Μετά τις πρώτες καταστροφές και βιαιοπραγίες των Τούρκων εναντίον των υποταχθέντων σ' αυτούς λαών, για δύο αιώνες περίπου έζησαν ειρηνικά και συμφιλιωμένοι.
Υπήρχε κάποια ησυχία, γιατί οι κρατούντες είχαν αισθανθεί αυτή την ανάγκη, γιατί οι Έλληνες υπερτερούσαν πνευματικά και προηγούνταν στις τέχνες και το εμπόριο. Η δεύτερη περίοδος της καταδυνάστευσης και καταδίωξης του Ελληνισμού του Πόντου άρχισε το 1660 και κράτησε μέχρι το 184Ο.
Το έτος 1666 είναι σπουδαίος σταθμός διότι επινοήθηκαν στην ιστορία του Πόντου νέοι μέθοδοι εξοντώσεως των Χριστιανών. Τότε εφαρμόστηκε από τους Σουλτάνους το Τιμαριωτικό διοικητικό σύστημα. Σύμφωνα μ’αυτό το σύστημα διορίζονταν από τους Σουλτάνους, τοπικοί άρχοντες οι οποίοι πρόσφεραν ένα σεβαστό ποσό φόρου και στρατιώτες στον πόλεμο.
Κατά τα άλλα ήσαν κυρίαρχοι, ανεξάρτητοι και αυτεξούσιοι στην περιφέρειά τους. Η διαδοχή τους ήταν κληρονομική. Αυτοί διοικούσαν, έκαναν τους νόμους, ρύθμιζαν τους φόρους, τη στρατιωτική θητεία και τη θέση των κατοίκων. Αυτοί δίκαζαν και καταδίκαζαν σε θάνατο όποτε ήθελαν και όποιον ήθελαν. Ήσαν δηλαδή απόλυτα κύριοι της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των υπηκόων τους. Εκήρυτταν πολέμους μεταξύ τους, έκαμναν επιδρομές, συμμαχίες κ.λ.π. Σε περίπτωση θανάτου του Ντερέμπεη ο πρωτότοκος γιος έπαιρνε την εξουσία..
Ντερεμπέηδες στην τουρκική γλώσσα ονομάζονταν οι Τιμαριούχοι. Αυτοί ήσαν οι Δούκες των ποταμών. Το Δουκάτο του ποταμού ήταν το γνωστό «Ντερεπεγηλήκι» Έτσι ονομάστηκαν οι τιμαριωτικές περιφέρειες και οι Τιμαριούχοι, διότι κάθε Τιμάριο περιελάμβανε την περιφέρεια ενός ποταμού. Όλοι οι Ντερεμπέηδες ήσαν υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν κοινό πρόγραμμα για την εξάλειψη του Χριστιανικού πληθυσμού. Απαιτούσαν διαρκώς χρήματα και σωματική εργασία. 'Αρπαζαν τα χωράφια και τα κτήματα των Χριστιανών και τους υποχρέωναν να εργάζονται μέχρι το βράδυ στα δικά τους κτήματα. Οι εύσωμοι νέοι και νέες έπρεπε να ζουν αφανείς και άγνωστοι. Οι γάμοι γίνονταν κρυφά. Γιατί υπήρχε ο απάνθρωπος νόμος, που υποχρέωνε τη νεόνυμφη να τη χρησιμοποιήσει πρώτα ο Τιμαριούχος και μετά να δοθεί στο σύζυγό της. Γύρω από τους Ντερεμπέηδες είχε σχηματιστεί μια τάξη από ευνοουμένους, αυλοκόλακες και σωματοφύλακες, χαμερπή παράσιτα που φρόντιζαν για τη θεραπεία των ορέξεων και των αδυναμιών των κυρίων τους. Αυτοί είχαν γίνει τύραννοι χειρότεροι για τους Χριστιανούς, για τη δική τους ελευθερία. Σ’ όλο τον Πόντο οι Χριστιανοί υπόφεραν πολύ από τους εξισλαμισθέντες, «νεοφώτιστους» χριστιανούς, που προέρχονταν από τα κατώτερα στοιχεία του Χριστιανισμού με ζωώδη ψυχή, χωρίς εθνικό φιλότιμο και απέβλεπαν μόνο στην αμοιβή της εξομώσεως.
Η αμοιβή αυτή ήταν η ελευθερία κάθε ορέξεως, η λεηλασία, η ληστεία. Ζούσαν πολυτελή ζωή και ήσαν ανεύθυνοι για τις πράξεις τους έναντι του Νόμου. Έπαιρναν βαθμούς ανάλογα με τις πράξεις τους εναντίον των Χριστιανών. Έτσι ο Χριστιανισμός του Πόντου έχει υποστεί μεγάλη μείωση. Διατηρήθηκε κυρίως στις πόλεις και στις περιφέρειες των Ιερών Μονών. Οι φοβεροί διωγμοί των Χριστιανών δημιούργησαν την ένοπλη αντίδραση κυρίως στις περιφέρειες των Μονών και των μεταλλείων της Χαλδείας.
Ειδικότερα όσον αφορά το Δυτικό Πόντο και μάλιστα τις περιοχές του Άλυ ποταμού υπενθυμίζουμε ότι είχαν δημιουργηθεί πολλά χωριά κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού από τους Τούρκους.
Το Τιμαριωτικό σύστημα εφαρμόστηκε και στις περιοχές αυτές. Διορίστηκαν από το Σουλτάνο τοπικοί άρχοντες. Οι άρχοντες αυτοί οι λεγόμενοι Ντερεμπέηδες είχαν την ευθύνη και την αρμοδιότητα που καθορίζονταν από τη διαταγή του Σουλτάνου ανάλογα με το μήκος του ποταμού. Στα μεγαλύτερα σε μήκος ποτάμια υπήρχαν περισσότερα Ντερε-πεηλίκια και ανάλογος αριθμός Ντερεμπέηδων, όπως ήταν ο ποταμός Άλυς που ξεκινούσε από την Αρμενία και έφτανε στην Πάφρα. Ο Ντερέμπεης του πρώτου τμήματος του ποταμού Άλυ ο Σαχίμ Βέης από το 1680 περίπου είχε αρμοδιότητα στις περιοχές Πάφρας, Αλάτσαμ, Κιοπρού, Κάβζας και ήταν απόλυτος κύριος της ζωής και της τιμής των υπηκόων του.
Οι αυλοκόλακες του ηγεμόνα προέρχονταν από τους αποίκους Τατάρους, Λαζούς, Αλβανούς κ.λ.π. που βοήθησαν το έργο του εξισλαμισμού των κατοίκων επινόησαν τα φοβερά φορολογικά μέτρα σε βάρος των Χριστιανών, τα οποία ήσαν σε χρήμα, χρυσάφι, σιτάρι, ζώα κ.λ.π. Ίσχυε και το αντισήκωμα (Μπετέλ) για την απαλλαγή από το στρατό, για όσους ήθελαν, πλην όμως ήταν πολύ μεγάλο και έπρεπε να πουλήσει κανείς όλη την περιουσία του.
Οι Ντερεμπέηδες για την αποτελεσματικότερη είσπραξη των κάθε είδους φόρων από τους Έλληνες Χριστιανούς, χρησιμοποιούσαν εκτός των άλλων έμπιστους Μουσουλμάνους, οι οποίοι περνούσαν από τα χωριά, μάζευαν τους φόρους και με βοδάμαξες, με ζώα και με βάρκες μέσα από το ποτάμι τα μετέφεραν στην Πάφρα και απ’ εκεί στη Σαμψούντα. Επειδή τα περισσότερα χωριά ήσαν αμιγώς Ελληνικά και δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στους εισπράκτορες Τούρκους και καθυστερούσε η είσπραξη των φόρων (ΕΣΟΥΡ) αποφάσισαν να αναθέσουν την είσπραξη των φόρων σε Έλληνες.
Έτσι σε κάθε κεφαλοχώρι ορίστηκε ένας Έλληνας, που ήταν υποχρεωμένος να συγκεντρώσει όλους τους φόρους σε μια αποθήκη και απ’ εκεί να τους παραδώσει στους Τούρκους εισπράκτορες. Ο υπεύθυνος Έλληνας εισπράκτορας κατά την είσπραξη των φόρων χρησιμοποιούσε και Τσανταρμάδες (Χωροφύλακες). Αν κανένας Έλληνας δεν πλήρωνε το μερίδιο του φόρου, η τουρκική διοίκηση ζητούσε ευθύνη από τον Έλληνα Ταχσιντάρη (εισπράκτορα).
Την οποιαδήποτε ανωμαλία στην είσπραξη των φόρων την πλήρωνε πολλές φορές με την ίδια τη ζωή του ο Έλληνας εισπράκτορας. Πολλές φορές πλήρωνε ο ίδιος για λογαριασμό μερικών Ελλήνων που δεν μπορούσαν να πληρώσουν το μερίδιό τους. Όταν αυτοί ήσαν πολλοί αδυνατούσε να το κάμει αυτό. Τότε δύο λύσεις υπήρχαν μπροστά του. Ή να τους παραδώσεί στις τουρκικές αρχές ή ο ίδιος του να φύγει στα βουνά. Έτσι οι Τούρκοι κατόρθωσαν να βάλουν διχόνοια μεταξύ των Ελλήνων, για να προδίδει ο ένας τον άλλον και να ασχολούνται περισσότερο μεταξύ τους παρά με τους Τούρκους.
Τέτοια κεφαλοχώρια στις αποθήκες των οποίων μαζεύονταν οι φόροι, στην κοιλάδα του Άλυ ήσαν τα εξής: ΧΑΙΤΑΛΑΠΑ, ΚΟΥΖΟΥΛΑΝ, ΚΑΠΟΥ ΚΑΠΑ, ΑΓ-ΤΣΑΛΑΝ, ΑΣΜΑΤΣΑΜ, ΚΙΡΕΖΛΗ, ΓΕΡΑΛΤΗ, ΚΩΣΤΑΝΟΥΣΑΓΗ, ΠΑΠΑΣΟΟΝ, ΑΤΑ, ΤΑΧΝΑ, ΟΡΦΑΝ, ΕΡΣΑΝΤΟΥΧ, ΤΣΟΡΤΟΥΚΑΟΥ, ΤΕΒΡΕΝ, ΑΚ ΤΕΚΕ, ΣΟΥΡΜΕΛΗ, ΔΟΜΟΥΖΑΓΗ. ΟΣΜΑΝ ΜΠΙΑΟΥ, ΕΛΜΑΤΣΙΚ, ΣΕΛΕΜΕΛΙΚ, ΕΚΙΖ ΤΕΠΕ, ΑΣΑΡ, ΤΕΚΕΑΠΑΝ, ΚΟΠΤΣΗ, ΚΙΟΥΡΑΕΝΤΑΜΙ, ΓΙΑΙΑΑ, ΣΙΧΛΙΧ, ΚΑΡΑΠΟΥΝΑΡ, ΓΟΥΡΟΥ ΚΟΚΤΣΕ, ΖΕΪ ΝΕΑ, ΑΛΜΑΤΣΑ, ΓΑΊΝΑΡΤΣΑ, ΚΟΣΡΟΥΦ, ΟΥ-ΜΟΥΡΤΣΙΚ, ΧΑΤΣΗΓΙΟΥΡΤ, κ.ά.
Από τη μια πλευρά οι δυσβάσταχτοι φόροι με μεγάλες πιέσεις για εξισλαμισμό, από την άλλη πλευρά η υποχρεωτική σχεδόν στράτευση λόγω του δυσβάσταχτου αντισηκώματος με τον κίνδυνο της μη επιστροφής στην πατρική πλέον στέγη, δημιούργησαν το ανταρτικό στα βουνά του Δυτικού Πόντου, Νεπιέν Ντάγ, περιοχές του Άλυ κ.λ.π.
Τα μέρη αυτά ήσαν φημισμένα ως κρυψώνες των ανταρτών και των κλεφτών. Η ισχύς των Ντερεμπέηδων με διάφορες διακυμάνσεις διατηρήθηκε μέχρι το 1839 οπότε εξεδόθη το περίφημο "Χάττι Σερίφ" και καταργήθηκε το τιμαριωτικό πολίτευμα στην Τουρκία.
Το 1856 δημοσιεύτηκε το «Χάττι Χουμαγιούν» περί νέων φιλελευθέρων και ανεξιθρήσκων μεταρρυθμίσεων, και το 14 Πρωτόκολλο της 25ης Μαρτίου του αυτού έτους (1856) του συνεδρίου των δυνάμεων στο Παρίσι δια του οποίου καθορίστηκαν σαφέστερα τα διφορούμενα σημεία.
Επέβαλαν την ανάγκη της ισότητας και περιέστειλαν τις πιέσεις και βιαιοπραγίες κατά των Χριστιανών. Κατά το 1840 η ψηλή Πύλη διόρισε Νομάρχη Τραπεζούντας και ολοκλήρου του Πόντου τον Οσμάν Πασά ο οποίος εξόντωσε τους απειθαρχούντες τιμαριώτες σε εφαρμογή του Χάττι Σερίφ. Από της εποχής του Οσμάν Πασά ο Πόντος απέκτησε ευνομία και γαλήνη κρατική. Η τουρκική διοίκηση μετά το 1860 υπό την πίεση των δυνάμεων της Δύσης βελτιώθηκε και έγινε γενικά καλή. Υπήρχε απόλυτη ελευθερία στην εκπαίδευση και στην Εκκλησία.
Ο τέταρτος Ρωσοτουρκικός πόλεμος το 1876 εξερέθισε τους Τούρκους κατά των Χριστιανών, διότι δικαιολογήθηκε η Ρωσία ότι επιβλήθηκε ο πόλεμος από την ανάγκη προστασίας των Χριστιανών.
Σε πολλές περιοχές άρχισαν οι διαρπαγές και οι βιαιοπραγίες πάλι, επιεικούς όμως χαρακτήρα. Ο από βορρά φόβος συγκρατούσε τους Τούρκους και έτσι μέχρι το 1908 ο Ελληνισμός του Πόντου επιδόθηκε σε ειρηνική ανάπτυξη και πρόοδο. Η περίοδος χαρακτηρίστηκε ως περίοδος υφέσεως, αναστολής διωγμών και ανοχής της ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας.
Σε ό,τι αφορά το θέμα της απώλειας της Ελληνικής γλώσσας από τους Παφραίους, καβζαλίδες, Καραμανλήδες κ.λ.π. ο Αρχιμανδρίτης Πανάρετος λέγει ότι κυρίως μετά το 1666 απαγορεύτηκε αυστηρά η χρήση της Ελληνικής γλώσσας. Για τον εκτουρκισμό των Ελλήνων οι Τούρκοι και μάλιστα ορισμένοι φανατικοί Τιμαριούχοι εκτός των άλλων χρησιμοποίησαν και την αποτρόπαιη και βάρβαρη μέθοδο του κοψίματος της γλώσσας των γονέων, για να μη μάθουν τα παιδιά τους, τα βλαστάρια τους, τη γλώσσα των πατεράδων τους.
Η μακρόχρονη αναγκαστική αποχή από τη χρήση της Ελληνικής γλώσσας και η καθημερινή επικοινωνία και αναστροφή με τους Μουσουλμάνους, κατά τον Πανάρετο, παρέδωσε στη δεύτερη και τρίτη γενεά σαν μητρική γλώσσα την Τουρκική και έτσι δημιουργήθηκαν τρεις τάξεις κρυπτοχριστιανών.
Η πρώτη έχασε τη γλώσσα και τη θρησκεία, διατήρησε όμως από κληρονομική παράδοση έθιμα και συνήθειες καταγωγής ελληνικές και χριστιανικές επενδυμένες όμως με μουσουλμανική χροιά. Αυτοί αισθάνονταν ορμέμφυτα οικειότητα προς τους Χριστιανούς. Στην τάξη αυτή ανήκαν οι κατά καιρούς με διαφόρους τρόπους προστατεύσαντες τους Χριστιανούς μουσουλμάνοι.
Η δεύτερη τάξη διατήρησε την Ελληνική γλώσσα στο σπίτι και λησμόνησε τη θρησκεία. Διατήρησε τύπους χριστιανικούς, λατρείας, σεβασμού στους Αγίους και στη Θεοτόκο. Είχαν φανερή οικειότητα στους Χριστιανούς Έλληνες, φύλαγαν κειμήλια πολύτιμα των πατέρων, Ευαγγέλια, Εκκλησιαστικά βιβλία, δισκοπότηρα, θυμιατήρια, Αντιμήνσια. Ομολογούσαν ότι κατάγονταν από Έλληνες και με βία εξισλαμίσθησαν. Έδιδαν στους Τούρκους τους σοφούς Ιεροδιδασκάλους και χοτσάδες και τους καλύτερους αξιωματικούς και εργάτες της θάλασσας.
Η τρίτη τάξη μιλούσε και τις δύο γλώσσες στο σπίτι. Την Ελληνική γλώσσα μόνο στο σπίτι. Εξωτερικά εμφανίζονταν σαν Μουσουλμάνοι. Με την πάροδο του χρόνου αύξησαν περισσότερο το θρησκευτικό τους ζήλο και έγιναν εσωτερικά ακλόνητοι Χριστιανοί. Πιο αφοσιωμένοι στα πάτρια από τους συγχρόνους Χριστιανούς, στη λατρεία και στα ελληνικά ιδανικά της φυλής.
Οι δυσκολίες, οι κίνδυνοι, οι περιπέτειες που αντιμετώπιζαν σε κάθε βήμα της ζωής τους, για να κατορθώσουν να φανούν μουσουλμάνοι, τόνωσε περισσότερο την εσωτερική τους ψυχική αντοχή και αντίσταση. Έτσι αφοσιώθηκαν περισσότερο στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και παρέμειναν Χριστιανοί. Αυτοί ήσαν διεσπαρμένοι, όπως λέγει ο Πανάρετος, σ’ όλο τον Πόντο αλλά κυρίως στα χωριά.
Ο Κερασούντιος ιστορικός Γεώργιος Κ. Βαλαβάνης λέγει ότι στην περιοχή Αμινσού, Πάφρας, Αλάτσαμ, Βεζύρκιοπρου και Κάβζας έχασαν μεν τη γλώσσα τους αλλά κρατήθηκαν ως Έλληνες χριστιανοί.
Στην περιοχή της Πάφρας και των χωριών γύρω στον Άλυ ποταμό Λύκο και Ίρι και στα βουνά Νεπιέν Νταγ Αγιού Τεπέ είχαν αναλάβει τον εξισλαμισμό των κατοίκων οι Ουλεμάδες και οι Δερβίσιδες. Όσους κατόρθωναν να εξισλαμίσουν τους έδιδαν συνήθως το όνομα Ad-bulla Η.
Και όποιος εξισλαμίζετο ήταν υποχρεωμένος να πει παρουσία όλων των κατοίκων, υψώνοντας το δάκτυλό του La il lagh il Lalach που σήμαινε ένας είναι ο Θεός και προφήτης αυτού Μωάμεθ.
Στην περίοδο 1700 με 1800 και υπό την πίεση της Αυστρίας και της Ρωσίας, των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, οι τουρκικές δυνάμεις έπρεπε να παρέχουν εγγυήσεις για τη ζωή και τη θρησκευτική ελευθερία των χριστιανών υπηκόων τους. Στις πόλεις υπήρχε ένας κάποιος αναγκαστικός σεβασμός των Ελλήνων από τους Τούρκους.
Στις πόλεις υπήρχαν Πρόξενοι και ξένοι διπλωμάτες που υπερασπίζονταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Στο εσωτερικό όμως και κυρίως στα βουνοχώρια, που ήσαν απομονωμένα από τις πόλεις και δεν ελέγχονταν από τους ξένους, η καταπίεση συνεχίζονταν και μάλιστα με σκληρό τρόπο.
Το Οικ. Πατριαρχείο δεν ήταν σε θέση να προστατεύσει τους κατοίκους των χωριών. Ενώ στις πόλεις Πάφρα και Αμισό κτίζονταν σχολεία και Εκκλησίες, στο εσωτερικό πυρπολούσαν οι Τούρκοι τις Εκκλησίες και τα σχολεία., τα οποία με τόσο κόπο και μόχθο έκτιζαν οι Παφραίοι χωρικοί.
Για τους τουρκόφωνους γενικά η παιδεία αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο και το βάθρο πάνω στο οποίο σφυρηλατήθηκαν οι αιώνιοι και ακατάλυτοι δεσμοί με τη μητέρα Ελλάδα και διατήρησαν το αθάνατο Ελληνικό Πνεύμα, τα γράμματα και τη γλώσσα, έστω και παρεφθαρμένη, λόγω συγχρωτισμού τους με διάφορες φυλές.
Την εμμονή τους προς την κατεύθυνση αυτή δεν κατόρθωσαν να ανακόψουν ούτε οι επιδρομείς κατά καιρούς των ημιβάρβαρων ούτε και οι διωγμοί των Τούρκων που έφτασαν μέχρι και το κόψιμο της γλώσσας. Γι’ αυτό και τους ονόμασαν οι Τούρκοι Καραμανλή δες (από το καρά-ιμάν που σημαίνει μαύρη πίστη), επειδή έχασαν την Ελληνική γλώσσα τους, αλλά δεν άλλαξαν με κανένα τρόπο την πίστη τους. Το ίδιο συνέβη και με τους Παφραίους που μάθαιναν τα Ελληνικά στα σχολεία. Ελάχιστοι όμως είχαν τη δυνατότητα να πάνε στην Πάφρα στο σχολείο.
Η αγάπη των τουρκόφωνων Ελλήνων προς το Χριστό ήταν πολύ μεγάλη. Οι Τουρκόφωνοι Έλληνες της περιοχής Τσαρσαμπά δεν έκαμναν καμιά δουλειά χωρίς να κάνουν το σταυρό τους λέγοντας τη λέξη, «Οριστέμ», που είναι παραφθορά του Ιησού Χριστέ μου.
Οι γονείς μας, όπως γνωρίζουμε από την προσωπική μας εμπειρία, οι οποίοι κατάγονταν από τα μέρη της Πάφρας (Νεπιέν Αλάτσαμ) προτού αρχίσουν όχι μόνο την οποιαδήποτε εργασία τους, αλλά και, πριν από την πρωινή ή τη βραδυνή τους προσευχή έλεγαν το, «Κύριεσο-ριστέμ», δηλαδή Κύριε Ιησού Χριστέ μου. Αυτό μετέδωσαν και σε μας τα παιδιά τους.
Για τους λόγους αυτούς οι Τούρκοι κατέβαλαν πιο έντονες προσπάθειες για τον εξισλαμισμό του Δυτικού Πόντου, πράγμα που αποτέλεσε για τους Παφραίους μια ασταμάτητη αιμορραγία και απείλησε να υποκαταστήσει τον Ελληνισμό τους.
Αριθμητικά οι Τούρκοι υπερτερούσαν και διέθεταν όλα τα μέσα για να επιβάλουν τη θέλησή τους, ειδικά στους εγκαταλειμμένους χωρικούς που δεν είχαν καμιά βοήθεια ούτε από το Πατριαρχείο ούτε από τους ξένους προξένους και διπλωμάτες.
Έτσι με την πάροδο των αιώνων χωρίς σχολεία, χωρίς Εκκλησίες λησμόνησαν τη μητρική τους γλώσσα και αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν την Τουρκική για να επιβιώσουν και να κρατηθούν στη ζωή, γιατί γι' αυτούς καμιά άλλη επιλογή δεν υπήρχε. Η εθνική τους συνείδηση έμεινε αλώβητη.
Στο θέμα αυτό η δυνατότητα του Πατριαρχείου, για τη συμπαράστασή τους, περιορίστηκε στο να τυπώσει βιβλία κυρίως θρησκευτικά στην τουρκική γλώσσα αλλά με Ελληνικούς χαρακτήρες που μπορούσαν να διαβάζουν και να κατανοούν. Σώζονται σήμερα και Εκκλησιαστικά κηρύγματα, που γίνονταν από Έλληνες δασκάλους που είχαν σπουδάσει στην Πάφρα και στην Αμισό, τα οποία είναι γραμμένα με Ελληνικούς χαρακτήρες στην Τουρκική γλώσσα.
Οι λεπτομέρειες της απώλειας της γλώσσας των τουρκόφωνων Ελληνικών χωριών είναι θέμα οπωσδήποτε ιστορικό και αντικείμενο ειδικής λεπτομερέστερης μελέτης, που είναι έξω από τις δυνατότητες και τους στόχους του βιβλίου αυτού. Κατά το X. Σαμουηλίδη, γενικά, το ζήτημα των τουρκόφωνων ελληνικών χωριών του Πόντου και της Μ. Ασίας, που αποτελούν μια ελάχιστη μειοψηφία είναι θέμα ιστορικό.
Μεταξύ των Παφραίων, όταν ζούσαν στην Πάφρα, και των σημερινών γέρων Παφραίων που ήδη ζουν στην Ελλάδα κυκλοφορούν διάφορες λαϊκές διηγήσεις που προσπαθούν να δώσουν κάποιες λύσεις και κάποιες εξηγήσεις στο όλο θέμα της απώλειας της γλώσσας. Μια τέτοια διήγηση μας έκαμε ο γηραιός Παφραίος Κυριάκος από τους Νικητές (Κάζιλερ) της Επαρχίας Χρυσούπολης Καβάλας.
Σύμφωνα μ' αυτήν τη διήγηση ο Τιμαριούχος (Ντερέμπεης) και οι κληρονομικοί διάδοχοί του της κοιλάδας του Άλυ, από την Πάφρα μέχρι και την Κάβζα, ήταν πολύ αυστηροί. Οι Έλληνες αντέδρασαν δυναμικά με τη δημιουργία ανταρτικών ομάδων, διότι το Νεπιέν Νταγ προσφέρονταν γι’ αυτή.
Σε απάντηση των ενεργειών αυτών ο ηγεμόνας των περιοχών σκλήρυνε τη στάση του και τους υποχρέωσε να διαλέξουν ένα από τα δύο, τη γλώσσα ή την πίστη. Και αυτοί διάλεξαν την πίστη. Ελληνικά μάθαιναν όσοι είχαν τη δυνατότητα να πάνε στις πόλεις στα σχολεία.
Κάτω από την αφόρητη κατάσταση που είχαν δημιουργήσει οι Τούρκοι εναντίον των Ελλήνων πολλοί από τα χωριά της Πάφρας έφυγαν, όσοι είχαν τη δυνατότητα βέβαια, χρησιμοποιώντας πλοία από τον Άλυ ποταμό, κατοίκησαν στη Ρωσία, Καύκασο, Τασκένδη, Γεωργία ή Κωνσταντινούπολη.
Με το θέμα της απώλειας της γλώσσας των Παφραίων, Αλατσαμλήδων, Βεζυρκιοπρουλήδων, Καβζαλήδων κατά 50% τουλάχιστον, ελάχιστοι ασχολήθηκαν. Γι' αυτό οι πηγές είναι λίγες. Και αυτές που υπάρχουν δεν παρέχουν επαρκή στοιχεία για μια πιο ολοκληρωμένη σε βάθος μελέτη του όλου θέματος.
Οι άνθρωποι αυτοί κατά τούτο είναι αξιέπαινοι: Έχασαν αναγκαστικά τη γλώσσα τους, αλλά διατήρησαν, με πείσμα θα λέγαμε, την Ορθόδοξη Χριστιανική τους πίστη και την Ελληνικότητά τους σε αντίθεση με άλλους που διατήρησαν μεν τη γλώσσα τους αλλά έχασαν την πίστη τους, τις ρίζες της φυλής τους και την Ελληνικότητά τους και κατάντησαν ελληνόφωνοι Τούρκοι, για να καταλήξουν τελικά τουρκόφωνοι Τούρκοι.
Οι κάτοικοι λοιπόν της κοιλάδας του Άλυ με πρωτοπόρους τους Παφραίους "Τήν άγαθήν μερίδα έξέλεξαν", την πίστη τους και γι’ αυτό εξακολουθούν να είναι σήμερα Έλληνες Χριστιανοί.
Πολύ χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Μετρών και Αθύρων έγραφε για τους Παφραίους επί λέξει: "Θαύμα πώς ούκ έξέλιπεν όλως ή καθομιλουμένη κοινή των Ελλήνων γλώσσα. Όρώμεν γάρ τούς έν Πάφρα καταληφθέντας ολιγάριθμους Χριστιανούς μηδ' όπωσούν ειδότας μη ότι γε γράμματα, αλλά ουδέ τής καθομιλούμένης γλώσσης τής κοινής των γνώσιν. Ή γάρ δουλεία άπάντων ήμάς των καλών έστέρησεν".
Υπήρχε κάποια ησυχία, γιατί οι κρατούντες είχαν αισθανθεί αυτή την ανάγκη, γιατί οι Έλληνες υπερτερούσαν πνευματικά και προηγούνταν στις τέχνες και το εμπόριο. Η δεύτερη περίοδος της καταδυνάστευσης και καταδίωξης του Ελληνισμού του Πόντου άρχισε το 1660 και κράτησε μέχρι το 184Ο.
Το έτος 1666 είναι σπουδαίος σταθμός διότι επινοήθηκαν στην ιστορία του Πόντου νέοι μέθοδοι εξοντώσεως των Χριστιανών. Τότε εφαρμόστηκε από τους Σουλτάνους το Τιμαριωτικό διοικητικό σύστημα. Σύμφωνα μ’αυτό το σύστημα διορίζονταν από τους Σουλτάνους, τοπικοί άρχοντες οι οποίοι πρόσφεραν ένα σεβαστό ποσό φόρου και στρατιώτες στον πόλεμο.
Κατά τα άλλα ήσαν κυρίαρχοι, ανεξάρτητοι και αυτεξούσιοι στην περιφέρειά τους. Η διαδοχή τους ήταν κληρονομική. Αυτοί διοικούσαν, έκαναν τους νόμους, ρύθμιζαν τους φόρους, τη στρατιωτική θητεία και τη θέση των κατοίκων. Αυτοί δίκαζαν και καταδίκαζαν σε θάνατο όποτε ήθελαν και όποιον ήθελαν. Ήσαν δηλαδή απόλυτα κύριοι της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των υπηκόων τους. Εκήρυτταν πολέμους μεταξύ τους, έκαμναν επιδρομές, συμμαχίες κ.λ.π. Σε περίπτωση θανάτου του Ντερέμπεη ο πρωτότοκος γιος έπαιρνε την εξουσία..
ΑΜΙΣΟΣ |
Ντερεμπέηδες στην τουρκική γλώσσα ονομάζονταν οι Τιμαριούχοι. Αυτοί ήσαν οι Δούκες των ποταμών. Το Δουκάτο του ποταμού ήταν το γνωστό «Ντερεπεγηλήκι» Έτσι ονομάστηκαν οι τιμαριωτικές περιφέρειες και οι Τιμαριούχοι, διότι κάθε Τιμάριο περιελάμβανε την περιφέρεια ενός ποταμού. Όλοι οι Ντερεμπέηδες ήσαν υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν κοινό πρόγραμμα για την εξάλειψη του Χριστιανικού πληθυσμού. Απαιτούσαν διαρκώς χρήματα και σωματική εργασία. 'Αρπαζαν τα χωράφια και τα κτήματα των Χριστιανών και τους υποχρέωναν να εργάζονται μέχρι το βράδυ στα δικά τους κτήματα. Οι εύσωμοι νέοι και νέες έπρεπε να ζουν αφανείς και άγνωστοι. Οι γάμοι γίνονταν κρυφά. Γιατί υπήρχε ο απάνθρωπος νόμος, που υποχρέωνε τη νεόνυμφη να τη χρησιμοποιήσει πρώτα ο Τιμαριούχος και μετά να δοθεί στο σύζυγό της. Γύρω από τους Ντερεμπέηδες είχε σχηματιστεί μια τάξη από ευνοουμένους, αυλοκόλακες και σωματοφύλακες, χαμερπή παράσιτα που φρόντιζαν για τη θεραπεία των ορέξεων και των αδυναμιών των κυρίων τους. Αυτοί είχαν γίνει τύραννοι χειρότεροι για τους Χριστιανούς, για τη δική τους ελευθερία. Σ’ όλο τον Πόντο οι Χριστιανοί υπόφεραν πολύ από τους εξισλαμισθέντες, «νεοφώτιστους» χριστιανούς, που προέρχονταν από τα κατώτερα στοιχεία του Χριστιανισμού με ζωώδη ψυχή, χωρίς εθνικό φιλότιμο και απέβλεπαν μόνο στην αμοιβή της εξομώσεως.
Η αμοιβή αυτή ήταν η ελευθερία κάθε ορέξεως, η λεηλασία, η ληστεία. Ζούσαν πολυτελή ζωή και ήσαν ανεύθυνοι για τις πράξεις τους έναντι του Νόμου. Έπαιρναν βαθμούς ανάλογα με τις πράξεις τους εναντίον των Χριστιανών. Έτσι ο Χριστιανισμός του Πόντου έχει υποστεί μεγάλη μείωση. Διατηρήθηκε κυρίως στις πόλεις και στις περιφέρειες των Ιερών Μονών. Οι φοβεροί διωγμοί των Χριστιανών δημιούργησαν την ένοπλη αντίδραση κυρίως στις περιφέρειες των Μονών και των μεταλλείων της Χαλδείας.
Ειδικότερα όσον αφορά το Δυτικό Πόντο και μάλιστα τις περιοχές του Άλυ ποταμού υπενθυμίζουμε ότι είχαν δημιουργηθεί πολλά χωριά κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού από τους Τούρκους.
Το Τιμαριωτικό σύστημα εφαρμόστηκε και στις περιοχές αυτές. Διορίστηκαν από το Σουλτάνο τοπικοί άρχοντες. Οι άρχοντες αυτοί οι λεγόμενοι Ντερεμπέηδες είχαν την ευθύνη και την αρμοδιότητα που καθορίζονταν από τη διαταγή του Σουλτάνου ανάλογα με το μήκος του ποταμού. Στα μεγαλύτερα σε μήκος ποτάμια υπήρχαν περισσότερα Ντερε-πεηλίκια και ανάλογος αριθμός Ντερεμπέηδων, όπως ήταν ο ποταμός Άλυς που ξεκινούσε από την Αρμενία και έφτανε στην Πάφρα. Ο Ντερέμπεης του πρώτου τμήματος του ποταμού Άλυ ο Σαχίμ Βέης από το 1680 περίπου είχε αρμοδιότητα στις περιοχές Πάφρας, Αλάτσαμ, Κιοπρού, Κάβζας και ήταν απόλυτος κύριος της ζωής και της τιμής των υπηκόων του.
Οι αυλοκόλακες του ηγεμόνα προέρχονταν από τους αποίκους Τατάρους, Λαζούς, Αλβανούς κ.λ.π. που βοήθησαν το έργο του εξισλαμισμού των κατοίκων επινόησαν τα φοβερά φορολογικά μέτρα σε βάρος των Χριστιανών, τα οποία ήσαν σε χρήμα, χρυσάφι, σιτάρι, ζώα κ.λ.π. Ίσχυε και το αντισήκωμα (Μπετέλ) για την απαλλαγή από το στρατό, για όσους ήθελαν, πλην όμως ήταν πολύ μεγάλο και έπρεπε να πουλήσει κανείς όλη την περιουσία του.
ΠΑΦΡΑΙΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ |
Οι Ντερεμπέηδες για την αποτελεσματικότερη είσπραξη των κάθε είδους φόρων από τους Έλληνες Χριστιανούς, χρησιμοποιούσαν εκτός των άλλων έμπιστους Μουσουλμάνους, οι οποίοι περνούσαν από τα χωριά, μάζευαν τους φόρους και με βοδάμαξες, με ζώα και με βάρκες μέσα από το ποτάμι τα μετέφεραν στην Πάφρα και απ’ εκεί στη Σαμψούντα. Επειδή τα περισσότερα χωριά ήσαν αμιγώς Ελληνικά και δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στους εισπράκτορες Τούρκους και καθυστερούσε η είσπραξη των φόρων (ΕΣΟΥΡ) αποφάσισαν να αναθέσουν την είσπραξη των φόρων σε Έλληνες.
Έτσι σε κάθε κεφαλοχώρι ορίστηκε ένας Έλληνας, που ήταν υποχρεωμένος να συγκεντρώσει όλους τους φόρους σε μια αποθήκη και απ’ εκεί να τους παραδώσει στους Τούρκους εισπράκτορες. Ο υπεύθυνος Έλληνας εισπράκτορας κατά την είσπραξη των φόρων χρησιμοποιούσε και Τσανταρμάδες (Χωροφύλακες). Αν κανένας Έλληνας δεν πλήρωνε το μερίδιο του φόρου, η τουρκική διοίκηση ζητούσε ευθύνη από τον Έλληνα Ταχσιντάρη (εισπράκτορα).
Την οποιαδήποτε ανωμαλία στην είσπραξη των φόρων την πλήρωνε πολλές φορές με την ίδια τη ζωή του ο Έλληνας εισπράκτορας. Πολλές φορές πλήρωνε ο ίδιος για λογαριασμό μερικών Ελλήνων που δεν μπορούσαν να πληρώσουν το μερίδιό τους. Όταν αυτοί ήσαν πολλοί αδυνατούσε να το κάμει αυτό. Τότε δύο λύσεις υπήρχαν μπροστά του. Ή να τους παραδώσεί στις τουρκικές αρχές ή ο ίδιος του να φύγει στα βουνά. Έτσι οι Τούρκοι κατόρθωσαν να βάλουν διχόνοια μεταξύ των Ελλήνων, για να προδίδει ο ένας τον άλλον και να ασχολούνται περισσότερο μεταξύ τους παρά με τους Τούρκους.
Τέτοια κεφαλοχώρια στις αποθήκες των οποίων μαζεύονταν οι φόροι, στην κοιλάδα του Άλυ ήσαν τα εξής: ΧΑΙΤΑΛΑΠΑ, ΚΟΥΖΟΥΛΑΝ, ΚΑΠΟΥ ΚΑΠΑ, ΑΓ-ΤΣΑΛΑΝ, ΑΣΜΑΤΣΑΜ, ΚΙΡΕΖΛΗ, ΓΕΡΑΛΤΗ, ΚΩΣΤΑΝΟΥΣΑΓΗ, ΠΑΠΑΣΟΟΝ, ΑΤΑ, ΤΑΧΝΑ, ΟΡΦΑΝ, ΕΡΣΑΝΤΟΥΧ, ΤΣΟΡΤΟΥΚΑΟΥ, ΤΕΒΡΕΝ, ΑΚ ΤΕΚΕ, ΣΟΥΡΜΕΛΗ, ΔΟΜΟΥΖΑΓΗ. ΟΣΜΑΝ ΜΠΙΑΟΥ, ΕΛΜΑΤΣΙΚ, ΣΕΛΕΜΕΛΙΚ, ΕΚΙΖ ΤΕΠΕ, ΑΣΑΡ, ΤΕΚΕΑΠΑΝ, ΚΟΠΤΣΗ, ΚΙΟΥΡΑΕΝΤΑΜΙ, ΓΙΑΙΑΑ, ΣΙΧΛΙΧ, ΚΑΡΑΠΟΥΝΑΡ, ΓΟΥΡΟΥ ΚΟΚΤΣΕ, ΖΕΪ ΝΕΑ, ΑΛΜΑΤΣΑ, ΓΑΊΝΑΡΤΣΑ, ΚΟΣΡΟΥΦ, ΟΥ-ΜΟΥΡΤΣΙΚ, ΧΑΤΣΗΓΙΟΥΡΤ, κ.ά.
Από τη μια πλευρά οι δυσβάσταχτοι φόροι με μεγάλες πιέσεις για εξισλαμισμό, από την άλλη πλευρά η υποχρεωτική σχεδόν στράτευση λόγω του δυσβάσταχτου αντισηκώματος με τον κίνδυνο της μη επιστροφής στην πατρική πλέον στέγη, δημιούργησαν το ανταρτικό στα βουνά του Δυτικού Πόντου, Νεπιέν Ντάγ, περιοχές του Άλυ κ.λ.π.
Τα μέρη αυτά ήσαν φημισμένα ως κρυψώνες των ανταρτών και των κλεφτών. Η ισχύς των Ντερεμπέηδων με διάφορες διακυμάνσεις διατηρήθηκε μέχρι το 1839 οπότε εξεδόθη το περίφημο "Χάττι Σερίφ" και καταργήθηκε το τιμαριωτικό πολίτευμα στην Τουρκία.
Το 1856 δημοσιεύτηκε το «Χάττι Χουμαγιούν» περί νέων φιλελευθέρων και ανεξιθρήσκων μεταρρυθμίσεων, και το 14 Πρωτόκολλο της 25ης Μαρτίου του αυτού έτους (1856) του συνεδρίου των δυνάμεων στο Παρίσι δια του οποίου καθορίστηκαν σαφέστερα τα διφορούμενα σημεία.
Επέβαλαν την ανάγκη της ισότητας και περιέστειλαν τις πιέσεις και βιαιοπραγίες κατά των Χριστιανών. Κατά το 1840 η ψηλή Πύλη διόρισε Νομάρχη Τραπεζούντας και ολοκλήρου του Πόντου τον Οσμάν Πασά ο οποίος εξόντωσε τους απειθαρχούντες τιμαριώτες σε εφαρμογή του Χάττι Σερίφ. Από της εποχής του Οσμάν Πασά ο Πόντος απέκτησε ευνομία και γαλήνη κρατική. Η τουρκική διοίκηση μετά το 1860 υπό την πίεση των δυνάμεων της Δύσης βελτιώθηκε και έγινε γενικά καλή. Υπήρχε απόλυτη ελευθερία στην εκπαίδευση και στην Εκκλησία.
Ο τέταρτος Ρωσοτουρκικός πόλεμος το 1876 εξερέθισε τους Τούρκους κατά των Χριστιανών, διότι δικαιολογήθηκε η Ρωσία ότι επιβλήθηκε ο πόλεμος από την ανάγκη προστασίας των Χριστιανών.
Σε πολλές περιοχές άρχισαν οι διαρπαγές και οι βιαιοπραγίες πάλι, επιεικούς όμως χαρακτήρα. Ο από βορρά φόβος συγκρατούσε τους Τούρκους και έτσι μέχρι το 1908 ο Ελληνισμός του Πόντου επιδόθηκε σε ειρηνική ανάπτυξη και πρόοδο. Η περίοδος χαρακτηρίστηκε ως περίοδος υφέσεως, αναστολής διωγμών και ανοχής της ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας.
Σε ό,τι αφορά το θέμα της απώλειας της Ελληνικής γλώσσας από τους Παφραίους, καβζαλίδες, Καραμανλήδες κ.λ.π. ο Αρχιμανδρίτης Πανάρετος λέγει ότι κυρίως μετά το 1666 απαγορεύτηκε αυστηρά η χρήση της Ελληνικής γλώσσας. Για τον εκτουρκισμό των Ελλήνων οι Τούρκοι και μάλιστα ορισμένοι φανατικοί Τιμαριούχοι εκτός των άλλων χρησιμοποίησαν και την αποτρόπαιη και βάρβαρη μέθοδο του κοψίματος της γλώσσας των γονέων, για να μη μάθουν τα παιδιά τους, τα βλαστάρια τους, τη γλώσσα των πατεράδων τους.
Η μακρόχρονη αναγκαστική αποχή από τη χρήση της Ελληνικής γλώσσας και η καθημερινή επικοινωνία και αναστροφή με τους Μουσουλμάνους, κατά τον Πανάρετο, παρέδωσε στη δεύτερη και τρίτη γενεά σαν μητρική γλώσσα την Τουρκική και έτσι δημιουργήθηκαν τρεις τάξεις κρυπτοχριστιανών.
Η πρώτη έχασε τη γλώσσα και τη θρησκεία, διατήρησε όμως από κληρονομική παράδοση έθιμα και συνήθειες καταγωγής ελληνικές και χριστιανικές επενδυμένες όμως με μουσουλμανική χροιά. Αυτοί αισθάνονταν ορμέμφυτα οικειότητα προς τους Χριστιανούς. Στην τάξη αυτή ανήκαν οι κατά καιρούς με διαφόρους τρόπους προστατεύσαντες τους Χριστιανούς μουσουλμάνοι.
Η δεύτερη τάξη διατήρησε την Ελληνική γλώσσα στο σπίτι και λησμόνησε τη θρησκεία. Διατήρησε τύπους χριστιανικούς, λατρείας, σεβασμού στους Αγίους και στη Θεοτόκο. Είχαν φανερή οικειότητα στους Χριστιανούς Έλληνες, φύλαγαν κειμήλια πολύτιμα των πατέρων, Ευαγγέλια, Εκκλησιαστικά βιβλία, δισκοπότηρα, θυμιατήρια, Αντιμήνσια. Ομολογούσαν ότι κατάγονταν από Έλληνες και με βία εξισλαμίσθησαν. Έδιδαν στους Τούρκους τους σοφούς Ιεροδιδασκάλους και χοτσάδες και τους καλύτερους αξιωματικούς και εργάτες της θάλασσας.
Η τρίτη τάξη μιλούσε και τις δύο γλώσσες στο σπίτι. Την Ελληνική γλώσσα μόνο στο σπίτι. Εξωτερικά εμφανίζονταν σαν Μουσουλμάνοι. Με την πάροδο του χρόνου αύξησαν περισσότερο το θρησκευτικό τους ζήλο και έγιναν εσωτερικά ακλόνητοι Χριστιανοί. Πιο αφοσιωμένοι στα πάτρια από τους συγχρόνους Χριστιανούς, στη λατρεία και στα ελληνικά ιδανικά της φυλής.
Οι δυσκολίες, οι κίνδυνοι, οι περιπέτειες που αντιμετώπιζαν σε κάθε βήμα της ζωής τους, για να κατορθώσουν να φανούν μουσουλμάνοι, τόνωσε περισσότερο την εσωτερική τους ψυχική αντοχή και αντίσταση. Έτσι αφοσιώθηκαν περισσότερο στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και παρέμειναν Χριστιανοί. Αυτοί ήσαν διεσπαρμένοι, όπως λέγει ο Πανάρετος, σ’ όλο τον Πόντο αλλά κυρίως στα χωριά.
Ο Κερασούντιος ιστορικός Γεώργιος Κ. Βαλαβάνης λέγει ότι στην περιοχή Αμινσού, Πάφρας, Αλάτσαμ, Βεζύρκιοπρου και Κάβζας έχασαν μεν τη γλώσσα τους αλλά κρατήθηκαν ως Έλληνες χριστιανοί.
Στην περιοχή της Πάφρας και των χωριών γύρω στον Άλυ ποταμό Λύκο και Ίρι και στα βουνά Νεπιέν Νταγ Αγιού Τεπέ είχαν αναλάβει τον εξισλαμισμό των κατοίκων οι Ουλεμάδες και οι Δερβίσιδες. Όσους κατόρθωναν να εξισλαμίσουν τους έδιδαν συνήθως το όνομα Ad-bulla Η.
Και όποιος εξισλαμίζετο ήταν υποχρεωμένος να πει παρουσία όλων των κατοίκων, υψώνοντας το δάκτυλό του La il lagh il Lalach που σήμαινε ένας είναι ο Θεός και προφήτης αυτού Μωάμεθ.
Στην περίοδο 1700 με 1800 και υπό την πίεση της Αυστρίας και της Ρωσίας, των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, οι τουρκικές δυνάμεις έπρεπε να παρέχουν εγγυήσεις για τη ζωή και τη θρησκευτική ελευθερία των χριστιανών υπηκόων τους. Στις πόλεις υπήρχε ένας κάποιος αναγκαστικός σεβασμός των Ελλήνων από τους Τούρκους.
Στις πόλεις υπήρχαν Πρόξενοι και ξένοι διπλωμάτες που υπερασπίζονταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Στο εσωτερικό όμως και κυρίως στα βουνοχώρια, που ήσαν απομονωμένα από τις πόλεις και δεν ελέγχονταν από τους ξένους, η καταπίεση συνεχίζονταν και μάλιστα με σκληρό τρόπο.
Το Οικ. Πατριαρχείο δεν ήταν σε θέση να προστατεύσει τους κατοίκους των χωριών. Ενώ στις πόλεις Πάφρα και Αμισό κτίζονταν σχολεία και Εκκλησίες, στο εσωτερικό πυρπολούσαν οι Τούρκοι τις Εκκλησίες και τα σχολεία., τα οποία με τόσο κόπο και μόχθο έκτιζαν οι Παφραίοι χωρικοί.
Για τους τουρκόφωνους γενικά η παιδεία αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο και το βάθρο πάνω στο οποίο σφυρηλατήθηκαν οι αιώνιοι και ακατάλυτοι δεσμοί με τη μητέρα Ελλάδα και διατήρησαν το αθάνατο Ελληνικό Πνεύμα, τα γράμματα και τη γλώσσα, έστω και παρεφθαρμένη, λόγω συγχρωτισμού τους με διάφορες φυλές.
Την εμμονή τους προς την κατεύθυνση αυτή δεν κατόρθωσαν να ανακόψουν ούτε οι επιδρομείς κατά καιρούς των ημιβάρβαρων ούτε και οι διωγμοί των Τούρκων που έφτασαν μέχρι και το κόψιμο της γλώσσας. Γι’ αυτό και τους ονόμασαν οι Τούρκοι Καραμανλή δες (από το καρά-ιμάν που σημαίνει μαύρη πίστη), επειδή έχασαν την Ελληνική γλώσσα τους, αλλά δεν άλλαξαν με κανένα τρόπο την πίστη τους. Το ίδιο συνέβη και με τους Παφραίους που μάθαιναν τα Ελληνικά στα σχολεία. Ελάχιστοι όμως είχαν τη δυνατότητα να πάνε στην Πάφρα στο σχολείο.
Η αγάπη των τουρκόφωνων Ελλήνων προς το Χριστό ήταν πολύ μεγάλη. Οι Τουρκόφωνοι Έλληνες της περιοχής Τσαρσαμπά δεν έκαμναν καμιά δουλειά χωρίς να κάνουν το σταυρό τους λέγοντας τη λέξη, «Οριστέμ», που είναι παραφθορά του Ιησού Χριστέ μου.
Οι γονείς μας, όπως γνωρίζουμε από την προσωπική μας εμπειρία, οι οποίοι κατάγονταν από τα μέρη της Πάφρας (Νεπιέν Αλάτσαμ) προτού αρχίσουν όχι μόνο την οποιαδήποτε εργασία τους, αλλά και, πριν από την πρωινή ή τη βραδυνή τους προσευχή έλεγαν το, «Κύριεσο-ριστέμ», δηλαδή Κύριε Ιησού Χριστέ μου. Αυτό μετέδωσαν και σε μας τα παιδιά τους.
Για τους λόγους αυτούς οι Τούρκοι κατέβαλαν πιο έντονες προσπάθειες για τον εξισλαμισμό του Δυτικού Πόντου, πράγμα που αποτέλεσε για τους Παφραίους μια ασταμάτητη αιμορραγία και απείλησε να υποκαταστήσει τον Ελληνισμό τους.
Αριθμητικά οι Τούρκοι υπερτερούσαν και διέθεταν όλα τα μέσα για να επιβάλουν τη θέλησή τους, ειδικά στους εγκαταλειμμένους χωρικούς που δεν είχαν καμιά βοήθεια ούτε από το Πατριαρχείο ούτε από τους ξένους προξένους και διπλωμάτες.
Έτσι με την πάροδο των αιώνων χωρίς σχολεία, χωρίς Εκκλησίες λησμόνησαν τη μητρική τους γλώσσα και αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν την Τουρκική για να επιβιώσουν και να κρατηθούν στη ζωή, γιατί γι' αυτούς καμιά άλλη επιλογή δεν υπήρχε. Η εθνική τους συνείδηση έμεινε αλώβητη.
Στο θέμα αυτό η δυνατότητα του Πατριαρχείου, για τη συμπαράστασή τους, περιορίστηκε στο να τυπώσει βιβλία κυρίως θρησκευτικά στην τουρκική γλώσσα αλλά με Ελληνικούς χαρακτήρες που μπορούσαν να διαβάζουν και να κατανοούν. Σώζονται σήμερα και Εκκλησιαστικά κηρύγματα, που γίνονταν από Έλληνες δασκάλους που είχαν σπουδάσει στην Πάφρα και στην Αμισό, τα οποία είναι γραμμένα με Ελληνικούς χαρακτήρες στην Τουρκική γλώσσα.
Οι λεπτομέρειες της απώλειας της γλώσσας των τουρκόφωνων Ελληνικών χωριών είναι θέμα οπωσδήποτε ιστορικό και αντικείμενο ειδικής λεπτομερέστερης μελέτης, που είναι έξω από τις δυνατότητες και τους στόχους του βιβλίου αυτού. Κατά το X. Σαμουηλίδη, γενικά, το ζήτημα των τουρκόφωνων ελληνικών χωριών του Πόντου και της Μ. Ασίας, που αποτελούν μια ελάχιστη μειοψηφία είναι θέμα ιστορικό.
Μεταξύ των Παφραίων, όταν ζούσαν στην Πάφρα, και των σημερινών γέρων Παφραίων που ήδη ζουν στην Ελλάδα κυκλοφορούν διάφορες λαϊκές διηγήσεις που προσπαθούν να δώσουν κάποιες λύσεις και κάποιες εξηγήσεις στο όλο θέμα της απώλειας της γλώσσας. Μια τέτοια διήγηση μας έκαμε ο γηραιός Παφραίος Κυριάκος από τους Νικητές (Κάζιλερ) της Επαρχίας Χρυσούπολης Καβάλας.
Σύμφωνα μ' αυτήν τη διήγηση ο Τιμαριούχος (Ντερέμπεης) και οι κληρονομικοί διάδοχοί του της κοιλάδας του Άλυ, από την Πάφρα μέχρι και την Κάβζα, ήταν πολύ αυστηροί. Οι Έλληνες αντέδρασαν δυναμικά με τη δημιουργία ανταρτικών ομάδων, διότι το Νεπιέν Νταγ προσφέρονταν γι’ αυτή.
Σε απάντηση των ενεργειών αυτών ο ηγεμόνας των περιοχών σκλήρυνε τη στάση του και τους υποχρέωσε να διαλέξουν ένα από τα δύο, τη γλώσσα ή την πίστη. Και αυτοί διάλεξαν την πίστη. Ελληνικά μάθαιναν όσοι είχαν τη δυνατότητα να πάνε στις πόλεις στα σχολεία.
Κάτω από την αφόρητη κατάσταση που είχαν δημιουργήσει οι Τούρκοι εναντίον των Ελλήνων πολλοί από τα χωριά της Πάφρας έφυγαν, όσοι είχαν τη δυνατότητα βέβαια, χρησιμοποιώντας πλοία από τον Άλυ ποταμό, κατοίκησαν στη Ρωσία, Καύκασο, Τασκένδη, Γεωργία ή Κωνσταντινούπολη.
Με το θέμα της απώλειας της γλώσσας των Παφραίων, Αλατσαμλήδων, Βεζυρκιοπρουλήδων, Καβζαλήδων κατά 50% τουλάχιστον, ελάχιστοι ασχολήθηκαν. Γι' αυτό οι πηγές είναι λίγες. Και αυτές που υπάρχουν δεν παρέχουν επαρκή στοιχεία για μια πιο ολοκληρωμένη σε βάθος μελέτη του όλου θέματος.
Οι άνθρωποι αυτοί κατά τούτο είναι αξιέπαινοι: Έχασαν αναγκαστικά τη γλώσσα τους, αλλά διατήρησαν, με πείσμα θα λέγαμε, την Ορθόδοξη Χριστιανική τους πίστη και την Ελληνικότητά τους σε αντίθεση με άλλους που διατήρησαν μεν τη γλώσσα τους αλλά έχασαν την πίστη τους, τις ρίζες της φυλής τους και την Ελληνικότητά τους και κατάντησαν ελληνόφωνοι Τούρκοι, για να καταλήξουν τελικά τουρκόφωνοι Τούρκοι.
Οι κάτοικοι λοιπόν της κοιλάδας του Άλυ με πρωτοπόρους τους Παφραίους "Τήν άγαθήν μερίδα έξέλεξαν", την πίστη τους και γι’ αυτό εξακολουθούν να είναι σήμερα Έλληνες Χριστιανοί.
Πολύ χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Μετρών και Αθύρων έγραφε για τους Παφραίους επί λέξει: "Θαύμα πώς ούκ έξέλιπεν όλως ή καθομιλουμένη κοινή των Ελλήνων γλώσσα. Όρώμεν γάρ τούς έν Πάφρα καταληφθέντας ολιγάριθμους Χριστιανούς μηδ' όπωσούν ειδότας μη ότι γε γράμματα, αλλά ουδέ τής καθομιλούμένης γλώσσης τής κοινής των γνώσιν. Ή γάρ δουλεία άπάντων ήμάς των καλών έστέρησεν".
Νικολαος Κυνηγοπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου