Στη Νέα Ρωσία η Οδησσός, ασφαλώς, αποτέλεσε τον σημαντικότερο πόλο συγκέντρωσης του ομογενειακού Ελληνισμού. Το 1795, αμέσως δηλαδή μετά την εγκατάσταση τους στην πόλη, οι Έλληνες συνιστούσαν το 10% του συνολικού αριθμού των κατοίκων (224 άτομα στους 2.349 κατοίκους).
Σε έναν πληθυσμό που παρουσίαζε σταθερά αυξητική τάση, οι Έλληνες ομογενείς αν και δεν συγκροτούσαν παρά μια μικρή στο μέγεθος μειονότητα, το ποσοστό της οποίας κυμάνθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα σε 5-10% επί του συνόλου, κατείχαν την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στους μεγαλέμπορους. Άλλωστε, ελάχιστοι Έλληνες πάροικοι ασχολήθηκαν με άλλους τομείς της τοπικής οικονομίας, για παράδειγμα με την αγροτική παραγωγή.
Η δύναμη των ελληνικών εμπορικών οίκων σημάδεψε ασφαλώς την πορεία και εξέλιξη του ομογενειακού Ελληνισμού της Οδησσού. Η επιτυχία των εμπορικών οίκων έκρυβε πίσω της ένα κλειδί: ήταν η οργάνωση ισχυρών και εκτεταμένων εμπορικών δικτύων, που αγκάλιαζαν ολόκληρη τη Μεσόγειο, σε κάποιες περιπτώσεις, όπως του οίκου των Ράλλη-δων, έφτανε μέχρι την Ινδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αξίζει να αναφέρουμε επιγραμματικά τα συστατικά στοιχεία των εμπορικών δικτυώσεων που σχημάτισαν οι Έλληνες ομογενείς στις παροικίες του εξωτερικού, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται σε περίοπτη θέση οι ομογενείς έμποροι της Νότιας Ρωσίας. Στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν καλύτερα στις εμπορικές ανταλλαγές, οι έμποροι των παροικιών συνέλαβαν και εφάρμοσαν ένα μοντέλο εμπορικής επιχείρησης, που είχε ως άξονα ένα κεντρικό εμπορικό κατάστημα και ορισμένα υποκαταστήματα στις εμπορικές πόλεις.
Η Οδησσός και άλλα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας (Νικολάιεφ, Ταϊγάνιο, Ροστόφ, Μπερντιάνσκ, Μαριούπολη) ήταν τα ακραία σημεία αυτού του δικτύου, αφού ήταν οι πόλεις-προμηθεύτριες με το βασικότερο και επικρατέστερο είδος των εμπορικών συναλλαγών στη διάρκεια του 19ου αιώνα, τα σιτηρά.
Από εδώ απέπλεαν πλοία με ελληνική σημαία, ιστιοφόρα στην αρχή, φορτηγά ατμόπλοια προς το τέλος του αιώνα, ναυλωμένα από Έλληνες μεγαλεμπόρους της Οδησσού και των υπόλοιπων λιμανιών με προορισμό κάποιο δυτικό λιμάνι.
Τα υποκαταστήματα που ήταν εγκατεστημένα στη Δύση, ήταν επιφορτισμένα με την πώληση του εμπορεύματος, εννοείται στην πιο συμφέρουσα τιμή, γι’ αυτό και ο τελικός προορισμός του πλοίου σπάνια ήταν γνωστός πριν από την εκκίνηση του φορτίου από την Οδησσό.
Συνήθως, στη διάρκεια του ταξιδιού, όσο το πλοίο βρισκόταν στις θάλασσες της Μεσογείου, γινόταν η πώληση του φορτίου με βάση δείγματα της ποιότητας που είχαν διακινηθεί με τις χερσαίες επικοινωνίες. Η διανομή των κερδών, αλλά και η επιβάρυνση των ζημιών γινόταν ανάμεσα στους διευθυντές των υποκαταστημάτων με βάση προκαθορισμένες συμφωνίες, στοιχεία του καταστατικού των εμπορικών οίκων.
Είναι σκόπιμο να υπογραμμίσουμε τον κομβικό ρόλο των Ελλήνων εμπόρων της Οδησσού, όπως και εκείνων στα άλλα εμπορικά λιμάνια του ρωσικού νότου. Πέρα από το ότι διηύθυναν ένα εμπορικό κατάστημα ιδιάζουσας σημασίας, αφού ήταν αυτό που έστελνε τις προμήθειες των σιτηρών στο εξωτερικό, είχαν επιπλέον την ευθύνη να αγοράσουν το προϊόν από τους παραγωγούς της ενδοχώρας, να επιλέγουν την καλύτερη ποιότητα στη χαμηλότερη δυνατή τιμή.
Επίσης, είχαν την ευθύνη να ναυλώσουν ασφαλές σκάφος με έμπειρο καπετάνιο ανάμεσα στο πλήθος που σύχναζαν στη ράδα της Οδησσού και ανέμεναν υπομονετικά κάποιον έμπορο για ναύλο. Ο χαμηλός ναύλος, η ασφάλιση του φορτίου, ακόμη και η φόρτωση του εμπορεύματος πάνω στο σκάφος γινόταν υπό την άμεση εποπτεία του Έλληνα μεγαλέμπορου της Οδησσού.
Όλα τούτα διαμόρφωσαν στους ομογενείς εκείνα τα στοιχεία που, όπως προαναφέραμε, προκαλούσαν τον θαυμασμό των συγχρόνων τους: γνώση της ρωσικής γλώσσας, ανάπτυξη γνωριμιών με τους παραγωγούς της ενδοχώρας για καλή διαπραγμάτευση των τιμών, σχέσεις με τους κατόχους των μεταφορικών μέσων (τροχήλατων αμαξιών και ποταμόπλοιων) για την απρόσκοπτη μετακίνηση των προϊόντων από τους τόπους συλλογής των παραγωγών επαρχιών, γνώση του συστήματος των συναλλαγών και των πιστώσεων.
Στα καταστήματα των Ελλήνων της Οδησσού διοχετεύονταν αξιόπιστες και ακριβείς πληροφορίες για την κατάσταση των συναλλαγών στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Η εμπορική αλληλογραφία ήταν η ασφαλής διαδικασία για τη μετάδοση της ενημέρωσης. Ο μεγαλέμπορος επιλαμβανόταν ο ίδιος της αλληλογραφίας του καταστήματος, πολλές φορές ήταν αυτός που έγραφε τις επιστολές προς τους ανταποκριτές και τους συνεργάτες του.
Σε άλλες περιπτώσεις, όταν υπήρχε πληθώρα προσωπικού ή όταν οι προσωπικές ασχολίες τον εμπόδιζαν, ο έμπορος υπαγόρευε το περιεχόμενο των επιστολών προς τον νεαρό γραμματικό, κάποιο Ελληνόπουλο μαθητευόμενο στο μαγαζί. Πρέπει σ’ αυτό το σημείο να υπογραμμίσουμε ότι ο χώρος του εμπορικού καταστήματος ήταν το καλύτερο σχολείο στην εκπαίδευση των νέων που προορίζονταν να ασχοληθούν στις εμπορικές επιχειρήσεις. Διότι οι νεαροί μάθαιναν τις τεχνικές του εμπορίου δίπλα σε προικισμένους και πολύπειρους συμπατριώτες τους και αυτό ήταν ασφαλής όρος για τη δική τους πρόοδο στο μέλλον, όταν θα γίνονταν οι ίδιοι αφεντικά σε εμπορικά καταστήματα. Αυτό συνέβηκε χαρακτηριστικά με τον Βαλλιάνο που βρέθηκε στον οίκο του Αυγερινού στο Ταϊγάνιο.
Η αποδοχή του νεαρού από τον μεγαλέμπορο δεν ήταν μια απλή πράξη. Συνήθως τους συνέδεε η κοινή καταγωγή, πολλές φορές ακόμη και η συγγένεια. Το παράδειγμα των εμπόρων από τη Χίο είναι απόλυτα πειστικό ως προς αυτό. Οι Χιώτες διακρίνονταν για την αλληλοϋποστήριξη και το υψηλό συνεργατικό πνεύμα στις μεταξύ τους σχέσεις. Καταγωγή από τη Χίο και μία συστατική επιστολή από κάποιο κοινό φίλο, ήταν απαραίτητα διαπιστευτήρια που έπρεπε να συνοδεύουν τον νεαρό φιλόδοξο έμπορο στην επαφή του με τον ισχυρό έμπορο της Οδησσού.
Η πρώτη γνωριμία, η αρχική συζήτηση, ήταν αρκετές στον τελευταίο, ώστε να μορφώσει γνώμη για τις ικανότητες και τον φιλοπρόοδο χαρακτήρα του νέου. Αυτό που μέτραγε ήταν η σεμνότητα, η συστολή, ο σεβασμός. Στην πορεία, ο νεαρός όφειλε να αποδείξει ότι τον διακατείχαν αισθήματα ειλικρίνειας, αλτρουισμού, αφοσίωσης και σεβασμού.
Καλύτερη απόδειξη είναι η αφήγηση του Δημητρίου Βικέλα στις προσωπικές αναμνήσεις του που έχουν δημοσιευθεί στο έργο του Η Ζωή μου. Ο Βικέλας βρέθηκε στην Οδησσό το 1852, όπου έμαθε την τεχνική του εμπορίου στο κατάστημα, που διατηρούσε ο πατέρας του Εμμανουήλ.
«Ελάμβανα μαθήματα Γαλλικής, ήρχισα δε μετ' ολίγον και τα Αγγλικά. Κύρια όμως φροντίς του πατρός μου ήτο η εμπορική μου εκπαίδευσις. Όσας ώρας της ημέρας δεν απησχόλει η εκμάθησις των δύο γλωσσών, διηρχόμην εις το γραφείον, αντιγράφων εμπορικάς επιστολάς. Ταυτοχρόνως ήρχισα να διδάσκομαι πρακτικώς και την διπλογραφίαν, κρατών τίνα των Κατάστιχων, υπό τας οδηγίας και την επίβλεψιν του συνεταίρου του πατρός μου, ειδικού περί τα τοιαύτα».
Ας γυρίσουμε στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, στη φάση, δηλαδή, στην οποία συγκροτήθηκε η ισχυρή εμπορική κοινότητα στην Οδησσό. Ο Λόγιος Ερμής, περιοδικό εκδιδόμενο στη Βιέννη, περιοδικό στην υπηρεσία των Ελλήνων διαφωτιστών, ανέλαβε να υποστηρίξει την εμπορική κοινωνία της Οδησσού.
Από τις στήλες του Λογίου Ερμή (Παράρτημα Ιουνίου 1817) ένας ανώνυμος Οδησσινός έμπορος έσπευσε να απαντήσει σε ισχυρισμούς "Γραικού τινός εκ Συμφερουπόλεως της εν Ταυρίδι". Το κείμενο είναι απολαυστικό και αποκαλυπτικό των συνθηκών διαβίωσης των Ελλήνων παροίκων της Οδησσού, όσο και των εμπορικών ηθών και νοοτροπιών. Καταρχήν αναφέρεται στην υψηλή επίδοση των ομογενών στις εμπορικές επιχειρήσεις, που τους κάνει να ξεχωρίζουν έναντι των αλλοεθνών παροίκων. Είναι το εμπόριο που θα οδηγήσει τους Έλληνες στην ευημερία, που θα τους κάνει ζηλευτούς ανάμεσα στους αλλοεθνείς πάροικους.
— «...να συλλογισθή, ότι κατά την εποχήν εκείνην, καιθ’ ην ήλθαν διάφοροι Γραικοί να κατοικήσωσιν εις την Οδέσσαν, ελθόντες και πολλοί Γερμανοί, και κατοικήσαντες οι μεν εις τα χωρία, οι δε εις τα έσω αυτής, δεν έδειξαν καμμίαν πρόοδον ούτε εις τας τέχνας, ούτε εις την Γεωργικήν, καθώς οι γείτονες των Γραικοί και Βούλγαροι, αλλ’ ούτε εις το εμπόριον διόλου, εν ω οι Γραικοί επέδωκαν τόσον».
Παρακάτω ο αρθρογράφος αναφέρεται στις τεχνικές του εμπορίου και στους μεσάζοντες, τους απαραίτητους στις διαπραγματεύσεις των αγοραπωλησιών. Ένας εμπορικός οίκος στήριζε την ευοίωνη προοπτική του στους άξιους συνεργάτες του, στους ικανούς ανταποκριτές του στους τόπους παραγωγής και στις αγορές, στην τεχνογνωσία των εμπορικών πρακτικών της εποχής, στη σύγχρονη οργάνωση του οίκου. Στην πρώιμη φάση της ανάπτυξης των ελληνικών εμπορικών οίκων της Οδησσού χρησίμευσε πολύ η εμπειρία των εμπόρων που είχαν έλθει από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, τόπους με πολύχρονη παράδοση στις εμπορικές συναλλαγές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
—«...εκτός τούτου ήσαν εδώ Κωνσταντινουπολίται και Σμυρναίοι, εις των οποίων τους τόπους είναι προ πολλών χρόνων με τάξιν και δύναμιν οι λογάδες· προσέτι ήσαν εδώ τότε και πραγματευταί, οίτινες διέτριψαν ικανούς χρόνους εις των Φράγκων τας ευνομουμένας πόλεις, και ήξεραν εντελώς τον σχηματισμόν της απλώς λεγομένης Δεπουτατζιόνες.
Τοιούτοι άρα όντες οι τότε Γραικοί δεν είχαν επομένως ένδειαν ειδήσεως και ικανότητος εις το να συστήσωσι τα καλά χωρίς των αλλογενών την συνδρομήν... Από τους εδώ Γραικούς πραγματευτάς οι περισσότεροι ηξεύρουν τα Ιταλικά, πολλοί δε άλλοι τα Ρωσσικά, και πολλοί άλλοι τα Γερμανικά και Γαλλικά, εκτός τινών, οίτινες είναι με τρεις και τεσσάρας ξένας γλώσσας· διό απατάται ο συγγραφεύς εις την περί των Οδησσινών κρίσιν, ότι δεν καταλαμβάνουν ούτε τα λεγάμενα ούτε τα προβαλλόμενα, επιστρέφοντες άπρακτοι».
Το κείμενο είναι διαφωτιστικό για τις πρώτες δυσκολίες που συνάντησαν οι ομογενείς στην εγκατάστασή τους, όσο και για την ανυπαρξία οποιοσδήποτε υποδομής. Πράγματι, ο Γάλλος έμπορος Anthoine που πέρασε από την Οδησσό στις αρχές του αιώνα επισήμανε την απουσία δημοσίων έργων που θα υποβοηθούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου και των θαλάσσιων μεταφορών.
-«Μετά την ειρήνην του 1792, μόλις είχεν επικυρωθή η απόκτησις των εν Οδέσση τόπων. Κατά το 1796 η αείμνηστος Μεγάλη Αικατερίνη η Δευτέρα ωνόμασε τας εδώ τότε Καλύβας ή τον τόπον, Οδέσσαν, χαρίζουσα εις αυτήν διάφορα προνόμια, άτινα επέσυραν εγκατοίκους και το εμπόριον.
Μετά ταύτα, μέχρι της στέψεως του Αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του πρώτου, αι περιστάσεις, οι σκοποί ή τα μέσα της Διοικήσεως της δεν εστάλη σαν τόσον βοηθητικά εις την Οδέσσαν, η οποία κατ’ εκείνους τους χρόνους, αντί να αυξήση, ηναγκάσθη να οπισδοποδίση, εκτός ενός λιμένος, ως αναγκαιοτάτου εις παραθαλάσσιαν χωραν, όστις εζητήθη και εσυγχωρήθη εις τους Γραικούς να αρχισθή».
Στη συνέχεια, μνημονεύεται η εξέλιξη που είχε το εμπόριο της Οδησσού στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Οι Ναπολεόντιοι Πόλεμοι (1793-1815) επέφεραν διακυμάνσεις στο ευρωπαϊκό εμπόριο και ιδιαίτερα σ’ αυτό της Οδησσού.Πτώση των εμπορικών ανταλλαγών με ταυτόχρονη μείωση των κερδών αλλά και άνοδος των αγοραπωλησιών και κερδοσκοπία ακολουθούσαν η μία φάση την άλλη .
Κοντά στις περιπέτειες των εχθροπραξιών που επιδρούσαν στο εμπόριο, και η πανώλη, επιδημική ασθένεια που η εμφάνιση της έσπειρε τον τρόμο όχι μόνο στους κατοίκους της Οδησσού, αλλά και νοτιότερα στην Κωνσταντινούπολη και τη Βαλκανική Χερσόνησο. Η εξάπλωση της δεν συνιστούσε μόνο κίνδυνο θανάτου για χιλιάδες κατοίκους, αλλά σήμαι-νε και την παύση των εμπορικών ανταλλαγών, αφού ο φόβος για μετάδοση της επιδημίας μέσω των εμπορευμάτων δεν ήταν καθόλου αδικαιολόγητος.
Ωστόσο, το τέλος του πολέμου το 1815 βρήκε τους ελληνικούς εμπορικούς οίκους σε πλήρη άνθηση και από κοινού οι επικεφαλής των καταστημάτων έθεταν τις υποδομές για την ευημερία της ελληνικής παροικίας.
Συνεταιρικά ασφαλιστικά καταστήματα μετοχικού χαρακτήρα, τραπεζικό γραφείο για δανεισμό και ανταλλαγές νόμισμά των, οικονομική συνδρομή στη λειτουργία της Ελληνεμπορικής Σχολής, εκπαιδευτικού ιδρύματος για τη μετάδοση των Φώτων, αλλά και την εκπαίδευση των νεοελλήνων στο σύγχρονο εμπόριο.
— «Τοιαύτη έμεινεν η Οδέσσα μέχρι του έτους 1801, ότε η ειρήνη της Λυνεβίλ, καθησυχάζουσα την Ευρώπην, καθησύχασε και τον πόλεμον μεταξύ Ρωσσίας και Αγγλίας.
Μετέπειτα άρχισε βαθμηδόν η αύξησις του εμπορίου της Οδέσσης, της καλλιέργειας των πέριξ πλησίων τόπων της, και αυτής της ιδίας. Πλην αύτη η αύξησις, οποιασδήποτε φύσεως και αν ήτον, μόλις εξαρκούσε τα χρειασθέντα τέσσαρα χρόνια προς οικοδομήν Εκκλησιών, Οσπιτίων και Μαγαζιών διά την κατάθεσιν των πραγματειών, τουτέστι προς τα αναγκαιότατα.
Μετά ταύτα ηκολούθησεν ο πόλεμος μεταξύ Τουρκίας και Ρωσσίας, όστις αν και δεν εζημίωσε γενικώς την Οδέσσαν έως ότου επεκράτησεν, ήγουν έως του 1812, όμως ούτε την ωφέλησε γενικώς, ει μη μερικώς, εξ αιτίας των χειροτεχνημάτων, οπού επερνούσαν από εδώ εις την Τουρκίαν, όθεν επερνούσαν πάλιν πραγματείαι εις την Βλαχίαν και Γερμανίαν και Ρωσσίαν.
Πλην άλλο κακόν χειρότερον του πολέμου επεσυνέβη τω 1812, τουτέστιν η Πανώλης νόσος, ήτις, εκτός οπού εσήκωσε τα προτητερινά κέρδη, ηφάνισε και τα Κεφάλαια, ώστε κατά πρώτην φοράν εις τα 1813 έγιναν εις Οδέσσαν αρκεταί χρεωκοπίαι (φαλλιμέντα), όχι μόνον διά την ρηθείσαν επιδημικήν ζημίαν, αλλά και δια τας καείσας εις Μόσχαν των Οδησσινών πραγματείας, και διά τας λοιπάς κλεισδείσας εδώ πολύν καιρόν, μη δεχομέ-νας εις το εσώτερον δια την υποψίαν ότι ημπορούσαν να είναι μολυσμέναι. Λοιπόν μόνον μετά το 1813 ή κατά το 1814 ημπορούν να είπωσιν οι Οδησσινοί Γραικοί, ότι άρχισαν να χαίρωνται τακτικόν εμπόριον, το οποίον επειδή ήτον και επικερδέστατον, μάλιστα κατά το 1815 και 1816, δεν άφησαν κατ' αυτούς τούτους τους χρόνους την ευκαιρίαν του να συστήσωσι κατά μεν το 1814 και 1815 τα επωφελή συστήματα των Γραικών Ασφαλιστών και το Εμπορικών Δανείων Κιβώτιον (Banca) κατά δε το 1816 και 1817 την Εταιρείαν των Ηνωμένων Ασφαλιστών Γραικών, αξιόλογον τόσον διά την ομόνοιαν των μελών της, όσον και διά την μεγάλην και αξιέπαινον αυτών συνεισφοράν εις το Οδησσινόν Ελληνικόν Σχολείον, το οποίον θέλει λαμβάνει παρ’ αυτής 30% τον χρόνον εκ του κέρδους της».
Το προβάδισμα των Ελλήνων στις εμπορικές επιχειρήσεις είναι πέραν κάθε αμφιβολίας. Η υπεροχή τους έχει σχέση με την εδραίωση δεσμών με τους εγχώριους παραγωγούς. Οι ακριβείς εκτιμήσεις για το εύρος και τον όγκο της επερχόμενης παραγωγής των σιτηρών, η πρόβλεψη των τιμών στις πιάτσες της Μεσογείου, ήταν ορισμένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των Ελλήνων εμπορευόμενων της Οδησσού σε σχέση με αλλοεθνείς ανταγωνιστές.
Παράλληλα το εύρος των αγορών προώθησης των εμπορευμάτων που κάλυπτε, πλέον, όχι μόνο την Κωνσταντινούπολη και τα νησιά του Αιγαίου, αλλά και την απόμακρη Δυτική Μεσόγειο, εξασφάλιζε εναλλακτικές δυνατότητες απορρόφησης των σιτηρών στις εξωτερικές αγορές.
Και στο τέλος τα κέρδη των ομογενών εμπόρων επέστρεφαν στην Οδησσό. Είτε επεκτείνοντας τις εμπορικές επιχειρήσεις, είτε κατασκευάζοντας ακίνητα, οικίες και μαγαζιά, είτε με τη μορφή δωρεών στα ιδρύματα της Οδησσού, τα κέρδη των Ελλήνων από το εμπόριο «έμεναν» στην πόλη, συνεισφορά σε τελική ανάλυση στην ευημερία της νέας πατρίδας.
—«Το εμπόριον διατηρείται από τους Γραικούς, διότι αυτοί προ πάντων μετέρχονται αυτό επιμελώς και επικερδώς, εις μεν τα έσω του Βασιλείου, κάμνοντες διαφόρους σκοπήσεις (Σπεκουλατζιόνας), εμπορευόμενοι και τιμώντες τα εγχώρια προϊόντα, και ούτω φέροντες κέρδος εις τους εγκατοίκους του εσωτερικού Βασιλείου, είτα διασώζοντες την τιμήν των προϊόντων εις την Οδέσσαν, όπου τα πωλούσιν, αν είναι η τιμή μεγάλη, και όπου επομένως μένει το κέρδος- εις δε τα έξω, φέροντες το πράγμα εις Κωνσταντινούπολη, και έπειτα περαιτέρω εις Ιταλίαν, Γαλλίαν, Ισπανίαν, όπου συμφέρει, εις τρόπον ότι το πανταχόθεν επισωρευόμενον κέρδος, ως φερόμενον πάλιν παρά των εδώ κατοίκων, είναι κέρδος της πολιτείας».
Επιπλέον, οι έμποροι δεν αρκέστηκαν στο εμπόριο με τη στενή έννοια. Επεξέτειναν τις επιχειρήσεις τους σε συμπληρωματικές εργασίες για να ενισχύσουν την εξαγωγική δραστηριότητα των σιτηρών. Η πλοιοκτησία απέβη μια επιλογή αυτού του είδους. Οι Έλληνες έφτιαξαν ιστιοφόρα σκάφη, ικανά να πλεύσουν στον Εύξεινο και το Αρχιπέλαγος, κατάλληλα γ ια τη φόρτωση σιτηρών.
«Συνέβη προς τούτοις, ότι εις το διάστημα τούτων των ολίγων χρόνων απέκτησαν, ως προς την χωράν και την ολιγότητα του καιρού, αρκετά, ή δια να είπω καλύτερα μεγάλον αριθμόν εμπορικών πλοίων, άτινα χρησιμεύουν τα μέγιστα εις το εμπόριον, μάλιστα όταν πρόκειται να πωληθώσιν αί πραγματείαι αυτών εις Κωνσταντινούπολη, όπου αποθήκαι (Μαγαζιά) ελλείπουν διά σιτάρια».
Ο τομέας που οι Έλληνες κρατούσαν τα σκήπτρα από τους ξένους ανταγωνιστές εμπόρους της Οδησσού ήταν οι εισαγωγές. Εκμεταλλεύτηκαν την προέλευσή τους από την τουρκική επικράτεια και τις στενές σχέσεις με συμπατριώτες τους εμπόρους στον ελλαδικό χώρο και το Αιγαίο. Εισάγοντας προϊόντα της τοπικής παραγωγής, όπως ξερά φρούτα, εσπεριδοειδή, κρασί, ρακί, εξασφάλιζαν ένα γερό εισόδημα, που αντιστάθμιζε τις κακές συγκυρίες στο εμπόριο των σιτηρών.
-«Εισάγονται εις το Βασίλειον πάλιν από αυτούς πολλόταται της Τουρκίας πραγματείαι, διά τας οποίας τόσον συνεισφέρουν εις τα εισοδήματα του εδώ τελωνίου, ώστε τα κατάστιχα αυτού φέρουν το όνομα των εισαγόντων τας πραγματείας Γραικών εις το όνομα των Οικοκυρίων εδώ κατοικούντων Γραικών».
Σε έναν πληθυσμό που παρουσίαζε σταθερά αυξητική τάση, οι Έλληνες ομογενείς αν και δεν συγκροτούσαν παρά μια μικρή στο μέγεθος μειονότητα, το ποσοστό της οποίας κυμάνθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα σε 5-10% επί του συνόλου, κατείχαν την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στους μεγαλέμπορους. Άλλωστε, ελάχιστοι Έλληνες πάροικοι ασχολήθηκαν με άλλους τομείς της τοπικής οικονομίας, για παράδειγμα με την αγροτική παραγωγή.
Σχέδιο οικίας Λάζαρου Μαραγκόπουλου 1854 (Κρατικό Αρχείο Οδησσού) |
Η δύναμη των ελληνικών εμπορικών οίκων σημάδεψε ασφαλώς την πορεία και εξέλιξη του ομογενειακού Ελληνισμού της Οδησσού. Η επιτυχία των εμπορικών οίκων έκρυβε πίσω της ένα κλειδί: ήταν η οργάνωση ισχυρών και εκτεταμένων εμπορικών δικτύων, που αγκάλιαζαν ολόκληρη τη Μεσόγειο, σε κάποιες περιπτώσεις, όπως του οίκου των Ράλλη-δων, έφτανε μέχρι την Ινδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αξίζει να αναφέρουμε επιγραμματικά τα συστατικά στοιχεία των εμπορικών δικτυώσεων που σχημάτισαν οι Έλληνες ομογενείς στις παροικίες του εξωτερικού, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται σε περίοπτη θέση οι ομογενείς έμποροι της Νότιας Ρωσίας. Στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν καλύτερα στις εμπορικές ανταλλαγές, οι έμποροι των παροικιών συνέλαβαν και εφάρμοσαν ένα μοντέλο εμπορικής επιχείρησης, που είχε ως άξονα ένα κεντρικό εμπορικό κατάστημα και ορισμένα υποκαταστήματα στις εμπορικές πόλεις.
Η Οδησσός και άλλα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας (Νικολάιεφ, Ταϊγάνιο, Ροστόφ, Μπερντιάνσκ, Μαριούπολη) ήταν τα ακραία σημεία αυτού του δικτύου, αφού ήταν οι πόλεις-προμηθεύτριες με το βασικότερο και επικρατέστερο είδος των εμπορικών συναλλαγών στη διάρκεια του 19ου αιώνα, τα σιτηρά.
Από εδώ απέπλεαν πλοία με ελληνική σημαία, ιστιοφόρα στην αρχή, φορτηγά ατμόπλοια προς το τέλος του αιώνα, ναυλωμένα από Έλληνες μεγαλεμπόρους της Οδησσού και των υπόλοιπων λιμανιών με προορισμό κάποιο δυτικό λιμάνι.
Τα υποκαταστήματα που ήταν εγκατεστημένα στη Δύση, ήταν επιφορτισμένα με την πώληση του εμπορεύματος, εννοείται στην πιο συμφέρουσα τιμή, γι’ αυτό και ο τελικός προορισμός του πλοίου σπάνια ήταν γνωστός πριν από την εκκίνηση του φορτίου από την Οδησσό.
Συνήθως, στη διάρκεια του ταξιδιού, όσο το πλοίο βρισκόταν στις θάλασσες της Μεσογείου, γινόταν η πώληση του φορτίου με βάση δείγματα της ποιότητας που είχαν διακινηθεί με τις χερσαίες επικοινωνίες. Η διανομή των κερδών, αλλά και η επιβάρυνση των ζημιών γινόταν ανάμεσα στους διευθυντές των υποκαταστημάτων με βάση προκαθορισμένες συμφωνίες, στοιχεία του καταστατικού των εμπορικών οίκων.
Είναι σκόπιμο να υπογραμμίσουμε τον κομβικό ρόλο των Ελλήνων εμπόρων της Οδησσού, όπως και εκείνων στα άλλα εμπορικά λιμάνια του ρωσικού νότου. Πέρα από το ότι διηύθυναν ένα εμπορικό κατάστημα ιδιάζουσας σημασίας, αφού ήταν αυτό που έστελνε τις προμήθειες των σιτηρών στο εξωτερικό, είχαν επιπλέον την ευθύνη να αγοράσουν το προϊόν από τους παραγωγούς της ενδοχώρας, να επιλέγουν την καλύτερη ποιότητα στη χαμηλότερη δυνατή τιμή.
Επίσης, είχαν την ευθύνη να ναυλώσουν ασφαλές σκάφος με έμπειρο καπετάνιο ανάμεσα στο πλήθος που σύχναζαν στη ράδα της Οδησσού και ανέμεναν υπομονετικά κάποιον έμπορο για ναύλο. Ο χαμηλός ναύλος, η ασφάλιση του φορτίου, ακόμη και η φόρτωση του εμπορεύματος πάνω στο σκάφος γινόταν υπό την άμεση εποπτεία του Έλληνα μεγαλέμπορου της Οδησσού.
Όλα τούτα διαμόρφωσαν στους ομογενείς εκείνα τα στοιχεία που, όπως προαναφέραμε, προκαλούσαν τον θαυμασμό των συγχρόνων τους: γνώση της ρωσικής γλώσσας, ανάπτυξη γνωριμιών με τους παραγωγούς της ενδοχώρας για καλή διαπραγμάτευση των τιμών, σχέσεις με τους κατόχους των μεταφορικών μέσων (τροχήλατων αμαξιών και ποταμόπλοιων) για την απρόσκοπτη μετακίνηση των προϊόντων από τους τόπους συλλογής των παραγωγών επαρχιών, γνώση του συστήματος των συναλλαγών και των πιστώσεων.
Στα καταστήματα των Ελλήνων της Οδησσού διοχετεύονταν αξιόπιστες και ακριβείς πληροφορίες για την κατάσταση των συναλλαγών στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Η εμπορική αλληλογραφία ήταν η ασφαλής διαδικασία για τη μετάδοση της ενημέρωσης. Ο μεγαλέμπορος επιλαμβανόταν ο ίδιος της αλληλογραφίας του καταστήματος, πολλές φορές ήταν αυτός που έγραφε τις επιστολές προς τους ανταποκριτές και τους συνεργάτες του.
Σε άλλες περιπτώσεις, όταν υπήρχε πληθώρα προσωπικού ή όταν οι προσωπικές ασχολίες τον εμπόδιζαν, ο έμπορος υπαγόρευε το περιεχόμενο των επιστολών προς τον νεαρό γραμματικό, κάποιο Ελληνόπουλο μαθητευόμενο στο μαγαζί. Πρέπει σ’ αυτό το σημείο να υπογραμμίσουμε ότι ο χώρος του εμπορικού καταστήματος ήταν το καλύτερο σχολείο στην εκπαίδευση των νέων που προορίζονταν να ασχοληθούν στις εμπορικές επιχειρήσεις. Διότι οι νεαροί μάθαιναν τις τεχνικές του εμπορίου δίπλα σε προικισμένους και πολύπειρους συμπατριώτες τους και αυτό ήταν ασφαλής όρος για τη δική τους πρόοδο στο μέλλον, όταν θα γίνονταν οι ίδιοι αφεντικά σε εμπορικά καταστήματα. Αυτό συνέβηκε χαρακτηριστικά με τον Βαλλιάνο που βρέθηκε στον οίκο του Αυγερινού στο Ταϊγάνιο.
Η αποδοχή του νεαρού από τον μεγαλέμπορο δεν ήταν μια απλή πράξη. Συνήθως τους συνέδεε η κοινή καταγωγή, πολλές φορές ακόμη και η συγγένεια. Το παράδειγμα των εμπόρων από τη Χίο είναι απόλυτα πειστικό ως προς αυτό. Οι Χιώτες διακρίνονταν για την αλληλοϋποστήριξη και το υψηλό συνεργατικό πνεύμα στις μεταξύ τους σχέσεις. Καταγωγή από τη Χίο και μία συστατική επιστολή από κάποιο κοινό φίλο, ήταν απαραίτητα διαπιστευτήρια που έπρεπε να συνοδεύουν τον νεαρό φιλόδοξο έμπορο στην επαφή του με τον ισχυρό έμπορο της Οδησσού.
Η πρώτη γνωριμία, η αρχική συζήτηση, ήταν αρκετές στον τελευταίο, ώστε να μορφώσει γνώμη για τις ικανότητες και τον φιλοπρόοδο χαρακτήρα του νέου. Αυτό που μέτραγε ήταν η σεμνότητα, η συστολή, ο σεβασμός. Στην πορεία, ο νεαρός όφειλε να αποδείξει ότι τον διακατείχαν αισθήματα ειλικρίνειας, αλτρουισμού, αφοσίωσης και σεβασμού.
Καλύτερη απόδειξη είναι η αφήγηση του Δημητρίου Βικέλα στις προσωπικές αναμνήσεις του που έχουν δημοσιευθεί στο έργο του Η Ζωή μου. Ο Βικέλας βρέθηκε στην Οδησσό το 1852, όπου έμαθε την τεχνική του εμπορίου στο κατάστημα, που διατηρούσε ο πατέρας του Εμμανουήλ.
«Ελάμβανα μαθήματα Γαλλικής, ήρχισα δε μετ' ολίγον και τα Αγγλικά. Κύρια όμως φροντίς του πατρός μου ήτο η εμπορική μου εκπαίδευσις. Όσας ώρας της ημέρας δεν απησχόλει η εκμάθησις των δύο γλωσσών, διηρχόμην εις το γραφείον, αντιγράφων εμπορικάς επιστολάς. Ταυτοχρόνως ήρχισα να διδάσκομαι πρακτικώς και την διπλογραφίαν, κρατών τίνα των Κατάστιχων, υπό τας οδηγίας και την επίβλεψιν του συνεταίρου του πατρός μου, ειδικού περί τα τοιαύτα».
Αποπνικτική σκόνη, που σήκωναν οι βόρειοι άνεμοι το καλοκαίρι |
Ας γυρίσουμε στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, στη φάση, δηλαδή, στην οποία συγκροτήθηκε η ισχυρή εμπορική κοινότητα στην Οδησσό. Ο Λόγιος Ερμής, περιοδικό εκδιδόμενο στη Βιέννη, περιοδικό στην υπηρεσία των Ελλήνων διαφωτιστών, ανέλαβε να υποστηρίξει την εμπορική κοινωνία της Οδησσού.
Από τις στήλες του Λογίου Ερμή (Παράρτημα Ιουνίου 1817) ένας ανώνυμος Οδησσινός έμπορος έσπευσε να απαντήσει σε ισχυρισμούς "Γραικού τινός εκ Συμφερουπόλεως της εν Ταυρίδι". Το κείμενο είναι απολαυστικό και αποκαλυπτικό των συνθηκών διαβίωσης των Ελλήνων παροίκων της Οδησσού, όσο και των εμπορικών ηθών και νοοτροπιών. Καταρχήν αναφέρεται στην υψηλή επίδοση των ομογενών στις εμπορικές επιχειρήσεις, που τους κάνει να ξεχωρίζουν έναντι των αλλοεθνών παροίκων. Είναι το εμπόριο που θα οδηγήσει τους Έλληνες στην ευημερία, που θα τους κάνει ζηλευτούς ανάμεσα στους αλλοεθνείς πάροικους.
— «...να συλλογισθή, ότι κατά την εποχήν εκείνην, καιθ’ ην ήλθαν διάφοροι Γραικοί να κατοικήσωσιν εις την Οδέσσαν, ελθόντες και πολλοί Γερμανοί, και κατοικήσαντες οι μεν εις τα χωρία, οι δε εις τα έσω αυτής, δεν έδειξαν καμμίαν πρόοδον ούτε εις τας τέχνας, ούτε εις την Γεωργικήν, καθώς οι γείτονες των Γραικοί και Βούλγαροι, αλλ’ ούτε εις το εμπόριον διόλου, εν ω οι Γραικοί επέδωκαν τόσον».
Παρακάτω ο αρθρογράφος αναφέρεται στις τεχνικές του εμπορίου και στους μεσάζοντες, τους απαραίτητους στις διαπραγματεύσεις των αγοραπωλησιών. Ένας εμπορικός οίκος στήριζε την ευοίωνη προοπτική του στους άξιους συνεργάτες του, στους ικανούς ανταποκριτές του στους τόπους παραγωγής και στις αγορές, στην τεχνογνωσία των εμπορικών πρακτικών της εποχής, στη σύγχρονη οργάνωση του οίκου. Στην πρώιμη φάση της ανάπτυξης των ελληνικών εμπορικών οίκων της Οδησσού χρησίμευσε πολύ η εμπειρία των εμπόρων που είχαν έλθει από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, τόπους με πολύχρονη παράδοση στις εμπορικές συναλλαγές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
—«...εκτός τούτου ήσαν εδώ Κωνσταντινουπολίται και Σμυρναίοι, εις των οποίων τους τόπους είναι προ πολλών χρόνων με τάξιν και δύναμιν οι λογάδες· προσέτι ήσαν εδώ τότε και πραγματευταί, οίτινες διέτριψαν ικανούς χρόνους εις των Φράγκων τας ευνομουμένας πόλεις, και ήξεραν εντελώς τον σχηματισμόν της απλώς λεγομένης Δεπουτατζιόνες.
Τοιούτοι άρα όντες οι τότε Γραικοί δεν είχαν επομένως ένδειαν ειδήσεως και ικανότητος εις το να συστήσωσι τα καλά χωρίς των αλλογενών την συνδρομήν... Από τους εδώ Γραικούς πραγματευτάς οι περισσότεροι ηξεύρουν τα Ιταλικά, πολλοί δε άλλοι τα Ρωσσικά, και πολλοί άλλοι τα Γερμανικά και Γαλλικά, εκτός τινών, οίτινες είναι με τρεις και τεσσάρας ξένας γλώσσας· διό απατάται ο συγγραφεύς εις την περί των Οδησσινών κρίσιν, ότι δεν καταλαμβάνουν ούτε τα λεγάμενα ούτε τα προβαλλόμενα, επιστρέφοντες άπρακτοι».
Το κείμενο είναι διαφωτιστικό για τις πρώτες δυσκολίες που συνάντησαν οι ομογενείς στην εγκατάστασή τους, όσο και για την ανυπαρξία οποιοσδήποτε υποδομής. Πράγματι, ο Γάλλος έμπορος Anthoine που πέρασε από την Οδησσό στις αρχές του αιώνα επισήμανε την απουσία δημοσίων έργων που θα υποβοηθούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου και των θαλάσσιων μεταφορών.
-«Μετά την ειρήνην του 1792, μόλις είχεν επικυρωθή η απόκτησις των εν Οδέσση τόπων. Κατά το 1796 η αείμνηστος Μεγάλη Αικατερίνη η Δευτέρα ωνόμασε τας εδώ τότε Καλύβας ή τον τόπον, Οδέσσαν, χαρίζουσα εις αυτήν διάφορα προνόμια, άτινα επέσυραν εγκατοίκους και το εμπόριον.
Μετά ταύτα, μέχρι της στέψεως του Αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του πρώτου, αι περιστάσεις, οι σκοποί ή τα μέσα της Διοικήσεως της δεν εστάλη σαν τόσον βοηθητικά εις την Οδέσσαν, η οποία κατ’ εκείνους τους χρόνους, αντί να αυξήση, ηναγκάσθη να οπισδοποδίση, εκτός ενός λιμένος, ως αναγκαιοτάτου εις παραθαλάσσιαν χωραν, όστις εζητήθη και εσυγχωρήθη εις τους Γραικούς να αρχισθή».
Στη συνέχεια, μνημονεύεται η εξέλιξη που είχε το εμπόριο της Οδησσού στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Οι Ναπολεόντιοι Πόλεμοι (1793-1815) επέφεραν διακυμάνσεις στο ευρωπαϊκό εμπόριο και ιδιαίτερα σ’ αυτό της Οδησσού.Πτώση των εμπορικών ανταλλαγών με ταυτόχρονη μείωση των κερδών αλλά και άνοδος των αγοραπωλησιών και κερδοσκοπία ακολουθούσαν η μία φάση την άλλη .
Κοντά στις περιπέτειες των εχθροπραξιών που επιδρούσαν στο εμπόριο, και η πανώλη, επιδημική ασθένεια που η εμφάνιση της έσπειρε τον τρόμο όχι μόνο στους κατοίκους της Οδησσού, αλλά και νοτιότερα στην Κωνσταντινούπολη και τη Βαλκανική Χερσόνησο. Η εξάπλωση της δεν συνιστούσε μόνο κίνδυνο θανάτου για χιλιάδες κατοίκους, αλλά σήμαι-νε και την παύση των εμπορικών ανταλλαγών, αφού ο φόβος για μετάδοση της επιδημίας μέσω των εμπορευμάτων δεν ήταν καθόλου αδικαιολόγητος.
Ωστόσο, το τέλος του πολέμου το 1815 βρήκε τους ελληνικούς εμπορικούς οίκους σε πλήρη άνθηση και από κοινού οι επικεφαλής των καταστημάτων έθεταν τις υποδομές για την ευημερία της ελληνικής παροικίας.
Συνεταιρικά ασφαλιστικά καταστήματα μετοχικού χαρακτήρα, τραπεζικό γραφείο για δανεισμό και ανταλλαγές νόμισμά των, οικονομική συνδρομή στη λειτουργία της Ελληνεμπορικής Σχολής, εκπαιδευτικού ιδρύματος για τη μετάδοση των Φώτων, αλλά και την εκπαίδευση των νεοελλήνων στο σύγχρονο εμπόριο.
Λασπωμένοι δρόμοι στη χειμωνιάτικη Οδησσό (Λιθογραφία) |
— «Τοιαύτη έμεινεν η Οδέσσα μέχρι του έτους 1801, ότε η ειρήνη της Λυνεβίλ, καθησυχάζουσα την Ευρώπην, καθησύχασε και τον πόλεμον μεταξύ Ρωσσίας και Αγγλίας.
Μετέπειτα άρχισε βαθμηδόν η αύξησις του εμπορίου της Οδέσσης, της καλλιέργειας των πέριξ πλησίων τόπων της, και αυτής της ιδίας. Πλην αύτη η αύξησις, οποιασδήποτε φύσεως και αν ήτον, μόλις εξαρκούσε τα χρειασθέντα τέσσαρα χρόνια προς οικοδομήν Εκκλησιών, Οσπιτίων και Μαγαζιών διά την κατάθεσιν των πραγματειών, τουτέστι προς τα αναγκαιότατα.
Μετά ταύτα ηκολούθησεν ο πόλεμος μεταξύ Τουρκίας και Ρωσσίας, όστις αν και δεν εζημίωσε γενικώς την Οδέσσαν έως ότου επεκράτησεν, ήγουν έως του 1812, όμως ούτε την ωφέλησε γενικώς, ει μη μερικώς, εξ αιτίας των χειροτεχνημάτων, οπού επερνούσαν από εδώ εις την Τουρκίαν, όθεν επερνούσαν πάλιν πραγματείαι εις την Βλαχίαν και Γερμανίαν και Ρωσσίαν.
Πλην άλλο κακόν χειρότερον του πολέμου επεσυνέβη τω 1812, τουτέστιν η Πανώλης νόσος, ήτις, εκτός οπού εσήκωσε τα προτητερινά κέρδη, ηφάνισε και τα Κεφάλαια, ώστε κατά πρώτην φοράν εις τα 1813 έγιναν εις Οδέσσαν αρκεταί χρεωκοπίαι (φαλλιμέντα), όχι μόνον διά την ρηθείσαν επιδημικήν ζημίαν, αλλά και δια τας καείσας εις Μόσχαν των Οδησσινών πραγματείας, και διά τας λοιπάς κλεισδείσας εδώ πολύν καιρόν, μη δεχομέ-νας εις το εσώτερον δια την υποψίαν ότι ημπορούσαν να είναι μολυσμέναι. Λοιπόν μόνον μετά το 1813 ή κατά το 1814 ημπορούν να είπωσιν οι Οδησσινοί Γραικοί, ότι άρχισαν να χαίρωνται τακτικόν εμπόριον, το οποίον επειδή ήτον και επικερδέστατον, μάλιστα κατά το 1815 και 1816, δεν άφησαν κατ' αυτούς τούτους τους χρόνους την ευκαιρίαν του να συστήσωσι κατά μεν το 1814 και 1815 τα επωφελή συστήματα των Γραικών Ασφαλιστών και το Εμπορικών Δανείων Κιβώτιον (Banca) κατά δε το 1816 και 1817 την Εταιρείαν των Ηνωμένων Ασφαλιστών Γραικών, αξιόλογον τόσον διά την ομόνοιαν των μελών της, όσον και διά την μεγάλην και αξιέπαινον αυτών συνεισφοράν εις το Οδησσινόν Ελληνικόν Σχολείον, το οποίον θέλει λαμβάνει παρ’ αυτής 30% τον χρόνον εκ του κέρδους της».
Το προβάδισμα των Ελλήνων στις εμπορικές επιχειρήσεις είναι πέραν κάθε αμφιβολίας. Η υπεροχή τους έχει σχέση με την εδραίωση δεσμών με τους εγχώριους παραγωγούς. Οι ακριβείς εκτιμήσεις για το εύρος και τον όγκο της επερχόμενης παραγωγής των σιτηρών, η πρόβλεψη των τιμών στις πιάτσες της Μεσογείου, ήταν ορισμένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των Ελλήνων εμπορευόμενων της Οδησσού σε σχέση με αλλοεθνείς ανταγωνιστές.
Παράλληλα το εύρος των αγορών προώθησης των εμπορευμάτων που κάλυπτε, πλέον, όχι μόνο την Κωνσταντινούπολη και τα νησιά του Αιγαίου, αλλά και την απόμακρη Δυτική Μεσόγειο, εξασφάλιζε εναλλακτικές δυνατότητες απορρόφησης των σιτηρών στις εξωτερικές αγορές.
Και στο τέλος τα κέρδη των ομογενών εμπόρων επέστρεφαν στην Οδησσό. Είτε επεκτείνοντας τις εμπορικές επιχειρήσεις, είτε κατασκευάζοντας ακίνητα, οικίες και μαγαζιά, είτε με τη μορφή δωρεών στα ιδρύματα της Οδησσού, τα κέρδη των Ελλήνων από το εμπόριο «έμεναν» στην πόλη, συνεισφορά σε τελική ανάλυση στην ευημερία της νέας πατρίδας.
—«Το εμπόριον διατηρείται από τους Γραικούς, διότι αυτοί προ πάντων μετέρχονται αυτό επιμελώς και επικερδώς, εις μεν τα έσω του Βασιλείου, κάμνοντες διαφόρους σκοπήσεις (Σπεκουλατζιόνας), εμπορευόμενοι και τιμώντες τα εγχώρια προϊόντα, και ούτω φέροντες κέρδος εις τους εγκατοίκους του εσωτερικού Βασιλείου, είτα διασώζοντες την τιμήν των προϊόντων εις την Οδέσσαν, όπου τα πωλούσιν, αν είναι η τιμή μεγάλη, και όπου επομένως μένει το κέρδος- εις δε τα έξω, φέροντες το πράγμα εις Κωνσταντινούπολη, και έπειτα περαιτέρω εις Ιταλίαν, Γαλλίαν, Ισπανίαν, όπου συμφέρει, εις τρόπον ότι το πανταχόθεν επισωρευόμενον κέρδος, ως φερόμενον πάλιν παρά των εδώ κατοίκων, είναι κέρδος της πολιτείας».
Επιπλέον, οι έμποροι δεν αρκέστηκαν στο εμπόριο με τη στενή έννοια. Επεξέτειναν τις επιχειρήσεις τους σε συμπληρωματικές εργασίες για να ενισχύσουν την εξαγωγική δραστηριότητα των σιτηρών. Η πλοιοκτησία απέβη μια επιλογή αυτού του είδους. Οι Έλληνες έφτιαξαν ιστιοφόρα σκάφη, ικανά να πλεύσουν στον Εύξεινο και το Αρχιπέλαγος, κατάλληλα γ ια τη φόρτωση σιτηρών.
«Συνέβη προς τούτοις, ότι εις το διάστημα τούτων των ολίγων χρόνων απέκτησαν, ως προς την χωράν και την ολιγότητα του καιρού, αρκετά, ή δια να είπω καλύτερα μεγάλον αριθμόν εμπορικών πλοίων, άτινα χρησιμεύουν τα μέγιστα εις το εμπόριον, μάλιστα όταν πρόκειται να πωληθώσιν αί πραγματείαι αυτών εις Κωνσταντινούπολη, όπου αποθήκαι (Μαγαζιά) ελλείπουν διά σιτάρια».
Κατάλογος εθελοντών που συγκρότησαν την Ελληνική Λεγεώνα -στον Κριμαϊκό πόλεμο. |
Ο τομέας που οι Έλληνες κρατούσαν τα σκήπτρα από τους ξένους ανταγωνιστές εμπόρους της Οδησσού ήταν οι εισαγωγές. Εκμεταλλεύτηκαν την προέλευσή τους από την τουρκική επικράτεια και τις στενές σχέσεις με συμπατριώτες τους εμπόρους στον ελλαδικό χώρο και το Αιγαίο. Εισάγοντας προϊόντα της τοπικής παραγωγής, όπως ξερά φρούτα, εσπεριδοειδή, κρασί, ρακί, εξασφάλιζαν ένα γερό εισόδημα, που αντιστάθμιζε τις κακές συγκυρίες στο εμπόριο των σιτηρών.
-«Εισάγονται εις το Βασίλειον πάλιν από αυτούς πολλόταται της Τουρκίας πραγματείαι, διά τας οποίας τόσον συνεισφέρουν εις τα εισοδήματα του εδώ τελωνίου, ώστε τα κατάστιχα αυτού φέρουν το όνομα των εισαγόντων τας πραγματείας Γραικών εις το όνομα των Οικοκυρίων εδώ κατοικούντων Γραικών».
Τονίστηκε ήδη ότι οι πρώτοι Έλληνες που άρχισαν εμπορικές επιχειρήσεις στην Οδησσό προέρχονταν από τα νησιά του Αιγαίου, την Πελοπόννησο, αλλά και τα παράλια της ασιατικής Τουρκίας, δηλαδή τη Μικρά Ασία και τον Εύξεινο.
Οι Έλληνες έμποροι που υπήρχαν στην Οδησσό ανήκαν σε γκίλντες (κοινωνικές κατηγορίες), όπως όλοι άλλωστε οι εμπορευόμενοι του κράτους σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ρωσίας. Η καταχώρηση τους έπαιρνε ως βάση το κεφάλαιο που δήλωνε ο κάθε έμπορος στις Αρχές, άρα ήταν αντιπροσωπευτική της διαστρωμάτωσης στο εσωτερικό της εμπορικής τάξης. Επί τη βάσει των καταλόγων οι ρωσικές αρχές θέσπιζαν και το ύψος του φόρου που αναλογούσε σε κάθε ξεχωριστή κατηγορία εμπόρων.
Η πρώτη γκίλντα περιελάμβανε τους εμπόρους που είχαν δυνατότητα να ασκούν εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο, συνεπώς ήταν οι μεγαλέμποροι της πόλης. Η δεύτερη γκίλντα περιελάμβανε όσους ασκούσαν εμπόριο σε όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας, ήτοι τους εμπόρους μεσαίας δυναμικότητας. Τέλος στην τρίτη γκίλντα ανήκαν οι έμποροι που είχαν δικαίωμα να διενεργούν εμπόριο μόνο μέσα στα όρια του κυβερνείου του Εκατερίνοσλαβ, στο οποίο ανήκε η Οδησσός, ήταν δηλαδή οι μικρέμποροι.
Οι Έλληνες έμποροι της Οδησσού αντιπροσώπευαν το 34% του συνόλου της εμπορικής τάξης της πόλης (32 έμποροι στους 151 συνολικά) και διέθεταν το 62% του συνολικού κεφαλαίου. 26 είχαν προέλευση τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, 5 είχαν έλθει από τα νησιά του Αρχιπελάγους, 3 από την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ισάριθμοι από τα νησιά του Ιονίου, 1 από τη Βιέννη και 1 από τη Μολδαβία. 21 είχαν φτάσει αμέσως μετά την ίδρυση της πόλης το 1794, ενώ άλλοι και κατά το παρελθόν διέμεναν μόνιμα στη Ρωσία.
Το 1817 οι 10 πλουσιότεροι έμποροι της Οδησσού ήταν ο Θεόδωρος Σεραφίνος, Αλέξανδρος Μαύρος, Δημήτριος Ιγγλέσης, Αλέξανδρος Κουμπάρης, ο Βασίλειος Γιαννόπουλος, ο Γρηγόριος Ιωάννου Μαρασλής, ο Κυριάκος Παπαχατζής, ο Ηλίας Μάνεσης, ο Ιωάννης Αμβροσίου και ο Δημήτριος Παλαιολόγος.
Οι επιχειρήσεις τους ξεπερνούσαν τα 10 εκατομμύρια ρούβλια. Τέσσερις απ’ αυτούς οι Σεραφίνος, Γιαννόπουλος, Μαρασλής και Παλαιολόγος θεωρούνταν, ότι ανήκαν στους πλουσιότερους εμπόρους ολόκληρης της τσαρικής Ρωσίας. Αλλά και ο Ιγγλέσης ήταν σημαντικός έμπορος, τόσο ώστε να του εμπιστευθούν τη θέση του δημάρχου της Οδησσού στο διάστημα 1818-1821.Ο Μάνεσης, ο Αμβροσίου, ο Κουμπάρης, ο Μαύρος αναδείχθηκαν ανάμεσα στους 59 χρηματοδότες των ελληνικών εκπαιδευτικών καταστημάτων της Οδησσού.
Σ’ αυτή την περίοδο των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πρώιμη φάση στην ανάπτυξη της Οδησσού, αλλά και στη συγκρότηση των ισχυρών ομογενειακών εμπορικών οίκων, οι Έλληνες πατριώτες εκτιμούσαν βαθύτατα τη φιλόξενη γη που τους είχε καλωσορίσει, ήταν οι ίδιοι ένθερμοι υποστηρικτές της προσπάθειας για την ανάπλαση της πόλης.
Πολύ περισσότερο ήταν υπερασπιστές της εδαφικής ακεραιότητας της Ρωσίας σε μια περίοδο συχνών πολέμων, στο μέτρο που συμπαραστέκονταν στους αδελφούς ορθοδόξους Ρώσους απέναντι σε εξωτερικούς εχθρούς.
Το 1812, όταν η Ρωσία δέχθηκε την εισβολή των στρατευμάτων του Ναπολέοντα, ο δούκας Ρισελιέ ζήτησε την οικονομική συνδρομή των εμπόρων της Οδησσού, σαν μια κοινή προσπάθεια στην απόκρουση της Μεγάλης Στρατιάς. Η ανταπόκριση των Ελλήνων μεγαλεμπόρων που είχαν γνωρίσει το καθεστώς της σκλαβιάς, υπήρξε συγκινητική στον Α' Πατριωτικό Πόλεμο των Ρώσων. Από τα 280.000 ρούβλια που συγκεντρώθηκαν στο διοικητήριο της Οδησσού, οι Έλληνες είχαν συνεισφέρει το ποσόν των 100.000 ρουβλίων για την ενίσχυση της άμυνας της νέας τους πατρίδας.
Η αναγνώριση της υπεροχής των Ελλήνων στο εμπόριο από τους ξένους ήταν καθολική. Ένας Ιταλός επισκέπτης το 1822 παραδέχθηκε, ότι αν και η ιταλική γλώσσα ήταν η γλώσσα του εμπορίου, στην Οδησσό οι έμποροι μιλούσαν ελληνικά, διότι οι περισσότεροι κατάγονταν από την Ελλάδα.
Ο Γάλλος πρόξενος το 1832 ομολογούσε, ότι οι Έλληνες ήταν οι πλουσιότεροι έμποροι, ενώ αποτελούσαν και την πλειοψηφία των εμπόρων. Περίπου τα 2/3 των εμπορικών επιχειρήσεων της Οδησσού ανήκαν σε Έλληνες πάροικους, ακολουθούσαν σε μεγάλη απόσταση ιταλικές, γαλλικές, αγγλικές και γερμανικές εταιρείες.
Αλλά και ένας Γερμανός απεσταλμένος το 1834 διαβεβαίωσε, ότι οι Έλληνες είχαν στα χέρια τους το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού εμπορίου της Οδησσού. Στις παραμονές του 1820 οι ρωσικές αρχές διαφοροποίησαν τη στάση τους απέναντι στις ξένες εθνότητες, που διέμεναν στον ρωσικό νότο.
Άσκησαν έμμεσες πιέσεις για την υιοθέτηση της ρωσικής υπηκοότητας. Η αλλαγή της στάσης τους υπαγορεύθηκε από μία σειρά λόγων. Πρώτα απ’ όλα η ολοκλήρωση της διαδικασίας αποικιοποίησης του Νότου, δεδομένο που αχρήστευσε κατά κάποιο τρόπο τη συνέχιση της πολιτικής των διευκολύνσεων προς τους ξένους.
Κατά δεύτερο λόγο η υπεροχή των ξένων στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου, που αδικούσε σε ορισμένο βαθμό τη συμμετοχή των Ρώσων πολιτών στις οικονομικές δραστηριότητες.
Λογικά ενισχύθηκε η τάση στο εσωτερικό της Ρωσίας, που ήθελε να προβληθούν οι εθνικές ιδιαιτερότητες στο ρωσικό κράτος. Ακόμη η κυβέρνηση είχε σταθερά το φόβο, ότι δεν θα αργούσε η ημέρα που πολλοί άποικοι θα έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού στην πατρίδα τους «φορτωμένοι» με κεφάλαια και κέρδη που είχαν αποκομίσει από επιχειρήσεις στη Ρωσία.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν επόμενο πολλοί ξένοι της Νότιας Ρωσίας να βρεθούν στην ανάγκη να αποδεχθούν την ιδιότητα του Ρώσου πολίτη. Κυρίως ήταν οι έμποροι που επέλεξαν αυτή τη λύση, προκειμένου να απολαμβάνουν τα δικαιώματα των Ρώσων υπηκόων στις εμπορικές πράξεις και επιχειρήσεις.
Μεγάλες οικογένειες και σπουδαίοι έμποροι που είχαν ξεκινήσει την εμπορική τους περιπέτεια από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχαν πάρει τη ρωσική υπηκοότητα. Ο Ζαννής Ράλλης, ο Θεόδωρος Ροδοκανάκης στην Οδησσό, ο Ευστράτιος Σκαραμαγκάς στο Ταϊγάνιο προτίμησαν να γίνουν Ρώσοι πολίτες, ώστε να εξασφαλίσουν ευνοϊκούς όρους για την επιχειρηματική τους δράση και τη λειτουργία των επιχειρήσεών τους.
Μάλιστα, ορισμένοι προσέφευγαν σ’ αυτή τη λύση αμέσως με την άφιξή τους στη Ρωσία, όπως ο Θ. Ροδοκανάκης που έφτασε στην Οδησσό το 1819 και γρήγορα πήρε τη ρωσική υπηκοότητα.
Στην περίπτωση του είναι έκδηλη η προσπάθεια να εκμεταλλευτεί την ιδιότητα του Ρώσου πολίτη, ώστε να αναπτύξει γρήγορα το κατάστημά του και να ανέβει στην ιεραρχία της πόλης. Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμίσουμε, ότι αυτή η τόσο προφανής τάση στο σώμα των Ελλήνων εμπόρων της παροικίας να υιοθετούν τη ρωσική υπηκοότητα, δεν είχε — τουλάχιστον μεσοβραχυπρόθεσμα — καμία επίπτωση στη διατήρηση της ελληνικότητάς τους.
Ηταν μια συγκυριακή επιλογή που απαντούσε σε συγκεκριμένο πρόβλημα και καθένας είχε συνείδηση της κίνησης που επιχειρούσε. Όπως όμως και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι μακροπρόθεσμα αυτές οι επιλογές είχαν αρνητικές συνέπειες στον ελληνικό πληθυσμό της Νότιας Ρωσίας.
Οι γενιές που ακολουθούσαν ήταν επόμενο να συσσωματώνονται αργά αλλά σταθερά στη ρωσική κοινωνία. Τούτο αφορά πρωτίστως την κατηγορία των ομογενών, που είχαν προέλθει κατά βάση από τον ελλαδικό χώρο και τις βαλκανικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Διότι είναι ταυτόχρονα κοινή αίσθηση ότι οι ομογενείς ποντιακής καταγωγής, που κατά καιρούς είχαν προσέλθει στη Νοτιοανατολική Ρωσία (περιοχές Κριμαίας, Καρς, Σταυρούπολης, Κουμπάν, Σοχούμ, Βατούμ), μπόρεσαν περισσότερο να αντέξουν στις πιέσεις των ρωσικών αρχών για εκσλαβισμό των Ελλήνων συγκροτώντας συμπαγείς κοινότητες, σχετικά απομονωμένες από τον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό των περιοχών εγκατάστασής τους.
Βασιλης Καρδασης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου