Αναμνήσεις απο την εκπαίδευση στον Πόντο (Καισάρεια) Μερος 2ο

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Η Καισαρεία έγινε και πάλι, όπως και παλιότερα, σπουδαίο εκπαιδευτικό κέντρο της «εύανδρης» Καππαδοκίας, στο οποίο συνέρρεαν μαθητές από κάθε περιοχή της Μικράς Ασίας, για να μορφωθούν. Ας σημειωθεί ότι σε μια εποχή, κατά την οποία τα σχολεία θηλέων σπάνιζαν στη μητροπολιτική Ελλάδα, στην Καππαδοκία, στην οποία είχαν απομείνει Έλληνες μόνον σε 81 οικισμούς (25 αμιγείς ελληνικοί και 56 μικτοί από Έλληνες και Τούρκους), υπήρχαν 64 ελληνικά σχολεία, από τα οποία τα 16 ήταν θηλέων. Επιπλέον υπήρχαν στο Ζιντζίντερε (Φλαβιανά) παρθεναγωγείο επιπέδου λυκείου και διδασκαλείο θηλέων. Άλλες σπουδαίες πόλεις της
Καππαδοκίας, που κατά το δέκατο ένατο αιώνα και στις αρχές του 20ού ως το 1922 υπήρξαν περίφημες για την πρόοδό τους και ιδιαίτερα για τα εκπαιδευτήρια τους, ήταν η Νίγδη, η πατρίδα του γνωστού Μποδοσάκη Πρόδρομου Αθανασιάδη), η Νεάπολη και η Σινασός, που εξαιτίας της μεγάλης ακμής της ονομαζόταν «Αι Αθήναι της Ανατολής». Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι από το 1917 ως το 1921 τοποθετήθηκε ως βοηθός επισκόπου της Καισάρειας ο Νικόλαος Παπανικολάου από τη Σιάτιστα. Αλλά το 1921 εκδιώχθηκε από τον Κεμάλ και το 1924 τοποθετήθηκε μητροπολίτης Γρεβενών, όπου παρέμεινε ως το 1933.
Ξαναγυρίζουμε πάλι στην αφήγηση της Κυρα- Ελένης:
«Το Διδασκαλείο Θηλέων του Ζιντζίντερε ήταν, όπως προαναφέραμε, τριετούς φοίτησης. Οι σπουδάστριες σπούδαζαν όλες με υποτροφία, δηλαδή δωρεάν, και προέρχονταν από όλα τα μέρη της Μικράς Ασίας.
 Εισάγονταν σε αυτό μόνον αριστούχες μαθήτριες με αυστηρή επιλογή και, προτού εισαχθούν, υποβάλλονταν σε ιατρική εξέταση. Αναλάμβαναν, όμως, την υποχρέωση, ύστερα από την αποφοίτησή τους, να υπηρετήσουν, επί μία τριετία, ως δασκάλες στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. 
Στο διδασκαλείο διδασκόμασταν αρχαία ελληνικά κείμενα (Ξενοφώντα, Πλούταρχο, Λυσία, Ισοκράτη, Πλάτωνα, Όμηρο κ.ά.) Γραμματική και συντακτικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ελληνική ιστορία (κυρίως αρχαία και νέα), θρησκευτικά, παιδαγωγική, διδακτική, ψυχολογία, μαθηματικά, γεωγραφία, οικοκυρικά, οικιακή οικονομία.
 Οι καθηγητές μας προέρχονταν από διάφορα μέρη του ελληνισμού. Ο φιλόλογος μας Ζήσης και η καθηγήτρια μας των Οικονομικών κατάγονταν από το Ζιντζίντερε και ο καθηγητής μας Ωρολογάς από την Τραπεζούντα. Οι καθηγήτριες μας αδελφές Τζωανοπούλου (Αικατερίνη και Πολυξένη), που κατάγονταν από τους Έλληνες της Βουλγαρίας, ήταν πολύ μορφωμένες. Η πρώτη ήταν η διευθύντριά μας και η δεύτερη μας δίδασκε μαθηματικά.
Τις Κυριακές και τις γιορτές εκκλησιαζόμασταν στην εκκλησία του μοναστηριού του Τίμιου Προδρόμου. Όσες καταγόμασταν από μακρινά μέρη, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα παραμέναμε στο οικοτροφείο του διδασκαλείου.
 Θυμούμαι πως ένα Πάσχα τη Δεύτερη Ανάσταση τη γιορτάσαμε σε μια εκκλησία- κατακόμβη του γειτονικού χωριού Στέφανα. Η ενδυμασία μας ήταν ομοιόμορφη και η επίσημη στολή μας μπλε με ναυτικό γιακά. Τα μαλλιά μας τα πλέκαμε πλεξούδες, που τις δέναμε πάνω στο κεφάλι μας σαν στεφάνι με ένα φιόγκο από μαύρη κορδέλα στην κορυφή. Συχνά οργανώναμε σχολικές γιορτές, κατά τις οποίες ανεβάζαμε θεατρικά έργα και απαγγέλλαμε ποιήματα εθνικού περιεχομένου, όπως του εθνομάρτυρα Ρήγα Φεραίου. 
Και όλα αυτά συνέβαιναν χωρίς κάποιο φόβο και έλεγχο από τους Τούρκους εκεί στα βάθη της τουρκοφωνημένης και εξισλαμισμένης ελληνικής Ανατολίας, που είχε αρχίσει ήδη από τα 1071, από τη μάχη του Μαντζικέρτ.
 Δηλαδή η υποδούλωση του ελληνισμού της Ανατολής είχε αρχίσει ήδη από το 1071 και όχι από το 1453, όπως αναφέρουν στις εθνικές γιορτές ορισμένοι ανιστόρητοι ομιλητές. Τα απογεύματα οργανώναμε διασκεδαστικές εκδηλώσεις, κατά τις οποίες τραγουδούσαμε τραγούδια και χορεύαμε χορούς των ιδιαίτερων πατρίδων μας, αλλά και πανελλήνιους χορούς, όπως του Ζαλόγγου, το «Να ’μουν πουλί να πέταγα...» κ. ά. Μάλιστα μια συσπουδάστριά μας από την Άγκυρα μας διασκέδαζε, παίζοντας πολύ καλά μαντολίνο.
Οι σπουδάστριες του διδασκαλείου ήταν σαράντα. Προερχόμασταν από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας, αλλά οι περισσότερες από την περιοχή της Καισάρειας.
Όλες ήρθαμε στη σημερινή Ελλάδα και διοριστήκαμε δασκάλες σε ελληνικά δημόσια δημοτικά σχολεία. Θυμούμαι, σαν να ήταν χτες ακόμη, τις συσπουδάστριές μου Σοφία Σινιόσογλου απο την Καισάρεια, ανεψιά του δωρητή Σινιόσογλου, τη Χρυσή Παπαδοπούλου από το Νεφ Σεχίρ (Νεάπολη) της Καππαδοκίας, την Ελένη Μεντεσοπούλου από τη Μερσίνη (Mersin) της Κιλικίας, την Ελπινίκη από τα Άδανα, τη Σωτηρία Τανταλίδου, την ανεψιά του ποιητή Ηλία Τανταλίδη από την Κωνσταντινούπολη (1818-1876), την Αγγέλα Δανιηλίδου και την Ελένη Νακάση από την Αττάλεια, την Κατίνα Χατόγλου από τη Σπάρτα της Ιωνίας, τη Μαρίκα Αντωνιάδου από την Άγκυρα, την Μαριάνθη Αρζόγλου και την Ελένη Παπάζογλου από την Υοσγάτη (Yozgat), την Μαριάνθη Κεστέκογλου από την Κερμίρα της Καππαδοκίας, την Κορνηλία, κόρη γιατρού από τη Σινασό, την Ελισάβετ Σουλτανσάγογλου από το Ανδρονίκιο της Καισάρειας, την Κατίνα Χατίνογλου από τη Νίγδη της Καππαδοκίας, την Αναστασία Σουσούνογλου, την Αμφιθέα Ουγιάρογλου και την Αννέτα Πογιατζόγλου (μητέρα του Γρεβενιώτη μακαρίτη Κοσμά Νικολαΐδη) από μέσα από την Καισάρεια και οι τρεις. Άλλες κατάγονταν από το Προκόπι (Ουρκιούπ) και τη Μουταλάσκη της Καππαδοκίας, την Ταρσό της Κιλικίας (την πατρίδα του Αποστόλου Παύλου) και από διάφορα άλλα μέρη της Μικράς Ασίας, αλλά δεν θυμούμαι τα ονόματά τους.
Εγώ αποφοίτησα την άνοιξη του 1920 (λίγους μήνες νωρίτερα) εξαιτίας της ελληνικής μικρασιατικής εκστρατείας (1919-1922) και επέστρεψα στην πατρίδα μου, την πόλη Άκνταγ Μαντέν, όπου δίδαξα ένα χρόνο στο Ορφανοτροφείο της, στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί ορφανά του πολέμου. Κατόπιν ακολούθησε η καταραμένη μικρασιατική καταστροφή του 1922 και ήρθα στη σημερινή Ελλάδα. Εγκαταστάθηκα στην Κιβωτό Γρεβενών και υπηρέτησα ως δασκάλα στα σχολεία Κιβωτού, Αγίου Γεωργίου και της πόλης των Γρεβενών. Παντρεύτηκα τον δάσκαλο Ηλία Φάσσα, από τον Άγιο Γεώργιο και με δωρεές μας ιδρύθηκε στα Γρεβενά το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία».
Εδώ τελείωσε η αφήγηση της κυρα Ελένης για το διδασκαλείο του Ζιντζίντερε. Θυμήθηκε κατόπιν τα μαύρα χρόνια του ξεριζωμού από τις αξέχαστες πατρίδες και τα βάσανα της προσφυγιάς και βούρκωσαν τα μάτια της από δάκρυα. Δυστυχώς κυνικά συμφέροντα των τότε Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ρωσίας, Γερμανίας) και σοβαρότατα εγκληματικά πολιτικά λάθη δικά μας, όπως η διχόνοια, της οποίας ο απόηχος φτάνει ως σήμερα, μετέτρεψαν το υπέροχο ελληνικό έπος του 1919 στη φρικιαστική τραγωδία του 1922.
Αναφέρουμε μερικά λάθη ακόμη: 1) Η αδικαιολόγητη συνέχιση της εκστρατείας στα βάθη της Μικράς Ασίας ως την Άγκυρα από την αντιβενιζελική κυβέρνηση με την ψευδή υπόσχεση «οίκαδε» (επιστροφή στην πατρίδα) προς τον λαό, ότι τάχα θα σταματήσει τον πόλεμο και θα του φέρει τα παιδιά του πίσω.Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Γούναρης τον Νοέμβριο του 1920 σε προεκλογικό του λόγο στην Πάτρα έλεγε: «Θα σας φέρουμε τα παιδιά σας πίσω να τα αγκαλιάσετε, να τα φιλήσετε...». Κι ας είχε προειδοποιηθεί αυτή επανειλημμένα από τον Βενιζέλο να μην την πραγματοποιήσει.
 2) Η αντεθνική δράση του ΚΚΕ και ορισμένων αποταγμένων αξιωματικών, όπως του στρατηγού Γεωργίου Κονδύλη, που είχαν καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη, και με δημοσιεύματα του ΚΚΕ και των προαναφερομένων αξιωματικών στις εφημερίδες παρακινούσαν τον στρατό μας να πετάξει τα όπλα και να γυρίσει στην πατρίδα, γιατί τάχα ο πόλεμος μας δεν ήταν απελευθερωτικός, αλλά ιμπεριαλιστικός (κατακτητικός). Αυτά τα έπαιρναν οι Τούρκοι, τα αναπαρήγαγαν και τα σκόρπιζαν με αεροπλάνα στην πρώτη γραμμή του ελληνικού μετώπου, για να παρασύρουν τον ελληνικό στρατό να μην πολεμήσει.
Ο ποιητής Πάνος Παναγιωτούνης παρουσίασε τη μικρασιατική καταστροφή με το ποίημά του «Γλυκιά Ιωνία» (Δ.Π. Λιάτσου, Η μικρασιατική καταστροφή στη νεοελληνική λογοτεχνία, Αθήνα 1972 39-40):
Στης Ιωνίας τα χώματα χρυσάφι και φως,
 πατρίδα μου, εχ πατρίδα!
Και μια βοή σταματά απ' άκρη σ' άκρη.
Καίνε, σκοτώνουν, ξεριζώνουν Τούρκοι.
Ένα σκισμένο γυναικείο τσεμπέρι (μαντίλι για το κεφάλι) αχολογά
στον άνεμο, ένα παιδάκι κλαίει κοντά
 σ' ένα ξερό καλαμπόκι, 
μια γριούλα φιλάει το χώμα και χάνεται.
 Όλα όλα επιστρέφουν 
και οι άνθρωποι και η Ιστορία και η μνήμη.
Εκεί έχουν μείνει αγαπημένων κόκκαλα,
Εκεί κυματίζουν ακόμη ακέριες οι ψυχές μας, 
στης γλυκιάς Ιωνίας το μύρο.

Επίσης την ίδια εποχή ένας άγνωστος λαϊκός ποιητής από την Πάτρα με τους παρακάτω στίχους θρήνησε τον καταραμένο ξεριζωμό:
Τι είν' το κακό, που γίνηκε τούτο το καλοκαίρι,
 που ξεκληρίστη ο ντουνιάς κι η Χριστιανοσύνη;
Ο Πόντος ξεριζώθηκε, η Σμύρνη κατεστράφη,
 στην Προύσα, την Αττάλεια δεν έμεινε σημάδι!
Πέρα εις την Καισάρεια, Πέργαμο, Μαγνησία 
δε βρίσκεται, δε φαίνεται Ρωμιός, για να μιλάει, 
για να μιλάει ελληνικά, την ξακουσμένη γλώσσα.
Ο Τούρκοι τους επέρασαν όλους από μαχαίρι..

Βασίλης Αναστασιάδης
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Γρεβενά



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah