Με την ήττα της Ελλάδας στη Μικρά Ασία, ουσιαστικά οι πρόσφυγες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις προγονικές τους εστίες άνευ όρων και ήλθαν επίσης στην Ελλάδα άνευ όρων. Από έγκυρη αρθρογραφία και κρατικές πηγές βγαίνει το αδιάσειστο συμπέρασμα ότι οι πρόσφυγες, όχι μόνον είχαν ελάχιστη αποζημίωση από την ανταλλάξιμη περιουσία, αλλά αντίθετα ωφέλησαν την κοινωνία και την οικονομία, της οποίας έμελλε να γίνουν το νέο αίμα.
Η επίσημη στατιστική υπηρεσία του ελληνικού κράτους της δεκαετίας του 1930 παρουσιάζει με αριθμούς την τεράστια, πράγματι, συμβολή των προσφύγων στην αγροτική οικονομία, που διεύρυναν την καλλιεργήσιμη γη μέχρι το 1928 κατά 55% και τριπλασίασαν τη γεωργική παραγωγή.
Στους πρόσφυγες οφείλεται η συστηματική προσπάθεια εκβιομηχάνισης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπολογιζόταν ότι 20% των βιομηχάνων ήταν πρόσφυγες. Οι πρόσφυγες δεν «αναδείχθηκαν» σε αργόμισθους δημόσιους υπάλληλους εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού και κατ’ επέκταση της κοινωνίας, αλλά αντίθετα επιδόθηκαν στις παραγωγικές διαδικασίες.
Στη δεκαετία 1922-1932, ο αριθμός των βιομηχανιών υπερδιπλασιάστηκε, η αξία και ο όγκος της βιομηχανικής γης τετραπλασιάστηκαν, το εργατικό δυναμικό αυξήθηκε κατά 175%.
Ακούγοντας κανείς τους αριθμούς σκέπτεται ίσως ότι οι πρόσφυγες ήλθαν στη γη της επαγγελίας, ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, σε μια οικονομία της ευημερίας, με ευνοϊκό επενδυτικό κλίμα. Κάθε άλλο, βέβαια. Οι πρόσφυγες, κυρίως οι Πόντιοι, κυριολεκτικά γυμνοί από τους φυσικούς τους ηγέτες, τους οποίους, λόγω του αντάρτικου, εξολόθρευσαν οι Τούρκοι, ήλθαν στην Ελλάδα με μοναδικό περιουσιακό τους στοιχείο την ψυχή τους.
Ο ερχομός των προσφύγων το καλοκαίρι του 1922 στάθηκε η αιτία να διπλασιαστεί ο πληθυσμός της Αθήνας μέσα σε μια νύχτα. Αυτό το γεγονός τάραξε την ήδη υπάρχουσα ασταθή ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση της εργατικής δύναμης που υπήρχε στην πρωτεύουσα. Εμπρός στο φάσμα της πείνας, αναγκάστηκαν οι πρόσφυγες να προσφέρουν τη δουλειά τους για ένα κομμάτι ψωμί.
Αυτήν την οικονομική συγκυρία της άφθονης και φθηνής εργατικής δύναμης εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο οι επιχειρηματίες της εποχής. Μείωσαν τα μεροκάματα μέχρι 50%. Έτσι δημιουργήθηκαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για γρήγορη συσσώρευση κεφαλαίου και ανάπτυξη της βιομηχανίας. Εάν η μικρασιατική καταστροφή θεωρήθηκε η κατ’ εξοχήν πολιτική ήττα της ανερχόμενης αστικής τάξης της Ελλάδας, η ανταλλαγή των πληθυσμών αποτέλεσε τη μεγαλύτερη οικονομική της επιτυχία.
Η προϊούσα εξαθλίωση των εργατικών μαζών δεν πέρασε χωρίς κοινωνικές συγκρούσεις, όπως ήταν φυσικό. Η κυριότερη έκρηξη διαμαρτυρίας αυτής της περιόδου είναι η γενική απεργία που οργανώθηκε στις 23 Αυγούστου 1923. Η απεργία χτυπήθηκε βάναυσα από την αστυνομία, κατά διαταγή της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα ένδεκα νεκροί εργάτες να βάψουν με το αίμα τους το χώμα του Πειραιά. Ακολούθησαν οι πρώτες εξορίες στη Μακρόνησο. Και σ’ αυτές, τα πρώτα θύματα ήταν οι πρόσφυγες.
Γεώργιος Σκληρος |
Στο λαϊκό κίνημα και στις θυσίες πρωτοστάτησαν, βέβαια, οι πρόσφυγες, κάτω από τέτοιες συνθήκες. Στην προσπάθεια επιβίωσης και σε σχέση με τα γεγονότα του 1923 συνδέεται άμεσα και η ίδρυση ιδιαίτερης συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία Ενιαίο Μέτωπο Εργατών Προσφύγων. Η διπλή καταπίεση, ταξική και ρατσιστική, ώθησε τους πρόσφυγες σε κάθε απεγνωσμένη προσπάθεια άμυνας.
Ένας από τους πρώτους κοινωνικούς διαφωτιστές υπήρξε ο Γεώργιος Σκληρός - Κωνσταντινίδης, που γεννήθηκε το 1878 στην Τραπεζούντα και σπούδασε ιατρική στη Μόσχα. Έγραψε το 1920 το δοκίμιο Το κοινωνικό μας ζήτημα, όπου έθιγε όλα τα προβλήματα που αφορούσαν την ελληνική κοινωνία. Ήταν δημοτικιστής και σοσιαλιστής. Ο Γ. Σκληρός διαβάστηκε και σχολιάστηκε πολύ από τους κύκλους των διανοουμένων της εποχής του και οπωσδήποτε επηρέασε.
Σάββας Μαυρίδης
Εισηγηση στο Β' Παγκοσμιο Συνεδριο του Ποντιακου Ελληνισμου (31 Ιουλη-7 Αυγουστου 1988)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου