...Αλλά
στην Σάντα ο αγώνας πήρε πάλι την τραχεία μορφή του, όπως κι' άλλοτε,
κράτησε μέχρι το τέλος κι' ανάδειξε μια καινούργια γενιά παλληκαριών
που γίναν θρύλος, όπως o αρχηγός της νέας τούτης γενιάς των ανταρτών
Ευκλείδης Κουρτίδης, που τραγούδησε η ντόπια Μούσα:
Σιαπάν Μούσα, Σεΐτ αγάς
Κάλφας ο Γιομουρέτες
ετρόμαζαν πού άκουαν
Ευκλείδης ο Σαντέτες.
Ήσαν
οι αρχηγοί των Τούρκων τσετέδων — και προπάντων ο φοβερός Σουλεϊμάν
Κάλφας της κοντινής Γιομουράς — που το είχαν βάλει πείσμα ν' αφανίσουν
την Σάντα, άλλα σκόνταφταν επάνω στην ορμή των ανταρτών της, του
Ευκλείδη Κουρτίδη ή των Τσιριπάντ, όπως μας ιστορεί στο βιβλίο του ο
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, που θα μας δώσει και πάλι τις πληροφορίες του για ότι έγινε στην Σάντα, αφού κι’ ο ίδιος υπηρέτησε στο αντάρτικο των
χρόνων τούτων.
Απ'
τον καιρό των καλών ημερών ακόμα της ρούσικης κατοχής, μας λέει ο
Σανταίος συγγραφέας, είχε κάνει την εμφάνιση του ο Ευκλείδης Κουρτίδης
στα γύρω της πατρίδας του.
Δρόμος για την Σαντα |
Βλέποντας ότι έφτασε, επί τέλους, ο καιρός που θα μπορούσαν και oι Έλληνες να παίξουν τον ρόλο του αφέντη τόσο άνετα όσο κι' oι
Τούρκοι όλα τα χρόνια, έφτιαξε μια δική του αντάρτικη ομάδα από
συγγενείς και φίλους και κατέβαινε αρματωμένος στα τουρκοχώρια, έτοιμος
πάντα να στραπατσάρει και να εξευτελίσει εκείνους που ταλαιπωρούσαν,
λήστευαν και κακοποιούσαν τους Ρωμιούς λίγο πιο πριν, σαν αφέντες και κυρίαρχοι του τόπου.
Ένα απ' τα χωριά όπου ζούσαν oι
πιο φανατικοί εχθροί των Σανταίων ήταν η Γιομουρά κι εκεί αλώνιζε συχνά
ο Ευκλείδης κάνοντας την επίδειξη του στους Τούρκους, που έβραζαν απ'
το κακό τους άλλα δεν τολμούσαν να μιλήσουν.
Κάποτε
ένας μολλάς — μουσουλμάνος ιερωμένος — τόλμησε να σηκώσει κεφάλι και να πιαστεί στα λόγια με τον Ευκλείδη και τότε εκείνος παρατώντας την
κουβέντα, έδωσε ένα σάλτο και τον καβαλίκεψε!
Με
την φυγή των Ρώσων, όμως, γύρισε το φύλλο κι οι Τούρκοι όλο χαρά
ετοίμαζαν τις συμμορίες τους για να βγάλουν τ’ άχτι τους. Τρίζαν τα δόντια οι γείτονες αγάδες και προ πάντων ο Σουλεϊμάν Κάλφας κι ο Σεΐτ
αγάς, που είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς με τους Σανταίους και ιδιαίτερα
με τον Ευκλείδη.
Τα βλέπαν όλα τούτα οι Σανταίοι, τα καταλάβαιναν κι' ανήσυχοι — άντρες,
γυναίκες — σκεφτόντουσταν πως θα τα βγάλουν πέρα, άλλοι μιλώντας για φευγιό κι' άλλοι για άμυνα.
Η
είδηση ότι αποφασίστηκε ένοπλη αντίσταση κι ότι μοιράζανε τουφέκια,
ακούστηκε με ανακούφιση, στερέωσε την ιδέα της άμυνας κι’ όσοι δεν είχαν
όπλα ή θελαν ν' αλλάξουν τα παλιά, πήραν το δρόμο προς τα κάτω,
αψηφώντας τα χιόνια και τα κρύα του χειμώνα.
Οι
πρώτοι από δαύτους ήσαν 30 Σανταίοι με τους οποίους ενώθηκαν και μερικοί Γαλιανίτες, φτάσαν στην Τραπεζούντα, ήλθαν σ' επαφή με το Σωματείο «Ένωσις» κι' αμέσως ντύθηκαν και αρματώθηκαν.
Έτσι ντυμένους κι οπλισμένους τους βλέπαν οι Τούρκοι, καθώς ξαναγυρνούσαν στο χωριό τους κι’ απορούσαν:
—Αλλάχ, Αλλάχ, λέγανε γιατί αρματώθηκαν; Είναι τρελοί; Τι πάνε να κάνουν τώρα πια που φύγαν οι προστάτες τους;
Κι'
ήταν πολύ φυσικό ν’ απορούν οι Τούρκοι και ν' αναρωτιούνται τι πήγαιναν να κάνουν τούτοι οι τρελοί γκιαούρηδες, αφού οι προστάτες τους
οι Ρώσοι πήραν δρόμο και τώρα δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά μόνο Τουρκιά
ολούθε, τσέτες και προ πάντων ο τούρκικος στρατός που δεν θ' αργούσε να έρθει.
Όμως
δεν ήσαν κι εντελώς τρελοί οι Σανταίοι κι' ούτε οι άλλοι Έλληνες που παίρνανε τα όπλα γιατί μάθαιναν δα και ξέραν τα όσα λεγόντουσαν για τον
αντιμπολσεβικικό στρατό για το Ελληνικό Σώμα που ετοιμαζότανε στον
Καύκασο και θα ερχόταν γρήγορα να βοηθήσει τον αγώνα.
Φτάσαν, λοιπόν, στην Σάντα οι 30 αρματωμένοι κι' είπαν στον κόσμο
και τους προεστούς το τι γινόταν εκεί κάτω κι ότι σε λίγο θ’ ανέβαινε
απεσταλμένος του Σωματείου «Ένωσις» και στα δικά τους χωριά για την
οργάνωση της άμυνας, επειδή το ξέρανε και στην Τραπεζούντα ότι οι τσέτες
απ’ τα γύρω ήσαν αγριεμένοι κι' έτοιμοι για γιουρούσια και λεηλασίες.
Στις
15 του Δεκέμβρη έφτασε πραγματικά ο απεσταλμένος Θεοδόσης Χειμωνίδης
και μάζεψε τους προεστούς σε γενική συνέλευση. Τα είπαν, τα συζήτησαν
κι ο Χειμωνίδης τους ανακοίνωσε τις αποφάσεις του Σωματείου:
Πρώτον να γίνει αμέσως μια Κεντρική Επιτροπή Αμύνης με πέντε μέλη.
Δεύτερον η Επιτροπή αυτή να καλέσει το κάθε χωριό να ορίσει τους οπλαρχηγούς του.
Τρίτον, όλοι οι Σανταιοι από 20—50 χρόνων να οπλιστούν κι’ όσοι δεν έχουν όπλα να κατέβουν στην Τραπεζούντα για να πάρουν.
Οι
προεστοί συμφώνησαν και έφτιαξαν αμέσως την Επιτροπή της Άμυνας με πρόεδρο της τον ίδιο τον Θεοδόση Χειμωνίδη. Αυτή διόρισε γενικό
οπλαρχηγό του αγώνα τον Γιάννη Σπαθάρο και βοηθούς του, τους Αβραάμ Καλαϊτζίδη, Χρήστο Σεβαστίδη, Ευκλείδη Κουρτίδη
κι' άλλους. Ο Ευκλείδης ήταν οπλαρχηγός των Ισχανανταίων που του έδωσαν
και δυο βοηθούς, τον Γεώργιο Γωνιάδη και τον Περικλή Κουφατσή.
Τούτοι
οι τελευταίοι — οι Ισχανανταίοι — μπήκαν αμέσως στη δουλειά πρώτοι και
καλύτεροι, έσκαψαν στα καίρια σημεία χαρακώματα, που τα φύλαγαν μέρα
και νύχτα, αλλάζοντας τις φρουρές — πάνω από διακόσιοι, αντάρτες, καλά
οπλισμένοι με λογιών - λογιών όπλα, μάλινχερ, μάουζερ, γκρα και μ' ότι
άλλο είχαν.
Έχοντας κι' άδειες χειροβομβίδες τις γέμισαν με δυναμίτη, βάλαν και τα καψούλια κι έτσι ήσαν πανέτοιμοι για όλα.
Στο
μεταξύ, όμως, ο Ευκλείδης ήθελε να ξεκαθαρίσει μερικούς λογαριασμούς με τον αρχιληστή Χεμτή, που δρούσε με την συμμορία του στο κοντινό βουνό
Σίμωνας — τον ξέραν όλοι οι Σανταίοι — και κείνες τις μέρες μάλιστα οι
άνθρωποι του καταλήστεψαν στο ίδιο βουνό 60 γυναικόπαιδα της Σάντας.
Αλλά
ήταν και πονηρός τούτος ο Χεμτής και δεν ήθελε να ξέρουν οι Σανταίοι
ότι αυτός οργάνωσε τις ληστείες, γι’ αυτό και παρασταίνοντας τον φίλο
τους ανέβηκε στη Σάντα στις 18 του Δεκέμβρη με μερικούς ανθρώπους του,
και σαν καλός εμποράκος, ζήτησε
να εμπορευτεί — έφερε φασόλια, καρύδια κι άλλα γεννήματα του χωριού του
για να τα πουλήσει και ν' αγοράσει είδη μπακαλικής. Έδωσε, λοιπόν, τα
είδη του, πήρε τα πράγματα που ήθελε, ωραία, φιλικά (ούτε γάτος ούτε
ζημιά) και τράβηξε πάλι με τους ανθρώπους του να γυρίσει στο χωριό του.
Ξέροντας
τον δρόμο που θ' ακολουθούσε, ο Ευκλείδης, πήρε μερικά παλληκάρια του,
παραμόνεψε σ' ένα γεφύρι και μόλις φάνηκε ο αρχιληστής με τους δικούς
του, ξεπετάχτηκε μπροστά του:
Βλέποντας
, ο Χεμτής τα όπλα του Ευκλείδη και των παλληκαριών του στραμμένα κατά
πάνω του, τα έχασε κι εκείνοι τον καταληστέψανε, ανταποδίδοντας τα ίσια:
—Άντε τώρα, τους είπε ο Ευκλείδης, πηγαίνετε και ότι είδατε να το πείτε στο χωριό σας!
Πεθαμένος
από το κακό του ο Χεμτής σε λίγες μέρες ξανανέβηκε στη Σάντα, τράβηξε
στους προεστούς και κατάγγειλε το τι του έκαναν οι αντάρτες. Οι προεστοί
κάλεσαν τον Ευκλείδη και τους δικούς του να παρουσιαστούν, εκείνοι όμως
αρνήθηκαν και τότε οι προεστοί για να μη τεντώσουν το σκοινί του είπαν
του Χεμτή να μην ανησυχεί γιατί είναι πρόθυμοι να του πληρώσουν τη ζημιά.
Αλλά καθώς τα πράματα έπαιρναν αυτόν τον δρόμο παρουσιάζεται ένα απ' τα πρωτοπαλίκαρα του Ευκλείδη και λέει στο Χεμτή:
— Χιλιάδες φορές, μωρέ, μας ληστέψατε εσείς κι' οι πρόγονοι
σας και τώρα που μια φορά σας ληστέψαμε κι' εμείς, σας κακοφαίνεται;
Άιντε γκίτ, στο διάβολο φύγε από δω καί κάνε ό,τι καταλαβαίνεις!
Έβραζε ο αρχιληστής, αλλά έβαλε κάτω το κεφάλι κι έφυγε μελετώντας όλους τους τρόπους της εκδίκησης για τούτους τους ελεεινούς γκιαούρηδες που τέτοια αποτολμούσαν τέτοιες ώρες. Το ξέραν, όμως, κι' οι Σανταίοι, ότι τα πράματα ήσαν δύσκολα και περίμεναν.
Αρχές του 1918, αέρας πολεμικός φυσούσε στα χωριά της Σάντας κι όλοι οι Σανταίοι βρισκόντουσαν στα όπλα. Επιταγμένα απ'
την Επιτροπή της άμυνας όλα τα ζώα, νοικιασμένα κι’ άλλα απ’ την
Γαλίαινα, έτοιμα ολούθε τα παλληκάρια, με τους σκοπούς στα χαρακώματα,
που είχαν διαταγή να ρίξουν τρεις τουφεκιές για σύνθημα στην περίπτωση
που θα φαινόταν ο εχθρός.
Και
νάτο που ακούεται το σύνθημα απ' την τοποθεσία Φτελέν, στις 25 του
Γενάρη. Σηκώνονται αμέσως οι οπλίτες και με τον αρχηγό τους Γιάννη
Σπαθάρο τρέχουν κατά κείθε.
Τα χωριά Φτελέν, Χαρατσάντων και Κοπαλάντων ήσαν τα πιο κοντινά στα
τουρκοχώρια όπου έβραζε το μίσος κι οι άγριες διαθέσεις για εκδικήσεις
και λεηλασίες.
Η
μάχη που ακολούθησε δόθηκε στο Κοπαλάντων κι' ανάμεσα στους αντάρτες
που πήραν μέρος ήταν κι’ ο Ιωάννης Ευφραιμίδης. Σ’ αυτόν δίνει το λόγο ο
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, που αναφέρει όλα τα παραπάνω περιστατικά κι’
είναι καλύτερα, λοιπόν, ο ίδιος να μας ιστορήσει τα όσα αναθυμάται και
δημοσίευσε κάποτε στην «Ποντιακή Εστία».
«Ήτο
ή 25 Ιανουαρίου του 1918 καί ώρα 10.30 π.μ., λέει ο Εύφραιμίδης.
Αλησμόνητη θα μου μείνει ή ημέρα αυτή. Ό ουρανός ήτο κατακάθαρος,
χιονισμένα τά πάντα, γαλήνη καί ησυχία βασίλευε στό χωριό μας
Ισχανάντων, καί ξαφνικά ηκούσθησαν οι πρώτοι πυροβολισμοί προερχόμενοι
από τό βάθος, όπου ο ποταμός. Τό χωριό μας ανεστατώθη καί οι κάτοικοι
ρωτούσαν τί συμβαίνει καί συνεκεντρούντο στό καφενείο του χωριού. Οι
πυροβολισμοί εξακολουθούσαν. Χωρίς νά χάσω λεπτό καί κατά καθήκον, έφ'
όσον ήμουν οργανωμένος εις τήν άμυναν, μπήκα σ' ένα γειτονικό σπίτι,
ξεκρέμασα τό μάλινχερ, τό πήρα κι' έφυγα πρός τήν διεύθυνση του χωριού
Τερζάντων, όπου ήτο καί ή έδρα του γενικού οπλαρχηγού Γιάννη Σπαθάρου.
Εκεί
συνήντησα επάνω στόν δημόσιο δρόμο τον οπλαρχηγό Θεοδόσιο Χειμωνίδη μέ
τόν Γιάννη Τριανταφυλλίδη έκ Πινατάντων καί άλλα δύο παλληκάρια έκ του
Τερζάντων, πού συζητούσαν πώς πρέπει να αντιμετωπισθή η εκδηλωθείσα
επίθεσις των Τούρκων.
»Χωρίς
πολλάς συζητήσεις, μαζί μέ τόν Σπαθάρο καί τούς άλλους έφύγαμε γραμμή
γιά τό Φτελέν καί σέ χρονικό διάστημα μιας ώρας — ρεκόρ ταχύτητος —
εύρέθημεν αντιμέτωποι τών Τούρκων.
Από
τό Φτελέν ένισχύθημεν καί μέ τρία άλλα παλληκάρια και έν όλω 8 πήραμε
μέρος στη μάχη. Οι Τούρκοι μόλις αντελήφθησαν την άφιξίν μας από τους
πυροβολισμούς, ήρχισαν γρήγορα να οπισθοχωρούν συναποκομίζοντες καί τα
λεηλατηθέντα καί κατευθύνονταν ταχέως προς την μεγάλη γέφυρα του
ποταμού Γιάμπολη.
Εκεί
εστράφησαν τα πυρά μας καί εκεί ύπήρξεν ο τάφος των εισβολέων.
Έφονεύθησαν τό όλον 14 Τούρκοι καί αρκετοί ετραυματίσθησαν. Μετά τήν
έκδίωξιν των Τούρκων έκ του Κοπαλάντων, διαταγή του οπλαρχηγού,
εστράφησαν τα πυρά μας εναντίον των δυο χωρίων 'Αγρίδ καί Ίσχάν, καί από
τις σφαίρες μας μετεβλήθησαν σέ κόσκινα τά ξύλινα σπίτια των Τούρκων
καί οι κάτοικοι διεσκορπίσθησαν».
Άλλος πολεμιστής, ο Πολίτας Τσουμπάν, προσθέτει στο δημοσίευμα:
«Οι
ως άνω 8 πρωτοπόροι της μάχης πήραν τόν εύθύν δρόμον Φτελέν —
Κοπαλάντων, οι κατοπινοί όμως πού σπεύσανε σέ ενίσχυση των πρώτων
υποπτευθήκανε ενέδρες των Τούρκων σ’ αυτόν τόν δρόμο καί έκαναν
στροφή...
Οι επιδρομείς Τούρκοι επέμεναν νά καταλάβουν τό σπίτι του Χαρ. Σισμανίδη, γιατί αυτό ήταν τό κέντρο των αμυνομένων.
Στην
αρχή 4 σπίτια στην άκρη του χωριού κατελήφθησαν από τους Τούρκους, οι
οποίοι έριχναν έξω στις αυλές χαλιά, στρώματα ρούχα, έπιπλα. Εκεί πού
ήθελαν ν' αρπάξουν όλα τ’ ανωτέρω και να φύγουν, τους ρίξαμε καί
σκοτώσαμε πολλούς.
Στη
μάχη αυτή έπαιξε τόν ρόλο του κι' ο Γαβριήλ Πασαλίδης, ο οποίος
μετέφερε στην πλάτη του από τήν Σάντα ως τό Κοπαλάντων μιά βαριά κάσσα
γεμάτη φυσίγγια, πού τά χρησιμοποιήσαμε καταλλήλως».
Ύστερα απ' τη μάχη των Κοπαλάντων και την λαχτάρα που πάθαν οι τσέτες, αγρίεψε ο αέρας. Οι Τούρκοι ορκιζόντουσαν εκδίκηση και οι Σανταίοι αγρυπνούσαν
με το δάχτυλο στη σκανδάλη.
Όλοι
οι Κοπαλανταίοι άφησαν το χωριό τους κι ανέβηκαν στα ψηλότερα χωριά της
Σάντας, κουβαλώντας μαζί και τα ζώα τους κι όσα πράματα μπορούσαν.
Οι αντάρτες δεν έκλειναν μάτι κι είχαν πιάσει τα χαρακώματα, που ήσαν ανοιγμένα από την εποχή της προέλασης των Ρώσων.
Η Επιτροπή της άμυνας φρόντιζε για τα στρατιωτικά έργα αλλά και για τον επισιτισμό της Σάντας κι έτσι στις 31 του Γενάρη ήταν
έτοιμη μια μεγάλη αποστολή με πολλούς άντρες και γυναίκες κι' άλογα,
που ξεκίνησε κατά την Τραπεζούντα για την προμήθεια τροφίμων.
Η αποστολή, όμως, αυτή σταμάτησε στο δρόμο, γιατί σ' ένα χωριό της
Γαλίαινας τους είπαν ότι κόπηκε η συγκοινωνία με την Τραπεζούντα, ότι
πλήθη από τσέτες κυκλοφορούσαν εκεί γύρω και λήστευαν όσους έβρισκαν κι'
ότι ανέβαινε τούρκικος στρατός από την Τραπεζούντα με τον σκοπό ν'
αφοπλίσει τα χωριά.
Ύστερα
άπ' τις ειδήσεις αυτές οι άντρες και γυναίκες της αποστολής γύρισαν
πίσω κι’ ολούθε στη Σάντα μαθεύτηκαν τα κακά μαντάτα.
Έπιασε
φόβος, βέβαια, τον κόσμο αλλά κανένας δεν σκεφτόταν να παρατήσει τα όπλα. Άσχετα αν η κατάσταση με την άφιξη του στρατού θα γινόταν πολύ πιο
επικίνδυνη, ο καθένας έμενε στη θέση του, αποφασισμένος για όλα.
Στο μεταξύ ο στρατός ανέβαινε κι οι δύο απεσταλμένοι του Χρύσανθου
μεσολαβούσαν στους Ρωμιούς για την παράδοση των όπλων σύμφωνα με τις
οδηγίες του μητροπολίτη.
Όσο
για τους τσέτες που τόσο καιρό κρατήθηκαν μακρυά — ο εξοπλισμός των
χωριών έφερε καλά αποτελέσματα — είχαν διαταγές να μη προβαίνουν σε βιαιότητες κι' έτσι οι στρατιωτικές αρχές ξαναφέρνανε την τάξη κι η επίσημη Τουρκία ξαναγύριζε σ' όλα τα μέρη απ' όπου είχαν φύγει οι Ρώσοι.
Στη
Σάντα, όμως, τα πράματα δεν ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο. Έφτασαν κι'
εκεί Έλληνες απεσταλμένοι μαζί με τον Τούρκο αξιωματικό Φαΐκ μπέη, που ήταν επικεφαλής διμοιρίας του στρατού, αλλά οι αντάρτες αρνήθηκαν να παραδώσουνε τα όπλα.
Ο
Τούρκος αξιωματικός δεν έδειξε αγριάδα, αλλά πήρε να γυρίσει όλα τα χωριά για να μελετήσει ο ίδιος την κατάσταση. Γυρίζοντας, λοιπόν,
έβλεπε σ' όλα τα χαρακώματα άντρες οπλισμένους, έτοιμους, με το τουφέκι
στο χέρι.
Κατάπινε, ωστόσο, την οργή του και κρύβοντας τ’ αληθινά
αισθήματα του, τους έλεγε ότι έχουν δίκιο να μένουν οπλισμένοι και να φυλάνε τα χωριά τους, επειδή είναι δύσκολοι οι καιροί κι ο καθένας
κοιτάζει πώς να προστατέψει την ζωή του και το βιός του.
Έκανε
ακόμα πως πιστεύει τις βεβαιώσεις των δύο Ελλήνων απεσταλμένων —
Χειμωνίδη και Σιδηρόπουλου — ότι οι Σανταίοι είναι νομοταγείς και
φιλόνομοι, τους έλεγε δεν πειράζει
και όλα θα διορθωθούν, άλλα έστελνε στο μεταξύ αναφορά στις
στρατιωτικές αρχές της Τραπεζούντας, καταγγέλλοντας την ανυπακοή και την
ανταρσία της Σάντας.
Άσχημες
μέρες ζύγωναν. Μόλις οι αρχές πήραν τα μαντάτα του Φαΐκ μπέη,
αποφάσισαν να στείλουν τσέτες για να συγυρίσουν την ανυπάκουη βουνίσια
πολιτεία. Για τη δουλειά τούτη, φυσικά, βρέθηκαν πρόθυμοι πολλοί αμέσως
και νάσου πρώτος και καλύτερος ο αρχιληστής Χεμπής και μαζί του ένας
Μουσταφάς από το Μεσοχώρι.
Κοντά σ' αυτούς πρόθυμος κι ο άλλος μανιακός εχθρός των Σανταίων, ο Σουλεϊμάν Κάλφας κι ακόμα ο Σεΐτ αγάς κι' ο Αλή Ριζάς.
Στη Σαντα |
Καθένας απ' αυτούς είχε 150 — 200 τσέτες στην ορδή του κι' έτσι μαζεύτηκε μια μεγάλη δύναμη, που ενισχύθηκε ακόμα και μ’ έναν Ρωμιό αρχιτσέτη απ' το κοντινό Τζεβιζλήκ, τον Ζαχαρία Γιαμάκ.
Από
κανένα ελληνικό αγώνα, βλέπετε, δεν λείψαν οι προδότες — χαρακτηριστικό
κι αυτό της αιώνιας ελληνικής φυλής που παντού και πάντα είναι η ίδια,
σ' όλες τις εποχές και σ' όλα τα πλάτη του γεωγραφικού χώρου όπου
έζησε.
Αιτίες
της προδοσίας οι αιώνιες προσωπικές μικροφιλοδοξίες και τα μικροφιλότιμα, όπως και τούτου εδώ του Ζαχαρία, που πριν από δέκα χρόνια
τον είχαν πάψει από το αξίωμα του δημάρχου οι Ισχαναντέοι κι ακόμα δεν
μπορούσε να το ξεχάσει. Εκατόν πενήντα Τούρκους τσέτες έσερνε μαζί του
καί τούτος ο ψευτορωμιός.
Εκείνες
τις μέρες ακριβώς βγήκε στο κλαρί κι' η άλλη ομάδα των Σανταίων
ανταρτών, οι Τσιριπάντ, μαζί με τον Γιώργο Κελαϊδόπουλο. Οι Τούρκοι
έμαθαν τα λημέρια τους κι' έτρεξε ο Σεΐτ αγάς με τους δικούς του για να τους κυκλώσει σε μια τοποθεσία που λεγόταν Κρέν.
Οι
Τσιριπανταίοι, όμως, άφοβοι κι εμπειροπόλεμοι καθώς ήσαν, άλλο που δεν
θελαν να χτυπηθούνε με τους Τούρκους και βλέποντας τους να ζυγώνουν
ετοιμάστηκαν αμέσως για την μάχη. Τους φώναξε ο αρχηγός τους Δημήτρης
Τσιρίπ'ς:
— Πίσω παλιόσκυλα, αν αγαπάτε τή ζωή σας!
Τήν ίδια στιγμή ανοίξανε φωτιά κι άρχισε η μάχη — έριχναν οι Έλληνες, έριχναν οι Τούρκοι — όπου σε μια στιγμή βλέπουν
οι αντάρτες τον Σεΐτ αγά να κάνη τούμπες, νομίζουν ότι σκοτώθηκε,
αλαλάζουν, σκυλιάζουνε οι Τούρκοι, ανάβει πιο πολύ το τουφεκίδι και
κρατά η μάχη πεισματικά μέχρι το βράδυ.
Αλλά
και την άλλη μέρα συνεχίστηκε και την παρ’ άλλη, χωρίς κανένα
αποτέλεσμα και χωρίς να μπορέσει ο Σεΐτ αγάς να πιάσει τους αντάρτες όπως
έλπιζε, αλλά ούτε και να τους σαλέψει ρούπι απ’ τα πόστα τους.
Απογοητευμένοι
και λυσσασμένοι απο το κακό τους, μετά τρεις ημέρες παρατάνε τη μάχη
και πάνε στους προεστούς του χωριού Ισχανάντων, τους πιάνουν και τους
λένε ότι αν δεν πείσουν τους Τσιριπαντέους να παραδοθούν, θα κάψουν τα χωριά τους. Εκείνοι πάλι καμώνονται τους ανήξερους:
—Εμείς
αυτούς τους Τσιριπαντέους δεν τους ξέρουμε, ούτε τους Κελαϊδοπουλέους,
γιατί δεν είναι απ' τα χωριά μας. Κάπου γύρω από τα χωριά της
Τραπεζούντας μας ήλθαν οι μπεζεβέγκηδες, και κόλλησαν, παράθεμα τους,
στα βουνά μας!...
Οι
Τούρκοι — τι να κάνουν; — καμώνονται κι' αυτοί πως τους πιστεύουν για νά δουν πώς θα τά βγάλουν πέρα και με τούς άλλους, γιατί ήσαν στ’
αλήθεια πολύ μπελαλήδες τούτοι οι γκιαούρηδες οι Σανταίοι.
Νόμιζαν
μάλιστα, πώς ήσαν πολύ γερά οπλισμένοι, ακόμα και μέ κανόνια, γι’ αυτό
και προσπαθούσαν νά κερδίσουν το παιχνίδι μέ τον όγκο τους, μέ τήν
τρομοκρατία και τις απειλές.
Στα
τέλη Φεβρουαρίου όλοι οι αρχιτσετέδες μέ τις ορδές τους μπήκαν στα
χωριά της Σάντας κι’ ο Τούρκος αξιωματικός πού οδηγούσε όλο τούτο το
λεφούσι, μάζεψε τούς ίδιους εκείνους προεστούς — στην καμπούρα τούτων
έπεφτε πάντα το πρώτο βάρος — καί τούς λέει τά ίδια και τά ίδια, νά
ειδοποιήσουν όλους τούς αντάρτες νά παραδοθούν καί νά καταθέσουν όλο τον
οπλισμό τους, τά ορεινά κανόνια τους, τις χειροβομβίδες τους, τά
φυσέκια τους κι' όλα τά πλούσια πολεμοφόδια πού μάζεψαν άπ' το ρούσικο
στρατό.
—
Δεν το κουνάμε απ τη Σάντα κι’ ως που να παραδοθούν τούτοι οι
γκιαούρηδες που δουλεύουνε για το κακό σας, εμείς θα μείνουμε εδώ και θα
ταΐζετε τους άντρες μας. Έχουμε διαταγή να κάψουμε καί ν’ αφανίσουμε
την Σάντα αν δεν συμμορφωθήτε μ’ αυτά που λέμε.
Στην
απελπισία τους οι προεστοί παρακάλεσαν τον Ζαχαρία — τι διάβολο,
Ρωμιός, χριστιανός και πατριώτης τους ήταν — να μπει στη μέση και να μην
αφήσει να γίνει τέτοιο κακό στη Σάντα. Εκείνος, όμως, αγρίεψε:
—
Αυτά που σας λέει ο αξιωματικός, τους είπε, είναι λόγια του Βαγγέλιου!
Οι αρχές ξέρουν ότι τα κανόνια υπάρχουν και πολλά τουφέκια και φυσέκια.
Νά τα φέρετε όλα και να μη με ξαναζυγώσετε έμενα. Άντε φύγετε!
Έφριξαν
οι προεστοί ακούοντας ένα Ρωμιό ναά ξεστομίζει τέτοια λόγια, αλλά πως
να μιλήσουν μ’ όλο εκείνο το αγριεμένο λεφούσι των τσετέδων στα χωριά
τους;
Οι αντάρτες είχαν πιάσει τα βουνά αλλά ο πληθυσμός, οι γέροι, οι γυναίκες, τα σπιτικά τους βρισκόντουσαν στο έλεος των τσέτηδων.
Κι'
αυτοί για την ώρα απειλούσαν, τρώγαν και πίναν και θέλαν μια αγελάδα
την ημέρα, 300 οκάδες ψωμί, πολλές οκάδες πατάτες και τρία κάρα ξύλα!
Στρώθηκαν
στο χωριό Ισχανάντων, λεηλάτησαν το σπίτι του Ευκλείδη, χόρευαν,
τραγουδούσαν και γλεντούσαν. Όλα τα κορίτσια είχαν κρυφτεί και τους
υπηρετούσαν οι γριές.
Οι
προεστοί ορκιζόντουσαν στον Τούρκο αξιωματικό ότι όλα όσα λεγόντουσαν
για κανόνια κι’ άφθονο οπλισμό των ανταρτών ήσαν παραμύθια και τότε
εκείνος αξίωσε να μαζέψουν τουλάχιστο τα όπλα απ' τα σπίτια κι' όσο για τους αντάρτες θα τους κανόνιζε ο ίδιος.
Μάζεψαν
όσα παλιοντούφεκα μπόρεσαν να βρουν, τα παραδώσαν κι' ύστερα
υποχρεώθηκαν να πάνε να βρούνε τους αντάρτες στα λημέρια τους και να τους πείσουν να παραδοθούν.
Έτσι
ξεκίνησαν οι προεστοί και από πίσω όλοι οι τσέτες, που πιασαν γύρω
τριγύρω τα δάση όπου ξέραν ότι βρίσκονταν οι αντάρτες. Όταν είδαν οι
τελευταίοι τους προεστούς και μάθαν το τι τους ζητούσανε οι Τούρκοι,
αρνήθηκαν.
Οι
προεστοί τους εξήγησαν ότι θ' αφανιζότανε η Σάντα και σύστησαν να παρουσιαστούνε μερικοί κι αν δείχναν οι τσέτες κακές διαθέσεις τότε θα
ξεσηκωνόντουσαν όλα τα χωριά για να τους προστατέψουν.
Έτσι αποφασίστηκε τελικά να παρουσιαστούν μόνο 15 για να δουν το τι θα γινόταν παρακάτω. Ο αξιωματικός έδειξε τάχα ικανοποίηση
για ν' αποφύγει περισσότερους μπελάδες, τους έπιασε όσους
παρουσιάστηκαν, τους έκλεισε σ' ένα σπίτι κι' οι τσέτες αρκέστηκαν σε
μερικές εκατοσταριές παγκανότες — πήραν κι οι άνθρωποι του αρχιληστή
Χεμτή αρκετές, σαν αποζημίωση για τη ληστεία που πριν από λίγο καιρό
τους είχε κάνει ο Ευκλείδης — κλέψαν κι ότι άλλο μπόρεσαν και φύγαν.
Την
ίδια μέρα — κατά τα μέσα του Μάρτη — έφτασε στη Σάντα ο Τούρκος
αξιωματικός Ισμαήλ Χακκή εφένδης, Μακεδόνας, με 25 χωροφύλακες, που συμπαθούσε τους Ρωμιούς.
Αυτός
φέρθηκε πολύ καλά, σαν αληθινός φιλέλληνας κι όταν ξαναφανήκαν οι
αρχιτσετέδες Σουλεϊμάν Κάλφας και Σεΐτ αγάς, τους έδιωξε. Τόση συμπάθεια
έδειχνε στους Χριστιανούς, ώστε τη Μεγάλη Παρασκευή και το Πάσχα
παρακολούθησε μαζί τους τον Επιτάφιο και την Ανάσταση. Κι' από κει και
πέρα ούτε άφηνε Τούρκο να ζυγώνει αδικαιολόγητα στη Σάντα.
Οι
αρχιτσετέδες, όμως, δεν παίρναν από τέτοια κι ετοίμαζαν πάντα την
εκδίκηση τους. Αφού δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν πέρα με τους αντάρτες,
σκέφτηκαν να χτυπήσουν τους άμαχους και στις 10 του Μάη πιάσαν το δρόμο απ’ όπου θα περνούσε η «πόστα» — άντρες και γυναίκες που κατεβαίνανε
στην Τραπεζούντα για τρόφιμα — με τον σκοπό να πάρουν πίσω το αίμα που τους στοίχισε η μάχη των Κοπαλάντων.
Η συνοδεία είχε μαζί της κι' έξι χωροφύλακες καθώς ανέβαινε προς τη Σάντα, με τους άντρες και τις γυναίκες φορτωμένους. Μαζεύτηκαν, λοιπόν,
πολλοί τσέτες, παραφυλάξανε κι' όταν φάνηκαν οι πρώτοι της πόστας
βγήκαν μπροστά τους με τα τουφέκια:
— Τεσλίμ!
Τους
ανάγκασαν να σταματήσουν, ύστερα επιτεθήκανε στους άλλους, κι'
αφόπλισαν τους Τούρκους χωροφύλακες που ακολουθούσαν από πίσω. Σέ λίγη
ώρα άντρες, γυναίκες και τα φορτωμένα ζώα βρέθηκαν κυκλωμένοι απ' τους
τσέτες, που αγριεμένοι άρχισαν το έργο τους, σκοτώνοντας άλλους με τουφεκιές άλλους με το μαχαίρι.
Εννιά
ήσαν τα θύματα της σφαγής, ανάμεσα στα οποία η θεία του καπετάν
Ευκλείδη Κυρτογλάβα (που την γνώρισαν παρ' όλο ότι προσπάθησε να κρύψει
το πρόσωπο της) κι’ ο φημισμένος λυράρης της Σάντας Περικλής Λιανίδης ,
αδελφός του Πόντιου καθηγητή της Φιλολογίας και γενικού γραμματέα της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών κ. Σίμου Λιανίδη.
Σέ
βαρύ πένθος βυθίστηκε η Σάντα με την άγρια δολοφονία τόσων άοπλων
ανθρώπων κι' επί τρεις μέρες χτυπούσαν πένθιμα οι καμπάνες.
Λυπήθηκε
κατάκαρδα και ο φιλέλληνας Ισμαήλ, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα.
Άλλωστε κι αυτόν τον είχαν τόσο άχτι οι Τούρκοι αρχιτσετέδες, ώστε όταν
σε λίγο μετατέθηκε στη Ριζούντα τον σκότωσαν οι εκεί αγάδες.
Τό
τρομερό τούτο πάθημα δεν το χώνεψαν, βέβαια, οι Σανταίοι. Έβραζε
προπάντων άπ' το κακό του για την άδικη σφαγή ο καπετάν Ευκλείδης, κι
από τότε οργάνωσε την ομάδα του, αποφασίζοντας να γίνει ο εκδικητής της
Σάντας με τη δράση του δικού του αντάρτικου.
Όπως
κι έγινε. Πότε με τα δικά του μόνο παλληκάρια, πότε σε συνεργασία με τους Τσιριπαντέους, άρχισε γρήγορα να σκορπίζει τον τρόμο στα γύρω
τουρκοχώρια, γράφοντας το ηρωικό και ματωμένο έπος της πατρίδας του.
Απόσπασμα απο το βιβλιο "ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου