Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ - ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ Αρχαίοι Έλληνες

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Στην αρχαία Ελλάδα η διαίρεση της ημέρας και πιο συγκεκριμένα οι διάφορες στιγμές της ημέρας ορίζονταν κατά τρόπο πολύ γενικό. Έτσι, λοιπόν, έχουμε τις εξής χρονικές περιόδους υποδιαίρεσης της ημέρας: αυ­γή, αγοράν πλήθουσαν, περίπου στη μέση του πρωινού 10-11, μεσημέρι και βράδυ. Η διαίρεση σε ώρες, ο καθορισμός ισημερίας κτλ., έγινε για πρώτη φορά το 141 π.Χ. απ' το μεγάλο Έλληνα αστρονόμο Ίππαρχο (190-120 π.Χ.).


Το πρωί, λοιπόν, ο Αθηναίος πριν ακόμη βγει απ' το σπίτι του, με το θαμπό φως της αυγής, έτρωγε κάτι το λιτό. Αυτό το γεύμα ονομαζό­ταν ακράτισμα. Συνήθως ήταν κριθαρένιο ή σταρένιο ψωμί βουτηγμένο σε λίγο ανέρωτο κρασί (άκρατος οίνος). Πολλές φορές, κατά προτίμηση, πρόσθεταν στο συγκεκριμένο γεύμα ελιές και σύκα, προσθήκη που το 'κανε πιο εύγευστο και εκλεκτό. Προς το μεσημέρι ή προς το απόγευμα οι αρχαίοι Έλληνες έπαιρναν ένα γεύμα πολύ απλό, στα γρήγορα (άριστον). Μερικοί απ' αυτούς, προς το βράδυ, ξανάτρωγαν κάτι (εσπέρισμα), μα το πιο πολυτελές γεύμα το γεύονταν στο τέλος της ημέρας, όταν είχε ήδη νυ­χτώσει (το δείπνον).

Τα δημητριακά, ουσιαστικά το σιτάρι και το κριθάρι, αποτελούσαν τη βάση της τροφής των αρχαίων Ελλήνων. Ήδη ο Όμηρος ονόμαζε τους ανθρώπους "ψωμοφάγους". Ο Πλάτων, στην Πολιτεία, θέλει να χαράξει τον πίνακα μιας υγιεινής και πρωτόγονης ζωής γράφει: "Οι άνθρωποι, για να τραφούν θα φτιάχνουν οπωσδήποτε, ή με κριθάρι ή με σιτάρι, αλεύρι που θα το ψήνουν ή θα το ζυμώνουν θα κάνουν μ' αυτό ωραίες γαλέτες και ψωμιά που θα τα σερβίρουν επάνω σε φύλλα πολύ καθαρά ή σε κα­λάμια."

Το αλεύρι από κριθάρι, ζυμωμένο σε γαλέτα, ήταν η μάζα, τροφή βα­σική για τις καθημερινές. Κάθε στερεή τροφή που συνόδευε στο γεύμα το ψωμί, ονομαζόταν όψον: χόρτα, κρεμμύδια, ελιές, κρέας, ψάρια, φρούτα και γλυκίσματα. Τα χόρτα ήταν σπάνια και στην πόλη της Αθήνας σχετικά ακριβά, εκτός από τα κουκιά και τις φακές που τα έτρωγαν συνήθως σαν πουρέ (έτνος).

Αυτή ήταν η βαριά και θρεπτική τροφή που άρεσε πολύ στον Ηρακλή, τρομερό φαγά, όπως τουλάχιστον λέει ο Αριστοφάνης. Έτρωγαν επίσης πολλά σκόρδα, τυρί και κρεμμύδια, κυρίως στο στρατό. Οι ελιές ήταν άφθονες στην Αττική, τουλάχιστον πριν απ' τον Πελοποννησιακό πό­λεμο. Ήταν βέβαια χρήσιμες για την παρασκευή λαδιού, μα τις έτρωγαν κιόλας. Το κρέας ήταν ακριβό, εκτός απ' το χοιρινό. Οι φτωχοί άνθρωποι, που κατοικούσαν στην πόλη, έτρωγαν κρέας πού και πού, όταν γίνονταν θυσίες, γιατί όλες οι θρησκευτικές γιορτές περιελάμβαναν και σκηνές σφα­γείου και κρεοπωλείου και τελείωναν με ευωχία. Στην ύπαιθρο, οι εύπο­ροι ιδιοκτήτες έτρωγαν συχνά πουλερικά, χοιρινό, αρνιά, κατσίκια και κυ­νήγι.

Οι περισσότεροι κάτοικοι της Αθήνας έτρωγαν πολύ συχνότερα ψάρι από κρέας. Είναι χαρακτηριστικό πως η λέξη "όψον", που σημαίνει, όπως αναφέραμε, ό,τι έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες μαζί με το ψωμί, σιγά σιγά πήρε ειδική σημασία και κατέληξε να σημαίνει ειδικά ψάρι (απ' το υποκο­ριστικό του όψον = οψάριον, ψάριν, ψάρι). Μαζί με το ψωμί, το ψάρι ήταν η βασική τροφή του αστικού πληθυσμού. Αγαπούσαν να γεύονται και τα θαλασσινά: κοχύλια και μαλάκια, όπως οι σουπιές και τα καλαμάρια, που αφθονούσαν στις ακτές της Εύβοιας και που αποτελούσαν πηγή πλούτου τόσο σπουδαία για τους ψαράδες της Ερέτριας, που αυτή ως πόλη έβαζε ως διακριτικό της σήμα, επάνω στα νομίσματα της, ένα καλαμάρι.

Το δείπνο των αρχαίων Ελλήνων τελείωνε με επιδόρπια (τράγημα): φρούτα φρέσκα ή ξερά, κυρίως σύκα, καρύδια και σταφύλια, ή γλυκά με μέλι. Συνήθως τα εδέσματα τα μαγείρευαν οι γυναίκες του σπιτιού και κυ­ρίως οι δούλες. Από τον τέταρτο ωστόσο αιώνα, βλέπουμε να κάνουν την εμφάνιση τους επαγγελματίες μάγειροι και ζαχαροπλάστες. Μερικοί απ' αυτούς γράφουν και βιβλία μαγειρικής.
Κάτι ανάμεσα σε στερεά τροφή και σε ποτό ήταν ο κυκεών, ποτό που το καθόριζε το τελετουργικό στα μυστήρια της Ελευσίνας, μα που το ρου­φούσαν επίσης ευχάριστα στα σπίτια τους κι οι Έλληνες χωρικοί. Ήταν ένα μείγμα κριθαρόνερου και νερού, που συνήθως το αρωμάτιζαν με διά­φορα φυτά όπως το φλισκούνι, τη μέντα ή το θυμάρι. Ήταν πολύ λιτό πα­ρασκεύασμα, μα το ασπάζονταν διότι πίστευαν πως έχει θεραπευτικές ιδιό­τητες.


Πάντως, το πιο διαδεδομένο ποτό ήταν το νερό, και αυτοί που κατα­λάβαιναν από φαγητά και ποτά, ήξεραν να εκτιμήσουν τη γεύση του και τη δροσερότητα του. Επιναν επίσης γάλα, κυρίως κατσικίσιο κι ένα είδος υδρομέλι, μείγμα μελιού και νερού. Αλλά τ' αμπέλια έδιναν το Βασιλικό ποτό, "το δώρο του Διονύσου". Το κρασί το έφτιαχναν με πολύ διαφορε­τικό τρόπο απ' αυτόν που το φτιάχνουμε σήμερα.

Η ζύμωση του σε κά­δους δε γινόταν συστηματικά ούτε το άφηναν πολύ καιρό. Για να το δια­τηρήσουν έριχναν στο κρασί νερό αλατισμένο ή άλλα συστατικά, που μας φέρνουν στο νου τη μέθοδο που χρησιμοποιούμε σήμερα στην Ελλάδα με το ρετσινωμένο κρασί, αν και οι αρχαίοι, απ' ό,τι ξέρουμε, δεν έβαζαν ποτέ ρετσίνα στο κρασί. Πρόσθεταν συχνά αρώματα, όπως θυμάρι ή μέ­ντα ή κανέλα, καμιά φορά και μέλι. Το κρασί που προοριζόταν για να που­ληθεί στην αγορά το έβαζαν μέσα σε ασκιά από δέρμα κατσίκας ή χοίρου, ενώ αυτό που προοριζόταν για εξαγωγή το τοποθετούσαν μέσα σε μεγά­λα πήλινα πιθάρια (πίθοι) που έμοιαζαν με τα δικά μας βαρέλια. Τα κρα­σιά της Θάσου, της Χίου, της Λέσβου, της Ρόδου ήταν πολύ φημισμένα.

Το καλύτερο φαγητό των Σπαρτιατών στα κοινά τους γεύματα (συσσί­τια) ήταν ο περίφημος μέλας ζωμός, ένα είδος ραγού που το παρασκεύα­ζαν από κομμάτια χοιρινού κρέατος, αίμα, ξίδι κι αλάτι.

0 Πλούταρχος μας διηγείται πως για να δοκιμάσει αυτό το φημισμέ­νο φαγητό "ένας βασιλιάς του Πόντου αγόρασε ένα Σπαρτιάτη μάγειρο και τον έβαλε να του φτιάξει το μέλανα ζωμό. Δεν του άρεσε, αλλά τότε ο μάγειρος του 'πε το εξής: Βασιλιά μου, αυτόν το ζωμό δεν πρέπει να τον φας παρά αφού λουστείς στον Ευρώτα". Αυτό το ανέκδοτο καταδεικνύει ότι και στη Σπάρτη, όπου δεν εκτιμούσαν και πολύ την υδροθεραπεία, εί­χαν τη συνήθεια να κάνουν το μπάνιο τους πριν δειπνήσουν.

Τα περισσότερα φαγητά, οι αρχαίοι Έλληνες, τα έτρωγαν με τα δά­κτυλα γιατί δεν ήξεραν τη χρήση των πιρουνιών. Επίσης χρησιμοποιού­σαν ξύλινα, πήλινα ή μετάλλινα πιάτα, και για να φάνε πουρέδες ή βρα­στά, χρησιμοποιούσαν κουτάλια που έμοιαζαν αρκετά με τα δικά μας. Για το κρέας, ήταν απαραίτητα τα μαχαίρια.

Στα σπίτια υπήρχαν πολυάριθμα πήλινα αγγεία. Αυτά είχαν διάφορες μορφές και διαστάσεις. Το πιο μεγάλο αγγείο ήταν, όπως αναφέρθηκε πα­ραπάνω, ο πίθος, μια μεγάλη στάμνα, στρογγυλή, με πάτο σουβλερό ή ίσιο. Στους πίθους εκτός από κρασί, φυλάγανε λάδι, σύκα, τρόφιμα αλα­τισμένα. Για μακρόχρονη διατήρηση, το κρασί και το λάδι τα τοποθετού­σαν σε αμφορείς, που ήταν αγγεία με δύο χερούλια και μακρύ λαιμό. Τα στόμια των αμφορέων τα βουλώνανε με ρετσίνι.

Το αγγείο, στο οποίο αναμειγνύανε στο τραπέζι το κρασί με νερό, ονο­μαζόταν κρατήρας. Ο κρατήρας είχε σχήμα δοχείου με πολύ πλατύ στό­μιο και με δύο χερούλια. Το σερβίτσιο του κρασιού συμπληρωνόταν με τις οινοχόες, αγγεία μ' ένα χερούλι και στόμιο απ7 όπου χυνόταν το ποτό, και το σκύφο ένα είδος κυπέλλου μ' ένα χερούλι ψηλό. Εξαιρετική ποικιλία παρουσίαζαν τα ποτήρια, δηλαδή τα δοχεία που χρησιμοποιούνταν για το ποτό: φιάλες, σκύφοι, κύλικες, κάνθαροι και τέλος τα ρυτά. Το ρυτό ήταν ένα κέρατο, πελεκημένο και γλυμένο στη μυτερή του άκρη, που είχε μορ­φή κεφαλής ζώου, συνήθως κριαριού. Στο κεφάλι υπήρχε μια τρύπα για να χύνεται το ποτό, η οποία έκλεινε μ' ένα καπάκι μικρό.

Τα δοχεία του φαγητού των αρχαίων Ελλήνων είναι λιγότερο γνωστά. Ανάμεσα σ' αυτά, ήταν η χύτρα, ένα δοχείο με πόδια ή χωρίς πόδια, αλ­λά με πυθμένα κυκλικό για να μπορεί να κάθεται σε τρίποδα. Στη χύτρα βράζανε κρέας και λαχανικά. Για τα ψάρια υπήρχαν κάτι μεγάλα δοχεία, ενώ φύλαγαν το ψωμί και τις πίτες σε πλεχτά κονίστρα.

Τα τραπέζια τα χρησιμοποιούσαν μόνο για φαγητό. Ήταν πολύ χαμη­λά και για την ακρίβεια δεν ξεπερνούσαν το ύψος των ανακλίντρων



Θωμαϊς Κιζιρίδου

Πηγη: Νοστιμιές της Ποντιακής Κουζίνας
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah