Η γιγαντιαία ιστορική τοιχογραφία που θέλω με την ανακοίνωσή μου να σας αποκαλύψω είναι και μια ηρωική συμφωνία, αφού μας αναστατώνει ακόμη και τώρα, αγγίζοντας τα πιο γνήσια στρώματα του ανθρώπινου.
Συχνά σταματούμε βουβοί και μπερδεμένοι στη σκέψη μπροστά σε ό,τι συνέβη, σε ό,τι μας κόβει ακόμη από τον φόβο την ανάσα.
Είναι
πράγματι μια ηρωική συμφωνία, γραμμένη με αίμα και δάκρυα, με το αίμα
των προγόνων μας που θυσιάστηκαν και με τα δάκρυα εκείνων που έμειναν
πίσω, που ήρθαν σαν πρόσφυγες, κάπου στην Ελλάδα. Και ό,τι περίσσεψε
είναι έγγραφα - τα έγγραφα ξένων αρχείων.
Γι'
αυτά θέλω να σας μιλήσω. Θα υποφέρουμε, βέβαια, από την ανάμνηση, αλλά
θα αποζημιωθούμε ίσως με τη διαπίστωση ότι θα μάθουμε νεότερα, κάποιες
σημαντικές λεπτομέρειες.
Περισσότερο φως στην ιστορία μας δεν μπορεί να κάνει κακό, τουλάχιστον σε όσους πιστεύουν στην πρόοδο και στην ελευθερία.
Το
θέμα μου είναι οι διωγμοί των συμπατριωτών μας, των Ποντίων, στα χρόνια
του πρώτου μεγάλου πολέμου. Πολλοί τους επέζησαν και είχαν το κουράγιο,
μάλιστα, να τους περιγράψουν σε απομνημονεύματα, σε ιστορικές
συνθέσεις, σε συλλογές των λευκών βίβλων.
Και
η τέχνη δεν έμεινε αδιάφορη. Η ποίηση και το μυθιστόρημα, το θέατρο
και η ζωντανή στοματική παράδοση ανάμεσα στους επιζώντες, καλλιέργησαν
σαν ένα είδος κρυφής λατρείας τον πόνο για την πατρίδα, που ήθελαν να
ξεχάσουν και δεν ξεχνιόταν.
Όταν
σ' έναν πληθυσμό 700.000 Ποντίων 350.000 περίπου εκτοπίζονται και
περίπου 180.000 εξοντώνονται, ενώ το υπόλοιπο ξεριζώνεται από τα χώματα
με τα οποία είχε ζυμωθεί, όχι χτες, όχι προχτές, αλλά από πάντοτε, ε,
τότε πρέπει, τουλάχιστον από καιρό σε καιρό, να στεκόμαστε σιωπηλοί
μπροστά στην καταστροφή και σαν σε μνημόσυνο να μελετούμε τις θυσίες και
τους νεκρούς μας. Τίποτε άλλο.
Γιατί
δεν ξέρουμε περίπτωση στην ελληνική ιστορία που να αξιοποιήσαμε το
μαρτύριο και τη θυσία με τη βοήθεια της επιστήμης, της τέχνης και της
πολιτικής.
Και
ο τελευταίος πόλεμος απέδειξε ότι σαν Έλληνες δεν έχουμε το μονοπώλιο
της θυσίας, αλλά και μας θύμισε ότι έχουμε το προνόμιο μιας άλλης
μοναδικότητας:
Να
πολεμούμε, να υποφέρουμε και να χαιρόμαστε ότι συνεχίζουμε αυτό που
είμαστε. Και είναι καλό αυτό που είμαστε. Έχει κάποιο μεγαλείο η εθνική
μας αυτή αφέλεια.
Επανέρχομαι,
λοιπόν, στα έγγραφα της Βιέννης. Εν πρώτοις, μερικές λέξεις για τις
νέες σπουδαίες αυτές πηγές της ευρωπαϊκής ιστορίας, που απασχόλησαν
τελευταία και τον ελληνικό λαό εξ αφορμής ενός δημοσιεύματος.
Τα
αρχεία αυτά της παλαιάς αυστροουγγρικής μοναρχίας δόθηκαν το 1958
ελεύθερα στην ιστορική έρευνα μέχρι το 1918, έπειτα από σχετική απόφαση
της αυστριακής κυβέρνησης. Είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι η Αυστριακή
Δημοκρατία δεν θα δεχόταν να παρακρατήσει ορισμένα αποθέματα από τα
αποδεσμευμένα έγγραφά της, ακόμη και αν αυτά τα έγγραφα δεν θα ήσαν πολύ
ευχάριστα σε αυτήν ή εκείνη τη χώρα, σε αυτήν ή εκείνη την ιστορική
προσωπικότητα. Για μια κακώς εννοούμενη αβροφροσύνη είναι πολύ υψηλό
αντίτιμο η συγκάλυψη της ιστορικής αλήθειας.
Και
τώρα το ερώτημα: Σε ποιά μεγάλα θέματα του ποντιακού ελληνισμού της
εποχής του πρώτου πολέμου μας δίνουν μια νέα ή συμπληρωματική ή και
αποκαλυπτική απάντηση τα έγγραφα της Βιέννης;
Εν
πρώτοις, στο πρόβλημα των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων και πώς οι
σχέσεις αυτές χάλασαν με τον καιρό, για να οδηγήσουν στις γνωστές
ωμότητες.
Άλλο
θέμα: Ποιο ρόλο έπαιξε ο Διχασμός ως προς τη μοίρα του ποντιακού
ελληνισμού και ποιος υπήρξε ο εμπνευστής και ο ρυθμιστής των εκτοπίσεων
και του μακελειού.
Πώς δημιουργήθηκαν τα ανταρτοσώματα των Ποντίων, το ισοζύγιο των καλών και των δεινών που δημιούργησαν και τις σχέσεις τους προς τον ρωσικό στρατό και τα ρωσικά υποβρύχια.
Μας
παρέχουν ακόμη τα έγγραφα αυθεντικές περιγραφές της εξορίας και των
σφαγών των Ελλήνων και των Αρμενίων του Πόντου, τις επίσημες συνομιλίες
γύρω από τα θέματα των ξένων πρεσβευτών και προξένων με την τουρκική
κυβέρνηοη και τις τοπικές αρχές ή και την επίσημη αλληλογραφία μεταξύ
των κυβερνήσεων Βερολίνου - Βιέννης και Κωνσταντινούπολης.
Θα ανέφερα ως τελευταίο, αλλά δεν είναι τελευταίο σε σημασία, το άλλο κέρδος που έχουμε από τα νέα αυτά έγγραφα της Βιέννης. Δηλαδή τον ρόλο που έπαιξαν κρυφά ή φανερά
στη δραματική αυτή εποχή προσωπικότητες του Πόντου, γνωστές και
τιμημένες οικογένειες, νοικοκυραίοι, άνθρωποι του λαού. Και μέσα σ' όλα
τα αναρίθμητα ελληνικά ονόματα των ξένων εγγράφων, λάμπουν από
εσωτερική μεγαλοπρέπεια δύο μαρτυρικές μορφές του Πόντου και της
Εκκλησίας μας.
Ο
Τραπεζούντος Χρύσανθος και ο Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης. Δύο
ιεράρχες που ήσαν ίσως διαφορετικοί στον χαρακτήρα και στην πολιτική
τους. Αποδεικνύεται, όμως, ότι ήσαν οι δύο όψεις της ίδιας δύναμης που
λέγεται Μικρασιατικός Ελληνισμός.
Κι
αν θα με ρωτήσετε ως προς το γενικό συμπέρασμα από την έρευνα αυτή γύρω
από την ιστορία και τις θυσίες του Πόντου, θα σας απαντούσα με μια
λέξη:
Περηφάνια
είναι το αποτέλεσμα, περηφάνια για κάθε τι το ποντιακό, για κάθε
άνθρωπο, για κάθε πέτρα της χαμένης μας πατρίδας. Ήταν ένας κόσμος
καθαρός, αγνός στα συναισθήματα και τις πράξεις του.
Ήταν συνειδήσεις χωρίς λεκέδες.
Καθηγητης πανεπιστημιου Βιέννης
Απο την εισήγηση του στο Α' Παγκοσμιο ποντιακο Συνεδριο
Απο το βιβλιο του Πάνου Καϊσίδη "Τα συνέδρια των Ποντίων"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου