Οι κινήσεις των
Ελλήνων της νότιας Ρωσίας για αλλαγές στην κοινωνία, όπως αυτές αποτυπώνονται
στον ελληνικό τύπο της περιοχής, ξεκίνησαν πολύ πριν από την επανάσταση του
Φλεβάρη του 1917 και ήταν σύμφωνες με τα επαναστατικά μηνύματα της εποχής.
Οι πρώτες
προσπάθειες των Ελλήνων της ρωσικής αυτοκρατορίας για την οργάνωσή τους σε
ενιαίο φορέα, σε πανρωσική κλίμακα, τοποθετούνται χρονικά στην πρώτη δεκαετία
του 20ού αιώνα και, πιο συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 1905.
Ήταν μια
περίοδος κατά την οποία άρχισε με αργούς, σχετικά, ρυθμούς προσπάθεια
εκδημοκρατισμού του συστήματος.
Η ιδέα για την
ενότητα των Ελλήνων καλλιεργήθηκε από τις στήλες των ελληνικών εφημερίδων,
ιδιαίτερα της Οδησσού. Η εφημερίδα Κόσμος (1907 - 1914), και κυρίως το Φως
(1909 - 1911) είχαν αρχίσει εκστρατεία για την σύγκληση ενός συνεδρίου, στο
οποίο θα έπρεπε να εκπροσωπηθούν όλες οι ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας.
Οι δύο αυτές εφημερίδες προσπαθούσαν να
ενθαρρύνουν τους Έλληνες για μεγαλύτερη επαφή τους μέσω της ελληνικής γλώσσας.
Τις προσπάθειες αυτές στήριζε και ενίσχυε ο γενικός πρόξενος της Οδησσού
Δημήτριος Κακλαμάνος (1867 - 1949), που υπήρξε εκδότης της σημαντικής
αθηναϊκής εφημερίδας Νέον Άστυ, από τις 8 Δεκεμβρίου 1901 και μέχρι την είσοδο
του το 1907 στο διπλωματικό σώμα.
Οι πρώτες
ενθουσιώδεις, σπασμωδικές, όμως, πρωτοβουλίες για την ανασύνταξη των δυνάμεων
του ελληνικού στοιχείου της Ρωσίας, έγιναν αρχικά σε περιφερειακό επίπεδο, σε
περιοχές με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό.
Οι περιορισμοί μάλιστα που έθεταν οι
ρωσικές αρχές στην αυτόνομη πολιτιστική και θρησκευτική ζωή των Ελλήνων,
έρχονται σε αντίθεση με το ανανεωμένο εθνικό αίσθημα, που χαρακτήριζε τους
Έλληνες, ιδιαίτερα μετά τη νικηφόρα έκβαση των βαλκανικών πολέμων, στους
οποίους πολέμησαν, ως εθελοντές και Έλληνες από τον Καύκασο και άλλες περιοχές
της Ρωσίας.
Η κίνηση άργησε
αρκετά να τελεσφορήσει και μόνον τον Ιούνη του 1914 μπόρεσαν να
πραγματοποιήσουν συνέδριο στο Αικατερινοντάρ - το σημερινό Κρασνοντάρ - με
πρωτοβουλία της ελληνικής κοινότητας και με μεγάλη συμμετοχή.
Στο συνέδριο συμμετείχαν εκπρόσωποι από το Μαϊκόπ, την Ανάπα, την
Κρίμσκαγια, το Νοβοροσίσκ, το Τουαψέ, το Σότσι, το Σοχούμ και το Γελεντζίκ.
Τα αιτήματα των
Ελλήνων που συμμετείχαν στο συνέδριο του Αικατερινοντάρ αφορούσαν κυρίως τη
μόρφωση των Ελληνοπαίδων για τη διατήρηση της εθνικής τους ταυτότητας μέσα από
τη γλώσσα, που έμμεσα απαγορευόταν από τις ρωσικές αρχές.
Συγκεκριμένα,
αποφάσισαν να ζητήσουν τη μεσολάβηση της ελληνικής κυβέρνησης στη ρωσική, ώστε
να αναγνωριστούν τα σχολεία των ελληνικών κοινοτήτων ως εκπαιδευτήρια του
ελληνικού κράτους, να διοριστούν δύο Έλληνες γενικοί επιθεωρητές, που θα
επόπτευαν τη λειτουργία τους και θα μισθοδοτούνταν από το ελληνικό δημόσιο και
τέλος να γίνουν από την ελληνική κυβέρνηση ενέργειες, που θα κατέληγαν στο να
επιτραπεί η διδασκαλία, με ίσους όρους, της ελληνικής και της ρωσικής γλώσσας.
Η πρόταση να γίνει από την ελληνική πρεσβεία
στη ρωσική κυβέρνηση, ώστε να γίνονται στην ελληνική τα μαθήματα της
φιλολογίας, των μαθηματικών, της ιστορίας και της γεωγραφίας και στη ρωσική η
ρωσική φιλολογία, ιστορία και γεωγραφία του ρωσικού κράτους.
Τα αιτήματα αυτά
δεν απασχόλησαν την ελληνική κυβέρνηση και βέβαια δεν τα επέλυσε, γιατί ίσως θα
μπορούσε να θεωρηθεί παρέμβαση στην εκπαιδευτική πολιτική ενός άλλου κράτους
και μάλιστα σε μια περίοδο κατά την οποία δεν υπήρχαν καν οι αναγκαίες σχετικές
διακρατικές συμφωνίες. Τρία χρόνια μετά το συνέδριο του Κρασνοντάρ -
συγκεκριμένα, στις 30 Ιουνη του 1917 - η εφημερίδα Αργοναύτης του Βατούμ
έγραψε σχετικά.
Τις ανησυχίες των Ελλήνων της νότιας Ρωσίας
συμμεριζόταν και ο Έλληνας πρόξενος στο Κρασνοντάρ Ξ. Στελλάκης, ο οποίος, με
έγγραφο του προς τις ελληνικές αρχές, τόνιζε ότι τα διαβήματα εις ουδέν
κατέληξαν εισέτι, ζήτημα δε είναι και αν θα καταλήξωσι καθότι, εκτός του ότι η λειτουργία των εν
Ρωσία αλλοδαπών σχολών διέπεται υπό ειδικού αυστηρού κανονισμού τείνοντος εις
την εκμάθησιν της Ρωσσικής γλώσσης κυρίως και την απόπνιξιν της μητρικής
τοιαύτης των διδασκομένων μαθητών, εκτός λέγω του σκοπέλου τούτου ο εν Καυκάσω
Ελληνισμός έχει να παλαίση και κατά της επιμόνου πολεμικής του επιθεωρητού των
σχολείων Καυκάσου, ο οποίος ως έκ των προνομίων και της ημιανεξαρτησίας ής
διοικητικώς απολαμβάνει ο Καύκασος, ως χώρα των Κοζάκων, δεν υπόκειται εις τας
διατάξεις του εν Πετρουπόλει κέντρου υπέχων ούτως ειπείν θέσιν υπουργού της
Παιδείας εν τη χώρα ταύτη των Κοζάκων.
Κάποια πρόοδος
σημειώθηκε τα δύο - τρία τελευταία χρόνια πριν από την ανταλλαγή των
πληθυσμών, με την τοποθέτηση του προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου του Πόντου Γρηγορίου
Τηλικίδη ως επιθεωρητή των ελληνικών σχολείων του Καυκάσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου