Η εξορια των Σανταιων.

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Όταν ο Ρωσικός στρατός το 1918 αποχώρησε από την Τραπεζούντα, οι Τούρκοι λύσσαξαν. Βρήκαν την ευκαιρία να λεηλατήσουν, να κάψουν και να καταστρέψουν τη Σαντά, για να εκδικηθούν τους Σανταίους, που τους μισούσαν πάντοτε για το υψηλό τους  φρόνημα, την παλικαριά τους, την οικονομική και πνευματική υπεροχή τους. Μάζεψαν τους άντρες από τα εφτά χωριά και τους έκλεισαν στην εκκλησία των Ισχανάντων και αργότερα στων  Πιστοφάντων, ενώ τα γυναικόπαιδα έμειναν στα χωριά.
Στις 10 Σεπτέμβρη 1921 η είδηση έπεσε σαν κεραυνός. Η διαταγή ήταν ξεκάθαρη: Μέσα σε δυο μέρες έπρεπε να αδειάσουν τα χωριά της Σαντάς και να μαζευτούν όλα τα γυναικόπαιδα στων Πιστοφάντων.

Χαμελέτε σον Γιάμπολη
Αγωνία , φόβος και τρόμος τους κυρίεψε όλους. Οι γυναίκες σήκωσαν πάλι τον σταυρό του μαρτυρίου! Έκλαιγαν, μοιρολογούσαν και καταριόταν, καθώς άφηναν τα όμορφα πετροπελεκημένα σπίτια τους, το νοικοκυριό τους τα ζώα τους στο μαντρί. Ότι βιός απόχτησαν «πάππων προς πάππων», τα έχαναν τώρα τόσο γρήγορα, μέσα σε λίγες ώρες. Η συμφορά ήταν μεγάλη, οι ώρες δραματικές. Οι γυναίκες πήραν επάνω τους όλο το βάρος για τη διάσωση των παιδιών, των γερόντων, των ανήμπορων. Ζαλισμένες, με τον φόβο στα τρομαγμένα μάτια, μάζεψαν βιαστικά ότι νόμιζαν απαραίτητο για την επιβίωση τους: λίγο ψωμί, κανένα ρούχο, κάποια εικόνα για φυλαχτό.
Φορτώθηκαν τα παιδιά τους, το ένα πάνω στο άλλο, φρόντισαν να φορτώσουν τους γέρους και τους ανήμπορους σε κάποιον νεώτερο άντρα ή σε κάποιο ζώο και ήρθαν στων Πιστοφάντων.Εκεί συναντήθηκαν για λίγο με τους φυλακισμένους άντρες τους. Μόλις τους αντίκρισαν ξέσπασαν σε κλάματα και θρήνους. Τα παιδιά τσίριζαν, οι γυναίκες έκλαιγαν και μοιρολογούσαν καθώς αποχωρίζονταν τους άντρες τους.
Οι άντρες άφωνοι, αμίλητοι, μαρμαρωμένοι σχεδόν, έβλεπαν τις οικογένειες τους  ν' απομακρύνονται. Κόπηκε η λαλιά τους, έκλεισε ο λαιμός! Μερικοί, κάπως πιο ψύχραιμοι, προσπάθησαν να τις δώσουν κουράγιο, να τις παρηγορήσουν, πως γρήγορα θα συναντηθούν πάλι.
Όμως οι γυναίκες ήξεραν που πάνε! Ήξεραν πως δεν θα ξανάβλεπαν τα όμορφα αγαπημένα τους χωριά, όπου έζησαν οι Σανταίοι αιώνες ολόκληρους και τα υπεράσπισαν με τους αγώνες τους, περήφανοι, ανίκητοι, απροσκύνητοι! Καταλάβαιναν πως ήταν η τελευταία φορά που πατούσαν τ' αγιασμένα χώματα της πατρίδας, με την πανέμορφη φύση , τα ψηλά βουνά, τις ρεματιές, τα δάση και τα κρύα νερά. Άφηναν τη γη όπου γεννήθηκαν, όπου έζησαν, όπου ήσαν θαμμένοι οι προγονοί και οι γονείς τους.
Εκείνη την ημέρα τρελάθηκε από το φόβο της η Αντιγόνη, σύζυγος του Γιώργου Γωνιάδη. Δεν άντεξε ο νους στην τόση συμφορά. Σάλεψε το μυαλό της και παρακαλούσε όποιον έβρισκε , μέχρι και Τούρκο , να την σκοτώσει.
Μέσα στο κρύο και τη βροχή- οι Τούρκοι διάλεγαν πάντα την εποχή- πήραν το δρόμο για τις γνωστές «λευκές πορείες του θανάτου». Ήξεραν οι Τούρκοι πως ένας λαός που δεν έχει παιδιά και γυναίκες, δεν είναι έθνος. Θέλησαν να εξαφανίσουν τα γυναικόπαιδα για να εξαφανίσουν το γένος των Ελλήνων. Στο δρόμο για την εξορία, εκείνες τις μαύρες μέρες του σκληρού, απάνθρωπου ξεριζωμού, οι γυναίκες της Σαντάς, πέρασαν τραγικά και απερίγραπτα!
Όταν κατέβηκαν στην Ίμερα, μια γυναίκα που ήταν έγκυος, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε καταμεσής του δρόμου. Ήταν η γυναίκα του αντάρτη Γιώργου Ατέσογλη. Έθαψαν βιαστικά το νεογέννητο στην άκρη του δρόμου, ενώ η ίδια, ταλαιπωρημένη και εξαντλημένη καθώς ήταν από την γέννα, σηκώθηκε, φορτώθηκε τα υπόλοιπα παιδιά της και ακολούθησε όλο εκείνο το φοβισμένο πλήθος, που προχωρούσε στο άγνωστο, σ' έναν δρόμο ατελείωτο, χωρίς γυρισμό! Περπατούσαν ασταμάτητα μέσα στο κρύο και στα χιόνια. Η πείνα, η δίψα, η γύμνια, το κρύο, οι αρρώστιες, τους συνόδεψαν ως τα βάθη της Τουρκίας.
Στο δρόμο για το Ερζερούμ, μια γριά, η Λυμπιάνα, δεν άντεξε τις κακουχίες, έπεσε στο δρόμο και ψυχορραγούσε. Την τράβηξαν στην άκρη του δρόμου, έβαλαν πάνω της μερικές πέτρες και συνέχισαν, βιαστικά, το δρόμο τους, γιατί αλίμονο σ' αυτους που καθυστερούσαν! Δοκίμαζαν τον αλύπητο ξυλοδαρμό των Τούρκων στρατιωτών, στα σκελετωμένα κορμιά τους.

Ισχαναντων
Μια άλλη γριά δεν μπορούσε να περπατήσει και καθυστερούσε, επειδή ήταν πολύ άρρωστη. Την υποβάσταζαν μάλιστα από τις μασχάλες οι δικοί της, για να μπορέσει κάπως να περπατήσει. Ο Τούρκος συνοδός βλέποντας ότι καθυστερούσαν, άρχισε να τους χτυπάει και να φωνάζει να επιταχύνουν το βήμα τους.Μα πως;
Τότε μια γυναίκα η Βενετικίνα, που ήξερε λίγα τούρκικα είπε στον Τούρκο:
-Καλά, εσείς άνθρωποι δεν είστε; Δε βλέπεις ότι η γυναίκα ψυχομαχεί όρθια; Θεό, δεν πιστεύετε; Θεό, δεν έχετε;
Ο Τούρκος σαν να ντροπιάστηκε και έδωσε διαταγή να τους αφήσουν , να προχωρούν σιγά-σιγά.
Δεκαπέντε μέρες περπατούσαν νηστικοί, γυμνοί, εξαθλιωμένοι, για να φτάσουν στο Χουνούζ , ανθρώπινες σκιές. Εκεί, από την απλυσιά και τις κακουχίες εμφανίστηκαν και οι επιδημικές αρρώστιες. Οι Άνθρωποι εξαντλημένοι πέθαιναν ομαδικά, χωρίς να προλαβαίνουν να τους θάψουν. Τους άφηναν στην άκρη του δρόμου άταφους μέσα στα χιόνια και τους κατασπάραζαν οι λύκοι και τα σκυλιά! Τα γυναικόπαιδα της Σαντάς δεν είχαν ούτε καν ομαδικό τάφο!
Η ιστορία τους «ένα Άουσβιτς εν ροή» , όπως έγραψε ο καθηγητής του Πανεπιστήμιου της Βιέννης κ. Πολύχρονης Ενεπεκίδης.
Στις σκληρές και άγριες εκείνες μέρες , οι γυναίκες ξεπέρασαν τον εαυτό τους, ξεπέρασαν την ανθρώπινη φύση! Ξεπέρασαν τον ανθρώπινο φόβο! Αψήφησαν τον κίνδυνο του θανάτου από τη χολέρα και τον τύφο! Με αυταπάρνηση και αυτοθυσία στάθηκαν δίπλα στους άρρωστους και προσπαθούσαν να τους ανακουφίσουν από τους πόνους και την αγωνία του θανάτου. Πολλές ήσαν οι μάνες που θήλασαν παιδιά πεθαμένων γυναικών, για να τα κρατήσουν στη ζωή. Μοίρασαν το ελάχιστο γάλα που απέμεινε στα αποστραγγισμένα στήθη τους, ανάμεσα στο δικό τους και στα ξένα παιδιά, όντας και οι ίδιες αδύναμες, εξασθενημένες και σκελετωμένες.
Λίγες ώρες μετά τον εκτοπισμό των Σανταίων, οι Τούρκοι από τα γύρω χωριά, όρμησαν σαν όρνια και άρχισαν ν' αρπάζουν, να λεηλατούν, να κουβαλούν ζώα, σκεύη και ότι άλλο έβρισκαν στα σπίτια!
Και δεν αρκέστηκαν μόνο σ' αυτό. Στα χωριά είχαν μείνει γέροι και γριές, που δεν ήσαν σε θέση ν' ακολουθήσουν τα γυναικόπαιδα, στην πορεία για τον εκτοπισμό. Την επόμενη οι Τούρκοι τους συνέλαβαν, τους βασάνισαν άγρια, άλλους έσφαξαν και άλλους έκαψαν. Ανάμεσα σ'αυτους ήταν η Δαμιανάβα, η Μάμα η Τσαχάλα, η Καμπουρίνα και πέντε γριές που τις έκαψαν σ' ένα φούρνο στων Πιστοφάντων. Δεν γνωρίζουμε τα ονόματα τους.
Τέλος μια ομάδα από νέες γυναίκες, για ν' αποφύγουν τον εκτοπισμό, κρύφτηκαν μέσα στο δάσος, με τη σκέψη ότι θα μπορούσαν από βουνό σε βουνό να κατέβουν στην Τραπεζούντα. Δυστυχώς έχασαν τον προσανατολισμό τους εξαιτίας της ομίχλης και έμειναν αποκομμένες σχεδόν δυο μήνες. Επέζησαν τρώγοντας χόρτα και βολβούς.
Όταν αργότερα τις βρήκαν οι δικοί μας αντάρτες, έτσι όπως ήσαν σκελετωμένες και αναμαλλιασμένες, δεν τις αναγνώρισαν! Είχαν γίνει σαν αγρίμια! Αυτές μόλις τους είδαν, νομίζοντας τους Τούρκους, όρμησαν να πέσουν στον γκρεμό, να σκοτωθούν. Διασώθηκαν την τελευταία στιγμή. Ανάμεσα σ' αυτές ήταν η Ελένη Γραμματικοπούλου και η Ελένη Ταρά
.
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah