Σουμάδεμαν (αρραβώνας)
Αφού έδιναν το λόγο τους και όριζαν την ημέρα του αρραβώνα συνήθως Σαββατόβραδο, το μέρος του γαμπρού με όργανα, λύρα, ταούλ (νταούλι), ζουρνάν, αγγείον (γκάιντα), πήγαινε στο σπίτι του κοριτσιού όπου γινόταν ο αρραβώνας .
Πρώτα μιλούσαν σχετικά με το "σουμάδεμαν και το σουμαδεμέντι" , ύστερα πρόσφεραν τα σουμάδα, πρώτα δώρα, δηλ. δαχτυλίδι, τσίτι, φοτοδέμια και κατόπιν χόρευαν. Στα τελευταία χρόνια προσκαλούσαν τον νέον και την νέα που ήταν να αρραβωνιαστούν και τους έβαζαν να χορέψουν μαζί.
Τότε καθένας από τους συγγενείς του νέου έπρεπε να χορέψει με την νέα και αντιστρόφως.Οι δε οργανοπαίκτες κάθε φορά που χόρευε κάποιος με τον ένα ή με την άλλη γονάτιζαν και "εγαρσιλάεβαν" , δηλ. ζητούσαν να τους χαρίσουν κάτι.
Τότε ο χορευτής αναλόγως της οικονομικής κατάστασής του και της διάθεσής του, χάριζε από 100 παράδες ως ένα ρούβλι και ένα μετζίτι. Οι πτωχοί για λόγους οικονομίας δεν έκαναν επίσημα αρραβώνα, " σουμάδ εν ο λόγος εμούν" .
Είχαν την συνήθεια να αρραβωνιάζονται πολύ νωρίς, μερικές μάλιστα γυναίκες όταν ήταν έγκυες, υποσχόταν ότι αν η μια γεννήσει αγόρι και η άλλη κορίτσι , θα γινόντουσαν συμπέθεροι. Και αυτό ήταν το μόνον σουμάδ.
Με αυτόν τον τρόπο οι αρραβωνιασμένοι έμεναν αρραβωνιασμένοι από δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια και όμως κανένας δεν μετάνιωνε. "Κάθα εις με την τύχην ατ" έλεγαν .
Τα τελευταία χρόνια μερικοί "έκλωσαν τα σημάδα",
μετάνιωσαν και διέλυσαν τον αρραβώνα, έτσι έλειψε το έθιμο να
αρραβωνιάζονται μικρά.Αφού έδιναν το λόγο τους και όριζαν την ημέρα του αρραβώνα συνήθως Σαββατόβραδο, το μέρος του γαμπρού με όργανα, λύρα, ταούλ (νταούλι), ζουρνάν, αγγείον (γκάιντα), πήγαινε στο σπίτι του κοριτσιού όπου γινόταν ο αρραβώνας .
Πρώτα μιλούσαν σχετικά με το "σουμάδεμαν και το σουμαδεμέντι" , ύστερα πρόσφεραν τα σουμάδα, πρώτα δώρα, δηλ. δαχτυλίδι, τσίτι, φοτοδέμια και κατόπιν χόρευαν. Στα τελευταία χρόνια προσκαλούσαν τον νέον και την νέα που ήταν να αρραβωνιαστούν και τους έβαζαν να χορέψουν μαζί.
Τότε καθένας από τους συγγενείς του νέου έπρεπε να χορέψει με την νέα και αντιστρόφως.Οι δε οργανοπαίκτες κάθε φορά που χόρευε κάποιος με τον ένα ή με την άλλη γονάτιζαν και "εγαρσιλάεβαν" , δηλ. ζητούσαν να τους χαρίσουν κάτι.
Τότε ο χορευτής αναλόγως της οικονομικής κατάστασής του και της διάθεσής του, χάριζε από 100 παράδες ως ένα ρούβλι και ένα μετζίτι. Οι πτωχοί για λόγους οικονομίας δεν έκαναν επίσημα αρραβώνα, " σουμάδ εν ο λόγος εμούν" .
Είχαν την συνήθεια να αρραβωνιάζονται πολύ νωρίς, μερικές μάλιστα γυναίκες όταν ήταν έγκυες, υποσχόταν ότι αν η μια γεννήσει αγόρι και η άλλη κορίτσι , θα γινόντουσαν συμπέθεροι. Και αυτό ήταν το μόνον σουμάδ.
Με αυτόν τον τρόπο οι αρραβωνιασμένοι έμεναν αρραβωνιασμένοι από δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια και όμως κανένας δεν μετάνιωνε. "Κάθα εις με την τύχην ατ" έλεγαν .
Κοριτσιακά και λογόπαρμαν
Το απόγευμα του Σαββάτου η μητέρα του κοριτσιού προσκαλούσε τους συγγενείς της , οι οποίοι μετά το φαγητό χάριζαν διάφορα δώρα ή κάποιο είδος , πουχικά, ή και χρήμα. Και από το μέρος του γαμπρού πήγαινε κάποιος και χάριζε.
Η κοπέλα προσκαλούσε χωριστά τις φίλες της και τις συνομήλικές της στις οποίες πρόσφερε "γιαγλίν τσουμούρ ή χαβίτζ". Το βράδυ ο γαμπρός έστελνε μερικούς συγγενείς και φίλους του στο σπίτι της νύφης με όργανο για να πάρουν την συγκατάθεση των συγγενών της νύφης.
Μετά την συγκατάθεση το μέρος του γαμπρού πρόσφερε ρακί και τα φορέματα, τα οποία η νύφη θα φορούσε κατά την στέψη.Έτρωγαν και χόρευαν , ενώ χόρευαν , ο κουμπάρος πήγαινε και έφερνε τον γαμπρό, έδινε την είδηση για αυτό με ένα πυροβολισμό.
Χόρευε ο γαμπρός με τη νύφη, καθένας από τους συγγενείς του γαμπρού χόρευε με τη νύφη κτλ., όπως στον αρραβώνα · προτού δε ξημερώσει διαλυόταν ο χορός και καθένας πήγαινε να κοιμηθεί.
Το Πάρσιμον τη νύφες |
Στις αρχές και στα μέσα του 19ου αιώνα την παραμονή του γάμου από το βράδυ, έλουζαν τον γαμπρό μέσα στον στάβλο ενώ έξω από τον στάβλο έπαιζε το ταούλ και ο ζουρνάς, παιδιά δε κρατούσαν στα χέρια τα τριγώνια με φρούτα στις γωνιές τους. Το ίδιο γινόταν και για τη νύφη.
Μετά το λούσιμο έβγαιναν στην αυλή για να ξυριστεί ο γαμπρός από τον κουμπάρο. Ενώ γινόταν το ξύρισμα, γυναίκες κατά τους πρώτους χρόνους και γυναίκες με άντρες κατά τους στερνούς χρόνους χόρευαν γύρω από τον γαμπρό κρατώντας πετσέτες στα χέρια τους . Μετά το ξύρισμα τον χάριζαν.Την ημέρα του γάμου, προτού γίνει η στέψη κάποιος προσκαλούσε όλο το χωριό χωριστά τον καθένα και μια γυναίκα προσκαλούσε μόνο τους παράνυμφους.
Αφού μαζεύονταν αρκετοί , πήγαιναν με όργανα, ταούλ και ζουρνάν χορεύοντας να προσκαλέσουν τον κέλαρον ( σιτιστή του γάμου) και κατόπιν τον κουμπάρο.Στο κάλεσμα του κουμπάρου ένα παιδί κρατούσε δίσκο με φρούτα, ψωμί και ρακί (λέξη τούρκικη) και σκεπασμένο με μαύρο ή κίτρινο τσίτι (λέξη αγγλική) .Ο κουμπάρος έπαιρνε το ρακί και το τσίτι και έβαζε άλλο πιοτό και άσπρο τσίτι.
Μόλις φθάνανε στο σπίτι του γαμπρού , ετοιμάζονταν για το νυφέπαρμαν. Μπροστά πήγαιναν οι τονανματζήδες, δηλ. αυτοί που πυροβολούσαν στον αέρα, και ακολουθούσαν οι άντρες, μετά ο κουμπάρος, ο γαμπρός και οι παρανυφάδες. Στα πρώτα χρόνια όλοι καβάλα επάνω στ' άλογα, τελευταία όμως πεζοί.
Μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της νύφης, στεκόταν κάποιος κρατώντας στο κεφάλι τραπέζι, που είχε το μελοβούτορον , δηλ. ψωμί με βούτυρο και μέλι.Ο κουμπάρος πρόσφερε για δώρο συνήθως μια ζώνη και 10-20 γρόσια, έπαιρνε το μελοβούτορον και έτσι άνοιγε ο δρόμος.
Τότε παρουσιαζόταν η σπιτονοικοκυρά, η οποία φιλούσε το γαμπρό προσφέροντας αβγά και φρούτα. Ο γαμπρός φιλούσε το χέρι της και έδινε και αυτός φρούτα.Έμπαιναν στο σπίτι ο γαμπρός με τον κουμπάρο, όπου ο γαμπρός έπαιρνε τη νύφη από το χέρι και έβγαιναν έξω. Οι γονείς και οι κοντινοί συγγενείς της νύφης δεν ακολουθούσαν τότε.
Στην εκκλησία κατά το "Ησαΐα χόρευε" όλοι οι συγγενείς έπαιρναν μέρος στο χορό και χάριζαν μικρό ποσό στον ιερέα. Μόλις έβγαιναν από την εκκλησία οι τονανματζήδες πρώτοι, ύστερα και οι οργανοπαίκτες εγαρσιλάεβαν το γαμπρό δηλ. ζητούσαν να τους χαρίσει κάτι μέχρι να φτάσουν στο σπίτι του γαμπρού.
Μπροστά από την πόρτα του σπιτιού ή στην σάλα τοποθετούσαν τραπέζι, στην οποία οι καλεσμένοι τοποθετούσαν τα δώρα τους σε ρουχισμό και μετρητά.Έμπαιναν μέσα αφού χάριζε την μαέρτσαν (μαγείρισσα) ο κουμπάρος , η νύφη έμπαινε στο σπίτι του γαμπρού και οι προσκαλεσμένοι καθόταν να φάνε.
Μετά το φαγητό άρχιζε ο χορός. Μετά τα μεσάνυχτα χόρευαν το θυμιστό χορό. Αυτόν το χορό χόρευαν μόνο όσοι είχαν τις γυναίκες τους μαζί τους, οι δε υπόλοιποι, αν ήθελαν να χορέψουν , έπρεπε να πάρουν κάποιον άλλον ή κάποια άλλη για ταίρι.
Τα ζευγάρια έπρεπε να είναι 7 ή 9 κτλ. δηλαδή μονά.Στο χορό αυτό κάθε ζευγάρι κρατούσε και δυο κεριά ή λαμπάδες αναμμένες, μπροστά από τους νεόνυμφους ένα παιδάκι κρατούσε λαμπάδα.Μετά από εφτά στροφές άλλαζαν το χορό, έμπαιναν στο χορό και άλλοι. Καθένας από τους συγγενείς της νύφης χόρευε με το γαμπρό και αντιστρόφως, οι δε οργανοπαίκτες εγαρσιλάεβαν όλους τους άντρες.
Με το θύμιγμαν ο παπάς , αφού έβαζε ξανά τα στεφάνια στα κεφάλια των νεονύμφων, επεκαμάρωνεν, δηλαδή αφαιρούσε το πέπλο από το κεφάλι της νύφης. Αργότερα παραιτήθηκαν να βάζουν ξανά τα στεφάνια, και επεκαμάρωνεν ο κουμπάρος, μετά το θύμιγμα.
Μετά το στεφάνωμα , αφού έτρωγαν άρχιζε ο χορός, μετά ερχόταν οι συγγενείς της νύφης με τους γονείς της, ο χορός σταματούσε και αφού έτρωγαν άρχιζε πάλι ο χορός·προτού έρθουν αυτοί κανένας δεν είχε το δικαίωμα να βάλει τη νύφη να χορέψει.
Προς τα ξημερώματα χάριζαν τη νύφη, αυτή δε φιλούσε τα χέρια τους, έπαιρνα ως δώρα από τον γαμπρό κότες ή κοκόρια και φεύγανε.
Λαλέματα σ' εφτά
Ύστερα από εφτά μέρες, συνήθως όμως την άλλη μέρα από το γάμο, πολλές φορές και μετά ένα χρόνο , οι γονείς της νύφης προσκαλούσαν το γαμπρό . Γινόταν τραπέζι στο γαμπρό, το τηγάν, όλο από αυγά και κότα ψημένη ( τα οποία ο γαμπρός μοίραζε σε όλους ).Τότε η πεθερά χάριζε στο γαμπρό ένα τσαντάι, εκείνος δε ένα μετατζίτι, ακολουθούσε ο χορός. Ο παράνυμφος προσκαλούσε την Πέμπτη και ο κουμπάρος όποτε ήθελε.
Κρύψιμον και στύμνωμαν
Από την ημέρα των αρραβώνων η αρραβωνιασμένη ως την μέρα του γάμου απέφευγε κάθε συνάντηση της με τον αρραβωνιαστικό της και τους συγγενείς του και αν τυχαία τους αντάμωνε, παραμέριζε, έφευγε, κρυβόταν. Αλλά και μετά το γάμο εστίμνωνεν, δηλαδή δεν μιλούσε στον πεθερό, στην πεθερά και μερικούς άλλους συγγενείς του γαμπρού για ένα και πολλές φορές για δέκα χρόνια ( που τώρα οι νύφες ακονίζουν τη γλώσσα τους για καλά προτού παντρευτούν) .
Πάντοτε στεκόταν στο πόδι και μακρυά από τζάκι, (δηλ. σαν τσολιάς της προεδρικής φρουράς) ποτέ μπροστά στα πεθερικά της. Ότι ήθελε να πει το έλεγε στον διερμηνέα , τον άντρα της , και αυτός το μετέφερε στους γονείς του.
Χαρ και ποδαροπλύσιμον
Μετά μια ή δυο μέρες από τη μέρα του γάμου, μια γυναίκα μετέφερε από το πατρικό σπίτι της νύφης στο σπίτι του άντρα της το σαντούχ, δηλαδή σαντούκι που είχε μέσα την προίκα της νύφης.
Η γυναίκα αυτή έπαιρνε ως δώρο ένα μετζίτι.Τότε η νύφη το απόγευμα πλένοντας τα πόδια καθενός από το σπίτι του πεθερού δώριζε, πουκάμισα , κάλτσες κτλ.και εκείνοι της χάριζαν από ένα ρούβλι ως ένα μετζίτι.
Ποτά στο γάμο
Έπιναν πολύ ποτό κυρίως ρακί και ρούμι δέκα οκάδες. πολλές φορές βαρέλια ολόκληρα ξοδεύονταν.Τα ποτά τα πουλούσε ο επίτροπος της εκκλησίας ή άλλος που ήταν υποχρεωμένος να δώσει ορισμένο αριθμό οκάδων, π.χ. για βάπτιση μέχρι τρεις και σπάνια έξι οκάδες, για γάμο μέχρι δώδεκα και σπάνια δεκαπέντε.
Βάπτιση
Το όνομα του παιδιού δινόταν από τον νονό ή νουνά (δεξάμενος ή δεξαμέντσα) . Συνήθως στο πρώτο παιδί, αν ήταν αγόρι, δινόταν το όνομα του παππού, αν δε ήταν κορίτσι το όνομα της γιαγιάς (καλομάνα), αν δε πιο μπροστά πεθάναν άλλα παιδιά που είχαν γεννηθεί τότε έδιναν το όνομα Ευστάθιος, Ναζή.
Το βάπτισμα γινόταν πάντοτε στην εκκλησία. Μετά την εκκλησία άντρες, γυναίκες και παιδιά γύριζαν στο σπίτι, στο δρόμο ο παπάς έψελνε τροπάριο, μετά έτρωγαν και χορεύανε. Πολλές φορές γίνονταν πολλά έξοδα για φαγητά και ποτά γι' αυτό τα τελευταία χρόνια περιορίζονταν (εκτός από τον ιερέα, επίτροπο , νονό και μάρτυρα) να πάνε στο σπίτι του παιδιού.
Τα έξοδα του βαπτίσματος ήταν του νονού, ο οποίος έπαιρνε μαζί του και έναν μάρτυρα. Ο μάρτυρας έκανε διανομή τα κεριά στην εκκλησία και το ρακί στο σπίτι, έπαιρνε δε ως δώρο ένα ζευγάρι παντόφλες και μαντίλι.
Ο νουνός πρόσφερε στον κουμπάρο του ένα ή δύο μπουκάλια ποτού και στην κουμπάρα ένα ρούβλι ως είκοσι γρόσια, αυτή δε πρόσφερε στον κουμπάρο της ένα τσαντάι (ντορβάς) και ένα ή δύο ζευγάρια ορτάρια (τσουράπια) ή κάλτσες, όλα χειροποίητα.
Ο νονός ήταν υποχρεωμένος να κάνει στο βαπτιστικό του τα πρώτα ρούχα και αργότερα να προσφέρει δώρα σε ρούχα ή χρήματα. Τα μικρά παιδιά ήταν υποχρεωμένος να τα ντύσει ο νονός.
Κηδεία
Μόλις γινόταν γνωστός ο θάνατος, σταματούσαν κάθε δουλειά ως την ταφή . Τον νεκρό τον έλουζαν και τον στόλιζαν ανάλογα. Απαραίτητο ήταν και το μοιρολόγι.
Μερικοί μάλιστα επιστράτευαν γυναίκες για να συγκινήσουν τον κόσμο. Μετά την ταφή όλος ο κόσμος γυρνούσε στο σπίτι του νεκρού, και έβαζαν τραπέζι.
Στα σαράντα και στο ετήσιο μνημόσυνο ή έβαζαν τραπέζι ή μοίραζαν κολόθα, δηλαδή άρτος φρέσκος από καθαρό σιτάρι, με ελιές ή τυρί. Το απόγευμα της κηδείας οι μεν άντρες έπαιρναν μαζί τους ρακί , οι δε γυναίκες σαπούνι, τσίτια, κορκοτικά και πήγαιναν στο σπίτι του πεθαμένου για να παρηγορήσουν τους σπιτικούς του . Αυτό λεγόταν χατιρέπαρμαν.
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ
(Γεροστάθης)
Αρχείον Πόντου τόμος 11ος, 108-115
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου