Τους δύο πρώτους αιώνες μετά την άλωση της Τραπεζούντας, τα γράμματα στον Πόντο καλλιεργούνταν ελάχιστα, και μόνο στις περιόδους διακοπής των διωγμών. Τότε, αν βρισκόταν κανένας μορφωμένος άνθρωπος, τον προσλάμβανε μια κοινότητα, σε συνεργασία με τη μητρόπολη, και ανοιγόταν ένα σχολείο.
Το τελευταίο λειτουργούσε, όσο το επέτρεπε η ανάπαυλα, και έκλεινε όταν ξανάρχιζαν οι διωγμοί. Πιο σταθερή και διαρκής ήταν η καλλιέργεια των γραμμάτων στα μοναστήρια της Σουμελά, του Βαζελώνα και του Περιστερεώτα, όπου δεν έφταναν η βία και οι κατατρεγμοί.
Την καλλιέργεια των γραμμάτων στα μοναστήρια την μαρτυρεί το πλήθος των κάθε λο-γής χειρογράφων, που σώζονταν, και από τα οποία, τα περισσότερα, ήταν αντιγραμμένα
από λόγιους καλόγερους.
Από τα μοναστήρια τούτα ξεκινούσε μια επίδραση στην εκπαιδευτική ανάπτυξη των κοντινών χωριών, ιδιαίτερα στους δύο δύσκολους πρώτους αιώνες μετά την άλωση της Τραπεζούντας.
Αργότερα συνέβαινε το αντίστροφο: όσο αναπτύσσονταν οι πόλεις, τόσο και πιο πολλοί μορφωμένοι καλόγεροι παρατούσαν τα μοναστήρια και συγκεντρώνονταν στα αστικά κέντρα.
Έτσι, το διανοητικό επίπεδο στις αρχές και τα μέσα του 18ου αιώνα στις πόλεις ανέβαινε, όσο ανέβαινε και η τάξη των εύπορων αστών, ενώ στα μοναστήρια, αντίθετα, κατέβαινε, ολοένα και πιο πολύ, ώσπου έγινε χαμηλότατο στα μέσα και στα τέλη του 19ου αιώνα. Τότε η επίδραση των παραπάνω μοναστηριού στα γύρω χωριά, από άποψη παιδείας, ήταν μέτρια και, πολλές φορές αρνητική.
Στην Τραπεζούντα άρχισε να καλλιεργείται συστηματικότερα η παιδεία όταν, το 1683, τη διεύθυνση του Φροντιστηρίου την ανέλαβε ο Σεβαστός Κυμινήτης ο Τραπεζούντιος, που καταγόταν από ένα χωριουδάκι της κοντινής περιοχής Χότζη, τα Κύμινα.
Σπούδασε αρχικά στην Τραπεζούντα και κατόπι στην Κωνσταντινούπολη, όπου εξελίχτηκε σε δάσκαλο και σχολάρχη της πατριαρχικής Σχολής το 1671, αφού διαδέχτηκε στη σχολαρχεία τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον «εξ απορρήτων».
Αναγκάστηκε όμως να παραιτηθεί έπειτα από μερικά χρόνια, το 1682, εξαιτίας μιας στάσης των μαθητών του που υποκινήθηκε από τον ιδρυτή του σχολείου. Στη συνέχεια του έγινε πρόταση να πάει να διδάξει στην ελληνική σχολή της Μόσχας, αλλά προτίμησε να γυρίσει στην πατρίδα του, την Τραπεζούντα, για να βοηθήσει τους συμπατριώτες του. Και πράγματι, επί έξι χρόνια έδωσε τα φώτα του στην πόλη και αγωνίστηκε για την παιδεία της πατρίδας του. Ύστερα, το 1690, διορίστηκε δάσκαλος στο «Αυθεντικόν Ελληνικόν Φροντιστήριον του Βουκουρεστίου».
Το σχολείο τούτο, ο Σεβαστός Κυμινήτης το προήγαγε σε Ακαδημία, όπου δίδαξε και ο ίδιος επί δώδεκα χρόνια. Και, γενικά, με όλη την πνευματική του δράση στην πρωτεύουσα της Βλαχίας, συντέλεσε στην αναγέννηση του ρουμάνικου λαού.
Σύμφωνα άλλωστε, με ομολογία των Ρουμάνων συγγραφέων, η θρησκευτική, ηθική, γλωσσική, εθνική και πολιτική τούτη αναγέννηση που διήρκεσε από το 1644 ως το 1821, οφείλεται στα ελληνικά φροντιστήρια και τις ακαδημίες του Βουκουρεστίου, ιδρύματα στα οποία έλαμψε το φως της ελληνικής παιδείας.
Και πρωτεργάτες στην αναγέννηση του ρουμανικού λαού ήταν οι Τραπεζούντιοι δάσκαλοι, με αρχηγό τον Σεβαστό Κυμινήτη.
Ο διακεκριμένος Πόντιος λόγιος πέθανε στο Βουκουρέστι το Σεπτέμβρη του 1702, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο εκπαιδευτικό και συγγραφικό έργο, φιλολογικής, θεολογικής και φιλοσοφικής έρευνας.
Το έργο αυτό του έδωσε τους παρακάτω χαρακτηρισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται σ’ ένα γράμμα των Τραπεζουντίων του Βουκουρεστίου προς τον μητροπολίτη Νεκτάριο: «η πανσοφωτάτη μέλισσα, ή καλλικέλαδος γλώσσα και η πηγή ανεξάντλητος, ο τής ευσεβείας υπέρμαχος και της ασεβείας αντίπαλος, ο τέταρτος κατά τούς σημερινούς καιρούς των σοφών εκείνων ιεραρχών, πλην της αξίας, το καύχημα των χριστιανών, ο σοφώτατος καθηγεμών καί διδάσκαλος».
Το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, εξάλλου, που αποκαλέστηκε «Φάρος του Πόντου», από τα χρόνια του Σεβαστού Κυμινήτη και μετά άρχισε να ακμάζει. Για πενήντα ολόκληρα χρόνια έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην καλλιέργεια και την πνευματική προκοπή του τόπου.
Ωστόσο, στην ακμή του Φροντιστηρίου συνετέλεσαν και οι κατοπινοί διευθυντές του: ο Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος, ο Βεργάδης, ο I. Παρχαρίδης, ο Μιχαήλ Παρανίκας και ο Ν. Λιθοξόος. Από το σχολείο τούτο, άλλωστε, βγήκε μια σειρά από λόγιους, κληρικούς και λαϊκούς, οι οποίοι με τη σοφία τους, τα συγγράμματά τους, και μ’ όλη τη σχετική πνευματική δράση τους, βοήθησαν στην εκπαιδευτική αναγέννηση του ποντιακού λαού καθώς και του Ελληνισμού ευρύτερα. Η ακτινοβολία τους μάλιστα, όπως θίχτηκε παραπάνω, έφτασε ως το Βουκουρέστι.
Ανάμεσα στους λόγιους αυτούς αναφέρονται οι παρακάτω σπουδαιότεροι:
Το τελευταίο λειτουργούσε, όσο το επέτρεπε η ανάπαυλα, και έκλεινε όταν ξανάρχιζαν οι διωγμοί. Πιο σταθερή και διαρκής ήταν η καλλιέργεια των γραμμάτων στα μοναστήρια της Σουμελά, του Βαζελώνα και του Περιστερεώτα, όπου δεν έφταναν η βία και οι κατατρεγμοί.
Την καλλιέργεια των γραμμάτων στα μοναστήρια την μαρτυρεί το πλήθος των κάθε λο-γής χειρογράφων, που σώζονταν, και από τα οποία, τα περισσότερα, ήταν αντιγραμμένα
Παρθεναγωγείο Σινώπης |
Από τα μοναστήρια τούτα ξεκινούσε μια επίδραση στην εκπαιδευτική ανάπτυξη των κοντινών χωριών, ιδιαίτερα στους δύο δύσκολους πρώτους αιώνες μετά την άλωση της Τραπεζούντας.
Αργότερα συνέβαινε το αντίστροφο: όσο αναπτύσσονταν οι πόλεις, τόσο και πιο πολλοί μορφωμένοι καλόγεροι παρατούσαν τα μοναστήρια και συγκεντρώνονταν στα αστικά κέντρα.
Έτσι, το διανοητικό επίπεδο στις αρχές και τα μέσα του 18ου αιώνα στις πόλεις ανέβαινε, όσο ανέβαινε και η τάξη των εύπορων αστών, ενώ στα μοναστήρια, αντίθετα, κατέβαινε, ολοένα και πιο πολύ, ώσπου έγινε χαμηλότατο στα μέσα και στα τέλη του 19ου αιώνα. Τότε η επίδραση των παραπάνω μοναστηριού στα γύρω χωριά, από άποψη παιδείας, ήταν μέτρια και, πολλές φορές αρνητική.
Στην Τραπεζούντα άρχισε να καλλιεργείται συστηματικότερα η παιδεία όταν, το 1683, τη διεύθυνση του Φροντιστηρίου την ανέλαβε ο Σεβαστός Κυμινήτης ο Τραπεζούντιος, που καταγόταν από ένα χωριουδάκι της κοντινής περιοχής Χότζη, τα Κύμινα.
Σπούδασε αρχικά στην Τραπεζούντα και κατόπι στην Κωνσταντινούπολη, όπου εξελίχτηκε σε δάσκαλο και σχολάρχη της πατριαρχικής Σχολής το 1671, αφού διαδέχτηκε στη σχολαρχεία τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον «εξ απορρήτων».
Αναγκάστηκε όμως να παραιτηθεί έπειτα από μερικά χρόνια, το 1682, εξαιτίας μιας στάσης των μαθητών του που υποκινήθηκε από τον ιδρυτή του σχολείου. Στη συνέχεια του έγινε πρόταση να πάει να διδάξει στην ελληνική σχολή της Μόσχας, αλλά προτίμησε να γυρίσει στην πατρίδα του, την Τραπεζούντα, για να βοηθήσει τους συμπατριώτες του. Και πράγματι, επί έξι χρόνια έδωσε τα φώτα του στην πόλη και αγωνίστηκε για την παιδεία της πατρίδας του. Ύστερα, το 1690, διορίστηκε δάσκαλος στο «Αυθεντικόν Ελληνικόν Φροντιστήριον του Βουκουρεστίου».
Το σχολείο τούτο, ο Σεβαστός Κυμινήτης το προήγαγε σε Ακαδημία, όπου δίδαξε και ο ίδιος επί δώδεκα χρόνια. Και, γενικά, με όλη την πνευματική του δράση στην πρωτεύουσα της Βλαχίας, συντέλεσε στην αναγέννηση του ρουμάνικου λαού.
Σύμφωνα άλλωστε, με ομολογία των Ρουμάνων συγγραφέων, η θρησκευτική, ηθική, γλωσσική, εθνική και πολιτική τούτη αναγέννηση που διήρκεσε από το 1644 ως το 1821, οφείλεται στα ελληνικά φροντιστήρια και τις ακαδημίες του Βουκουρεστίου, ιδρύματα στα οποία έλαμψε το φως της ελληνικής παιδείας.
Και πρωτεργάτες στην αναγέννηση του ρουμανικού λαού ήταν οι Τραπεζούντιοι δάσκαλοι, με αρχηγό τον Σεβαστό Κυμινήτη.
Ο διακεκριμένος Πόντιος λόγιος πέθανε στο Βουκουρέστι το Σεπτέμβρη του 1702, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο εκπαιδευτικό και συγγραφικό έργο, φιλολογικής, θεολογικής και φιλοσοφικής έρευνας.
Το έργο αυτό του έδωσε τους παρακάτω χαρακτηρισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται σ’ ένα γράμμα των Τραπεζουντίων του Βουκουρεστίου προς τον μητροπολίτη Νεκτάριο: «η πανσοφωτάτη μέλισσα, ή καλλικέλαδος γλώσσα και η πηγή ανεξάντλητος, ο τής ευσεβείας υπέρμαχος και της ασεβείας αντίπαλος, ο τέταρτος κατά τούς σημερινούς καιρούς των σοφών εκείνων ιεραρχών, πλην της αξίας, το καύχημα των χριστιανών, ο σοφώτατος καθηγεμών καί διδάσκαλος».
Το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, εξάλλου, που αποκαλέστηκε «Φάρος του Πόντου», από τα χρόνια του Σεβαστού Κυμινήτη και μετά άρχισε να ακμάζει. Για πενήντα ολόκληρα χρόνια έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην καλλιέργεια και την πνευματική προκοπή του τόπου.
Ερείπια Φροντιστηρίου Αργυρούπολης |
Ωστόσο, στην ακμή του Φροντιστηρίου συνετέλεσαν και οι κατοπινοί διευθυντές του: ο Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος, ο Βεργάδης, ο I. Παρχαρίδης, ο Μιχαήλ Παρανίκας και ο Ν. Λιθοξόος. Από το σχολείο τούτο, άλλωστε, βγήκε μια σειρά από λόγιους, κληρικούς και λαϊκούς, οι οποίοι με τη σοφία τους, τα συγγράμματά τους, και μ’ όλη τη σχετική πνευματική δράση τους, βοήθησαν στην εκπαιδευτική αναγέννηση του ποντιακού λαού καθώς και του Ελληνισμού ευρύτερα. Η ακτινοβολία τους μάλιστα, όπως θίχτηκε παραπάνω, έφτασε ως το Βουκουρέστι.
Ανάμεσα στους λόγιους αυτούς αναφέρονται οι παρακάτω σπουδαιότεροι:
Ο Τραπεζούντιος Παΐσιος, μαθητής του Κυμινήτη.
Ο συμμαθητής του Κυμινήτη Γεώργιος Υπομενάς, ο ιατροφιλόσοφος, που είναι και ο πρώτος Έλληνας ο οποίος αρίστευσε και στεφανώθηκε το 1708 στο πανεπιστήμιο του Πα-ταβίου (Πάντοβας). Ο ίδιος δίδαξε και στην Αυθεντική Ακαδημία του Βουκουρεστίου.
Ο Θεόδωρος Συμεώνος, που διαδέχτηκε στη διεύθυνση του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας το Σεβαστό Κυμινήτη. Δίδαξε κι αυτός στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου μέχρι το 1695, οπότε πέθανε.
Ο Γεώργιος Θεοδώρου ο Τραπεζούντιος, που δίδαξε στο Βουκουρέστι και πέθανε το 1730.
Ο Άνθιμος Τραπεζούντιος ιερομόναχος από την Ιβηρία (Γεωργία) , που στα 1690 πήγε στη Βλαχία, όπου ηγεμόνας της Κωνσταντίνος Βασαράβας ή Μπραγκοβάνος του ανέθεσε την επιστασία του τυπογραφείου στο μοναστήρι Συναγώβου (Snagow), στο οποίο αργότερα έγινε ηγούμενος.
Στο τυπογραφείο ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα εκδίδοντας πολλά βιβλία στην ελληνική και στη ρουμανική γλώσσα. Το 1705 έγινε επίσκοπος Ρημνίκου και το 1709 προβιβάστηκε σε μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας και έξαρχο των Πλαγηνών. Θανατώθηκε από τους Τούρκους το 1716, γιατί κατηγορήθηκε ότι ενεργούσε να υπαχθεί η Βλαχία στην Αυστρία.
Στο τυπογραφείο ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα εκδίδοντας πολλά βιβλία στην ελληνική και στη ρουμανική γλώσσα. Το 1705 έγινε επίσκοπος Ρημνίκου και το 1709 προβιβάστηκε σε μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας και έξαρχο των Πλαγηνών. Θανατώθηκε από τους Τούρκους το 1716, γιατί κατηγορήθηκε ότι ενεργούσε να υπαχθεί η Βλαχία στην Αυστρία.
Οι Ρουμάνοι συγγραφείς τον θεωρούν ως ένα από τους πατέρες της ρουμανικής αναγέννησης. Ο Θεόδωρος Χατζή Πέτρου που δίδαξε στο Φροντιστήριο (1752) και κατόπιν στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου.
Ο Λάζαρος Σκρίβας, που ανέλαβε τη σχολαρχεία της αυθεντικής ακαδημίας του Βουκουρεστίου το 1720 και διακρίθηκε σαν δάσκαλος και συγγραφέας.Πέθανε το 1751.
Ο Νικόδημος Περιστεριώτης , που δίδαξε στην Αυθεντική Ακαδημία του Ιασίου και αργότερα, για πολλά χρόνια, στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας (1720-1743).
Ο Καλλίνικος Σουμελιώτης (1734) , ο Ιωάννης Οικονόμος ο εκ Καθαρών (1765), ο Ελευθέριος ο ποιητής (1752) που συνέθεσε θρησκευτικούς ύμνους και ηθικά ποιήματα. Δύο δεκατετράστιχα ποήματα του μάλιστα βρήκε ο καθηγητής Ν. Βέης ανάμεσα στα χειρόγραφα του Μεγάλου Σπηλαίου.
Ο Παρθένος Ιερομόναχος Σουμελιώτης ο Τραπεζούντιος (πέθανε το 1769). Έγραψε την ιστορία της Τραπεζούντας και των βασιλέων της και την τύπωσε στη Λειψία. μαζί με το βιβλίο του τύπωσε και την ακολουθία των οσίων Βαρνάβα και Σωβρονίου, καθώς και την ιστορία της Μονής Σουμελά, που είχε με δική του προτροπή γράψει ο περίφημος γραμματικός Νεόφυτος ο Κουσοκαλυβίτης.
Ο Χατζή Ιωάννου Δομνηνός ή Πουτπούτας, που έγραψε στα 1762 ιστορία της μονής Σουμελά και βίους αγίων, καθώς και μουσικά έργα.
Ο προαναφερόμενος Ηλίας Νικολάου Κανδήλης ή Κανδήλογλους, που δίδαξε στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας και κατόπιν (1785-1792) στο Ελληνικό Φροντιστήριο της Χερσώνας, το οποίο ίδρυσε ο ίδιος.
Κατόπιν, ο δραστήριος αυτός άνθρωπος στράφηκε στο εμπόριο και απέκτησε μεγάλη περιουσία, την οποία διέθεσε για τα παιδιά του, για το Φροντιστήριο και τα μοναστήρια της Τραπεζούντας. Επίσης, άφησε κληροδότημα 5.000 ρουβλίων, δηλαδή 500 λιρών Αγγλίας, για τη Φιλική Εταιρεία, ποσό που, μετά το θάνατό του, ο γιος του Νικόλαος κατέβαλε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Κατόπιν, ο δραστήριος αυτός άνθρωπος στράφηκε στο εμπόριο και απέκτησε μεγάλη περιουσία, την οποία διέθεσε για τα παιδιά του, για το Φροντιστήριο και τα μοναστήρια της Τραπεζούντας. Επίσης, άφησε κληροδότημα 5.000 ρουβλίων, δηλαδή 500 λιρών Αγγλίας, για τη Φιλική Εταιρεία, ποσό που, μετά το θάνατό του, ο γιος του Νικόλαος κατέβαλε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Παρθεναγωγείο Κερασούντας |
Άλλοι δάσκαλοι του Φροντιστηρίου ήταν:
Ο Γεράσιμος Δομνηνός, αργότερα μητροπολίτης Ουτίτσης και Βαλλιόβας.
Ο Σάββας Κωνσταντινίδης ή Τριανταφυλλίδης, που δίδαξε από το 1816 ως το 1823.
Ο Περικλής Τριανταφυλλίδης, γιος του Σάββα, που διακρίθηκε σαν δάσκαλος του Φροντιστηρίου και συγγραφέας των βιβλίων Τα Ποντικά και Οι Φυγάδες, τα οποία, για να τα γράψει είχε περιηγηθεί με πολλούς κίνδυνους για τη ζωή του, όλα τα μέρη του Πόντου, συλλέγοντας γεωγραφικές, ιστορικές, λαογραφικές και στατιστικές πληροφορίες.
Επίσης αξιόλογος ιστορικός συγγραφέας υπήρξε και ο Επαμεινώνδας θ. Κυριακίδης, γιος του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Χάλκης Θεοδώρου Κυριακίδη (1831-1878).
Ο Επαμεινώνδας έγραψε τα βιβλία: Βιογραφίαι των εκ Τραπεζούντος και της περί Αυτήν Χώρας από της Αλώσεως μέχρις Ημών Ακμασάντων Λογίων (εν Αθήναις, 1897), Ιστορία της παρά την Τραπεζούντα Ιεράς Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Σουμελά (εν Αθήναις, 1898) και Περί της παρά την Τραπεζούντα Μονής του Τιμίου Προδρόμου Προφήτου και Βαπτιστού Ιωάννου του Βαζελώνος.
Ο Επαμεινώνδας έγραψε τα βιβλία: Βιογραφίαι των εκ Τραπεζούντος και της περί Αυτήν Χώρας από της Αλώσεως μέχρις Ημών Ακμασάντων Λογίων (εν Αθήναις, 1897), Ιστορία της παρά την Τραπεζούντα Ιεράς Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Σουμελά (εν Αθήναις, 1898) και Περί της παρά την Τραπεζούντα Μονής του Τιμίου Προδρόμου Προφήτου και Βαπτιστού Ιωάννου του Βαζελώνος.
Άλλος δάσκαλος του Φροντιστηρίου ήταν ο Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος που έγινε σχο-λάρχης στην Εμπορική Σχολή Χάλκης και στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης.
Αλλά και στην καλλιέργεια της βυζαντινής μουσικής διακρίθηκαν πολλοί Πόντιοι μουσικοί, ανάμεσα στους οποίους αναφέρεται ο Παναγιώτης Χαλάτσογλου ο Τραπεζούντιος και ο Ιωάννης Τραπεζούντιος, και οι δυο πρωτοψάλτες της Μεγάλης Εκκλησίας.
Ο πρώτος, για να συμπληρώσει τις σπουδές του στη μουσική πήγε στο Άγιον Όρος. Συνέγραψε μάλιστα και μικρό εγχειρίδιο μουσικής και συνέθεσε πολλά μουσικά έργα. Πέθανε το 1748. Ο δεύτερος είχε παρόμοια σταδιοδρομία και συνέθεσε κι αυτός πολλά μουσικά κομμάτια.
Ο πρώτος, για να συμπληρώσει τις σπουδές του στη μουσική πήγε στο Άγιον Όρος. Συνέγραψε μάλιστα και μικρό εγχειρίδιο μουσικής και συνέθεσε πολλά μουσικά έργα. Πέθανε το 1748. Ο δεύτερος είχε παρόμοια σταδιοδρομία και συνέθεσε κι αυτός πολλά μουσικά κομμάτια.
Την ανάπτυξη της παιδείας με την ίδρυση σχολείων και την προσφορά χρημάτων, βοήθησαν και οι τρεις μεγάλοι τραπεζικοί οίκοι της Τραπεζούντας: του Γ. Καπαγιαννίδη, των αδελφών Φωστηροπούλου και Αδάμ Θεοφυλάκτου, και του Α. Λεοντίδου.
Στις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχε στην Τραπεζούντα μια Επιτροπή «επί των έξω σχολείων», που αργότερα μετονομάστηκε «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ξενοφών», ο οποίος φρόντιζε για τα σχολεία των χωριών.
Ωστόσο, και από μόνα τους τα χωριά φιλοδοξούσαν να έχουν το σχολείο τους δίπλα στην εκκλησία. Έτσι, στις αρχές του 19ου αιώνα βλέπουμε σ’ όλα τα χωριά του Πόντου αδελφωμένα τα δύο ιδρύματα, το σχολείο και την εκκλησία, μέσα στην ίδια αυλή.
Τα μικρά χωριά είχαν τετρατάξιο δημοτικό σχολείο, τα μεγαλύτερα είχαν σχολαρχείο, οι κωμοπόλεις, όπως π.χ. τα Σούρμενα, ημιγυμνάσιο και οι πόλεις εξατάξια Φροντιστήρια, όπως η Τραπεζούντα, η Αργυρούπολη και η Κερασούντα.
Στα Κοτύωρα (Ορντού) υπήρχε η Ψωμιάδειος σχολή, που ήταν πλήρες εξατάξιο γυμνάσιο, ενώ στην Σαμψούντα, από το 1866 υπήρχε αλληλοδιδακτικό δημοτικό σχολείο, που στα 1876 έγινε πλήρες δημοτικό αρρένων, με χωριστό παρθεναγωγείο για τα κορίτσια, ενώ στα 1896 αναφέρονται δύο σχολεία αρρένων και ένα παρθεναγωγείο.
Το 1901 έχουμε στην πόλη Αστική Σχολή με 7 τάξεις: 4 δημοτικού και 3 σχολαρχείου, και το 1905 προστίθεται και το Τσινέκειο νηπιαγωγείο. Τέλος, το 1914 αναφέρεται ένα Γυμνάσιο στην πόλη και 88 σχολεία στην περιφέρεια με 111 δασκάλους.
Ωστόσο, και από μόνα τους τα χωριά φιλοδοξούσαν να έχουν το σχολείο τους δίπλα στην εκκλησία. Έτσι, στις αρχές του 19ου αιώνα βλέπουμε σ’ όλα τα χωριά του Πόντου αδελφωμένα τα δύο ιδρύματα, το σχολείο και την εκκλησία, μέσα στην ίδια αυλή.
Τα μικρά χωριά είχαν τετρατάξιο δημοτικό σχολείο, τα μεγαλύτερα είχαν σχολαρχείο, οι κωμοπόλεις, όπως π.χ. τα Σούρμενα, ημιγυμνάσιο και οι πόλεις εξατάξια Φροντιστήρια, όπως η Τραπεζούντα, η Αργυρούπολη και η Κερασούντα.
Στα Κοτύωρα (Ορντού) υπήρχε η Ψωμιάδειος σχολή, που ήταν πλήρες εξατάξιο γυμνάσιο, ενώ στην Σαμψούντα, από το 1866 υπήρχε αλληλοδιδακτικό δημοτικό σχολείο, που στα 1876 έγινε πλήρες δημοτικό αρρένων, με χωριστό παρθεναγωγείο για τα κορίτσια, ενώ στα 1896 αναφέρονται δύο σχολεία αρρένων και ένα παρθεναγωγείο.
Το 1901 έχουμε στην πόλη Αστική Σχολή με 7 τάξεις: 4 δημοτικού και 3 σχολαρχείου, και το 1905 προστίθεται και το Τσινέκειο νηπιαγωγείο. Τέλος, το 1914 αναφέρεται ένα Γυμνάσιο στην πόλη και 88 σχολεία στην περιφέρεια με 111 δασκάλους.
Ανάλογα σχολεία υπήρχαν και σ’ άλλες περιφέρειες, έτσι που ο Πόντος να θεωρείται ότι βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της εκπαιδευτικής ανάπτυξης του Ελληνισμού, ελεύθερου και αλύτρωτου.
Η λειτουργία σχολείου στον Πόντο είχε γίνει μια βασική, οργανική ανάγκη, ακόμα και για το πιο μικρό και απομακρυσμένο ελληνικό χωριό. Το «ούκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος», για τους Πόντιους ήταν νόμος. Ο Χρύσανθος αναφέρει ένα χαρακτηρισιικό περιστατικό:
Οι πρόσφυγες του μικρού χωριού Ουζ’ της Τραπεζούντας, όταν γύρισαν στο ερημωμένο χωριό τους το 1918, και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό, μόλις πέρασαν δεκαπέντε μέρες, και ενώ ακόμα βροντούσαν τα ρωσικά και τουρκικά κανόνια στην περιοχή και γενικά ο πόλεμος μαινόταν ανάμεσα στους Ρώσους που έφευγαν και στους Τούρκους που έρχονταν πίσω, στα μέρη τους, έστειλαν στη μητρόπολη μια επιτροπή για να ζητήσει δάσκαλο για το χωριό τους. Η επιτροπή παρουσιάστηκε στη μητρόπολη, στις διάφορες επιτροπές και δε γύρισε στο χωριό, παρά μόνο όταν βρέθηκε ο δάσκαλος.
Η λειτουργία σχολείου στον Πόντο είχε γίνει μια βασική, οργανική ανάγκη, ακόμα και για το πιο μικρό και απομακρυσμένο ελληνικό χωριό. Το «ούκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος», για τους Πόντιους ήταν νόμος. Ο Χρύσανθος αναφέρει ένα χαρακτηρισιικό περιστατικό:
Οι πρόσφυγες του μικρού χωριού Ουζ’ της Τραπεζούντας, όταν γύρισαν στο ερημωμένο χωριό τους το 1918, και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό, μόλις πέρασαν δεκαπέντε μέρες, και ενώ ακόμα βροντούσαν τα ρωσικά και τουρκικά κανόνια στην περιοχή και γενικά ο πόλεμος μαινόταν ανάμεσα στους Ρώσους που έφευγαν και στους Τούρκους που έρχονταν πίσω, στα μέρη τους, έστειλαν στη μητρόπολη μια επιτροπή για να ζητήσει δάσκαλο για το χωριό τους. Η επιτροπή παρουσιάστηκε στη μητρόπολη, στις διάφορες επιτροπές και δε γύρισε στο χωριό, παρά μόνο όταν βρέθηκε ο δάσκαλος.
Στην Τραπεζούντα πάλι, λόγω του πλήθους των μαθητών του Φροντιστηρίου, λειτουργούσαν ουσιαστικά μέσα στο ίδιο, μεγαλόπρεπο κτίριο, δύο Γυμνάσια, γιατί κάθε τάξη είχε δυο τμήματα.
Εκτός από το Φροντιστήριο, στην Τραπεζούντα υπήρχε και εμπορική σχολή. Επίσης, λειτουργούσε στην πόλη και ένα είδος Διδασκαλείου, όπου φοιτούσαν και καταρτίζονταν όσοι ήθελαν να επιδοθούν στο διδασκαλικό έργο.
Ελληνικό Σχολείο Πάφρας |
Εκτός από το Φροντιστήριο, στην Τραπεζούντα υπήρχε και εμπορική σχολή. Επίσης, λειτουργούσε στην πόλη και ένα είδος Διδασκαλείου, όπου φοιτούσαν και καταρτίζονταν όσοι ήθελαν να επιδοθούν στο διδασκαλικό έργο.
Έτσι, από την Τραπεζούντα εξορμούσαν οι δάσκαλοι που θα επάνδρωναν όλα τα δημοτικά σχολεία των ελληνικών κοινοτήτων στην Τουρκία, Ρωσία, Καύκασο και Ρουμανία.
Και αντίστροφα, στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας συνέρρεαν Έλληνες μαθητές από όλα τα μέρη του Πόντου, της Τουρκίας και της Ρωσίας, για να σπουδάσουν.
Και αντίστροφα, στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας συνέρρεαν Έλληνες μαθητές από όλα τα μέρη του Πόντου, της Τουρκίας και της Ρωσίας, για να σπουδάσουν.
Από το Φροντιστήριο εξάλλου έφευγαν και οι απόφοιτοι που είχαν σπουδάσει ειδικά για να γίνουν παπάδες. Με πλήρη κατάρτιση στο λειτούργημά τους, πήγαιναν στα χωριά και επάνδρωναν τις εκκλησίες.
Κοντά στο Φροντιστήριο λειτουργούσε και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, που περιλάμβανε και τρεις τάξεις τετραταξίου Γυμνασίου. Επίσης, υπήρχε το Θεοφυλάκτειο νηπιαγωγείο και τα Παυλίδεια εκπαιδευτήρια. Ένα είδος τεχνικού ή επαγγελματικού σχολείου για τα κορίτσια αποτελούσε το Εργαστήριο κοπτικής και κεντημάτων που είχε ιδρύσει ο σύλλογος γυναικών «Μέριμνα Ποντίων Κυριών» και στο οποίο εκπαιδεύονταν και δούλευαν οι τρόφιες, με αμοιβή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου