Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ . (ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ)

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Η αγαπημένη εποχή των γυναικών της Σαντάς ήταν το Φθινόπωρο. Ήταν η εποχή που γύριζαν οι ξενιτεμένοι από την μακρινή και πικρή ξενιτιά.
Οι νεαρές θερίστριες που στην εποχή του θέρους συνήθιζαν να διαλέγουν από ένα δέντρο σφενδάμης η κάθε μια, το περιμένουν τώρα με αγωνία να κιτρινίσει. Όταν κιτρίνιζαν τα φύλλα του ,σήμαινε πως έφτασε το ποθητό φθινόπωρο και κοντοζύγωναν οι μέρες που θα γύριζε ο καλός τους από την ξενιτιά.
Διάλεγαν την σφενδάμη γιατί ήταν δέντρο που κιτρίνιζε τα φύλλα του νωρίτερα από τα άλλα δέντρα και έφερνε νωρίτερα το μήνυμα του πολυπόθητου φθινόπωρου. Όταν η νυφοπούλα έπαιρνε το μήνυμα πως ο καλός της θα έλθει το φθινόπωρο και έβλεπε τα φύλλα του δέντρου της να κιτρινίζουν τραγουδούσε με χαρά και λαχτάρα:
"Σφενδάμ' εσαρηλάεψες σ' αποσκαλί ' μ' το γιαν'-ι
και τα φυλλόπα σ' κίτρινα, βαμμένα σην πογιάν'-ι"
(Σφενδάμη μου κιτρίνισες στου χωραφιού την άκρη
κίτρινα είναι τα φύλλα σου σαν με μπογιά βαμμένα).
Μια άλλη όμως που δεν ήταν τόσο τυχερή, γιατί ο αγαπημένος της δεν μπόρεσε να κερδίσει όσα χρειαζότανε και γι' αυτό ανέβαλε τον ερχομό του για την άλλη Πρωτοχρονιά, τραγούδησε πικραμένη, μαλώνοντας το δέντρο της:
"Σφενδάμ' ντ' εσαρηλάεψες σ' αποκλαλί μ' οφέτος;
Θα ερ'ται το μικρόν τ' αρνί μ' τ' άλλο το νέον έτος!"
(Σφενδάμη, τι κιτρίνισες τα φιλαράκια φέτος;
Θα έρθει η αγάπη μου το άλλο νέο έτος!).
Στις αρχές του Σεπτέμβρη μόλις τέλειωνε το θέρος ,κατέβαζαν τα ζώα από τα "παρχάρια" και ξανακουβαλούσαν κάτω στο χωριό όλα εκείνα τα σύνεργα που με τόσο κόπο ανέβασαν με την πλάτη τους την άνοιξη.
Αμέσως μετά άρχιζαν να κουβαλούν ξύλα για τον χειμώνα. Στη Σαντά, όπως αναφέραμε, ο χειμώνας ήταν βαρύς, γι’ αυτό οι κάτοικοι έπρεπε να είναι έτοιμοι να τον αντιμετωπίσουν.
Οι γυναίκες κουβαλούσαν τόνους τα ξύλα στην πλάτη τους. Τα ξύλα τα κόβανε στα μακρινά δάση(ασ' σην Μεσάν). Δεν έκοβαν ποτέ ξύλα που ήσαν γύρω από το χωριό.
Τουλάχιστον δυο ώρες περπατούσαν για να φτάσουν στο δάσος, να κόψουν ξύλα. Τα κατέβαζαν στο χωριό, τα έκοβαν κατάλληλα για τον "Πέσκον" (σόμπα) και το τζάκι και ύστερα τα έκαναν στοίβες (καένας) στην αυλή ,στο υπόστεγο ή στον αχυρώνα.
Πολλές φορές είχανε ξύλα στην αυλή τους από τις προηγούμενες χρονιές, που τους έφταναν να περάσουν δυο και τρεις χειμώνες, όμως οι πεθερές εκεί "'ς σα ξύλα" .Να μην μείνουν οι νύφες χωρίς δουλειά. Λες και ήταν αμαρτία η ξεκούραση.
Αυτή η νοοτροπία του ηλικιωμένου, αυτή η σκληρότητα, είχε φοβίσει τις νέες κοπέλες, τόσο που μια, η καημενούλα είπε τις φίλες της:
Αχ! Ας είχα είναν άντραν κι ας εμ' και 'ς ση κυρού μ'!
Ήθελε δηλαδή να είχε έναν ερωτικό σύντροφο ,αλλά να έχει και την καλοπέραση του πατρικού σπιτιού.
Αργότερα λέγανε αυτό σαν παροιμία για κάτι που δεν είναι δυνατό να γίνει. Δεν μπορεί κανείς να τα έχει όλα!
Το φθινόπωρο, ετοίμαζαν τα χειμωνιάτικα τους: Μάζευαν την σοδειά τους, όποια και αν ήτανε. Έπλεκαν τα κρεμμύδια σε πλεξίδες και τα κρεμούσαν στην αποθήκη. Κουβαλούσαν τις πατάτες, τα κολοκύθια, τα λάχανα στον αχυρώνα για να μην παγώσουν.
Έβαζαν άγουρα φρούτα μέσα στα άχυρα για να ωριμάσουν και τα τρώγανε τον χειμώνα. Μάζευαν απ' τα δέντρα του βουνού, τα ξέραιναν στον φούρνο και τα έκαναν "τσίρα" δηλ. ξηρά φρούτα.
Αυτά τα τρώγανε τα μικρά παιδιά ή τα κάνανε "χοσάφ" (κομπόστα) τον χειμώνα. Αγόραζαν ξηρούς καρπούς από τους Τούρκους μικροπωλητές δηλ. καρύδια και φουντούκια. Αργότερα , τα χιόνια έκλειναν  τους δρόμους και οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να φέρουν τα προϊόντα τους για πούλημα στο χωριό.
Γέμιζαν τα κελάρια τους με "τη θεού το κάλλος" με τ' αγαθά του θεού: Βούτυρο, τυριά, μυζήθρες διάφορες, άλλες παστωμένες σε κιούπια, όπως το "φιτιλάρ μιντζίν", το "πασκιτάν" και άλλες αποξηραμένες όπως τα "τσορτάνια" και το "σηρ". Αποθήκευαν ακόμη σπιτίσια μακαρόνια, τα "μακαρίνας", πλιγούρι, τα "κορκότα" διαφορά "καθαρά κορκότα", "κριθαρένια κορκότα" και "φουρνικένια κορκότα".
Μέσα στα πιθάρια έκαμναν "στύπα" τουρσιά διάφορα: Λαχανένα, "σεφτελένα" από κοκκινογούλια και "θομαρένα στύπα" από χόρτα της περιοχής τα "θομάρα". Μέσα στα πιθάρια φύλαγαν και διάφορα φρούτα που τα μάζευαν από τα δάση. Έσφαζαν τις γέρικες αγελάδες το φθινόπωρο και έκαμναν "καβουρμά" για τον χειμώνα.
Ο καβουρμάς φυλαγμένος κι αυτός σε πιθάρια, μαγειρεύονταν με λάχανο και πατάτες, με αυγά τηγανιτά, σαν μπέικον. Τον έτρωγαν και κρύο με ψωμί. Αυτό ήταν το κρέας τους για τους μήνες του χειμώνα. Κρεοπωλεία δεν υπήρχαν στα χωριά. Αν γεννούσαν οι αγελάδες τα αρσενικά μοσχάρια τα έσφαζαν πολύ μικρά κα τα έκαναν βραστά "σόουζ".
Αυτό ήταν το φρέσκο κρέας που έτρωγαν και υπήρχε συνήθεια να το μοιράζουν στους συγγενείς και γείτονες. Ίσως, επειδή δεν μπορούσε να καταναλωθεί τόσο κρέας από μια οικογένεια. Δεν συνήθιζαν να το μαγειρεύουν, μόνο βραστό το έτρωγαν, το κρέας από ασαράντιστα μοσχαράκια.
Σιτάρι, σίκαλη, καλαμπόκι τ' αγόραζαν από την Τραπεζούντα ή από τους Τούρκους της γύρω περιοχής, που φέρνανε τα προϊόντα τους στη Σαντά για πούλημα. Ψωμί από σιταρένιο αλεύρι ζύμωναν μόνο οι εύποροι και το έλεγαν "καθαρόν ψωμίν". Οι περισσότεροι ζύμωναν "ταραγόν", δηλαδή ανάμεικτο, από αλεύρι σιταριού και σίκαλης.

ΣΑΝΤΑ

Ψωμί από σίκαλη έτρωγαν οι πολύ φτωχοί. Σκέτο καλαμποκίσιο αλεύρι δεν έτρωγαν. Με το καλαμποκάλευρο κάμνανε "λαβάσα", λαγάνες, όπου κάπου-κάπου έβαζαν και τυρί, βούτυρο ή χορταρικά και το λέγανε "πίττας". Από το ζυμάρι για ψωμί έπλαθαν μικρά ψωμάκια και τοποθετούσαν μέσα ένα ολόκληρο βραστό αυγό που ψήνονταν κι αυτό μαζί με το ψωμί.
Τα λέγανε "κολοθόπα" και τα έδιναν στα μικρά παιδιά. Όταν έβγαζαν τα ψωμιά από τον φούρνο, μοίραζαν από ένα μεγάλο κομμάτι "καθίν" ζεστό ψωμί σε όλη την γειτονιά και σε όσους τύχαινε να βρεθούν εκεί την ώρα που ξεφούρνιζαν. Το ψωμί το έψηναν στον φούρνο του σπιτιού τους. Κάθε σπίτι είχε τον φούρνο του.
Μεγάλη ήταν η ευτυχία των γυναικών όταν εξασφάλιζαν το αλεύρι για όλη την χρονιά.

-"Άλευρα έχομε
 ξύλα έχομε
ας όλα έχομε!"
(Ω! Πενιχρά ευτυχία του φτωχού! ) Αλ. Παπαδιαμάντης
-"Εσταχύαμε άλλο τοπ' κι καμ' μας"
(Εξασφαλιστήκαμε ούτε βόλι δεν μας πιάνει!)
Και είχαν δίκαιο, γιατί το αλεύρι, δεν ήταν μόνο για το ψωμί. Από το ίδιο το ψωμί έκαμναν πολλά φαγητά όπως: Το "τσουμούρ" πρόχειρο φαγητό με ψίχα ζεστού ψωμιού και βούτυρο ή κομματάκια μπαγιάτικου ψωμιού βρεγμένα με γάλα, ή νερό και τηγανισμένα με αγελαδινό βούτυρο.
Τα "φελία" λεπτές φέτες ψωμιού βρεγμένες με γάλα που τηγανίζονται με βούτυρο και πασπαλίζονται με ζάχαρη και μέλι. Τα "φελοτήγανα" τηγανισμένες φέτες ψωμιού διαποτισμένες με αυγό. Με το αλεύρι, δεν έκαμναν μόνο το ψωμί τους άλλα και πολλά άλλα φαγητά όπως την "μακαρίναν", την "λαπάν" κατσαμάκι, το "τρίμμαν" ψιρούκι, το "μαλέζ" χυλός με αλεύρι, το "γαλατοφάει" κατσαμάκι με γάλα και καλαμποκίσιο αλεύρι, το "πασκιτανοφάει"με μυζήθρα αντί γάλα.
Όμως ο βασιλιάς των φαγητών ήταν το "χαβίτσ" με καϊμάκι από γάλα και καλαμποκίσιο αλεύρι. Μοσχομύριζε ο τόπος από το αγελαδινό βούτυρο και το πρόσφεραν όταν ήθελαν να τιμήσουν κάποιον. Μερικές φορές βάζανε και τυρί στο "χαβίτσ" και τότε το λέγανε "τυροκλωστή". Το "χαβίτσ'" με καϊμάκι το έφτιαχναν περισσότερο στα "παρχάρια", όπου αφθονούσε το καϊμάκι.
Όμως βρισκόμαστε στο περιπόθητο φθινόπωρο που όσο κι αν είναι μελαγχολικό, στις Σανταίες ήταν ευχάριστο και πολυαγαπημένο. Τα "σπεντάμα" κιτρίνιζαν και ο αγαπημένος όπου νάναι έρχεται. Κάποια μάλιστα πηρέ κιόλας το γράμμα με την ευχάριστη είδηση:
"Γράμμαν γράφτω και στείλω σε και με τ' αροθυμίας,
μοθοπωρί θα έρχομαι, να χαίρεται η καρδία 'σ΄."
(Σου γράφω γράμμα με επιθυμίες,

θα έρθω το φθινόπωρο να χαρεί η καρδιά σου).
Ήταν τιμή για τον ξενιτεμένο να δίνουν πλούσια συχαρίκια γιατί αυτό έδειχνε πως τον περιμένουν με μεγάλη λαχτάρα! Οι Σανταίοι πάντα περίμεναν! Τον πατέρα στην αρχή, τον αγαπημένο σύντροφο ύστερα, τον γιο τους τον λεβέντη, τελευταία.
Η αναμονή δέθηκε με την ζωή τους. Πόσες φορές όμως δεν ήταν μάταιη αυτή η αναμονή! Πόσες τραγικές αρραβωνιαστικιές δεν περίμεναν άδικα χρονιά ολόκληρα τον αγαπημένο τους;
Εκείνος όμως δεν γύρισε γιατί παντρεύτηκε μίαν άλλη στην ξενιτιά. Πόσες φορές ο αγαπημένος δεν γύρισε γιατί πέθανε στην μακρινή ξενιτιά και θάφτηκε άκλαυτος και αμίλητος στην ξένη γη.
Η λύπη, η πίκρα, τα βάσανα, η μοναξιά, τα δάκρυα, όλα ξεχνιούνται μονομιάς. Οι ξενιτεμένοι έρχονται χαρούμενοι, ευτυχισμένοι, φορτωμένοι με χρήματα και δώρα. Όσες πικράδες και καημούς έχει ο μαύρος χωρισμός, τόσες λαχτάρες και χάρες έχει ο γλυκός ο γυρισμός.
Χαρές και πανηγύρια σε όλο το χωριό. Γλέντια, χοροί, μεθύσια, όλα πληρωμένα από τους νεοφερμένους, που ήλθαν από την ξενιτιά με φουσκωμένο πουγκί. Κάποιος έρωτας θα καταλήξει σε αρραβώνα και μέσα στην χαρούμενη αυτή ατμόσφαιρα θα γεννηθούν καινούργιοι έρωτες, καινούργια όνειρα.....

Santeos
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah