Άητέντς έπαραπέτανεν ψηλά σά επουράνια
και τα τσαγγία 'τ κόκκινα καί τό τσσιαρκούλ ν' άτ μαύρον
κι'εβάστανεν σά κάρτσσια 'τ παληκαρί βραχχιόναν.
--Άητέ 'μ για δός 'μ άς σό κρατείς γιά πέμε όθεν κείται.
- Άς σό κρατώ 'κι δίγω σε κι αρ όθεν κείται λέω.
Γιά ποίσον σίδερον ραβδίν και χάλκενα τσσιαρούχχια
Κ'έπαρ σό χχέρι 'σ τή στράταν κι όλον τό μονοπάτιν.
Ακεί σό πέραν τό ραχχίν σ' άλλο τ' επεκεί μέρος
Γραικόπουλον έσκότωσαν και κείται σκοτωμένον,
Και 'κ εχχ μάναν νά κλαίει άτο, κύρην νά πονισκάται,
Και 'κ εχχ αδέλφια σπλαχνικά νά κλαίγν' από καρδίας.
Κλαίγν' άτον τό Πάσα πνοή και ή Δοξολοΐα,
κλαίει κι ό καπετάνος άτ κι όλια τά παληκάρια τ.
Φατέστε πουλία 'μ φατέστε, φαέεστε τον γαρίπην,
Σην θάλασσαν καλυμπετής σ' ομάλια πιαχλιβιάνος,
σον πόλεμον τρισέλλενος, ρωμαίικον παληκάριν.
Σημ. Στό τέλος κάθε στίχου υπάρχει ή επωδός «όϊ ν' άηλί έμέν, όϊ ν' άηλί έμέν» «όϊ αμάν, αμάν, όϊ αμάν, αμάν». Ό σκοπός είναι σέ ρυθμό «τίκ».
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
έπαραπέτανεν= πετούσε ψηλά
τζαγκία = σκέλη, πόδια,
τσαρκούλ' (τσαρκούλιν) = λειρί, αλλά και καλύπτρα γυναικεία,
κάρτζια = γαμψά νύχια,
βραχίονας = βραχίονες, χέρια,
καρίπην = έρημο, χωρίς κανένα συγγενή,
πεχλιβάνος = παλαιστής, παλικαράς.
Αετός πετούσε στα ψηλά
Αετός πετούσε στα ψηλά, ψηλά στα επουράνια,
τα πόδια του ήταν κόκκινα κι είχε το ράμφος μαύρο,
στα νύχια του, παλικαριού σφιχτά κρατούσε χέρια.
- Αετέ, μου δίνεις τι κρατάς; Μου λες πούναι το σώμα;
- Δεν δίνω κείνο, πού κρατώ. Το σώμα πέρα κείται.
Για κάνε σιδεροραβδί και χάλκινα τσαρούχια
και πάρε τη στράτα, στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Εκεί στο πέρα το βουνό κι απ' το ελάτι πέρα,
τα μαύρα τα πουλιά τον τρων', τον τριγυρίζουν τ' άσπρα.
- Φάτε πουλιά, φάτε πουλιά, τον ήρωα τον έρημο,
γενναίο θαλασσομάχο κι Ακρίτα τιμημένο,
στον πόλεμο «τραντέλλενας», στη μάχη σαν λιοντάρι.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ
Συχνά οι ήρωες μένουν άταφοι. Πολλές φορές γίνονται βορά στα όρνεα. Αυτή ακριβώς είναι ή μοίρα του ήρωα τού παραπάνω ποιήματος.
Μάχεται ο Ακρίτας και θυσιάζει τη ζωή του για την ελευθερία της πατρίδας.
Οι συνθήκες του πολέμου είναι τραγικές. H απόδοση τιμών στο μεγάλο νεκρό δεν είναι δυνατή. Το ματωμένο σώμα του βρίσκεται σωριασμένο σε τόπο ερημικό.
Μαύρα πουλιά τρώνε σιγά-σιγά το τιμημένο σώμα. Άσπρα πουλιά τον θρηνούνε. Και η φύση, συμπληρώνοντας το τραγικό μεγαλείο της στιγμής, του προσφέρει τ' αγριολούλουδα της.
Παραδίπλα, τα όπλα του πολεμιστή υπενθυμίζουν τη δόξα του.
Όμως, ο Τραντέλλενας δεν μπορεί να μείνει στη λησμονιά. Στοχάζεται γι' αυτόν ή Θεία Πρόνοια.
Ευγενής αητός εκφράζει τη βούληση Της και ενεργεί σαν αστραπή. Κατεβαίνει στη Γη και αποσπά από το σώμα του παλικαριού τα χέρια. Έπειτα, φτεροκοπά και ανεβαίνει στους αιθέρες.
H ποιητική εικόνα έχει μεγαλοπρέπεια. O αητός, με τα χέρια του παλικαριού στα νύχια του, στέκει φωτεινό μετέωρο στους αιθέρες. Μεσουρανεί η δόξα του ήρωα και η λάμψη της, από τα ύψη, καταυγάζει τους ορίζοντες, πέρα και πάνω από το χρόνο.
Στήνουν οι λαοί μνημεία για τον άγνωστο στρατιώτη. Σε κάθε εθνική επέτειο τιμούν τον ανώνυμο αγωνιστή με διάφορες γιορταστικές εκδηλώσεις.
Γράφουν γι' αυτόν επώνυμοι μουσουργοί και ποιητές νότες και στίχους. Είναι εκφράσεις θαυμασμού και ευγνωμοσύνης για την πολύτιμη προσφορά του στο βωμό του έθνους.
Η ελλαδική δημοτική μούσα δεν δίνει καμιά εγκωμιαστική νότα προς τον «άγνωστο στρατιώτη».
H ποντιακή μούσα, με το ύπ' όψιν ποίημα, προσφέρει τον καλύτερο ύμνο προς τον «άγνωστο πολέμαρχο Ακρίτα». Τον βγάζει από την ανωνυμία. Τόν κάνει πασίγνωστο με το γενικό όνομα «Ακρίτας». Ψάλλει τη δόξα του, περιγράφοντας το τραγικό του μεγαλείο.
Στάθης Ευσταθιάδης
και τα τσαγγία 'τ κόκκινα καί τό τσσιαρκούλ ν' άτ μαύρον
κι'εβάστανεν σά κάρτσσια 'τ παληκαρί βραχχιόναν.
--Άητέ 'μ για δός 'μ άς σό κρατείς γιά πέμε όθεν κείται.
- Άς σό κρατώ 'κι δίγω σε κι αρ όθεν κείται λέω.
Γιά ποίσον σίδερον ραβδίν και χάλκενα τσσιαρούχχια
Κ'έπαρ σό χχέρι 'σ τή στράταν κι όλον τό μονοπάτιν.
Ακεί σό πέραν τό ραχχίν σ' άλλο τ' επεκεί μέρος
Γραικόπουλον έσκότωσαν και κείται σκοτωμένον,
Και 'κ εχχ μάναν νά κλαίει άτο, κύρην νά πονισκάται,
Και 'κ εχχ αδέλφια σπλαχνικά νά κλαίγν' από καρδίας.
Κλαίγν' άτον τό Πάσα πνοή και ή Δοξολοΐα,
κλαίει κι ό καπετάνος άτ κι όλια τά παληκάρια τ.
Φατέστε πουλία 'μ φατέστε, φαέεστε τον γαρίπην,
Σην θάλασσαν καλυμπετής σ' ομάλια πιαχλιβιάνος,
σον πόλεμον τρισέλλενος, ρωμαίικον παληκάριν.
Σημ. Στό τέλος κάθε στίχου υπάρχει ή επωδός «όϊ ν' άηλί έμέν, όϊ ν' άηλί έμέν» «όϊ αμάν, αμάν, όϊ αμάν, αμάν». Ό σκοπός είναι σέ ρυθμό «τίκ».
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
έπαραπέτανεν= πετούσε ψηλά
τζαγκία = σκέλη, πόδια,
τσαρκούλ' (τσαρκούλιν) = λειρί, αλλά και καλύπτρα γυναικεία,
κάρτζια = γαμψά νύχια,
βραχίονας = βραχίονες, χέρια,
καρίπην = έρημο, χωρίς κανένα συγγενή,
πεχλιβάνος = παλαιστής, παλικαράς.
Αετός πετούσε στα ψηλά
Αετός πετούσε στα ψηλά, ψηλά στα επουράνια,
τα πόδια του ήταν κόκκινα κι είχε το ράμφος μαύρο,
στα νύχια του, παλικαριού σφιχτά κρατούσε χέρια.
- Αετέ, μου δίνεις τι κρατάς; Μου λες πούναι το σώμα;
- Δεν δίνω κείνο, πού κρατώ. Το σώμα πέρα κείται.
Για κάνε σιδεροραβδί και χάλκινα τσαρούχια
και πάρε τη στράτα, στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Εκεί στο πέρα το βουνό κι απ' το ελάτι πέρα,
τα μαύρα τα πουλιά τον τρων', τον τριγυρίζουν τ' άσπρα.
- Φάτε πουλιά, φάτε πουλιά, τον ήρωα τον έρημο,
γενναίο θαλασσομάχο κι Ακρίτα τιμημένο,
στον πόλεμο «τραντέλλενας», στη μάχη σαν λιοντάρι.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ
Συχνά οι ήρωες μένουν άταφοι. Πολλές φορές γίνονται βορά στα όρνεα. Αυτή ακριβώς είναι ή μοίρα του ήρωα τού παραπάνω ποιήματος.
Μάχεται ο Ακρίτας και θυσιάζει τη ζωή του για την ελευθερία της πατρίδας.
Οι συνθήκες του πολέμου είναι τραγικές. H απόδοση τιμών στο μεγάλο νεκρό δεν είναι δυνατή. Το ματωμένο σώμα του βρίσκεται σωριασμένο σε τόπο ερημικό.
Μαύρα πουλιά τρώνε σιγά-σιγά το τιμημένο σώμα. Άσπρα πουλιά τον θρηνούνε. Και η φύση, συμπληρώνοντας το τραγικό μεγαλείο της στιγμής, του προσφέρει τ' αγριολούλουδα της.
Παραδίπλα, τα όπλα του πολεμιστή υπενθυμίζουν τη δόξα του.
Όμως, ο Τραντέλλενας δεν μπορεί να μείνει στη λησμονιά. Στοχάζεται γι' αυτόν ή Θεία Πρόνοια.
Ευγενής αητός εκφράζει τη βούληση Της και ενεργεί σαν αστραπή. Κατεβαίνει στη Γη και αποσπά από το σώμα του παλικαριού τα χέρια. Έπειτα, φτεροκοπά και ανεβαίνει στους αιθέρες.
H ποιητική εικόνα έχει μεγαλοπρέπεια. O αητός, με τα χέρια του παλικαριού στα νύχια του, στέκει φωτεινό μετέωρο στους αιθέρες. Μεσουρανεί η δόξα του ήρωα και η λάμψη της, από τα ύψη, καταυγάζει τους ορίζοντες, πέρα και πάνω από το χρόνο.
Στήνουν οι λαοί μνημεία για τον άγνωστο στρατιώτη. Σε κάθε εθνική επέτειο τιμούν τον ανώνυμο αγωνιστή με διάφορες γιορταστικές εκδηλώσεις.
Γράφουν γι' αυτόν επώνυμοι μουσουργοί και ποιητές νότες και στίχους. Είναι εκφράσεις θαυμασμού και ευγνωμοσύνης για την πολύτιμη προσφορά του στο βωμό του έθνους.
Η ελλαδική δημοτική μούσα δεν δίνει καμιά εγκωμιαστική νότα προς τον «άγνωστο στρατιώτη».
H ποντιακή μούσα, με το ύπ' όψιν ποίημα, προσφέρει τον καλύτερο ύμνο προς τον «άγνωστο πολέμαρχο Ακρίτα». Τον βγάζει από την ανωνυμία. Τόν κάνει πασίγνωστο με το γενικό όνομα «Ακρίτας». Ψάλλει τη δόξα του, περιγράφοντας το τραγικό του μεγαλείο.
Στάθης Ευσταθιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου