«Δεν
νοσταλγούμε έναν τόπο αλλά τον χρόνο που ζήσαμε εκεί», συμπεραίνει ο
Ισπανός συγγραφέας Ενρίκε δε Ερίθ στο μυθιστόρημα του με τίτλο «Ψέμα»,
κάνοντας χρήση της σχετικής ρήσης του Γερμανού φιλόσοφου Αρθούρου
Σοπενχάουερ, ο οποίος έγραψε, συγκεκριμένα:.
«Πιστεύουμε
ότι νοσταλγούμε έναν μακρινό τόπο, ενώ στην πραγματικότητα νοσταλγούμε
μόνον τον χρόνο που ζήσαμε εκεί, τότε που ήμαστε πιο νέοι και πιο
φρέσκοι. Έτσι, λοιπόν, μας ξεγελάει ο χρόνος, φορώντας τη μάσκα του
χώρου. Αν ταξιδέψουμε ως εκεί, θα συνειδητοποιήσουμε την πλάνη μας»
(«Επιλογή από το έργο του Σοπενχάουερ», εκδόσεις «Στιγμή» 1996,
μετάφραση Ν. Σκουτερόπουλος -Κλ. Μπέτσεν)..
Οι
Πόντιοι, που είναι ένα κομμάτι του ελληνισμού από τα πιο επιρρεπή στην
ανάκληση και αναπόληση, αναφέρονται πάντοτε στις αλησμόνητες πατρίδες,
χωρίς να μπορούν να συνειδητοποιήσουν άμεσα αυτήν, ακριβώς, την αλήθεια,
ότι, δηλαδή, οι τόποι εκείνοι, χωρίς τους ανθρώπους τους και χωρίς την
ιστορία εκείνων, θα ήταν απλά θάλασσες και ποτάμια, χωριά και πόλεις,
χωράφια και παρχάρια, βουνά και πεδιάδες ή λιβάδια, σπίτια όμορφα και
άλλα όχι άξια λόγου κ. τ. λ.
Σε όλα αυτά δίνει ιδιαίτερη υπόσταση η ανθρώπινη παρουσία, η οποία, ακριβώς, έρχεται άμεσα στη σκέψη με την ανάκληση και την αναπόληση, δηλαδή με τη συγκεκριμένη ιστορία των ανθρώπων του τόπου αυτού.
Όταν ο Σανταίος - είτε έζησε εκεί είτε βίωσε τη Σαντά και τους
ανθρώπους της μέσα από τις διηγήσεις μεγαλυτέρων - θυμάται μια
συγκεκριμένη τοποθεσία της Σαντάς, τη συνδέει πάντα με τους ανθρώπους,
πρώτα τους πολύ κοντινούς συγγενείς και μετά με τους συμπατριώτες, που
έδωσαν υπόσταση στην τοποθεσία, εργαζόμενοι σε αυτήν ή διασκεδάζοντας ή
αγωνιζόμενοι κατά των Τούρκων, που έφταναν μέχρι τα κατσάβραχα της
Σαντάς.
Το
σπίτι του στα Πλάτανα, που το επισκέφθηκε ο Παπουλίδης ύστερα από
πενήντα χρόνια, έμεινε, τελικά, στη μνήμη του από το γεγονός ότι οι
μουσουλμάνοι, πλέον, κάτοικοι του δεν έβγαλαν ούτε το καρφί στον τοίχο,
όπου οι χριστιανοί ένοικοι του κρεμούσαν κανένα ρούχο.
Έμεινε, δηλαδή, στη μνήμη του ένα γεγονός συνδεόμενο άμεσα με τους ανθρώπους και σημαδεμένο από αυτούς, στα παλαιότερα χρόνια και τα νεότερα.
Έμεινε, δηλαδή, στη μνήμη του ένα γεγονός συνδεόμενο άμεσα με τους ανθρώπους και σημαδεμένο από αυτούς, στα παλαιότερα χρόνια και τα νεότερα.
Και
το γεγονός αυτό είναι η ζωή των ανθρώπων, είναι ιστορία, και αποτελεί,
ακόμη, μια αφορμή για να ανακληθούν αναμνήσεις, πάντοτε άμεσα
συνδεμένες με τους ανθρώπους, που έζησαν κάποτε εκεί και με τους
οποίους συμβιώσαμε ή από τους οποίους ακούσαμε τις αναμνήσεις τους.
Αξίζει
να αντιγραφούν στο σημείο αυτό μερικές, ακόμη, σκέψεις του Ισπανού
συγγραφέα, που αναφέρουμε στην αρχή, σχετικά με την επιστροφή στον τόπο
που γεννήθηκε κάποιος ή που ταξίδεψε κάποτε.
«Δεν
υπάρχουν ταξίδια επιστροφής», λέει. «Το μέρος στο οποίο επιστρέφεις,
έχει στιγματιστεί από την απουσία σου. Δεν είσαι εσύ αυτός που έφυγε.
Πάνε πολλά χρόνια που το ξέρω. Το έμαθα σε κάθε ταξίδι, και παρ' όλα
αυτά, συνέχισα να χρησιμοποιώ το ρήμα επιστρέφω με όλη την ελαφρότητα
του κόσμου. Το έκλινα: όταν επιστρέψω, αύριο επιστρέφω, τώρα που
επέστρεψα ... Αυτή τη φορά δεν μπορώ να μου επιστρέψω, πηγαίνω.
Πηγαίνω
στο μέρος όπου με θεωρούν νεκρό, στη συνάντηση με εκείνους που μπορεί
να πάρουν τον ερχομό μου, είτε σαν ανάμνηση είτε σαν εμφάνιση ενός
φαντάσματος. Ακόμη δεν ξέρω» (Εκδόσεις «Πάπυρος», μετάφραση Βάσω
Συνοδινού).
Ο Οδυσσέας Λαμψίδης ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «ανάκληση» στο άρθρο του « Η "ανάκλησις εις τους πρόσφυγας Έλληνας του Πόντου και αι επιπτώσεις αυτής δια την έρευναν της ποντικής διαλέκτου".
Αποδίδουμε ένα μέρος - το προλογικό - από το άρθρο αυτό στη νεοελληνική .
Σε πολλές χώρες παρατηρείται στους πρόσφυγες, περισσότερο ή λιγότερο σαφώς, το φαινόμενο της «ανάκλησης» 2.
Το φαινόμενο αυτό μπορεί να παρουσιαστεί σε μεμονωμένα άτομα, όταν δεν
ζουν μαζί με άλλα και βρίσκονται σε διάφορα μέρη της ίδιας περιοχής, και
σε ομάδες ανθρώπων που κατάγονται από τον ίδιο τόπο και κατοικούν στην
ίδια περιοχή.
Μετά
τον πόλεμο, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι μετακινήθηκαν και
εγκαταστάθηκαν μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Όλοι αυτοί, κυρίως
σε στιγμές δύσκολες και σε συνθήκες επίσης δύσκολες, ανακαλούν, από
νοσταλγία, στη μνήμη τους την πατρίδα τους, και αισθάνονται έτσι
περισσότερο δεμένοι με αόρατους δεσμούς με την πατρίδα τους, καθώς και
με όλα όσα συνδέονται με αυτήν.
Ακόμη
και εκείνα που θεωρούσαν πριν ως δείγματα καθυστερημένης ζωής, όπως τα
δημοτικά διαλεκτικά τραγούδια, οι τοπικοί χοροί, η διάλεκτος που
μιλούσαν κ. ά., τα εκτιμούν τώρα και, μάλιστα, ίσως και περισσότερο από
όσο πρέπει.
Το
φαινόμενο της ανάκλησης παρουσιάζεται σε διάφορο βαθμό, και ένταση,
ανάλογα με την ηλικία του πρόσφυγα, αν το ευνοεί ή όχι το περιβάλλον,
στο οποίο ζει, και ανάλογα με το χρονικό διάστημα που λείπει ο πρόσφυγας
από την πατρίδα του».
Εντονότερη η νοσταλγία στους μεγαλύτερους
Η
αναφορά του Οδυσσέα Λαμψίδη στην ανάκληση, την ποντιακή αροθυμία ή τη
νοσταλγία, επιβεβαιώνει, κατά έναν τρόπο, τις πιο πάνω σκέψεις, σύμφωνα
με τις οποίες η ζωή είναι εκείνη, που θυμούνται και νοσταλγούν οι
άνθρωποι. Γι' αυτό, άλλωστε, η ανάκληση, η αναπόληση, η νοσταλγία, είναι
εντονότερη στους μεγαλύτερους στην ηλικία ανθρώπους, οι οποίοι έχουν
πολλά να θυμούνται από μια πολύχρονη ζωή, ιδιαιτέρως από τη νεανική,
που αφήνει πάντοτε ανεξίτηλα σημάδια, ευχάριστα ή δυσάρεστα, πάντοτε,
όμως, ικανά να προκαλέσουν την ανάκληση, την αναπόληση.
Η
ανάκληση όταν γίνεται μεμονωμένα από άτομα, εκδηλώνεται ως διήγηση,
ενώ όταν την εκφράζουν ομάδες ατόμων, παίρνει τον χαρακτήρα της δημόσιας
εκδήλωσης. Στην πρώτη περίπτωση, η ανάκληση αποτελεί μια γλυκιά
νοσταλγία, μια αναπόληση που δεν μοιράζεται, γιαυτό και μετατρέπεται,
συνήθως, σε καημό.
Στη
δεύτερη περίπτωση, γίνεται η ανάκληση πανηγύρι, μια μεθυστική συμμετοχή
σε κάτι που προκαλεί τη χαρά, ακόμη και στις περιπτώσεις που
συνοδεύεται από μια πικρή γεύση.
Για
όλους τους παραπάνω λόγους, η ιστορία αναφέρεται ή πρέπει να αναφέρεται
στη ζωή των ανθρώπων, στους ανθρώπους, ακόμη και όταν αφορά πράγματα,
όπως π. χ. τα μνημεία πολιτισμού, που είναι και αυτά άρρηκτα δεμένα με
τη ζωή των ανθρώπων.
1.
Ο Οδυσσέας Λαμψίδης (1917-2006), κορυφαίος βυζαντινολόγος, φιλόλογος
και ιστορικός, από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς, έκανε την
εισήγηση αυτή στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Διαλεκτολογίας, στο Μαρβούργο(!!)
της Γερμανίας, το 1965. Δημοσιεύτηκε στο «Αρχείον Πόντου», τόμ. 29ος.
2.
Ο Λαμψίδης διευκρινίζει ότι χρησιμοποιεί τον όρο «ανάκληση», που δεν
αποδίδεται πλήρως στη γαλλική γλώσσα με τους όρους reviviscence και
optimisme de la reminiscence.
Πανος Καϊσίδης
Πηγη:Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου