Η βάπτιση λεγόταν ή φώτιση ή τα φωτίσια- το βαφτίζω φωτίζω εκείνος που είχε βαπτιστεί στα κοντά νεοφώτιστος, κι’ εκείνος που δεν είχε βαφτιστεί αβάπτιστος, αβάπτιγος, αφώτιγος ή αφώτιστος.
Ο νονός και η νονά, δεξάμενος και δεξαμένε, ο κουμπάρος και η κουμπάρα σύντεκνος και συντέξα, τελευταία λέγονταν και κουμπάρος και κουμπάρτζα· Η βάφτιση ήταν το σπουδαιότερο από τα μυστήρια.
Μακάριζαν τα παιδιά που πέθαναν μικρά, γιατί είχαν εξασφαλισμένο τον παράδεισο ταλάνιζαν δε εκείνο που γεννήθηκε νεκρό ή πέθανε αβάπτιστο, γιατί θα πήγαινε στην κόλαση. Όσα δε πέθαναν αβάπτιστα από αμέλεια των γονιών τους, θα τους εγκαλούσαν στην άλλη ζωή. Γι’ αυτό φρόντιζαν να βαφτίσουν το παιδί το ταχύτερο, συνήθως ως το σαράντισμα οπωσδήποτε έπρεπε να είχε γίνει το βάφτισμα.
Αν αρρώσταινε ξαφνικά, καλούσαν αμέσως τον ανάδοχο. Αν τυχόν γεννιόταν νεκρό ή πέθαινε αβάπτιστο το έθαβαν στον κήπο του σπιτιού.
Αν οι γονείς καταλάβαιναν ότι κοντεύει να πεθάνει, το σήκωναν στον αέρα λέγοντας βαφτίζεται ο δούλος (ή η δούλη) του Θεού, αν τυχόν αυτό το παιδί που βαφτίστηκε κατά τον τρόπο αυτό δεν πέθαινε, τότε ο παπάς δεν είχε το δικαίωμα να το ξαναβάλει στο νερό, αλλά μόνο έλεγε τις ευχές και έκανε το χρίσμα.
Ανάδοχος του πρώτου παιδιού ήταν εκείνος που στεφάνωνε τους γονείς του, τα άλλα παιδιά τα βάφτιζαν οι γειτόνοι που τα ζητούσαν ή τους καλούσαν οι γονείς.
Το κάλεσμα γινόταν με λαμπάδα. Κανείς δε μπορούσε να αρνηθεί το βάπτισμα, γιατί το βάπτισμα το θεωρούσαν μεγάλο ψυχικό. Εκείνος πού θα βάπτιζε 40 παιδιά είχε
εξασφαλισμένο τον Παράδεισο γι’ αυτό πολλοί εύποροι προθυμοποιούνταν να βαπτίσουν πολλά. «Οσα παιδία βαπτίεις, άτόσα κερία θά πιάν’νε έμπροστά σ’ σον παράδεισον». Όσα παιδιά βάπτιζε κανείς θεωρούνταν πνευματικά τέκνα και πνευματικά αδέλφια και «στέφανον κ’ έρούζνεν άτα», δεν μπορούσαν να παντρευτούν μεταξύ τους. Την συντεκνία την θεωρούσαν ανώτερη και από συγγένεια και απέφευγαν με κάθε τρόπο να δημιουργήσουν ζητήματα μεταξύ τους.
" Ελάδ' έχομε ανάμεσα μουν" έλεγαν. Την ημέρα της βάπτισης (που συνήθως ήταν Κυριακή) την όριζαν οι γονείς του παιδιού,που πριν έπαιρναν την συγκατάθεση του αναδόχου.
Δώρα του αναδόχου προς το βαπτιστικό του ήταν: σταυρός ασημένιος (αργότερα μαλαματένιος) με κορδέλα ή αλυσίδα, υποκάμισο καλτσάκια, και διάφορα πανικά απαραίτητα για το βάφτισμα,
Ο ανάδοχος έπαιρνε μαζί του και μερικούς φίλους, ένας από τούς οποίους μοίραζε τα κεριά και ονομαζόταν μάρτυρας. Όταν ή βάφτιση γινόταν στην εκκλησία, κι αυτό ήταν το κανονικό και το συνηθισμένο, οι καλεσμένοι μαζεύονταν στο σπίτι του παιδιού και από εκεί ξεκινούσαν για την εκκλησία, αν όμως δεν το επέτρεπε ο καιρός, τότε γινόταν στο σπίτι.
Οι γονείς δεν παραβρίσκονταν στην τέλεση τού μυστηρίου. Το παιδί το βαστούσε η μαμή. Ο ανάδοχος πλήρωνε τον κανονισμό της εκκλησίας, του παπά και των παιδιών που έλεγαν τον Απόστολο ή έχυναν το νερό της κολυμβήθρας μετά το βάφτισμα.
Ο νονός και η νονά, δεξάμενος και δεξαμένε, ο κουμπάρος και η κουμπάρα σύντεκνος και συντέξα, τελευταία λέγονταν και κουμπάρος και κουμπάρτζα· Η βάφτιση ήταν το σπουδαιότερο από τα μυστήρια.
Μακάριζαν τα παιδιά που πέθαναν μικρά, γιατί είχαν εξασφαλισμένο τον παράδεισο ταλάνιζαν δε εκείνο που γεννήθηκε νεκρό ή πέθανε αβάπτιστο, γιατί θα πήγαινε στην κόλαση. Όσα δε πέθαναν αβάπτιστα από αμέλεια των γονιών τους, θα τους εγκαλούσαν στην άλλη ζωή. Γι’ αυτό φρόντιζαν να βαφτίσουν το παιδί το ταχύτερο, συνήθως ως το σαράντισμα οπωσδήποτε έπρεπε να είχε γίνει το βάφτισμα.
Αν αρρώσταινε ξαφνικά, καλούσαν αμέσως τον ανάδοχο. Αν τυχόν γεννιόταν νεκρό ή πέθαινε αβάπτιστο το έθαβαν στον κήπο του σπιτιού.
Αν οι γονείς καταλάβαιναν ότι κοντεύει να πεθάνει, το σήκωναν στον αέρα λέγοντας βαφτίζεται ο δούλος (ή η δούλη) του Θεού, αν τυχόν αυτό το παιδί που βαφτίστηκε κατά τον τρόπο αυτό δεν πέθαινε, τότε ο παπάς δεν είχε το δικαίωμα να το ξαναβάλει στο νερό, αλλά μόνο έλεγε τις ευχές και έκανε το χρίσμα.
Ανάδοχος του πρώτου παιδιού ήταν εκείνος που στεφάνωνε τους γονείς του, τα άλλα παιδιά τα βάφτιζαν οι γειτόνοι που τα ζητούσαν ή τους καλούσαν οι γονείς.
Το κάλεσμα γινόταν με λαμπάδα. Κανείς δε μπορούσε να αρνηθεί το βάπτισμα, γιατί το βάπτισμα το θεωρούσαν μεγάλο ψυχικό. Εκείνος πού θα βάπτιζε 40 παιδιά είχε
εξασφαλισμένο τον Παράδεισο γι’ αυτό πολλοί εύποροι προθυμοποιούνταν να βαπτίσουν πολλά. «Οσα παιδία βαπτίεις, άτόσα κερία θά πιάν’νε έμπροστά σ’ σον παράδεισον». Όσα παιδιά βάπτιζε κανείς θεωρούνταν πνευματικά τέκνα και πνευματικά αδέλφια και «στέφανον κ’ έρούζνεν άτα», δεν μπορούσαν να παντρευτούν μεταξύ τους. Την συντεκνία την θεωρούσαν ανώτερη και από συγγένεια και απέφευγαν με κάθε τρόπο να δημιουργήσουν ζητήματα μεταξύ τους.
" Ελάδ' έχομε ανάμεσα μουν" έλεγαν. Την ημέρα της βάπτισης (που συνήθως ήταν Κυριακή) την όριζαν οι γονείς του παιδιού,που πριν έπαιρναν την συγκατάθεση του αναδόχου.
Δώρα του αναδόχου προς το βαπτιστικό του ήταν: σταυρός ασημένιος (αργότερα μαλαματένιος) με κορδέλα ή αλυσίδα, υποκάμισο καλτσάκια, και διάφορα πανικά απαραίτητα για το βάφτισμα,
Ο ανάδοχος έπαιρνε μαζί του και μερικούς φίλους, ένας από τούς οποίους μοίραζε τα κεριά και ονομαζόταν μάρτυρας. Όταν ή βάφτιση γινόταν στην εκκλησία, κι αυτό ήταν το κανονικό και το συνηθισμένο, οι καλεσμένοι μαζεύονταν στο σπίτι του παιδιού και από εκεί ξεκινούσαν για την εκκλησία, αν όμως δεν το επέτρεπε ο καιρός, τότε γινόταν στο σπίτι.
Οι γονείς δεν παραβρίσκονταν στην τέλεση τού μυστηρίου. Το παιδί το βαστούσε η μαμή. Ο ανάδοχος πλήρωνε τον κανονισμό της εκκλησίας, του παπά και των παιδιών που έλεγαν τον Απόστολο ή έχυναν το νερό της κολυμβήθρας μετά το βάφτισμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου