Πρόσωπο λέγεται το μπροστινό μέρος του κεφαλιού. Υποκοριστικό «προσωπόπον». Μεταφορικά : 1) Πρόσωπο του τοίχου ή της πέτρας, το μπροστινό, το πελεκημένο μέρος.
2) της λίμνης, του νερού και γενικά της γης, η επιφάνεια.
3) του υφάσματος, η καλή όψη και το ίδιο το ύφασμα, εν αντιθέσει προς τη φόδρα.
4) πρόσωπο του χωραφιού, το σπαρτό, το χόρτο.
Στενοπρόσωπος ή πλατυπρόσωπος, με στενό ή πλατύ πρόσωπο.
Ασπροπρόσωπος εκείνος που δεν έκαμε τίποτε αξιοκατάκριτο.
Μαυροπρόσωπος, εκείνος που έχει κάτι σε βάρος του.
Τρανόν πρόσωπον= σπουδαίο, επίσημο πρόσωπο.
Παίρω πρόσωπον= παίρνω θάρρος.
Δίγω πρόσωπον= δίνω θάρρος.
’Κι’ έχω πρόσωπον= ντρέπομαι για κάτι που έκαμα και δεν τολμώ να ζητήσω τίποτε άλλο.
Εβγαίνω ’ς σόν πρόσωπον άτ’= αυθαδιάζω.
Ο πρόσωπος άτ’ άμον ήλες= λάμπει.
Ο πρόσωπος ατ' τσαρούς =ο σκύλον έλειξεν το πρόσωπον άτ’= είναι αδιάντροπος·
Το ζώ’ν φέρ’ ’ς σόν πρόσωπον=αρρωσταίνει από στέρηση φαγητού ή νερού.
Ο πρόσωπον ασόν πρόσωπον εντρέπεται.= Ο άνθρωπος ντρέπεται όταν βλέπει κατά πρόσωπο άλλον, ή όταν προσωπικά του ζητά κανείς κάτι.
Οπίσ’ προσώψ τη βασιλέα τη μάναν πα υβρίζνε.= Στην απουσία του, βρίζουν τον καθένα.
Επέρεν πρόσωπον κι’ εψαλάφεσεν κι’ αστάρ.=Πήρε το ύφασμα και ζήτησε και τη φόδρα. Λέγεται για κείνον που ευεργετείται,, παίρνει θάρρος και ζητεί και άλλη ευεργεσία.
ΣΤAΘΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ
(ΓΕΡΟΣΤΑΘΗΣ)
2) της λίμνης, του νερού και γενικά της γης, η επιφάνεια.
3) του υφάσματος, η καλή όψη και το ίδιο το ύφασμα, εν αντιθέσει προς τη φόδρα.
4) πρόσωπο του χωραφιού, το σπαρτό, το χόρτο.
1905: Σαντά θερισμός |
Ασπροπρόσωπος εκείνος που δεν έκαμε τίποτε αξιοκατάκριτο.
Μαυροπρόσωπος, εκείνος που έχει κάτι σε βάρος του.
Τρανόν πρόσωπον= σπουδαίο, επίσημο πρόσωπο.
Παίρω πρόσωπον= παίρνω θάρρος.
Δίγω πρόσωπον= δίνω θάρρος.
’Κι’ έχω πρόσωπον= ντρέπομαι για κάτι που έκαμα και δεν τολμώ να ζητήσω τίποτε άλλο.
Εβγαίνω ’ς σόν πρόσωπον άτ’= αυθαδιάζω.
Ο πρόσωπος άτ’ άμον ήλες= λάμπει.
Ο πρόσωπος ατ' τσαρούς =ο σκύλον έλειξεν το πρόσωπον άτ’= είναι αδιάντροπος·
Το ζώ’ν φέρ’ ’ς σόν πρόσωπον=αρρωσταίνει από στέρηση φαγητού ή νερού.
Ο πρόσωπον ασόν πρόσωπον εντρέπεται.= Ο άνθρωπος ντρέπεται όταν βλέπει κατά πρόσωπο άλλον, ή όταν προσωπικά του ζητά κανείς κάτι.
Οπίσ’ προσώψ τη βασιλέα τη μάναν πα υβρίζνε.= Στην απουσία του, βρίζουν τον καθένα.
Επέρεν πρόσωπον κι’ εψαλάφεσεν κι’ αστάρ.=Πήρε το ύφασμα και ζήτησε και τη φόδρα. Λέγεται για κείνον που ευεργετείται,, παίρνει θάρρος και ζητεί και άλλη ευεργεσία.
(ΓΕΡΟΣΤΑΘΗΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου