...Όσο συνεχίζανε τον αγώνα, παρουσιάζονταν στα πολεμοφόδια τεράστιες ελλείψεις και ήταν πολύ δύσκολο να εξοικονομηθούν. Βρίσκαμε λίγα από δω κι από κει, αλλά δεν αρκούσαν για τον αγώνα που είχε φουντώσει πάρα πολύ.
Οι Τούρκοι έριχναν τις σφαίρες και τις χειροβομβίδες κατά χιλιάδες. Αντίθετα, οι αντάρτες συλλογίζονταν να ρίξουν μιά σφαίρα, γιατί ήξεραν ότι ήταν ζήτημα μεγάλο να βρεθούν τα πολεμοφόδια. Τι να έκαναν; Έπρεπε κάτι να σκεφθούν, να σώσουν την κατάσταση.
Οι καπεταναίοι έγραφαν γράμματα στα προξενεία, αλλά δεν παίρνανε καμία απάντηση.
Πήγαν κρυφά απεσταλμένοι, από τους καπεταναίους, στο Δεσπότη και παρακαλούσαν, μήπως και σώσει την κατάσταση, αλλά και ο Δεσπότης δεν μπορούσε σε τίποτα να βοηθήσει και άπρακτοι γυρίζανε, οι απεσταλμένοι, από την Μητρόπολη.
Όσο έβλεπαν οι αντάρτες, ότι οι ελπίδες από όλες τις πλευρές ήταν μάταιες, καταλάβαιναν ότι έπρεπε να στηριχθούν μόνο στις δικές τους δυνάμεις. Και (έτσι) πήραν την απόφαση να 'ρθουν σ' επαφή με τη Ρωσία.
Με τι μέσα όμως; Τους χώριζε πρώτα απ' όλα η Μαύρη Θάλασσα, πώς ήταν δυνατόν να φθάσουν ως εκεί; Χρειάζονταν καπετάνιους, βάρκες, μοτέρ. Πώς ήταν δυνατόν να γίνει; Λουφάζανε, συλλογιζόταν και κρίνανε, ότι μόνο από κει ήταν η σωτηρία!
Το βάλανε (καλά) στο νου τους κι άρχισαν να παρακολουθούν από τα διάφορα μέρη της Μαύρης Θάλασσας, με το τηλεσκόπιο, από τα ψηλά λημέρια τους και περίμεναν, πότε θα ήταν τρικυμία, να τραβηχτούν τίποτε βάρκες στην ακροθαλασσιά, να τις αρπάξουν (ή) μπας και έρθουν στις βαθιές μεριές των ποταμών ψαρόβαρκες, μπας και τραβήξουν τις βάρκες στην ξηρά και βρούνε τρόπο και αρπάξουν καμιά βάρκα, κανένα καράβι και κάνουν το ταξίδι για τη Ρωσία. Αυτά ονειρεύονταν νύχτα μέρα και αυτό το όραμα ήταν στα μάτια τους.
Αυτά, με τις βάρκες, συνέβαιναν τακτικά, πότε για ν' αποφύγουν την τρικυμία οι ψαρόβαρκες και πότε έμπαιναν στον ποταμό για να φορτώσουν ξυλεία, γελάδες, ψάρια διαφόρων ειδών. Έμπαιναν από τη θάλασσα και τραβούσαν προς τα πάνω, για να φορτώσουν.
Κατέβαιναν (λοιπόν) από το βουνό που είχαν το λημέρι τους, εκατό με εκατόν πενήντα οπλισμένοι αντάρτες, (ανάμεσα στους οποίους) ήταν και ναυτικοί που ήξεραν τη θάλασσα, γύρω από την περιφέρεια.
Μιά βραδιά πέφτουν σε κάτι βαρκάρηδες επάνω, τους παίρνουν τη βάρκα, μπαίνει ο καπετάνιος μέσα, (που) ήταν γραμματισμένος και ήξερε καλά τα πράγματα. Παίρνει μαζί του και δεκαπέντε με είκοσι οπλισμένα παλληκάρια και όπως πάντα, σε τέτοιες ώρες, παίρνουν μαζί τους και 2-3 Τούρκους για να τραβούν κουπί και να τραβούν και πανιά.
Σαν έφθαναν στη Ρωσία τους σκότωναν τους υπόλοιπους Τούρκους (όταν έβγαιναν) στη στεριά. Τους δολοφονούσαν, για να μην τους προδώσουν. Μ' αυτό τον τρόπο ξεκινούσαν για τη Ρωσία.
Στο δρόμο, καμιά φορά, συναντούσαν πολύ μεγάλες δυσκολίες, τρικυμίες, σώνονταν οι τροφές, σώνονταν το νερό, πολλές φορές, απάνω στη βιασύνη τους, δεν κάνανε καμιά σχετική προπαρασκευή, και με μεγάλη οδύσσεια κατόρθωναν να φθάσουν στη Ρωσία.
Στα παράλια της Ρωσίας συνήθως κατοικούσαν Πόντιοι, οι οποίοι ήταν καλά εγκατεστημένοι και έπιανε ο λόγος τους, τους σέβονταν πολύ. Μόλις φθάνανε, οι αντάρτες, κοίταζαν με τι τρόπο να τους βοηθήσουν καλύτερα. Και έβλεπες οι αποστολές αυτές να γυρίζουν στα λημέρια, σε ένα μήνα το πολύ, και να φέρνουν από όλα τα είδη πολεμικό υλικό.
Μ' αυτό τον τρόπο εξοικονομούσαν πολεμοφόδια και ενημέρωναν την κατάσταση του Ελληνισμού της Αμισού στους Έλληνες της Ρωσίας.
Αυτές οι αποστολές γίνονταν από τα Τεβρέντια. Τα Τεβρέντια ήταν έξω από την πόλη, βραχώδεις ακτές. Ήταν το Καρά Ποάζι, μεγάλο ποτάμι και από το Μιλίτση έβγαινε άλλο ποτάμι. Κάνανε στροφές στις πεδιάδες, διασχίζανε χωριά και κατεβαίνανε στη θάλασσα. Ίσαμε τότε οι Τούρκοι δεν μας παίρνανε χαμπάρι.
Μιά συγκλονιστική περιπέτεια στη Μαύρη Θάλασσα
Στη 15η αποστολή, που έγινε με τους ίδιους τρόπους, το έφερε η οργή και γλίτωσε ένας Τούρκος ναυτικός, είτε (γιατί) κρύφτηκε, είτε (γιατί) τραυματίστηκε ,είτε (γιατί) πήγε προς νερού του. (Αυτός λοιπόν πήγε) και ειδοποίησε την αστυνομία και από κει την λιμενική αρχή.
Νάσου (το λοιπόν) κατά τα ξημερώματα, εκεί που ταξιδεύανε οι αντάρτες, μιά άλλη βάρκα, διασχίζει και αυλακώνει τα νερά. Έπεσε απάνω τους, έριχνε σφαίρες και ολοένα περιτριγύριζε τη βάρκα και τους έλεγαν να παραδοθούν. Και δόστου και έριχναν απάνω τους και οι δικοί μας.
Οι αντάρτες αναγκάστηκαν να κατεβάσουν τα πανιά, να βγάλουν από τον πυθμένα της βάρκας τα σακιά την άμμο και να τα βάλουν γύρω γύρω στη βάρκα για προχώματα και ν' αρχίσουνε να πολεμούν.
Η μάχη καταμεσής στο πέλαγος κράτησε 4-5 ώρες. Για τους δικούς μας, ο αγώνας ήταν άνισος, γιατί το δικό τους το μοτέρ ήταν για να πολεμά. Ήταν σιδερένιο και η βάρκα είχε μικρά κανονάκια, (ενώ) οι δικοί μας πολεμούσαν με «Μάνλιγχερ» και «Μάουζερ». Το καράβι είχε γίνει όλο τρύπες και έπαιρνε νερά. Τι να έκαναν δεν ήξεραν. Προσπαθούσαν μερικοί από τους άντρες, τους άχρηστους κάλυκες να τους στριμώχνουν στ' ανοίγματα, (αλλά) σε λίγο πάλι το καράβι πλημμύριζε.
Από τους 25-30 αντάρτες και ναύτες οι δέκα σκοτώθηκαν, οι δεκαπέντε δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα από τα τραύματά τους, μείνανε 3-4 νομάτοι άξιοι για να πολεμήσουν. Αυτοί, καθώς έβλεπαν πως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, πήραν την απόφαση να αυτοκτονήσουν.
Αλλά έγινε μιά Θεού πρόνοια και σκέφτηκε ένας από αυτούς, να σωθούν με πονηριά. Και είπε στους τρεις συντρόφους του να πάρουν από δύο χειροβομβίδες στα χέρια τους και να ξαπλώσουν κάτω. Οι σύντροφοι του τον ακούσανε, μιά και δεν είχαν τίποτε καλύτερο να κάνουν.
Σήκωσε τα χέρια του ψηλά και κραύγαζε: «παραδίνομαι!!» Οι Τούρκοι δεν τον πίστεψαν στην αρχή και έφερναν βόλτα την βάρκα, για να βεβαιωθούν πως δεν κινδυνεύουν. Αυτός το κατάλαβε και φώναξε: «Μη φοβάστε, ελάτε. Όλοι είναι σκοτωμένοι! Εμένα που βλέπετε είμαι τραυματίας». Αφού, από ψηλά, βεβαιώθηκαν, ότι όλοι ήταν ξαπλωμένοι, τραυματισμένοι και μόνο βογγητά ακούγονταν, διπλάρωσαν με τη βάρκα.
Η στιγμή ήταν κάτι παραπάνω από κρίσιμη. Κρατούσαν την αναπνοή τους, γιατί ήταν το τελευταίο «ατού», έπρεπε να πετύχουν.
Μόλις ακούμπησε το καράβι, το κατάλαβαν από το χτύπημα του νερού και από το νόημα που τους έκανε ο συμπολεμιστής τους, σαν αστραπή, σηκώθηκαν απάνω και έριξαν τις χειροβομβίδες στο πίσω μέρος του, γιατί μπροστά είχε θώρακα, κανονάκι και μυδραλιοβόλα. (Τις ρίξανε) εκεί που ήταν τα καθίσματα και οι στρατιώτες, στο κοίλωμα που ήταν το μοτέρ. Και χίλια κομμάτια θα έκανε τη βάρκα, που ανατινάχτηκε στον αέρα!
Δια μιας έριξαν τους σκοτωμένους στη θάλασσα, τους τραυματισμένους τους δέσανε πρόχειρα, πολλοί από αυτούς πέθαναν και άλλοι έφτασαν μισοπεθαμένοι στη Ρωσία.
Δημοσθένης Κελεκίδης
"ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΟΡΔΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου