκειών
ήταν καταδικασμένο από την επέλαση ενός πιο σύγχρονου κόσμου.
Στην
κλασσική του μορφή το οθωμανικό σύστημα διακυβέρνησης βασιζόταν σε έναν
άρτια οργανωμένο και σκληρότατο καταμερισμό εργασίας των υπηκόων του
σουλτάνου.
Σε
γενικές γραμμές τα τρομερά στρατεύματα της αυτοκρατορίας διοικούνταν
και αποτελούνταν αποκλειστικά από μουσουλμάνους. Οι νεοσύλλεκτοι στα
επίλεκτα τμήματα του στρατού ήταν παιδιά που τα άρπαζαν από χριστιανικές
οικογένειες και αμέσως ασπάζονταν το Ισλάμ.
Κανένας
δεν είχε το δικαίωμα να φέρει όπλα στο όνομα του ισχυρότερου
μουσουλμάνου ηγέτη του κόσμου αν δεν ήταν ο ίδιος μουσουλμάνος. Όσοι
υπήκοοι δεν ήταν μουσουλμάνοι, οι χριστιανοί δηλαδή και οι Εβραίοι,
απαλλάσσονταν από τη στρατιωτική θητεία αλλά ήταν υποχρεωμένοι να
πληρώνουν βαρύτερους φόρους.
Αν παρέμεναν πιστοί στον ηγεμόνα και στους κατά τόπους
αντιπροσώπους του και σέβονταν την πρωτοκαθεδρία των μουσουλμάνων, όσοι
ανήκαν στις μειονότητες ήταν ελεύθεροι να βγάζουν το ψωμί τους ως
έμποροι, τεχνίτες ή αγρότες.
Ελάχιστοι χριστιανοί απολάμβαναν το προνόμιο να ασκούν επιρροή ως τοπικοί άρχοντες ή διπλωμάτες.
Σαν
μέθοδος διοίκησης μιας αχανούς και πολυπολιτισμικής επικράτειας που
εκτεινόταν από τη βόρεια Αφρική μέχρι την Κασπία, και σαν μέσο
χειραγώγησης των θρησκευτικών μειονοτήτων και περιορισμού της επιρροής
των ηγετών τους, το σύστημα λειτουργούσε αρκετά καλά. Αλλά στις αρχές
του 19ου αιώνα άρχισε να καταρρέει.
Αυτό συνέβη
από τη μία λόγω των συνεχιζόμενων πολέμων με τη Ρωσία, μία εξίσου
παραδοσιακή αυτοκρατορία που αγωνιζόταν να εκσυγχρονιστεί, και από την
άλλη λόγω των οικονομικών και ιδεολογικών αλλαγών που κατέφθαναν με βήμα ταχύ από τη δυτική Ευρώπη.
Οι χριστιανικές κοινότητες όπως οι 'Ελληνες, οι Αρμένιοι και οι Σλάβοι αποδείχτηκαν ιδιαίτερα δεκτικές στις ανατρεπτικές ιδέες που έφταναν από τη Γαλλία και τη Γερμανία, ακόμα και όταν αυτές έφερναν απόγνωση στους θρησκευτικούς τους ηγέτες.
Μεταξύ των νέων ιδεών ήταν η ευρεία εξωεκκλησιαστική παιδεία και η διάδοση της γνώσης μέσω τυπωμένων βιβλίων προσιτών σε όλους. Από τα δυτικά ερχόταν επίσης μία μοντέρνα αντίληψη της ελευθερίας και της δημοκρατίας (είναι αλήθεια ότι εισερχόμενη στην οθωμανική επικράτεια έχανε σιγά-σιγά κάτι από τη λάμψη της) και μία θεωρία ότι τα έθνη-κράτη αποτελούν το συστατικό στοιχείο της ιστορίας.
Οι
μη μουσουλμανικές μειονότητες φάνηκαν δεκτικές και σε άλλου είδους
επιδράσεις από το εξωτερικό. Καθώς ο κόσμος εκβιομηχανιζόταν και οι
εμπορικές δοσοληψίες της αυτοκρατορίας με το εξωτερικό γίνονταν με ατμόπλοια και τρένα, οι χριστιανοί και
οι Εβραίοι βρέθηκαν στην πλεονεκτική θέση να λειτουργούν σαν συνδετικοί
κρίκοι μεταξύ της επικράτειας του σουλτάνου και των πρόθυμων συνεργατών
της στη Δύση.
Από το τέλος του 18ου αιώνα και ύστερα η ελληνική, κυρίως, οθωμανική μειονότητα γνώρισε
πολύ μεγάλη οικονομική άνθηση και ορισμένα από τα επιφανή μέλη της
απέκτησαν τεράστιες περιουσίες ως τραπεζίτες του σουλτάνου. Η
βικτωριανή εκδοχή της παγκοσμιοποίησης έκανε την Οθωμανική Αυτοκρατορία
πιο δυναμική αλλά και πιο ασταθή.
Καθώς οι ηγεμόνες της προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να αποφευχθεί ο
διαμελισμός της αυτοκρατορίας, ο «ελληνικός παράγοντας» αποδείχτηκε γι' αυτούς αστάθμητος.
Στη
μία πλευρά του Αιγαίου υπήρχε το νεαρό Βασίλειο της Ελλάδος, πάμφτωχο
αλλά φιλόδοξο, διαμορφωμένο από τη δυσφορία του αγροτικού πληθυσμού σε
συνδυασμό με ρομαντικά όνειρα για μία νέα περίοδο ακμής, ένα νέο Χρυσό
Αιώνα και, γιατί όχι, μία νέα Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που είχαν εξάψει
τη φαντασία μιας μερίδας της ελληνικής άρχουσας τάξης και των δυτικών
φίλων της.
Στην αντίπερα όχθη, ελληνο-ορθόδοξοι
υπήκοοι του σουλτάνου ευημερούσαν ως έμποροι, επιχειρηματίες και
τραπεζίτες προάγοντας την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό στους
οθωμανούς χριστιανούς που την είχαν σχεδόν ξεχάσει.
Δεν
χρειαζόταν πολιτική διάνοια για να καταλάβει κανείς ότι η κατάσταση
ήταν εκρηκτική. Μία σφοδρή σύγκρουση για τον έλεγχο του Αιγαίου και
επομένως για το ρόλο της κυρίαρχης δύναμης στην ανατολική Μεσόγειο ήταν
πλέον πολύ πιθανή.
Η
υποχώρηση του σουλτάνου από την Ευρώπη είχε ξεκινήσει ήδη από την
Σέρβικη Επανάσταση το 1804 και την ίδρυση το 1829 του Βασιλείου της
Ελλάδος που επρόκειτο να είναι συνειδητά και αποκλειστικά χριστιανικό.
Όσοι μουσουλμάνοι ζούσαν στην Ελλάδα θανατώθηκαν, απελάθηκαν ή
ασπάστηκαν το χριστιανισμό.
Ως
το 1878 η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την
ανεξαρτησία των νέων, κυρίως χριστιανικών κρατών, της Σερβίας, της
Ρουμανίας και της Βουλγαρίας που, όπως και η Ελλάδα, προσδοκούσαν στη
διεύρυνση των συνόρων τους.
Εν
τω μεταξύ ένα κομμάτι της μουσουλμανικής άρχουσας τάξης της Τουρκίας
και κυρίως η φιλοδυτική γραφειοκρατία, αισθανόταν όλο και περισσότερη
δυσαρέσκεια και απαιτούσε το δικό της μερίδιο από τους καρπούς του
εκσυγχρονισμού, όχι μόνο υλικούς αλλά και πολιτιστικούς. Συγχρόνως, ο
μουσουλμανικός πληθυσμός στο εσωτερικό της χώρας αυγάταινε.
Ύστερα
από κάθε μάχη με την Ρωσία και όταν η Ρωσία κατακτούσε μία περιοχή,
εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι επέλεγαν να μετακινηθούν προς την
Ανατολία αντί να ζήσουν υπό τον τσαρικό ζυγό. Οι χριστιανοί πάλι
μετακινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Όσο τα Βαλκάνια εκχριστιανίζονταν, η Ανατολία γινόταν όλο και πιο ισλαμική.
Μέχρι
το 1900 όμως αυτή η μετακίνηση δεν είχε τελειώσει ούτε ήταν σίγουρο ότι
θα τελείωνε ποτέ. Η πιθανότητα σύρραξης μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας υπήρχε μεν αλλά θα μπορούσε να αποκλειστεί. Τα
βραχυπρόθεσμα συμφέροντα των Ελλήνων και των Τούρκων φαινόταν να
συμπίπτουν τουλάχιστον προσωρινά.
Οι πλούσιοι οθωμανοί 'Ελληνες
είχαν μεγαλύτερες οικονομικές ευκαιρίες από εκείνες που θα μπορούσε να
τους προσφέρει το νεόκοπο Βασίλειο της Ελλάδας που αγωνιζόταν να
επιβιώσει και κάθε άλλο παρά είχαν την επιθυμία να επιστρέψουν.
Στην
προσπάθεια τους να αποφύγουν τη φτώχεια που μάστιζε τη χώρα τους,
πολλοί Έλληνες μετανάστευσαν εκείνη την εποχή στην Τουρκία.
Η
οθωμανική Μακεδονία εν τω μεταξύ είχε γίνει το επίκεντρο ενός σκληρού
αγώνα επικράτησης μεταξύ τριών χριστιανικών δυνάμεων, της Ελλάδας, της
Βουλγαρίας και της Σερβίας, οι οποίες θεωρούσαν ότι η απόσυρση της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Ευρώπη ήταν θέμα χρόνου.
Στις αρχές του 20ού αιώνα πολλοί 'Ελληνες έβλεπαν την Οθωμανική αυτοκρατορία σαν τακτικό
σύμμαχο τους απέναντι στην Βουλγαρία. Μερικοί πίστευαν ότι το συμφέρον
της Ελλάδας δεν ήταν να προσαρτήσει οθωμανικά εδάφη αλλά να εξελληνίσει τον οθωμανικό κόσμο εκ των έσω, ένα σχέδιο για την επιτυχία του οποίου ορισμένοι Τούρκοι μουσουλμάνοι ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν.
Υπήρχαν και εκείνοι που υποστήριζαν ότι κάποιου είδους ελληνοτουρκική συνδιοίκηση ίσως έδινε την ευκαιρία στην Ελλάδα να ελέγχει ως ένα βαθμό την οικονομία της περιοχής και να εμποδίζει την ελεύθερη είσοδο στους «παρείσακτους».
Το 1908, όταν μία ριζοσπαστική ομάδα πολύ νέων Τούρκων αξιωματικών επαναστάτησε εναντίον του σουλτάνου διακηρύσσοντας αδελφικούς δεσμούς μεταξύ των μουσουλμανικών και των μη μουσουλμανικών λαών, πολλοί Έλληνες καλοδέχτηκαν την ιδέα της συνεργασίας μαζί τους και τους υποστήριξαν έμπρακτα, τουλάχιστον στην αρχή.
Από
το 1909 και ύστερα όμως φάνηκε καθαρά ότι η σύντομη έκρηξη
πολυπολιτισμικού ιδεαλισμού είχε φτάσει στο τέλος. Οι Νεότουρκοι,
κυρίαρχοι πλέον της αυτοκρατορίας, σκλήρυναν τη στάση τους απέναντι στις παντός είδους προκλήσεις που πήγαζαν αφενός από τον θρησκευτικό συντηρητισμό στη χώρα τους και αφετέρου από τις εδαφικές έριδες με την Αυστρία και τη Ρωσία.
Στα Βαλκάνια, ακόμα και οι μουσουλμάνοι υπήκοοι της Αλβανίας και του Κοσόβου είχαν κηρύξει αγώνες ανεξαρτησίας. Οι ελπίδες για μία ιστορική συμφιλίωση Ελλάδας-Τουρκίας υπέστησαν σχεδόν θανάσιμο πλήγμα το 1912, όταν η Ελλάδα συμμετείχε σε μία πανχριστιανική συμμαχία με τη Σερβία και τη Βουλγαρία που είχε στόχο να διώξει τα οθωμανικά στρατεύματα από τα Βαλκάνια.
Αυτή η διένεξη απέφερε τεράστια εδαφικά οφέλη στην Ελλάδα, μεταξύ τους και την πόλη της Θεσσαλονίκης, στην οποία ο ελληνικός στρατός κατάφερε να μπει λίγες μόνον ώρες πριν την προέλαση των Βουλγάρων.
Αυτές οι εδαφικές κατακτήσεις σήμαιναν και κάτι άλλο: ότι για πρώτη φορά το ελληνικό κράτος βρέθηκε να κυβερνάει ένα μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων υπηκόων.
Σε πολλά από τα νεοαποκτηθέντα εδάφη όπου οι χριστιανοί ήταν διαιρεμένοι λόγω γλώσσας και εθνικής ταυτότητας, οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν την μεγαλύτερη σε αριθμό κοινότητα.
Στους Έλληνες επικρατούσε ευρέως η εντύπωση ότι ένας συμπαγής και «πειθήνιος» πληθυσμός μουσουλμάνων χωρικών θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά απέναντι στον βουλγάρικο επεκτατισμό.
Ακόμα και σε αυτό το τελικό στάδιο της διαίρεσης του οθωμανικού κόσμου, οι
προστριβές στα Βαλκάνια δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν σαν ξεκάθαρος «πολιτισμικός» ανταγωνισμός μεταξύ ορθόδοξων χριστιανών και μουσουλμάνων.
Οι συμμαχίες
άλλαζαν εν ριπή οφθαλμού και καμία πλευρά δεν δίσταζε να συνάψει
συμφωνίες χωρίς να υπολογίζει θρησκευτικές ή άλλες διαφορές. Μήνες μετά
τις συγκρούσεις του 1912, κατά τη διάρκεια των οποίων λειτούργησε για
ένα διάστημα κάποιος πανχριστιανικός συνασπισμός, στα βαλκανικά κράτη
άρχισαν πάλι εχθροπραξίες.
Αυτή
τη φορά η οθωμανική Τουρκία, με τη διακριτική υποστήριξη Ελλήνων και
Σέρβων, κατάφερε να βάλει και πάλι στο χέρι μερικές περιοχές από την
κατά γενική εκτίμηση υπερβολικά ισχυρή Βουλγαρία.
Μακροπρόθεσμα
όμως οι πόλεμοι του 1912-13 έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να
δηλητηριαστεί η ατμόσφαιρα στην Ανατολία και να γίνει πολύ δύσκολη η
συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων.
Εκατοντάδες
χιλιάδες μουσουλμάνοι πρόσφυγες, οι περισσότεροι από μόλις αποκτηθέντα
σερβικά και βουλγαρικά εδάφη, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και βρήκαν
κατάλυμα σε τζαμιά και δημόσια κτίρια. Είτε αυθόρμητα είτε ύστερα από
πίεση των αρχών, αυτοί οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε σπίτια
ελληνορθόδοξων χριστιανών της δυτικής και της βόρειας Ανατολίας.
Κατά
τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου πολέμου το μεγαλύτερο τμήμα της Ανατολίας
μετατράπηκε σε σφαγείο. Εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες βρήκαν
το θάνατο σε μάχες με Ρώσους και Βρετανούς.
Σε
ένα από τα πιο αποτρόπαια κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας, ολόκληρος ο
αρμένικος πληθυσμός στις περισσότερες περιοχές της Ανατολίας απελάθηκε
προς τα νότια με αποτέλεσμα τουλάχιστον 600.000 άνθρωποι να χάσουν τη
ζωή τους.
Η
σφοδρή διαμάχη μεταξύ της τουρκικής κυβέρνησης, των υποστηρικτών και
των επικριτών της γύρω από τα αίτια αυτών των θανάτων συνεχίζεται ως
σήμερα.
Ήταν
αποτέλεσμα εθνοκάθαρσης ή, ας πούμε, εγκληματικής αμέλειας; Υπάρχουν
ορισμένοι θαρραλέοι Τούρκοι ιστορικοί που υποστηρίζουν ότι ο δεύτερος
ισχυρισμός είναι τουλάχιστον παράλογος.
Στον Δυτικό Πόντο και την ενδοχώρα πολλοί Έλληνες
χριστιανοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους από τις
τουρκικές αρχές που ισχυρίζονταν ότι ένοπλες ομάδες χριστιανών
συνεργάζονταν ή ετοιμάζονταν να συνεργαστούν με τις τσαρικές δυνάμεις
κατοχής στον Ανατολικό Πόντο. Μετά το 1917 που η Ελλάδα ενώθηκε με την
αντιοθωμανική Τριπλή Συνεννόηση (Αντάντ) ήλθε η σειρά των
ελληνορθόδοξων της Μικράς Ασίας να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς.
Αλλά
και πριν αρχίσουν αυτές οι τραγωδίες υπήρξε μία μοιραία εξέλιξη που
επιτάχυνε την αποικοδόμηση των σχέσεων μεταξύ ορθόδοξων χριστιανών και
μουσουλμάνων στην Ανατολία, από το 1908 και ύστερα.
Ήταν
ότι για πρώτη φορά λάβαινε χώρα μία οργανωμένη προσπάθεια εξαναγκασμού
των χριστιανών να υπηρετήσουν στο οθωμανικό στράτευμα. Ο παλαιός
διακανονισμός ότι οι χριστιανοί πλήρωναν υπέρογκους φόρους για να
γλιτώνουν τη θητεία ήταν πλέον απαράδεκτος για τους επίδοξους τέκτονες
ενός ενιαίου κράτους.
Η
ιδέα οπλισμένων χριστιανών δεν ενθουσίαζε τους διοικητές και έτσι
συνήθως τους έστελναν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Πολλοί
χριστιανοί χωρικοί προτίμησαν τότε να εκπατριστούν αντί να καταταγούν.
Ορισμένοι μετανάστευσαν στη Ρωσία. Άλλοι ενώθηκαν με ομάδες ενόπλων στην
ύπαιθρο της Ανατολίας.
Ψηλότερα στην κοινωνική κλίμακα, πολλοί από τους οθωμανούς Έλληνες
πολιτικούς που είχαν μείνει πιστοί στην αυτοκρατορία αποφάσισαν ότι υπό
την κυριαρχία του σουλτάνου δεν υπήρχε μέλλον για το λαό τους.
Ό,τι
λειτουργούσε ακόμα από τις παλαιές οθωμανικές ισορροπίες δέχτηκε
θανατηφόρο χτύπημα με τις εχθροπραξίες που ξέσπασαν σε ολόκληρη σχεδόν
την Ανατολία ύστερα από το Μάϊο του 1919, όταν με τις ευλογίες των
δυνάμεων της Δύσης ένα ελληνικό σώμα στρατού κατέκτησε τη Σμύρνη, το
πλουσιότερο λιμάνι του Αιγαίου.
Τότε ήταν που ο Μουσταφά Κεμάλ, ένας χαρισματικός οθωμανός αξιωματικός του στρατού, οι ηγετικές ικανότητες του οποίου αναδείχτηκαν μέσα από το εθνικό φιάσκο του
Α' Παγκοσμίου πολέμου, ξεκίνησε εκστρατεία για την ίδρυση ενός νέου
κράτους όπου οι Τούρκοι μουσουλμάνοι θα ήταν αφεντικά στο ίδιο τους το
σπίτι.
Καθώς το στρατιωτικό και πολιτικό κίνημα του Κεμάλ κέρδιζε οπαδούς -όχι μόνο εναντίον του Ελληνικού στοιχείου αλλά και της παλαιάς οθωμανικής σχολής διακυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη, την οποία ο Κεμάλ θεωρούσε υποχείριο των δυνάμεων της δύσης- άρχισε να φαίνεται καθαρά ότι είχε φτάσει η ώρα της μεγάλης στρατιωτικής αναμέτρησης μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, πολιτών και στρατιωτών.
Ο αγώνας για επικράτηση στην Ανατολία υπήρξε σκληρότατος ιδίως από τα μέσα του 1921 και ύστερα. Ο ελληνικός στρατός θανάτωσε ή καταδίωξε Τούρκους πολίτες στην περιοχή του Μαρμαρά προτού στραφεί προς τα ανατολικά.
Εν τω μεταξύ στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας εκατοντάδες χιλιάδες ορθόδοξοι χριστιανοί, που θεωρήθηκαν συμπαθούντες ή εν δυνάμει σύμμαχοι της Ελλάδας, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να περάσουν πεζή πάνω απ' τα βουνά κάτω από συνθήκες τόσο απάνθρωπες που μόνο οι δυνατότεροι και πιο τυχεροί επέζησαν.
Οι τελευταίες εβδομάδες πριν από την ήττα της Ελλάδας το Σεπτέμβριο του 1922 είχαν φρικτές επιπτώσεις στους κατοίκους της Μικρασίας.
Ο ελληνικός στρατός, υποχωρώντας από την κεντρική Τουρκία προς τα
παράλια, πυρπόλησε χωριά και πόλεις αφήνοντας τους κατοίκους άστεγους
και πεινασμένους.
Οι Τούρκοι νικητές ικανοποίησαν ως ένα σημείο τη δίψα τους για εκδίκηση πάνω στους ντόπιους ελληνο-χριστιανικούς πληθυσμούς χωρίς να υπολογίσουν ηλικία και φύλο.
Όμως, παρά την απερίγραπτη οδύνη που προξένησαν ο ένας στον άλλο, το νήμα που ένωνε 'Ελληνες
και Τούρκους, χριστιανούς και μουσουλμάνους στον παλαιό οθωμανικό κόσμο
δεν κόπηκε απόλυτα, ακόμα και το 1922. Όποια και αν ήταν τα βάσανα που υπέστησαν
κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της συνύπαρξης τους, οι άνθρωποι
και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου δεν αντέδρασαν μόνο με αμοιβαίο
μίσος ούτε αισθάνθηκαν μόνο ανακούφιση ή ευγνωμοσύνη για το χωρισμό
τους.
Τέτοια
συναισθήματα υπήρξαν, φυσικά. Οι αναμνήσεις των διωγμών και της
προδοσίας ανακατεύτηκαν με εξίσου δυνατά θετικά αισθήματα και μνήμες που
κατά κάποιο τρόπο γεφύρωσαν το μεταξύ τους χάσμα. Προσωπικές φιλίες,
εμπορικές συνεργασίες, η συνείδηση ενός κοινού κόσμου που περιλάμβανε τη
γη, τη γλώσσα, τη μουσική, το φαγητό και γενικά την καθημερινότητα δεν
έπαψαν ποτέ να ισχύουν.
Αυτό
εξηγεί ως ένα σημείο το τραύμα του αποχωρισμού που έφερε συγχρόνως πόνο
και ανακούφιση. Ρίχνει επίσης φως στα αντιφατικά συναισθήματα που κάθε
τόσο έρχονται στην επιφάνεια ακόμα και σήμερα στις σχέσεις μεταξύ
Ελλήνων και Τούρκων, είτε αυτά είναι κοινωνικά είτε προσωπικά.
Επειδή
το διπλωματικό και στρατιωτικό κλίμα είναι τόσο συχνά ψυχρό, είναι
κυρίως στο πεδίο του πολιτισμού -λογοτεχνία, σινεμά και τραγούδια- που
οι δύο λαοί εκφράζουν ελεύθερα το βάθος των αισθημάτων που τους ενώνουν
και αμφισβητούν τα ιδεολογήματα που τους υποχρέωσαν να ζουν σε
χωριστούς, ασύνδετους κόσμους.
Ακόμα
και σήμερα υπάρχει τεράστια ανταπόκριση σε κάθε βιβλίο, ταινία, ή
μουσική εκδήλωση που εκφράζει το πάθος και την κοινή μοίρα που ενώνει
Τούρκους και Έλληνες μέχρι σήμερα - παρά το βαρύτατο τίμημα που
απαιτήθηκε, και κατατέθηκε, για την έκδοση αυτού του διαζυγίου εδώ και
ογδόντα τόσα χρόνια.
Η
συμφωνία να υπάρξει ένας επίσημος χωρισμός Ελλάδας και Τουρκίας, με τη
μέθοδο της ανταλλαγής πληθυσμών, προκάλεσε αναταραχή στην περιοχή και
τον κόσμο όταν ανακοινώθηκε, διερευνητικά το Δεκέμβριο του 1922 και
τελειωτικά ένα μήνα μετά. Η ιδέα σίγουρα είχε μία ψυχρή και απάνθρωπη
λογική. Νέα σύνορα χαράσσονταν, οικονομικά συμφέροντα
επαναπροσδιορίζονταν με συνέπειες στην ισορροπία των πληθυσμών.
Αυτός
ήταν ο λόγος που αποφασίστηκε ότι η Ελλάδα θα γινόταν αμιγώς
χριστιανικό κράτος ενώ στην Τουρκία η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών
θα ήταν μουσουλμάνοι.
Όποιος
ζούσε στο «λάθος» μέρος από θρησκευτική άποψη θα μετοικούσε στην
απέναντι όχθη του Αιγαίου για να ξεκινήσει νέα ζωή στο «σωστό» κράτος.
Ήταν
μία φυσιολογική κατάληξη στο μέτρο που οι βαρβαρότητες των τελευταίων
μηνών, οι πόλεμοι των τελευταίων ετών και οι οικονομικές και κοινωνικές
μεταρρυθμίσεις του περασμένου αιώνα οδηγούσαν προς αυτή την κατεύθυνση.
Συγχρόνως όμως ήταν απολύτως αφύσικη.
Οι
όροι του διαζυγίου διατυπώθηκαν με ωμή σαφήνεια σε μία συνθήκη που
υπογράφτηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1923 στη Λωζάννη, όπου η
θριαμβεύτρια Τουρκία, η εξουθενωμένη Ελλάδα και οι μεγάλες δυνάμεις της
εποχής συναντήθηκαν για να σχεδιάσουν
το μέλλον της άστατης περιοχής που τότε ήταν γνωστή ως Εγγύς Ανατολή. Η
συνδιάσκεψη, που δεν έληξε παρά έξι μήνες αργότερα, είχε στόχο να βάλει
τέλος σε μία δεκαετία συνεχών πολέμων και να παγιώσει στη διπλωματική
αρένα τα σκληρά κερδισμένα πολεμικά λάφυρα της Τουρκίας.
Στο πρώτο άρθρο της Σύμβασης περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών αναφέρεται ότι:
...[Θ]έλει
διενεργηθεί η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού
ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και
των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων
επί των ελληνικών εδαφών.
Τα
πρόσωπα ταύτα δεν θα δύνανται να έλθωσιν ίνα εγκατασταθώσιν εκ νέου εν
Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ της αδείας της τουρκικής
Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της ελληνικής Κυβερνήσεως.
Για
περίπου ένα εκατομμύριο έλληνες χριστιανούς από την Τουρκία και για
100.000 μουσουλμάνους από την Ελλάδα οι οποίοι είτε είχαν φύγει πρόσφατα
είτε είχαν απελαθεί, η σύμβαση απαγόρευε ρητά την επιστροφή στη
γενέτειρά τους.
ΣΜΥΡΝΗ |
Στις
οικογένειες των οποίων οι άνδρες ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή κλεισμένοι
σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, έδινε μία αμυδρή ελπίδα ότι τα
αγαπημένα τους πρόσωπα θα γύριζαν σύντομα κοντά τους. Σε όσους πάλι
είχαν εκδιωχθεί από τα σπίτια τους αλλά δεν είχαν εγκαταλείψει ακόμα
τις πατρίδες τους, ειδικά στους ορθόδοξους της Μαύρης Θάλασσας, η
συμφωνία καλλιεργούσε προσδοκίες ότι θα έφευγαν από κει ζωντανοί.
Και
τέλος, για περίπου 450.000 ανθρώπους που δεν είχαν απευθείας θιγεί από
τον πόλεμο (χονδρικά 400.000 έλληνες μουσουλμάνοι των οποίων οι μητρικές
γλώσσες συμπεριλάμβαναν ελληνικά, αλβανικά και βουλγαρικά καθώς και
τούρκικα, και τουλάχιστον 50.000 τουρκόφωνοι χριστιανοί που ζούσαν στο
εσωτερικό της Ανατολίας μακριά από τις ζώνες πολέμου) η συνθήκη κατάφερε
σκληρό και αναπάντεχο χτύπημα. Σήμαινε ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψουν
για πάντα τις πόλεις και τα χωριά όπου είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει και
όπου προσδοκούσαν ότι θα συνέχιζαν να ζουν.
Σε
αυτούς τους ανθρώπους δεν δόθηκε καμία επιλογή. Κανείς δεν τους ρώτησε
αν προτιμούσαν να παραμείνουν στα σπίτια τους αναλαμβάνοντας οι ίδιοι
την ευθύνη να ζήσουν
ως ελάχιστη μειονότητα σε ένα κράτος η πλειονότητα των κατοίκων του
οποίου έτεινε να εδραιώσει την κυριαρχία της. Κανείς δεν τους ρώτησε πώς
αισθάνονταν ή ακόμα και με ποια εθνική ή κοινωνική ομάδα ήταν πιο
δεμένοι.
Τα
προσωπικά αισθήματα των ανθρώπων που μπλέχτηκαν σ' αυτή την υπόθεση
ήταν το τελευταίο που απασχόλησε τους πολιτικούς που αποφάσισαν την
ανταλλαγή πληθυσμών.
Αυτό
που ήθελαν, χωρίς πάντως ταπεινά κίνητρα, ήταν μία έντιμη και βιώσιμη
λύση που θα ελαχιστοποιούσε την πιθανότητα νέων πολέμων, για την
παρούσα ή τις επερχόμενες γενιές.
Οι
άνθρωποι μετακινούνται ευκολότερα από όσο τα κτίρια ή οι πολιτισμοί
και, από τη στιγμή που θα μετακινηθούν, υπάρχουν τρόποι, θα λέγαμε, να
προγραμματιστούν απ' την αρχή σε πλείστες όσες νέες ιδεολογικές
κατευθύνσεις.
Αυτό
ήταν εν μέρει τουλάχιστον το σκεπτικό της ανταλλαγής των πληθυσμών. Το
να βάζεις όμως σε νέα καλούπια ολόκληρους πληθυσμούς προτρέποντας τους
να σκεφτούν τους εαυτούς τους και τις ταυτότητες τους με εντελώς
διαφορετικό τρόπο δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, γιατί ουσιαστικά
σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα αναγκαστούν να καταπνίξουν τα συναισθήματα
που τους δένουν με τη γη των προγόνων τους.
Ταυτοχρόνως
σημαίνει ότι οι άνθρωποι εξωθούνται να αρνηθούν το γεγονός ότι
υπάρχουν πράγματα στα οποία διαφέρουν από τους νέους συμπατριώτες τους.
Για
εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου ο
πόνος του ξεριζωμού, του διωγμού κάτω από συχνά απάνθρωπες συνθήκες από
τους τόπους που γεννήθηκαν και με τους οποίους ήταν βαθιά δεμένοι, έγινε
ακόμα μεγαλύτερος λόγω της δυσκολίας της προσαρμογής στη νέα
πραγματικότητα και της απεγνωσμένης προσπάθειάς τους να αποκοπούν από
όλα όσα τους συνέδεαν με τις χαμένες πατρίδες τους.
Αν
λοιπόν, παρατηρώντας το φυσικό περιβάλλον της Τουρκίας ή της Ελλάδας,
έχουμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε ένα μέρος που υπέστη ψυχικό
κλονισμό ή τραύμα οι παρενέργειες του οποίου δεν έχουν ακόμα γιατρευτεί,
η αίσθηση αυτή είναι απόλυτα βάσιμη.
Υπολογίζεται
ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας περίπου 20% του πληθυσμού της Ανατολίας βρήκε βίαιο
θάνατο: 2,5 εκατομμύρια μουσουλμάνοι, 800.000 Αρμένιοι, 300.000
Έλληνες.
Με
άλλα λόγια, το ένα τρίτο του χριστιανικού πληθυσμού και το ένα όγδοο
του μουσουλμανικού δεν υπήρχε πια, κάτι που έκανε την Οθωμανική
Αυτοκρατορία ένα κράτος ως επί το πλείστον ισλαμικό και αγροτικό.
Το 96% των υπηκόων ήταν πλέον μουσουλμάνοι, ενώ προτού ξεκινήσει η δεκαετία της αμοιβαίας σφαγής το ποσοστό ήταν 80%. Η
ανταλλαγή πληθυσμών ήταν μία τελική, στυγνή αλλά λογική λύση στην μακρά
διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας η Ανατολία γινόταν ολοένα και
πιο ισλαμική και τα νότια Βαλκάνια χριστιανικά.
Δεν ήταν μόνον οι πρόσφυγες που επηρεάστηκαν από αυτό το ιδιόμορφο συμβάν στην ιστορία της Ευρώπης. Δεν είναι καθόλου υπερβολικό να πούμε ότι οι σύγχρονες κοινωνίες της Τουρκίας και της Ελλάδας μεταμορφώθηκαν από την ανταλλαγή των πληθυσμών, όχι μόνο λόγω των νεοφερμένων που αναγκάστηκε να απορροφήσει η κάθε χώρα αλλά (ειδικά στην περίπτωση της Τουρκίας) λόγω του πληθυσμού που στερήθηκε.
Για ορισμένες περιοχές της Τουρκίας η αναχώρηση των χριστιανών σήμαινε την απώλεια όλων κυριολεκτικά των εμπόρων και των επιχειρηματιών καθώς και των περισσοτέρων
μικροεπαγγελματιών και μαστόρων. Στις περιοχές της κεντρικής Ανατολίας
που κάποτε άνθησε η χριστιανική επιχειρηματικότητα υπάρχει ακόμα η
αίσθηση ότι η τοπική οικονομία δεν συνήλθε ποτέ.
Στην Ελλάδα υπήρξε μεγαλύτερη είσοδος προσφύγων απ' όσο έξοδος. Σε πολλές πόλεις του βορρά και σε ορισμένες συνοικίες της Αθήνας είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των κατοίκων που έχουν μικρασιατική καταγωγή.
Με άλλα λόγια, μία μεγάλη μερίδα λαού στην ελληνική Μακεδονία και τις προσφυγικές γειτονιές της πρωτεύουσας έχει τις ρίζες της στην τουρκική Ανατολία ή τη Θράκη.
Αν κάποιος σήμερα θελήσει να αναλύσει την
πολιτική, τον πολιτισμό ακόμα και τις θρησκευτικές πρακτικές των
κατοίκων οποιασδήποτε περιοχής στη βόρεια Ελλάδα, το πρώτο που πρέπει να
ρωτήσει είναι: από ποιά θέση της στο μέρος της σημερινής Τουρκίας έλκουν την καταγωγή οι συγκεκριμένοι άνθρωποι; Στην Τουρκία υπάρχουν ελάχιστες περιοχές όπου μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Ελλάδα έπαιξαν
κάποιο σημαντικό ρόλο, αλλά η οικονομία και η κοινωνία της Τουρκίας
εξελίχθηκαν με τρόπο που δεν είναι εύκολα κατανοητός εκτός αν ληφθεί
υπόψη ότι εκπατρίστηκε και καθώςσχεδόν το σύνολο της νεογέννητης αστικής τάξης, που συνέβαινε να είναι χριστιανική.
Οι μαζικές ανταλλαγές του 1923 ήταν τελικά μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, ή μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων; Σύμφωνα με το γράμμα της συνθήκης ήταν σαφώς το δεύτερο.
Αλλά οι άνθρωποι αμφιταλαντεύονταν. Άλλοτε χρησιμοποιούσαν ήταν μετάξι
τους όρους «Ελληνας και χριστιανός» ή «Τούρκος και μουσουλμάνος» σαν να ήταν έννοιες
ταυτόσημες, και άλλοτε όχι. Για την ακρίβεια, σε ολόκληρη την περιοχή η
κατανόηση και κατηγοριοποίηση των ανθρώπινων κοινωνιών άλλαζαν άρδην.
Το πέρασμα, από ένα κράτος θρησκευτικό σε ένα εθνικό, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, τελευταία ίσως και να οπισθοχώρησε. Το 1920 η αλλαγές ήταν ακόμα σε πολύ αρχική φάση. Πράγματι, για
όσους κατανοούσαν τον κόσμο σύμφωνα με τον παλαιό οθωμανικό τρόπο,
θεωρώντας δηλαδή τη θρησκεία σαν κριτήριο για να καθορίζουν τη μοίρα
ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων, η επιλογή της Λωζάννης δεν θα φαινόταν καθόλου παράξενη.
Στο οθωμανικό σύστημα διακυβέρνησης, η θρησκεία ήταν εκείνο που διαφοροποιούσε ουσιαστικά τους υπηκόους του σουλτάνου. Έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου αν ήταν οθωμανός μουσουλμάνος, οθωμανός χριστιανός ή Οθωμανός Εβραίος.
Αυτό καθόριζε πόσο φόρο θα πλήρωνε, ποια θα ήταν η θέση του στην κοινωνία και σύμφωνα με ποιους νόμους θα δικαζόταν.
Επειδή
η αυτοκρατορία ήταν οργανωμένη ως μουσουλμανική θεοκρατία, απαιτούσε
από τους μη μουσουλμάνους υπηκόους της να ζουν σύμφωνα με θεοκρατικά
πρότυπα.
Με
άλλα λόγια, να οργανώνονται σε θρησκευτικές ομάδες στις οποίες ο
πνευματικός ηγέτης αναλάμβανε συγχρόνως το ρόλο του ηγέτη της
κοινότητας και ήταν υπεύθυνος απέναντι στο σουλτάνο για τη συμπεριφορά
του ποιμνίου.
Δίνοντας
πρωτοκαθεδρία στη θρησκεία οι οθωμανικές αρχές ακολουθούσαν ως ένα
σημείο το πρότυπο της βυζαντινής θεοκρατίας αλλά και της ισλαμικής
παράδοσης που είναι επίσης θεοκρατική.
Ετσι
κι αλλιώς, στην κλασσική του τουλάχιστον εκδοχή, το οθωμανικό
κατεστημένο δεν αντιμετώπιζε τους υπηκόους του ανάλογα με τη γλώσσα που
μιλούσαν, τα έθιμα που ακολουθούσαν ή την «εθνική» υπόσταση που πίστευαν
ότι είχαν.
Ένας
οθωμανός μουσουλμάνος μπορούσε να μιλά σέρβικα, αραβικά, αλβανικά ή
τούρκικα χωρίς αυτό να τον διαφοροποιεί στα μάτια της εξουσίας.
Προς
το τέλος της οθωμανικής εποχής αυτό άρχισε να αλλάζει. Η θρησκεία έδωσε
τη θέση της στο «έθνος» ως βασικό στοιχείο ταυτότητας και ιδεολογικής
συγγένειας.
Τον
καιρό που η οθωμανική θεοκρατία βρισκόταν στο απόγειο, το ελληνικό
Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, θεσμός με βαρύνουσα σημασία στην
αυτοκρατορία, ασκούσε τεράστια επιρροή στους ορθόδοξους χριστιανούς, Έλληνες και μη.
Τον
19ο αιώνα όμως και καθώς το ρεύμα του εθνικισμού μεγάλωνε,
δημιουργήθηκαν ή αναβίωσαν νέοι θρησκευτικοί φορείς κυρίως από Σλάβους
και Αραβες, οι οποίοι ήταν μεν απαράλλαχτοι με το ελληνικό Πατριαρχείο
σε δόγμα αλλά εξέφραζαν διαφορετικές εθνικές ταυτότητες.
Τυπικά,
η σύγκρουση στην οθωμανική Μακεδονία στο τέλος του 19ου αιώνα ήταν
μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων ιεραρχών της ορθόδοξης εκκλησίας αλλά αυτό
δεν ήταν τόσο ένας θρησκευτικός πόλεμος όσο ένας πόλεμος εθνικής
ταυτότητας με θρησκευτικό περιτύλιγμα.
Στις
περισσότερες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως και στα
περισσότερα κράτη που είτε ήταν ευρωπαϊκά είτε ασπάζονταν τις
ευρωπαϊκές ιδέες, η άρχουσα τάξη είχε επηρεαστεί από ένα νέο δόγμα, αυτό
του σύγχρονου εθνικισμού, που προσδοκούσε να εκτοπίσει το θρήσκευμα ως
βασικό στοιχείο της ταυτότητας των λαών, και ήταν το ίδιο μία θρησκεία
στο μέτρο που ήθελε να ερμηνεύσει και να καθοδηγήσει την ανθρώπινη
συμπεριφορά, αλλά και να διαπραγματευτεί τις αιώνιες αλήθειες.
Στα
κράτη της δυτικής Ευρώπης όπως η Γαλλία και η Γερμανία, η νίκη του
εθνικισμού επί του θρησκευτικού φανατισμού φαινόταν σχεδόν
ολοκληρωτική: οι άνθρωποι αισθάνονταν
πίστη για το γαλλικό ή γερμανικό έθνος η οποία, τουλάχιστον στις αρχές
του 20ου αιώνα διαπερνούσε (χωρίς φυσικά να καταργεί) τις διαφορές
μεταξύ καθολικών, άθρησκων, προτεσταντών ή Εβραίων πολιτών.
Βοηθούσε
το ότι η απόλυτη πίστη στη διδασκαλία αυτών των θρησκειών είχε αρχίσει
να φθίνει. Αλλά στις παραδοσιακές κοινωνίες της οθωμανικής επικράτειας
οι θρησκευτικοί δεσμοί παραήταν ισχυροί για να παραμεριστούν. Όχι ότι οι
υπήκοοι του σουλτάνου ήταν όλοι βαθιά θρησκευόμενοι, αλλά σε έναν
τέτοιο κόσμο ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς μία εξουσία που δεν ήταν
θεμελιωμένη στη θρησκεία.
Όταν
λοιπόν ο εθνικισμός -η πίστη ότι οι αυστηρά καθορισμένες «εθνότητες»
αποτελούν το υλικό με το οποίο χτίζεται το ανθρώπινο πεπρωμένο- έφτασε
στην περιοχή, επικάλυψε και διασταυρώθηκε με τις παλαιότερες
θρησκευτικές διαχωριστικές γραμμές αλλά κάθε άλλο παρά τις κατάργησε.
Ως
ένα σημείο, ο συμβιβασμός σεχταρισμού και εθνικισμού αποτελούσε έναν
έξυπνο τακτικό ελιγμό των θρησκευτικών ηγετών που γνώριζαν, συνειδητά ή
όχι, ότι αποδεχόμενοι εν μέρει το νέο εθνικιστικό ρεύμα, και ελέγχοντάς
το, θα μπορούσαν να διατηρήσουν την δική τους εξουσία.
Έτσι
οι ορθόδοξοι ιεράρχες του οθωμανικού κόσμου αυτοανακηρύχθηκαν «Έλληνες
ορθόδοξοι» ή «Σέρβοι ορθόδοξοι» ή «Αλβανοί ορθόδοξοι» και ως εκ τούτου
όχι απλοί συνεργάτες αλλά πρωταγωνιστές στο μέγα σχέδιο δημιουργίας νέων
εθνών-κρατών.
Σαν
αντίτιμο γι' αυτή την υπαναχώρηση κατάφερναν συνήθως να επιβάλουν το
θρήσκευμα σαν κριτήριο εθνικής ταυτότητας στα νέα κράτη. Πέτυχαν για
παράδειγμα ότι για να θεωρηθεί κάποιος Έλληνας πρέπει (αλλά δεν φτάνει)
να είναι χριστιανός ορθόδοξος.
Το
νέο δόγμα του εθνικισμού επηρέασε την περιφέρεια του οθωμανικού κόσμου
προτού φτάσει στην καρδιά του. Στα βάθη της Ανατολίας υπήρχε πλήθος
ανθρώπων που δήλωναν απλώς μουσουλμάνοι -υπό την πνευματική καθοδήγηση
του χαλιφάτου- και όχι μέλη μιας εθνικής ή γλωσσικής ομάδας. Ακόμα και
στα Βαλκάνια, όταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης η διαδικασία του
περάσματος από ένα μοντέλο συνειδητοποίησης σε ένα καινούριο δεν είχε
ακόμα τελειώσει.
Μόλις
είκοσι χρόνια νωρίτερα, καθώς η διαμάχη για το μέλλον της Μακεδονίας
έφτανε στο αποκορύφωμα, οι περισσότεροι χριστιανοί χωρικοί στην περιοχή
ήταν σίγουροι για ένα μόνο πράγμα, το θρήσκευμά τους. Αν τους ρωτούσε
κάποιος ποια είναι η εθνικότητα τους, αν δηλαδή είναι Έλληνες, Σέρβοι ή
Βούλγαροι, δεν θα πολυκαταλάβαιναν την ερώτηση.
Το
ίδιο συνέβαινε με τους χριστιανούς που ζούσαν στην καρδιά της Ανατολίας
-Τουρκόφωνοι, ελληνόφωνοι ή και τα δύο- οι οποίοι, στην ανάγκη, θα
απαντούσαν ότι είναι κάτοικοι κάποιας πόλης ή περιοχής και υπήκοοι της
αυτοκρατορίας. Στη γλώσσα των πολιτικών επιστημόνων, θα λέγαμε ότι είχαν
μία «προ-εθνοτική» αντίληψη της ταυτότητάς τους.
Αν
ήταν ελληνόφωνοι ίσως αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμιοί - ένας
χαρακτηρισμός των οθωμανών χριστιανών που είχαν τις ρίζες τους στη
Βυζαντινή ή Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Δεν θα έλεγαν όμως ότι είναι
Έλληνες (όρος που χαρακτήριζε τους υπηκόους του νεαρού Βασιλείου της
Ελλάδας) εκτός αν τους το μάθαινε στο σχολείο κάποιος δάσκαλος άρτι
αφιχθείς από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, συνεπαρμένος από εθνικιστικά
ιδεώδη.
Θα
ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι λέξεις όπως «Έλληνας» ή «Τούρκος» δεν
είχαν τη σημασία τους πριν την εποχή του εθνικισμού. Υπό ορισμένες
προϋποθέσεις Τούρκος σήμαινε άξεστος χωρικός από την Ανατολία, σε
αντίθεση με τον εξευγενισμένο οθωμανό μουσουλμάνο.
Πολλούς αιώνες προτού αναβιώσει μέσα σε ένα πνεύμα εθνικισμού η λέξη Έλλην
ή ελληνικός, είχε ένα κάπως υποτιμητικό νόημα καθώς σήμαινε κάποιον
παγανιστή που λάτρευε ακόμα τις θεότητες της αρχαίας Ελλάδας. Σε κάθε
περίπτωση η ελληνικότητα και η τουρκικότητα ήταν ρευστοί, ανακριβείς
ορισμοί χωρίς συγκεκριμένο νομικό ή πολιτικό βάρος οι οποίοι
λειτουργούσαν στο πλαίσιο μιας ακαθόριστης πραγματικότητας. Μεταξύ των
χριστιανών της Ανατολίας για παράδειγμα, υπήρχαν εκείνοι που είχαν
πρόσφατα μεταναστεύσει από την Ελλάδα στην Τουρκία και ταυτίζονταν
έντονα με το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.
Αλλοι
πάλι ζούσαν εκατοντάδες χιλιόμετρα στο εσωτερικό της χώρας, μιλούσαν
μόνο τούρκικα και είχαν μία πολύ αμυδρή γνώση της ύπαρξης της Ελλάδας.
Και μεταξύ των δύο άκρων -Χριστιανοί της Ανατολίας που αισθάνονταν απόλυτα Έλληνες ή σχεδόν καθόλου- υπήρχαν πολλές βαθμίδες. Έτσι
γίνεται με τις ανθρώπινες υποθέσεις. Αλλά η συνθήκη της Λωζάννης, όπως
και ο πόλεμος που προηγήθηκε, είχε αφετηρία έναν νέο τρόπο αντίληψης των
κοινωνιών, που αναγνώριζε ερμητικά κλειστές κατηγορίες και επέμενε ότι
κάθε άτομο και οικογένεια πρέπει να αποτελεί κομμάτι ενός συγκεκριμένου
έθνους και να ζει μέσα στα σύνορα του.
Παρά
την παρακμή της οθωμανικής θεοκρατίας, η μόνη κατηγορία που όλοι
καταλάβαιναν ήταν η θρησκεία. Και παρόλο που και η ίδια η θρησκεία
βρισκόταν σε παρακμή, η σημασία της ως στοιχείου ταυτότητας παρέμεινε
άθικτη.
Αυτή
ήταν σε τελική ανάλυση η λογική πίσω από τη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης το
1923, κατά την οποία το «πρόβλημα» της θρησκευτικής πολυμορφίας λύθηκε
μονομιάς. Οι αρχιτέκτονες του σχεδίου είχαν κατανοήσει ένα παράδοξο.
Ήταν
πολύ πιο εφικτό να δημιουργηθεί μία νέα, πολιτιστικά και εθνικά ενιαία
κοινότητα -μια κοινότητα 'Ελλήνων πολιτών ας πούμε, ή Τούρκων πολιτών-
αν η «πρώτη ύλη» της κάθε μιας ήταν ομόθρησκη.
Με
άλλα λόγια, προκειμένου να δημιουργηθούν κράτη στα οποία ο ρόλος της
θρησκείας ως ρυθμιστικού παράγοντα θα ήταν λιγότερο σημαντικός, έπρεπε
πρώτα να συγκεντρωθούν όσοι είχαν κοινή πίστη - και να απομακρυνθούν
όσοι δεν είχαν.Υπάρχουν
βέβαια και πιο πρακτικά επιχειρήματα υπέρ της αναγκαστικής ανταλλαγής,
τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν όσοι πολιτικοί είχαν εμπλακεί
στην υπόθεση. Για τους θεμελιωτές της τουρκικής δημοκρατίας, οι
ελληνο-ορθόδοξοι είχαν χάσει το δικαίωμα να ζουν στο νέο κράτος από τη
στιγμή που συνεργάστηκαν με τον ελληνικό στρατό ο οποίος κατείχε μεγάλο
μέρος της Μικρασίας τα τελευταία τρία χρόνια.
Οι
Ρωμιοί, ή Έλληνες οθωμανοί, είχαν απαξιωθεί και κριθεί ένοχοι στο
σύνολο τους και η απομάκρυνση τους -με απελάσεις ή και χειρότερα- ήταν
αδιαπραγμάτευτη απαίτηση των Τούρκων νικητών.
Για
το συντετριμμένο ελληνικό κράτος των πέντε εκατομμυρίων ανθρώπων που
έπρεπε να αντιμετωπίσει την εισροή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου
προσφύγων, η αποπομπή του μουσουλμανικού πληθυσμού προκειμένου να
«χωρέσουν» οι νεοφερμένοι δεν ήταν τόσο θέμα αρχής όσο λύση ανάγκης.
Αλλά η νέα ιδεολογία για τη δημιουργία εθνικών κρατών -ότι δηλαδή ο
λόγος ύπαρξης του κράτους είναι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο να
αποτελεί πατρίδα κάποιας συγκεκριμένης εθνότητας- ήταν το υπόβαθρο της
επιχείρησης μαζικής ανταλλαγής πληθυσμών, που τελικά έγινε παραδεκτή και
ως ένα σημείο επιθυμητή και από τις δύο πλευρές.
Στα
σχολεία, τις αίθουσες διαλέξεων και τους στρατώνες και των δύο χωρών,
νεαροί Έλληνες και Τούρκοι διδάσκονται μέχρι σήμερα να θεωρούν αυτόν τον
αναγκαστικό χωρισμό σαν ηρωϊκό έπος με αίσιο τέλος.
Στην
επίσημη ιστορία της Τουρκίας, η απέλαση της ορθόδοξης χριστιανικής
μειονότητας, η οποία ατιμάστηκε όταν ενήργησε σαν μοχλός ξένων
συμφερόντων, θεωρείται ορόσημο στο δρόμο για την ελευθερία της χώρας και
την είσοδο της στη σύγχρονη εποχή.
Για τους Έλληνες,
ο διωγμός των ομοθρήσκων τους από την Τουρκία και η επιστροφή τους στην
πατρίδα αποτελεί μία τραγική και ευγενική σελίδα της ιστορίας τους με
επίσης αίσιο τέλος καθώς απέδειξε την βαρβαρότητα των Τούρκων, τις
ανυπέρβλητες διαφορές των δύο λαών και την ενότητα του ελληνικού κράτους
το οποίο αγκάλιασε τους πρόσφυγες και τους προστάτεψε μέσα στα σύνορά
του.
Αυτές
οι απόψεις δύσκολα θα γίνονταν ευρέως αποδεκτές αν δεν εμπεριείχαν και
το σπόρο της αλήθειας. Το αίσθημα των Τούρκων ότι προδόθηκαν από τους
χριστιανούς γείτονές τους που υπέθαλψαν την εισβολή της Ελλάδας στη
χώρα τους ήταν πραγματικό, και δεν είχε ανάγκη υποκίνησης.
Και
οι προσπάθειες θεμελίωσης ενιαίου έθνους τις οποίες κατέβαλαν και οι
δύο χώρες μετά την ανταλλαγή ήταν ως ένα σημείο αποτελεσματικές -,
πράγματι έγινε προσπάθεια και στις δύο χώρες να αισθανθούν «Έλληνες» ή
«Τούρκοι» οι νεοφερμένοι - αν όχι οι ίδιοι, τουλάχιστον τα παιδιά τους.
Όταν αυτή η στυγνή άσκηση εθνικής και φυλετικής μηχανικής τελείωσε, τα
δύο κράτη πέτυχαν να απορροφήσουν τους πρόσφυγες και να
επαναπροσδιορίσουν την εθνική τους
ταυτότητα, στις περισσότερες περιπτώσεις στο διάστημα μιας γενιάς. Ό,τι
και να ένιωσαν για την αναγκαστική μετανάστευση τους σε άλλη χώρα, οι
χριστιανοί της Ανατολίας και οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας έγιναν,
επιφανειακά τουλάχιστον, Έλληνες και Τούρκοι αντίστοιχα.
Επιπλέον,
η επίσημη εκδοχή που παρουσιάζει αυτό το χωρισμό σαν «απελευθέρωση»
δεν είναι απόλυτα ξένη στα βιώματα των ανθρώπων των δύο χωρών. Πέρα από
τις εθνικές ιδεολογίες, πολλοί απλοί άνθρωποι έζησαν την πτώση της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σαν απελευθέρωση.
Για
τους Έλληνες ήταν απελευθέρωση από τον αυταρχισμό του οθωμανικού
κατεστημένου και για τους Τούρκους απελευθέρωση από την οικονομική
κυριαρχία των χριστιανών στο εμπόριο και τη βιομηχανία. Και δεν θα ήταν
υπερβολικό να μιλήσει κανείς για απελευθέρωση από το φόβο. Ύστερα από
τις φρικαλεότητες που έγιναν εκατέρωθεν στα τελευταία χρόνια της
οθωμανικής εποχής θα μπορούσαμε ασφαλώς να ισχυριστούμε ότι, για πολλούς
ανθρώπους, ο φυσικός χωρισμός των κοινοτήτων φαινόταν, και στις
περισσότερες περιπτώσεις ήταν, η καλύτερη εγγύηση για την επιβίωση
τους.
Αυτή
όμως είναι η μισή αλήθεια. Είναι το μισό που οι άνθρωποι πίστεψαν αλλά
και υποχρεώθηκαν να πιστέψουν. Το άλλο μισό είναι ότι όταν οι λαοί του
Αιγαίου χωρίστηκαν διά της βίας, η κάθε κοινότητα έχασε ένα κομμάτι της
ταυτότητάς της, άρα και την ικανότητα να καταλαβαίνει τον εαυτό της.
Αυτό το παράδοξο βρήκε την έκφρασή του στις τέχνες -μυθιστορήματα,
τραγούδια και ταινίες- τα οποία φέρνουν στην επιφάνεια έναν κόσμο στον
οποίο Έλληνες και Τούρκοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι αναγνωρίζονται σαν συνάνθρωποι και όχι σαν εχθροί.
Μέχρι
σήμερα, μόνο στο πεδίο του πολιτισμού οι δύο λαοί μπόρεσαν να
εξερευνήσουν το βάθος του πόνου που τους ενώνει. Ακόμα και τώρα που η
Τουρκία ετοιμάζεται να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει χώρος
για τέτοια συναισθήματα στον διάλογο της Αθήνας και της Άγκυρας.
Χτυπώντας
ρυθμικά τα πόδια τους στους χώρους των παρελάσεων, Έλληνες και Τούρκοι
νεοσύλλεκτοι διδάσκονται να εκτοξεύουν τραγουδιστά συνθήματα μίσους ο
ένας για τον άλλο. Από μία άποψη ίσως αυτό να είναι ενθαρρυντικό.
Αν
η εμφύσηση του μίσους χρειάζεται να γίνεται οργανωμένα και συνειδητά,
αυτό ίσως συμβαίνει γιατί η πνευματική διχοτόμηση βυζαντινού και
οθωμανικού κόσμου δεν περατώθηκε απολύτως ακόμα και τις στιγμές που ο
εθνικισμός βρισκόταν στο απόγειο. Αυτό μαρτυρούν τα ερειπωμένα μνημεία
που στέκουν ακόμα όρθια και στις δύο χώρες. Ίσως υπάρχει ακόμα καιρός να
αποκατασταθούν οι κατεστραμμένες σχέσεις, μαζί με τα κατεστραμμένα
κτίσματα.
Είναι
και αυτός ένας από τους λόγους που αξίζει να ερευνηθεί η ανταλλαγή των
πληθυσμών Ελλάδας-Τουρκίας σαν άσκηση διπλωματικής σκοπιμότητας, σαν
σκοτεινό πολιτιστικό και γεωπολιτικό ορόσημο και σαν τραγωδία που
επηρέασε εκατομμύρια ανθρώπων.
Πώς
οι πολιτικοί αποφάσισαν ποιους θα συμπεριλάβουν και ποιους θα
αποκλείσουν από αυτή την πρωτοφανή σε κλίμακα άσκηση δημιουργίας εθνών.
Bruce Clark
"Δυο φορες ξενος"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου