Δοξασίες στη Σαντά του Πόντου

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Αγία Κυριακή - Ισχανάντων
Οι Σανταίες αν και ήσαν θρησκευόμενες γυναίκες πίστευαν και στα διάφορα "εξωτικά", όπως τα έλεγαν: Μάγισσες - Δράκοι -Αράπηδες - Φαντάσματα. Πίστευαν στα μάγια, στο μάτιασμα κ.ά.
Πίστευαν για τις μάγισσες ότι προκαλούσαν επικίνδυνες καιρικές συνθήκες, ξαφνικές πλημμύρες, ξαφνικές βροχές.
Για τον ανεμοστρόβιλο έλεγαν ότι είναι δαιμονικός χορός των "μαϊσσάδων", μαγισσών.
Ακόμη πως, όταν θύμωναν, έστελναν στους ανθρώπους αρρώστιες όπως: το "γάγγρωμαν" (παράλυση), την "σάρα" (επιληψία) κ.ά.
Το χειρότερο όμως ήταν ότι " έμάισσωναν τ’ άνθρώπ’ς" (δηλαδή τους έκαμναν μανιακούς, τους τρέλαιναν).
Οι μαϊσσωμένοι έκαμναν παράξενες τρέλες, ανέβαιναν σε απόκρημνους βράχους, έφευγαν την νύχτα κρυφά από το σπίτι τους, έβγαζαν άγριες κραυγές και γενικά έκαμναν σπασμωδικές κινήσεις. Οι μάγισσες ήσαν ο φόβος και ο τρόμος των γυναικών. Φοβόντουσαν κυρίως μη τις κλέψουν τα παιδιά, μη τις πάρουν την φωνή και μείνουν άλαλες, μη βλάψουν τα ζώα τους που ήσαν η πηγή της ζωής τους.
Πίστευαν πως αν τις καλόπιαναν, δεν θα πάθαιναν κακό, γι' αυτό και τις έλεγαν "οι απ’ εμάς καλλίον" (δηλ. οι καλύτερες από εμάς) ή " εκείν’ τιναν εξέρουμε", δεν έλεγαν οι μάισσες.
Δεν τολμούσαν να περάσουν από πηγάδια, λαγκαδιές, ρεματιές και χαλάσματα όταν βράδιαζε, γιατί εκεί παραφύλαγαν οι Αράπηδες, οι Δράκοι, οι Μάγισσες, τα Φαντάσματα.
Πίστευαν ακόμη και στα μάγια. "Έποίκαν άτον μαείας" (τον έκαναν μάγια) έλεγαν, αν κάποιος νέος ωραίος, αγαπούσε κοπέλα άσχημη ή ανάπηρη ή γενικά κάποια που δεν ήταν αντάξια του.
Όταν μια κοπέλα ήθελε να κάνει κάποιον της αρεσκείας της, να την αγαπήσει, πήγαινε σε γυναίκες ή και άντρες που έκαναν μάγια.
Αν όμως αυτό το μάθαινε ο παπάς, αφόριζε και τους δύο και σε όλη τους τη ζωή δεν μπορούσαν να μεταλάβουν.
Το πρώτο φάρμακο για τον βλαμμένο από μάγισσες ή από μάγια ήταν να τον διαβάσει ο παπάς ευχές και ξόρκια. Έπειτα πήγαιναν σε "ανοιχτήδες" (μάγους) για να τους λύσουν τα μάγια με διάφορες μαγικές ενέργειες.
Σε συχνότερους μπελάδες τους έβαζε το μάτιασμα, "τ' όμμάτ’".
"Τ' ομμάτ’ εν κακόν πράμαν. Λιθάρα σπανάζ’", έλεγαν: Σπάει πέτρες δηλαδή!
Όμως εγώ και μόνο που σκέπτομαι όλες αυτές τις τυραννικές, φοβίες τους και την καταπίεση που ασκούσαν πάνω τους, μου ’ρχεται και μένα να σκάσω.
-Πως ζούσαν αλήθεια, με όλες αυτές τις δεισιδαιμονίες!
Στο μάτιασμα απέδιδαν τον ξαφνικό θάνατο των μικρών παιδιών. Στο μάτιασμα απέδιδαν τις ξαφνικές αρρώστιες, τις ζαλάδες, τους πονοκεφάλους, τους εμετούς.
Αν ξαφνικά ψοφούσε καμιά αγελάδα τους, έλεγαν: "Έσπασεν ας σ’ όμμάτ’" = Έσκασε απ’ το μάτι.
Ακόμη και η μη καλή καρποφορία στα κηπευτικά τους, αποδίδονταν πολλές φορές στο μάτι.
Όταν νόμιζαν ότι ματιάστηκαν πήγαιναν πρώτα-πρώτα στον παπά να τις διαβάσει ξόρκια "να χαρτοδεβάζ’ ο ποπάς". Έπειτα πήγαιναν στις γυναίκες που "γήτευαν" (τις ξεματιάστρες).
Ισχανάντων (Κρενίν τη Ευκλείδη)

Τα γητέματα ήσαν πολλών ειδών και γινότανε από γυναίκες. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος ήταν: Παίρνανε τρία κομμάτια αλάτι στο χέρι και ψελλίζοντας διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις, έκαναν το σημείο του σταυρού πάνω απ’ το κεφάλι του ματιασμένου.
Μερικές φορές, αντί για τις ακατάληπτες λέξεις, έλεγαν οι γητεύτρες κομμάτια από την Αγία Γραφή.
Από τα τρία κομμάτια του αλατιού, το ένα το έριχνε στην φωτιά, λέγοντας σιγανά, χωρίς ν’ ακούγετε: "’Εσύ να σπάν’ς και να χάσαι".
Το δεύτερο το έριχνε στο νερό, λέγοντας: "Εσύ να λύεσαι και να χάσαι".
Και το τρίτο το έδινε στον άρρωστο, να το καταπιεί.
'Ενας άλλος τρόπος ήταν το "αποκάπνισμαν" Με το θυμιατήρι, όπου έκαιγαν θυμίαμα ή βαμβάκι βουτηγμένο στο λάδι του καντηλιού, έκαμναν το σημείο του σταυρού μπροστά στο πρόσωπο του ματιασμένου και επάνω απ’ το κεφάλι του.
Μερικές φορές "επεκάπνιζαν", δηλαδή δημιουργούσαν καπνό με ένα μικρό κομμάτι ύφασμα από το φόρεμα αυτού που υποπτευόταν ότι τους μάτιασε.
Μάλιστα, οι γυναίκες όταν πήγαιναν να επισκεφθούν την λεχώνα και να ευχηθούν το νεογέννητο, έβγαζαν μόνες τους μερικές κλωστές από τον ποδόγυρο του φουστανιού τους και τις άφηναν στο σπίτι της λεχώνας για κάθε ενδεχόμενο.
Έλεγαν μερικές: "Εγώ κι ομματάζω, άμα ας άφίν’ άτο, κι ξέρ’ς ντό ίνεται". Έτσι ένοιωθαν καλά και οι γονείς του παιδιού και η επισκέπτρια.
Εκτός από το "χαρτοδέβασμαν" το "γήτεμαν" και το "αποκάπνισμαν" που ήσαν μέσα θεραπείας από το μάτιασμα, χρησιμοποιούσαν και διάφορα μέσα για την αποτροπή από το μάτιασμα αλλά και από τα φανταστικά κακά πνεύματα και τις μαγικές δυνάμεις.
Για να αμυνθούν σε όλους αυτούς τους φανταστικούς εχθρούς, χρησιμοποιούσαν αποτρεπτικά, δηλαδή διάφορα φυλαχτά.
Το πρώτο ήταν το σταυρουδάκι στο λαιμό. Ακόμη οι γαλάζιες χαντρούλες., σε μονό αριθμό, πέντε, εφτά, εννιά.
Το "ματοζίνιχον" που ήταν γαλάζια χάντρα σε σχήμα ματιού.
Όλα αυτά τα κρεμούσαν ή τα καρφίτσωναν στα ρούχα των παιδιών ή τα κρεμούσαν στην κούνια που τα κοίμιζαν.
Το πιο απλό αποτρεπτικό ήταν μια σκελίδα σκόρδου ή μια μουντζούρα από την καπνιά του τζακιού στο μέτωπο του μωρού.
Έκαμναν και φυλαχτά που τα φορούσαν και οι μεγάλοι. Ήσαν από ύφασμα, ραμμένα σε τριγωνικό σχήμα και είχαν μέσα χαρτάκια που έγραφαν διάφορα εκκλησιαστικά κείμενα ή και ευχές, γραμμένες από τον παπά.
Τέτοια φυλαχτά κρεμάνε και σήμερα ακόμη στα παιδιά αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας παλικάρια.
Γνώρισα μια μητέρα που αρρώστησε, επειδή ο γιος της όταν πήγε στον στρατό δεν ήθελε να φοράει το φυλαχτό του. Βέβαια ο νεαρός γύρισε μια χαρά παλικάρι, ενώ η μάνα του έμεινε με τις φοβίες της.
Φυλαχτά είχαν και ασημένια "τα εγκόλπια" που τα κρεμούσαν στο λαιμό με ασημένιες αλυσίδες, άντρες και γυναίκες.
Με όλα αυτά πίστευαν ότι προφυλάγονταν από το κακό μάτι, τις μάγισσες, τα μάγια και τα κακά πνεύματα.
Οι Σανταίοι που μετανάστευσαν στην Ρωσία, φαίνεται δεν ξέχασαν, φεύγοντας να πάρουν μαζί τους "τα μάισσας, τοί περήδας, τοί χορτλάκ’ς, τα νουσχάδας, τα μαείας".
Διάβασα στο βιβλίο της κ. Βάλιας Μουρατίδου "Εκατό Χρόνια Οδύσσεια" για κάποια θεία της Κερέκη, που ζούσε στο Αχαλσιόν περιοχή Βατούμι της Γεωργίας. Η Κερέκη, λέει, ήταν πολύ όμορφη κοπέλα, γι’ αυτό και έγινε το μήλον της έριδος ανάμεσα σε έναν Σανταίο και σ’ έναν Σουρμενίτεν. Τελικά η Κερέκη προτίμησε τον Σουρμενίτεν. Όμως, αμέσως μετά τον γάμο, η Κερέκη άρχισε να νοιώθει παράξενα. Έβλεπε τον άντρα της σαν δράκουλα, έτοιμο να την κατασπαράξει.
Αυτό το συναίσθημα συνεχίστηκε και δεν άφηνε τον άντρα της να την πλησιάσει.
Και τότε βρήκαν την αιτία. Την έκανε, είπαν μάγια η εξαδέλφη του Σανταίου υποψήφιου γαμπρού που τον απέρριψε η Κερέκη.
Αυτήν είχαν καλέσει να χτενίσει και να στολίσει την νύφη. Ύστερα υποπτεύτηκαν έναν άλλον συγγενή.
Πήγαν παντού σε "ανοιχτήδας", σε χοτζάδες, σε μολάδες, αλλά δεν μπόρεσαν να λύσουν τα μάγια.
Η νύφη γύρισε στο πατρικό της "παρθένος".
Τι έγινε; Χαράμισε τη ζωή της και τη ζωή του ανθρώπου που συμπάθησε ασφαλώς, αφού τον διάλεξε ανάμεσα σε τόσους υποψήφιους.
Ποιος ξέρει, τι λαθεμένες συμπεριφορές, τι φοβίες οδήγησαν την κοπέλα σ’ αυτήν την ψυχολογική κατάσταση;
Δυστυχώς οι παλιοί μας πίστευαν σ’ αυτά τα παραμύθια που τους τυραννούσαν άδικα και τους δημιουργούσαν καταστάσεις.


Πόπη Τσακμακίδου-Κωτίδου
Φιλόλογος-Συγραφέας



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah