“Τον περισσότερον καιρόν της ζωής μου πού τον επέρασα;
Τον επέρασα σκοτώνοντας Τούρκους, κυνηγώντας τυράννους. Τον επέρασα εις τα σπήλαια και εις τα βουνά! Τα καρτέρια των δρόμων, οι λόγγοι και τα άγρια θηρία είναι μάρτυρες ότι δυσκόλως έφευγεν ο Τούρκος από τα χέρια μου, αν εζύγωνε καμμιά πανηνταριά οργυαίς.
Εγώ εσυναναστρεφόμουν με αυτούς τους τυράννους και ήμουν καλά πληρωμένος, διά να σέβωμαι τους ομογενείς των, αλλά κινούμενος από τον διάβολόν μου, Τούρκους εσκότωνα.
Οι κρημνοί, τα ποτάμια, οι πάγοι, τα χιόνια και τα δάση ήταν τ’ αγαπητά μου κατοικητήρια, το τουρκικόν αίμα το προσφάγι μου. Εσηκώθη η επανάστασις και ευθύς συρόμενος από τον διάβολό μου ελάτρευσα τους αρχηγούς της, την φωνήν της την άκουσα εις τα φυλλοκάρδια μου, εσεβάστηκα την απόφασίν της, και έτρεξα με όλους τους αρματολούς της Ελλάδος να σκοτώσω Τούρκους. Μολονότι εκέρδιζα εν καιρώ Τουρκίας, ο διάβολός μου μου αφήρεσεν αυτήν την κλίσιν, αφού εσηκώσαμεν τ’ άρματα.
Και τι να πολυλογώ; Τόσον με εφώτισεν ο διάβολός μου, ώστε να γεμίσω ψείραις, να λιμάξω ψωμί, να κοίτωμαι εις τα νερά, εις τα χιόνια και εις την λάσπην, να δοκιμάζω κάθε στρατιωτικήν αχαριστίαν, να πίνω φαρμάκια από εχθρούς και φίλους, να κυνηγούμαι ως κατάδικος από αυτούς τους συγγενείς, και τους φίλους της δικαιοσύνης, να επιθυμώ συνελεύσεις εθνικάς, να αγαπώ δικαίους διοικητάς να είμαι λάτρης των ενάρετων και φίλος των σοφών να διψώ την αυτονομίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, επιθυμώντας μόνο και μόνον Έλληνες να διοικούν και να βασιλεύουν εις τους Έλληνας”.
Τον επέρασα σκοτώνοντας Τούρκους, κυνηγώντας τυράννους. Τον επέρασα εις τα σπήλαια και εις τα βουνά! Τα καρτέρια των δρόμων, οι λόγγοι και τα άγρια θηρία είναι μάρτυρες ότι δυσκόλως έφευγεν ο Τούρκος από τα χέρια μου, αν εζύγωνε καμμιά πανηνταριά οργυαίς.
Εγώ εσυναναστρεφόμουν με αυτούς τους τυράννους και ήμουν καλά πληρωμένος, διά να σέβωμαι τους ομογενείς των, αλλά κινούμενος από τον διάβολόν μου, Τούρκους εσκότωνα.
Οι κρημνοί, τα ποτάμια, οι πάγοι, τα χιόνια και τα δάση ήταν τ’ αγαπητά μου κατοικητήρια, το τουρκικόν αίμα το προσφάγι μου. Εσηκώθη η επανάστασις και ευθύς συρόμενος από τον διάβολό μου ελάτρευσα τους αρχηγούς της, την φωνήν της την άκουσα εις τα φυλλοκάρδια μου, εσεβάστηκα την απόφασίν της, και έτρεξα με όλους τους αρματολούς της Ελλάδος να σκοτώσω Τούρκους. Μολονότι εκέρδιζα εν καιρώ Τουρκίας, ο διάβολός μου μου αφήρεσεν αυτήν την κλίσιν, αφού εσηκώσαμεν τ’ άρματα.
Και τι να πολυλογώ; Τόσον με εφώτισεν ο διάβολός μου, ώστε να γεμίσω ψείραις, να λιμάξω ψωμί, να κοίτωμαι εις τα νερά, εις τα χιόνια και εις την λάσπην, να δοκιμάζω κάθε στρατιωτικήν αχαριστίαν, να πίνω φαρμάκια από εχθρούς και φίλους, να κυνηγούμαι ως κατάδικος από αυτούς τους συγγενείς, και τους φίλους της δικαιοσύνης, να επιθυμώ συνελεύσεις εθνικάς, να αγαπώ δικαίους διοικητάς να είμαι λάτρης των ενάρετων και φίλος των σοφών να διψώ την αυτονομίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, επιθυμώντας μόνο και μόνον Έλληνες να διοικούν και να βασιλεύουν εις τους Έλληνας”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου