Το Τσιντσκαρό ιδρύθηκε το 1813 από τους Έλληνες που μετανάστευσαν από το Πασέν της περιοχής του Αρζρούμ. Μεγάλο μέρος στην πνευματική ζωή των Ελλήνων του Τσιντσκαρό κατείχε η Ορθοδοξία.
Ακόμα και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξαιτίας των μεταρρυθμίσεων, που γίνονταν από την πίεση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και των ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι Έλληνες κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανή τη θρησκεία τους και να ετοιμάσουν πολλούς και μορφωμένους ιερείς.
Εκτός από τους ιερείς του Τσιντσκαρό σ’ αυτό το χωριό εγκαταστάθηκαν και ιερείς από την πόλη Μπαϊμπούρτ, όπως ο ιερομόναχος Διονύσιος, οι ιερείς Παύλος, Γεώργιος, Παναγιώτης και Ιορδάν.
Αυτοί οι ιερείς ως το 1829 δεν πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στις εκκλησίες. Το έτος αυτό έστειλαν έγγραφο προς τις τοπικές αρχές και ζητούσαν να τους βοηθήσουν. Το πρόβλημά τους ήταν ότι δεν είχαν στα χέρια τους επίσημα στοιχεία, που να επιβεβαιώνουν το θρησκευτικό τίτλο τους.
Όμως στην ίδια κατάσταση βρισκόταν το 80% των ιερέων, που ήρθαν από τη Μικρά Ασία. Από τα αρχεία επιβεβαιώνεται ότι οι μετανάστες, και ιδιαίτερα οι ιερείς, ληστεύονταν από τους Οθωμανούς.
Έτσι καταστρέφονταν και τα ντοκουμέντα των ιερέων, γεγονός που τους οδηγούσε στην ανεργία. Πολλοί απ’ αυτούς αλληλογραφούσαν με τις τοπικές αρχές για την αποκατάσταση του θρησκευτικού τίτλου τους. Για την επίλυση αυτών των προβλημάτων τους βοηθούσαν πολύ οι Ρώσοι πρόξενοι στις πόλεις Τραπεζούντα, Κωνσταντινούπολη, Καρς και Αρζρούμ.
Έτσι, λοιπόν, το 1830 ο Έξαρχος της Γεωργίας έβγαλε ένα ειδικό διάταγμα, με το οποίο οι ιερείς του χωριού Τσιντσκαρό, χωρίς τα σχετικά στοιχεία, μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις εκκλησίες των Ελλήνων.
Το διάταγμα υπογράμμιζε την πρόταση «απ’ όλα τα ελληνικά χωριά». Μήπως ο Έξαρχος εννοούσε τα χωριά της περιοχής Τσάλκας; Τα χωριά αυτά όμως δεν είχαν ακόμη εκκλησίες, αφού οι Έλληνες μόλις είχαν εγκατασταθεί εκεί και οι τοπικές αρχές ήξεραν ότι στο περιβάλλον των Ελλήνων υπήρχαν αρμενικά και ταταρικά χωριά και επομένως το διάταγμα ήταν απάτη.
Ακόμα και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξαιτίας των μεταρρυθμίσεων, που γίνονταν από την πίεση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και των ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι Έλληνες κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανή τη θρησκεία τους και να ετοιμάσουν πολλούς και μορφωμένους ιερείς.
Εκτός από τους ιερείς του Τσιντσκαρό σ’ αυτό το χωριό εγκαταστάθηκαν και ιερείς από την πόλη Μπαϊμπούρτ, όπως ο ιερομόναχος Διονύσιος, οι ιερείς Παύλος, Γεώργιος, Παναγιώτης και Ιορδάν.
Αυτοί οι ιερείς ως το 1829 δεν πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στις εκκλησίες. Το έτος αυτό έστειλαν έγγραφο προς τις τοπικές αρχές και ζητούσαν να τους βοηθήσουν. Το πρόβλημά τους ήταν ότι δεν είχαν στα χέρια τους επίσημα στοιχεία, που να επιβεβαιώνουν το θρησκευτικό τίτλο τους.
Όμως στην ίδια κατάσταση βρισκόταν το 80% των ιερέων, που ήρθαν από τη Μικρά Ασία. Από τα αρχεία επιβεβαιώνεται ότι οι μετανάστες, και ιδιαίτερα οι ιερείς, ληστεύονταν από τους Οθωμανούς.
Έτσι καταστρέφονταν και τα ντοκουμέντα των ιερέων, γεγονός που τους οδηγούσε στην ανεργία. Πολλοί απ’ αυτούς αλληλογραφούσαν με τις τοπικές αρχές για την αποκατάσταση του θρησκευτικού τίτλου τους. Για την επίλυση αυτών των προβλημάτων τους βοηθούσαν πολύ οι Ρώσοι πρόξενοι στις πόλεις Τραπεζούντα, Κωνσταντινούπολη, Καρς και Αρζρούμ.
Έτσι, λοιπόν, το 1830 ο Έξαρχος της Γεωργίας έβγαλε ένα ειδικό διάταγμα, με το οποίο οι ιερείς του χωριού Τσιντσκαρό, χωρίς τα σχετικά στοιχεία, μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις εκκλησίες των Ελλήνων.
Το διάταγμα υπογράμμιζε την πρόταση «απ’ όλα τα ελληνικά χωριά». Μήπως ο Έξαρχος εννοούσε τα χωριά της περιοχής Τσάλκας; Τα χωριά αυτά όμως δεν είχαν ακόμη εκκλησίες, αφού οι Έλληνες μόλις είχαν εγκατασταθεί εκεί και οι τοπικές αρχές ήξεραν ότι στο περιβάλλον των Ελλήνων υπήρχαν αρμενικά και ταταρικά χωριά και επομένως το διάταγμα ήταν απάτη.
Οι πιστοί χριστιανοί του χωριού Τσιντσκαρό μια και βρίσκονταν σε περιοχή, όπου έμεναν πολλοί μουσουλμάνοι, αποφάσισαν να χτίσουν μια εκκλησία, ελπίζοντας ότι η εκκλησία θα τους χαρίσει την Ορθοδοξία και την ελληνική μόρφωση, που τη χρειάζονταν τόσο πολύ. Δεν πέρασαν ούτε 20 χρόνια μετά την εγκατάσταση των Ελλήνων στο Τσιντσκαρό και είδαμε τα παιδιά τους να σπουδάζουν στα εκκλησιαστικά εκπαιδευτήρια της Τιφλίδας. Παράδειγμα είναι ο 19χρονος Μισαήλ Πολυχρόνοβ, φοιτητής της ιερατικής σχολής της Τιφλίδας.
Η φτώχεια, η έλλειψη ελεύθερων κρατικών χωραφιών, οι ληστείες των Τατάρων του Μπορτσαλό και η μη ικανοποιητική οικονομική βοήθεια από την πλευρά των τοπικών αρχών για την κατασκευή ελληνικών εκκλησιών στον Καύκασο ευνοούσαν την καθυστέρηση ανέγερσης εκκλησίας στο χωριό Τσιντσκαρό.
Τελικά, στις αρχές του 1870, οι κάτοικοι του Τσιντσκαρό αποφάσισαν να χτίσουν μια εκκλησία και εκεί να στεγάσουν το εκκλησιαστικό σχολείο. Οι προετοιμασίες για την κατασκευή δεν πήραν πολύ χρόνο, αφού στο χωριό ζούσαν πολλοί μάστορες πετροκόποι. Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιξε και η βοήθεια πολλών ιερέων, όπως για παράδειγμα του Παύλου Μιχαήλοβιτς Σεβαστιάνοβ.
Η εκκλησία της Παναγίας |
Έτσι το 1875 διακόσμησε τους εσωτερικούς τοίχους της εκκλησίας αφιερώνοντάς την στην Παναγία. Εδώ οι ιερείς άρχισαν να διδάσκουν τη μητρική γλώσσα και τα γράμματα στα παιδιά των πιστών.
Το πρώτο επίσημα αναγνωρισμένο εκκλησιαστικό σχολείο στο χωριό Τσιντσκαρό άνοιξε το 1887 με έξοδα του γιου του ιερέα Αλεξάνδρου Σεβαστιάνη. Ο πατέρας του Παύλος Μιχαήλοβιτς Σεβαστιάνη πολλά χρόνια υπηρετούσε ως ιερέας στο χωριό Σιπιάκ της περιοχής Τσάλκας.
Σ’ αυτό το χωριό το 1861 γεννήθηκε ο Αλέξανδρος και σπούδασε στο σχολείο του Ζακατάλ. Μετά το σχολείο δούλεψε ως δάσκαλος στο χωριό Οκάμι (1882 - 1884). Το 1894 ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε την Ελένη Μιχαήλοβνα Κιπρίζοβα. Ο γάμος έγινε στην ελληνική εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Τιφλίδα.
Η Ελένη Μιχαήλοβνα προερχόταν από την Τιφλίδα και ήταν κόρη του Έλληνα γραμματέα του διακαστηρίου.
Αρχικά το σχολείο που βρισκόταν στο εκκλησιαστικό κτίριο ήταν ανέξοδο. Το 1888 φοιτούσαν σ’ αυτό 30 αγόρια: 29 ορθόδοξοι Έλληνες και ένας Αρμένιος. Το σχολείο χρηματοδοτούσε ο ίδιος ο Αλέξανδρος.
Μετά για τον κάθε μαθητή οι γονείς πλήρωναν 2 ρούβλια το χρόνο. Έπρεπε τα παιδιά των συμπατριωτών να πάρουν την κατάλληλη μόρφωση, που δεν την παρείχε το σχολείο. Έτσι ο Σεβαστιάνοβ έλεγε συνεχώς στους πιστούς για την αναγκαιότητα της κατασκευής νέου σχολείου.
Ο Αλέξανδρος ήταν γαμπρός πλούσιου Έλληνα, αλλά ζούσε στο χαμόσπιτο για να οικονομήσει τα λεφτά για την κατασκευή αυτού του σχολείου. Μόλις το 1905 χτίστηκε το σχολείο. Η κατασκευή του στοίχισε 300 ρούβλια σε ασήμι. Για την ίδρυση αυτού του σχολείου ο διευθυντής των εθνικών σχολείων βράβευσε τον Αλέξανδρο επιδίδοντάς το. τιμητικό δίπλωμα.
Πρώτοι δάσκαλοι στο νέο σχολείο ήταν ο Αγαθάγελος Γκάλτζεβ, ο Ανδρέας Κισνιαρέβ, που το 1910 μετατέθηκε στο εκκλησιαστικό σχολείο του Μπασκόϊ, ο Λαυρέντιος Λαμπριάνοβ και ο Μιχαήλ Ποπόβ.
Οι ιερείς της εκκλησίας της Παναγίας στο χωριό Τσιντσκαρό φρόντιζαν πολύ για τις υποθέσεις του σχολείου. Αυτοί υποστήριζαν ότι μόνο το σχολείο, όπου τα μαθήματα θα διδάσκονται στην ελληνική γλώσσα, θα βοηθήσει τη νεολαία στη χρήση της μητρικής γλώσσας και των γραμμάτων.
Την πρωτοβουλία είχε ο δάσκαλος Λ.Λαμπριάνοβ. Το 1906 κάλεσε στο χωριό συνέλευση, στην οποία αποφασίστηκε να στείλουν γραπτή αίτηση στον υπαστυνόμο του Καυκάσου και να ζητήσουν την άδεια για να ανοίξουν το δίχρονο σχολείο, για 100 - 150 μαθητές, με την υποχρεωτική διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Στην αίτηση σημειώθηκε ότι η κοινότητα του Τσιντσκαρό θα πάρει μέρος σ’ αυτή την υπόθεση.
Στο σχολείο, που υπάρχει, μπορούν να φοιτούν μόνο 45 παιδιά, οι οικογένειες όμως είναι πάνω από τριακόσιες. Οι κάτοικοι του Τσιντσκαρό έλαβαν την απάντηση από τον διευθυντή των εθνικών σχολείων στο νομό της Τιφλίδας, που έλεγε: «Λόγω της ανεπάρκειας των χρημάτων και των συνθηκών που επικρατούν δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε την ιδέα σας».
Οι τοπικές αρχές δεν ενδιαφέρονταν για τη διάσωση και επικράτηση της ελληνικής γλώσσας στους μετανάστες της περιοχής Τσάλκας και προσπαθούσαν να παρακάμπτουν τέτοια ζητήματα.
Όσον αφορά την τέλεση της λειτουργίας σε ελληνική γλώσσα στις εκκλησίες, θα πούμε ότι κανένα ανώτερο ίδρυμα της ρωσικής Αυτοκρατορίας δεν προσπαθούσε να δώσει τη δυνατότητα γνώσης της ελληνικής γλώσσας στους ιερείς. Οι γέροι ιερείς από τη Μικρά Ασία πέθαιναν.
Ήταν δύσκολο να καλούν τους νέους ιερείς από την Τραπεζούντα ή να στέλνουν εκεί τους νέους ιερείς από τη Γεωργία. Γι' αυτό το λόγο σε πολλές εκκλησίες της περιοχής Τσάλκας η λειτουργία δε γινόταν στην ελληνική γλώσσα. Όλοι οι ιερείς τελούσαν τη λειτουργία στη Ρωσική.
Για τους Ρώσους ήταν καλό στα νότια σύνορα της Αυτοκρατορίας να μένουν χριστιανικοί λαοί, όπως οι Έλληνες και οι Αρμένιοι. Το βασικό ήταν ο πληθυσμός να είναι χριστιανικός. Σε ποια γλώσσα εκτελούν τις λειτουργίες στις Ορθόδοξες εκκλησίες δεν τους ένοιαζε. Για τον εκρωσισμό ενδιαφέρονταν περισσότερο οι ιθύνοντες κύκλοι της Αυτοκρατορίας και οι τοπικές αρχές, για να παίρνουν προαγωγή.
Η έλλειψη αρχηγού πατριώτη στο περιβάλλον των Ελλήνων, η διαφοροποίησή τους και η προσπάθεια των αρχών να μην αφήσουν τους Έλληνες να μαθαίνουν τη γλώσσα τους στον πολύγλωσσο Καύκασο, ευνοούσαν το γεγονός ότι οι άνθρωποι άρχισαν να νομίζουν, πως σε όλα φταίνε οι Ρώσοι. Να σημειώσουμε εδώ ότι οι Έλληνες αντιμετώπιζαν και το μουσουλμανικό πληθυσμό.
Οι Έλληνες της περιοχής Τσάλκας στον Καύκασο ήταν η σταθερότερη μονάδα που υποστήριζε τον χριστιανισμό. Αυτοί κατάφεραν να διαφυλάξουν την Ορθοδοξία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά έχασαν τη γλώσσα τους και την πατρίδα τους.
Πρέπει να έχουμε υπόψη μας και τους χαρακτήρες των ολιγάριθμων ντόπιων χριστιανικών πληθυσμών του Καυκάσου. Βασισμένοι στην ιστορία τους έγιναν εθνικό -σοβινιστές σε κάποιο βαθμό, γεγονός που είναι φυσικό.Έτσι έγινε με τους Τούρκους, που λόγω της αγριότητάς τους δημιούργησαν τη μεγάλη Αυτοκρατορία, αλλά έγιναν εθνική μειονότητα μέσα σ’ αυτή. Γι' αυτό φέρνονταν άσχημα στους άλλους λαούς, ιδιαίτερα στους Έλληνες της Αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι είχαν σκοπό να εκτουρκίσουν το χριστιανικό πληθυσμό της Αυτοκρατορίας τους.
Μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση, η κυβέρνηση των μπολσεβίκων έκανε προσπάθειες να μάθουν την ιστορία του ελληνικού πληθυσμού του Καυκάσου. Η ειδική επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο λόγος, για τον οποίο οι Έλληνες ξέχασαν τη μητρική τους γλώσσα, ήταν οικονομικός.
Κακολόγησαν και το ρόλο της εκκλησίας σε όλες τις Εθνικές αταξίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε ένα έγγραφο που συντάχθηκε από τους αντιπροσώπους της Έκτακτης Επιτροπής, το 1927, λέγεται: «Η θρησκεία για τους Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν το στήριγμα, ο φύλακας της εθνικής μορφής και στη ζωή των Ελλήνων έπαιξε μεγάλο ρόλο. Όμως η ηγεσία του κλήρου φταίει για τις καταδιώξεις των Ελλήνων».
Συνεχίζοντας, οι αντιπρόσωποι της Έκτακτης Επιτροπής έγραφαν: «Μετά την επανάσταση του Φεβρουάριου τα μαθήματα στα σχολεία διδάσκονταν στην ελληνική γλώσσα και συνεχίζονταν ως το 1926.
Είναι γνωστό ότι μερικοί διανοούμενοι και απλοί άνθρωποι επέμεναν στην αναγέννηση της ελληνικής γλώσσας, αλλά η γλώσσα αυτή δεν επαρκούσε στις οικονομικές δραστηριότητές τους».
Μ’ αυτή τη γνώμη των αντιπροσώπων της εξουσίας πρέπει να συμφωνήσουμε, επειδή σε όλο τον Καύκασο η επίσημη γλώσσα ήταν η ταταρική, αλλά όλα τα έγγραφα συντάσσονταν στη ρωσική γλώσσα για το Κέντρο.
Παρατηρώντας τη δραστηριότητα της Έκτακτης Επιτροπής σ’ αυτό το ζήτημα ανακαλύπτουμε ότι η επανάσταση απελευθέρωσε όχι μόνο τον ελληνικό πληθυσμό, αλλά και τους εθνικό - σοβινιστές.
Οι τοπικές αρχές υποστήριζαν τα προγράμματα των ντόπιων πληθυσμών για την ανάπτυξη της γλώσσας τους, του πολιτισμού, μόρφωσης και ίδρυσης εκκλησιών. Οι περιοχές, στις οποίες έμεναν οι εθνικές μειονότητες, έμειναν έξω από το πρόγραμμα της ανάπτυξης.
Έτσι οι Έλληνες βρέθηκαν στην περιφέρεια για τις τοπικές αρχές. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα επίσημα ντοκουμέντα του 1930, που συντάχθηκαν από τους αντιπροσώπους της ΕΕ. Σε ένα απ’ αυτά αναφέρεται: «Στην περιοχή Όλγιν το 80% του πληθυσμού είναι ελληνικό, ο πρόεδρος του Σοβιέτ του χωριού είναι Γεωργιανός, ο γραμματέας είναι Αρμένιος και ο κομμουνιστικός πυρήνας είναι όλος γεωργιανός.
Οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, η έλλειψη χωραφιών και δρόμων, η περιφρόνηση στους αγρότες και η ύπαρξη του αρμενικού και γεωργιανού εθνικισμού αναγκάζουν τον ελληνικό πληθυσμό να μεταναστεύσει μαζικά».
Όσον αφορά την πρακτική ζωή της ελληνικής εκκλησίας μετά την επανάσταση, βασιζόμενοι στα επίσημα έγγραφα των αρχείων, να σημειώσουμε ότι οι ιθύνοντες κύκλοι κατά την κομμουνιστική ιδεολογία αρνούνταν το ρόλο της εκκλησίας στη ζωή της κοινωνίας. Ο τοπικός όμως ελληνικός πληθυσμός της περιοχής Τσάλκας τους αντιμετώπιζε.
Ας δούμε την κατάσταση της εκκλησίας στο χωιό Τσιντσκαρό. Ένα έγγραφο από το 1927 αναφέρει: «Στις 2 Μαϊου η ομάδα των κομσομόλων και των εξωκομματικών αγροτών εκτελούσαν την παράνομη πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση στο χωράφι δίπλα στο χωριό. Επιστρέφοντας από ’κεί αυτοί συγκεντρώθηκαν μπροστά στην εκκλησία.
Εκεί βρίσκονταν τα ιδρύματα:ο κομματικός πυρήνας, ο συνεταιρισμός και ένα μικρό αναγνωστήριο. Συνήθως οι κομσομόλοι συγκεντρώνονταν εδώ.
Μπροστά στην εκκλησία αυτοί αποφάσισαν να συνεχίσουν το γλέντι διασκέδαση και χορούς. Τη στιγμή εκείνη στην εκκλησία τελούνταν η θεία λειτουργία. Οι κομσομόλοι ενοχλούσαν τους πιστούς, άρπαζαν τα κεριά και τα πατούσαν με τα πόδια τους, ζητούσαν να βγάλουν το φανάρι της εκκλησίας για τις ανάγκες τους.
Τη δεύτερη μέρα από την εκκλησία χάθηκαν κάποια εκκλησιαστικά αντικείμενα. Συγκεντρώθηκαν τότε οι αγρότες και φώναζαν: «συλλαμβάνετε τους κομμουνιστές, κάτω τα σχολεία κλπ.». Τελικά συνελήφθησαν 13 αγρότες, που έπρεπε να εγκαταλείψουν τη Γεωργία. Τιμωρήθηκαν με μομφή ο Ναρόεβ, ο Γκαβλιβάνοβ και ο Σαχαλίδης.
Στο Σοβιετικό κράτος η εκκλησία ήταν ανεξάρτητη από την κρατική εξουσία. Αυτό χρησιμοποίησαν οι ντόπιοι θρησκευτικοί παράγοντες, που κρυφά από τους Έλληνες μοίραζαν τις ελληνικές ενορίες.
Αυτό σήμαινε ότι οι λειτουργίες έπρεπε να τελούνται στην τοπική γλώσσα. Ήταν το τελευταίο χτύπημα για την ελληνική εκκλησία στον Καύκασο. Στα 1920 ο ελληνικός Τύπος είπε τη γνώμη του γι’ αυτά τα γεγονότα.
Οι ιθύνοντες κύκλοι αμέσως κάλεσαν συνέλευση στο χωριό Τσιντσκαρό, όπου προέδρευε ο Ιωσήφ Αρούδοβ, Γραμματέας ήταν ο Σεβαστιάνοβ Βλαδίμηρος, εισηγητής για τις υποθέσεις του σχολείου ο Δημόεβ, ομιλητής για τη γιορτή ο Π. Ιωαννίδης. Αυτοί δήλωσαν: «Υπογραμμίζουμε ότι, τα γεγονότα στο άρθρο της εφημερίδας Αθηνών-ΕΣΤΙΑ από τις 15 - 12 - 1927, κατευθύνονταν εναντίον των Ελλήνων που ζουν στην ΕΣΣΔ. Τα γεγονότα αυτά είναι ψεύτικα για να απατούν τους εργάτες της Ελλάδας και έχουν σκοπό να κρύψουν την πραγματική κατάσταση των Ελλήνων, την οικονομία και την πολιτισμική ανάπτυξή τους. Στη Σοβιετική Ένωση ζούμε καλύτερα από ποτέ. Η πολιτική των Σοβιέτ έδωσε μεγάλη ελευθερία στην ανάπτυξη της γλώσσας όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά και στα άλλα έθνη. Στηλιτεύουμε την ελληνική αστική εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, που βρίζει τους κανονισμούς μας, για να υποσκάψει την ειρηνική αδελφοσύνη. Δε θα το καταφέρουν όμως ποτέ, σας το υποσχόμαστε».
Έτσι, στο ελληνικό στοιχείο έβαλαν την ιδέα της άρνησης από τις απαιτήσεις για την αποκατάσταση της μητρικής γλώσσας και των λειτουργιών στις εκκλησίες στην ελληνική γλώσσα. Η οικονομία του Σοβιετικού συστήματος ανάγκασε το λαό να υποκύψει στη μοίρα του.
Σωκρατης Αγγελιδης
Διδακτορας Ιστοριας -Ανατολικολογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου