1905: Θερισμός σην Σαντά |
Το ψωμί γινόταν ή από σιτάρι (καθαρόν ψωμίν) ή από σίκαλη (τσσιαβταρένεν) ή από μείγμα τους και αν μεν το σιτάρι ήταν περισσότερο από τη σίκαλη, ονομαζόταν τσσιονκιασμιά ,αν η σίκαλη ήταν περισσότερη, ονομαζόταν σαρπάσσ.
Αν από απροσεξία της νοικοκυράς περίσσευε ζυμάρι, το έκαναν λεπτά φύλλα και το τοποθετούσαν επάνω στα ψωμιά, αφού όμως μισοψήνονταν και έπαιρναν χρώμα καστανό (εχροιάσκουσαν).
Εκείνη που ζύμωνε θεωρούσε υποχρέωσή της να δώσει χουλέν (ζεστό) ψωμί στους κοντινούς γειτόνους και στους παρευρισκομένους την ώρα πού έβγαζε τα ψωμιά από το φούρνο.
Από καλαμπόκι δεν έκαναν ψωμί, παρά μόνο μερικές φορές έκαναν τσουπαδένια λαβάσσια (φουρνόπιτες) ή μικρά τσουπαδένια ψωμία (κολόθια). Το επάνω μέρος τού ψωμιού λεγόταν απανωκέρετσον, το κάτω αφκακέρετσον, οι άκρες καθία και η ψίχα απολάδ.
Υπήρχε η πρόληψη ότι όποιος αγαπούσε τ’ απανωκέρετσον, αγαπούσε περισσότερο τον πατέρα του, όποιος αγαπούσε τ’ αφκακέρετσον, αγαπούσε πιο πολύ τη μάνα του και οποίος τ' απολάδ, αγαπούσε τ' αδέλφια του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου