Δέκα και εξ έτη μετά την έκδοσιν του Τανζιμάτ, τω 1856 εξεδόθη και το Χάτι Χουμαγιούν, επεκτείνον και επικυρούν τα του Γκιουλχανέ, δι’ ου ανεκηρύσσετο η ανεξιθρησκία και η ισότης μεταξύ πάντων των υπηκόων του οθωμανικού κράτους.
Τότε οι από πολλού υποκρινόμενοι τον μωαμεθανόν, πρώτοι δε πάντων οι Κρωμναίοι, ετόλμησαν και το επόμενον έτος επί Ρουστέμ πασά ομολόγησαν παρρησία τον χριστιανισμόν.
Εκ τούτων δε ενθαρρυνθέντες και οι Σανταίοι, ανεκήρυξαν εαυτούς χριστιανούς. Εκτότε έπαυσαν να υφίστανται εν Σάντα κλωστοί, αλλά τα τουρκικά επίθετα εξακολουθούσι και μέχρι σήμερον υφιστάμενα, ιδία εν τη ενορία, Ζουρνατζάντων, όπου ήσαν οι περισσότεροι τοιούτοι .
Τότε οι από πολλού υποκρινόμενοι τον μωαμεθανόν, πρώτοι δε πάντων οι Κρωμναίοι, ετόλμησαν και το επόμενον έτος επί Ρουστέμ πασά ομολόγησαν παρρησία τον χριστιανισμόν.
Εκ τούτων δε ενθαρρυνθέντες και οι Σανταίοι, ανεκήρυξαν εαυτούς χριστιανούς. Εκτότε έπαυσαν να υφίστανται εν Σάντα κλωστοί, αλλά τα τουρκικά επίθετα εξακολουθούσι και μέχρι σήμερον υφιστάμενα, ιδία εν τη ενορία, Ζουρνατζάντων, όπου ήσαν οι περισσότεροι τοιούτοι .
Αι διατάξεις του Χάτι Χουμαγιούν παντού εχαιρετίσθησαν μετά μεγάλης χαράς, άλλ’ εύρον και μεγάλην αντίδρασιν παρά τοις φανατικοίς οθωμανοίς, οι οποίοι, συνηθίσαντες να θεωρώσι και να έχωσι τους χριστιανούς δούλους, δεν ηνείχοντο να βλέπωσιν αυτούς ίσους με αυτούς. Τας θλιβεράς συνεπείας της αντιδράσεως ταύτης εδοκίμασεν υπέρ τις και άλλη , η τότε εν Σουρμένοις ακμάζουσα αποικία των Σανταίων Κ α τ α β ό λ.
Και προ της εποχής ταύτης οι γείτονες Τούρκοι, οκνηροί και πένητες, μετά δυσφορίας έβλεπον την τάξιν εις τα έργα των επηλύδων και την ευπορίαν αυτών και εφθόνουν αυτούς αφότου όμως και ούτοι, κατά το παράδειγμα των άλλων Σανταίων, εκήρυξαν εαυτούς χριστιανούς, ο φθόνος έγινε μίσος, το οποίον εξεδηλώθη εν όλη τη αγρία μορφή του.
Ήρχισαν πρώτον αι κλοπαί, έπειτα δε φανατισθέντος του πλήθους υπό του θρησκολήπτου Χασάν εφένδη, επηκολούθησαν αρπαγαί, ληστείαι, διωγμοί, εμπρησμοί και φόνοι εκ του φανερού, οι δε κάτοικοι, μη δυνάμενοι να υποστώσι τα δεινά ταύτα, ηναγκάσθησαν να εγκαταλίπωσι τας ευφόρους γαίας των, αι οποίαι κατεσχέθησαν αμέσως υπό των διωκτών αυτών άνευ ουδενός τιμήματος, και κατέφυγον εις Σάντα, λίαν ευχαριστημένοι ότι κατώρθωσαν να σώσωσι την ζωήν αυτών. Ολίγοι δε τινές, ευτυχέστεροι των άλλων, προέλαβον να πωλήσωσι τα κτήματά των. Ο μεν αντί εκατόν γροσίων, ο δε αντί τουφεκίου ή μαχαίρας και άλλος αντί άλλου ευτελεστάτης αξίας αντικειμένου.
Ενεκα της ακαταστασίας ταύτης, επειδή, άφ' ενός μεν η εις τα έξω μετάβασίς των κατοίκων επ' έργασία κατέστη δυσχερής, αφ’ ετέρου δε το εν ταις αποικίαις πλήθος συνέρρευσεν όλον εις Σάντα, ο βίος αυτόθι απέβη δυσχερής και απορία μεγάλη ήρχισε να μαστίζη την χώραν.
Προς θεραπείαν αυτής οι κάτοικοι ήρχισαν να κάμνωσι μακροτέρας αποδημίας. Από της εποχής ταύτης κυρίως χρονολογούνται αι εις Ρωσσίαν αποδημίαι των Σανταίων, αι οποίαι εγκαινίζουσι νέον βίον εν τη χώρα, διότι, περιτριβόμενοι ούτοι εν τη αλλοδαπή, και πλούτον απέκτων και κλίσιν προς την ευζωίαν και την λαμπρότητα έλαβον και έφεσιν προς τα γράμματα απέκτησαν.
Μέχρι της εποχής ταύτης η παιδεία ήτο σχεδόν άγνωστος εν τη χώρα, διότι οι κάτοικοι, όντες αείποτε εκτεθειμένοι εις ληστρικάς επιδρομάς και ένεκα τούτου ηναγκασμένοι να διαιτώνται το πλείστον του έτους εξω, επί των ορέων και των βουνών, δεν είχον τον καιρόν ουδέ την αναγκαίαν δύναμιν και περί της πνευματικής αυτών αναπτύξεως να φροντίζωσιν, αφού η ύπαρξις αυτών ήτο ακροσφαλής και εις εκάστην στιγμήν έβλεπον εαυτούς κινδυνεύοντας. Μόνην ενασχόλησιν είχον την οπλασκίαν, η οποία ήτο το κύριον μέλημα των ανδρών, των γυναικών καί των παιδιών .
Σχολείον ουδέν υπήρχεν εν τη χώρα, άλλ’ εν ατελεστάτοις και αθλίοις γραμματοδιδασκαλείοις εδιδάσκοντο υπό ιερέων ή καλογραιών τα κοινά λεγόμενα γράμματα (το πινακίδ, το Ωρολόγιον, η Οκτώηχος, ο Απόστολος κλπ.) . Όσοι δε απεπεράτουν ταύτα εθεωρούντο λόγιοι και απήλαυον γενικής τιμής και υπολήψεως (ιμψοί ποπάδες) , εκ τούτων δε ερχόμενοι εις Σουμελά ελάμβανον ανώτερα μαθήματα και επανακάμπτοντες εις Σάντα προεχειρίζοντο εις ιερείς.
Ούτως είχεν η παιδεία μέχρι του 1863, ότε ανεφύη το ζήτημα της αρχιεπισκοπής Ροδοπόλεως, μετά την λύσιν του οποίου οι κάτοικοι εμερίμνησαν περί της αναπτύξεως αυτών και εντός ολίγων ετών απέκτησαν σχολεία εις όλας τάς ενορίας, άρτια και τακτικά.
Φίλιππος Παπα Απ. Χειμωνίδης
Αθήνα 4 Μαρτίου 1902
(Α' Ιστοριογράφος της Σαντάς)
Σ.Σ. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω".
Σ.Σ. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου