Πως ζουσαν οι Σανταίοι στην Τραπεζούντα μετά τον εκτοπισμό

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Ύστερα από τον εκτοπισμό των γυναικόπαιδων της Σαντάς τον Σεπτέμβρη του 1921 πλημμύρισε η ενορία Δαφνούντας από φυγάδες Σανταίους που κατέβηκαν απ’ τα βουνά της Σαντάς. Οι φυγάδες αυτοί ζούσαν μέσα σε αφάνταστες στερήσεις και κακουχίες, η ψυχική τους όμως αγωνία ήταν απερίγραπτη.

 Αρχικά  δεν τολμούσαν να βγουν από το κρησφύγετο τους και να δουν για μια στιγμή τον κόσμο. Και κρησφύγετα τους ήσαν στην Δαφνούντα τα σπίτια πολλών Σανταίων, όπως του Γουρή, του Καγκέλ, του Μαυρόπουλου, του Χατζηγιάννη, και μερικά ξένα. 
Όσο περνούσε ο καιρός έπαιρναν θάρρος οι φυγάδες αυτοί, γιατί οι αστυνόμοι έκαναν πως δεν βλέπουν και δεν ξέρουν, και έτσι τόλμησαν κάποτε οι δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις να ξεμυτίσουν λιγάκι και να γυρέψουν δουλειά μέσα στην Τραπεζούντα ή στο Τεγερμέν-τερε, πάντοτε όμως με τις απαραίτητες προφυλάξεις.
Όσοι βρεθήκαμε στην Τραπεζούντα σε κείνη την ζοφερή εποχή τρομάξαμε με την εμφάνιση της οικογένειας του αρχηγού Ευκλείδη Κουρτίδη. Η οικογένεια αυτή κρυβόταν σε κάποιο χαμόσπιτο της Δαφνούντας, και μόλις μυριζόταν προδοσία και τα ρέστα έβγαινε νύχτα από το κρησφύγετό της κι ανέβαινε στο Πόζ τεπέ για να κοιμηθεί σε κάποιο ερειπωμένο και απόκεντρο σπίτι.Όλοι μας είχαμε την αγωνία μας, μα η ψυχική αγωνία της οικογένειας αυτής δεν περιγράφεται.
 Κατά το Πάσχα του 1923 με βρήκε στο σπίτι του Γουρή η γυναίκα του Ευκλείδη Μαρία, και επειδή ήξερε πως μόνο εγώ είχα ελευθερία κινήσεων μέσα στην Τραπεζούντα, με παρακάλεσε να την συνοδέψω ως το σπίτι του Καπαγιαννίδη, τον οποίο ήθελε να παρακαλέσει για οικονομική και ηθική ενίσχυση τής οικογένειας της.
 Ο κίνδυνος που διατρέξαμε και οι δυο μας τότε ήταν τρομερός. Αν κάποιος Τούρκος που γνώριζε τους Κουρτιδαίους μας συναντούσε τους δυο μαζί στα σοκάκια της Τραπεζούντας, το λυντσάρισμά μας επί τόπου θα ήταν αναπόφευκτο. Το σπίτι του Καπαγιαννίδη  όπου πήγαμε ήταν κλειστό, μα αργότερα μάθαμε πως και ο Καπαγιαννίδης και ο Χατζή Παναγιωτίδης υποστήριξαν θερμά την οικογένεια αυτή.
 Λίγες μέρες ύστερα με βρίσκει πάλι στο σπίτι του Γουρή η Μαρία με ζωγραφισμένη την απελπισία στο πρόσωπό της και μου λέγει: "Αχ Μιλτιάδη, πότε θα δούμε το φως της ελευθερίας; Ας μας αξίωνε ο Θεός να δούμε ελευθερία μονάχα μια μέρα, και δεν θα ζητούσαμε τίποτε άλλο σ' αυτόν τον κόσμο! " Προσπάθησα πολύ να την παρηγορήσω την δυστυχισμένη αυτή γυναίκα: Και αυτά μεν για την οικογένεια των Κουρτιδαίων. 
Τι έκαναν όμως οι άλλοι Σανταίοι μέσα στην Τραπεζούντα; Αυτοί  αρχικά βρήκαν κάτι μικρές ,ψευτοδουλειές όπως είπαμε, ύστερα όμως έπαψαν κι αυτές. Από τον εκτοπισμό των γυναικόπαιδων της Σάντας μέχρι της καθόδου μας στην Ελλάδα, πέρασαν δύο χρόνια, χρόνια αφάνταστων στερήσεων και απερίγραπτης αγωνίας για όλους τους Σανταίους.
 Αρχές του Γενάρη του 1923 μπήκαν πολλοί Σανταίοι στο βαπόρι Γκιούλ Τζεμάλ, κατέβηκαν στην Κωνσταντινούπολη και κλείστηκαν στο Σελημιέ όπου αρρώστησαν και πέθαναν πολλές εκατοντάδες απ' αυτούς. Τότε πέθαναν στο Σελημιέ ο αείμνηστος  Α' Ιστοριογράφος της Σαντάς Φίλιππος Χειμωνίδης και η γυναίκα του Αγγέλω που χτυπήθηκαν από επιδημική μηνιγγίτιδα. Την ίδια τύχη είχαν και μερικοί άλλοι Σανταίοι, και πολλές χιλιάδες ξένοι. Έτσι το Σελημιέ κατάντησε ο τάφος του Ελληνισμού του Πόντου!
Κατά τα Χριστούγεννα του 1922 έφυγαν αρκετοί Σανταίοι και πολλοί ξένοι, με το
 πρώτο ελληνικό βαπόρι στον Πειραιά. Αυτοί δεν είχαν καλύτερη τύχη από τούς πρόσφυγες του Σελημιέ. Αρρώστησαν και πέθαναν απ’ αυτούς πολλοί από εξανθηματικό τύφο στον Πειραιά, όπως ο πεθερός μου και η πεθερά μου Γεώργιος και Ελένη Μολοχίδου κ.ά., και τότε οι υγειονομικές αρχές του Πειραιά απομάκρυναν τους περισσότερους στη Λαμία, όπου έκατσαν πολλούς μήνες και κατά το καλοκαίρι του 1923 εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε διάφορα χωριά τής Μακεδονίας, όπως στη Νέα Σάντα του Κιλκίς, στην Καστανιά- Βέροιας, και στην περιφέρεια Ζιρνόβου(σ.σ Νευροκόπι).
Οι Σανταίοι που έμειναν στην Τραπεζούντα ζούσαν μια ζωή τρισάθλια. Απ' αυτούς ο Νίκος Τοπαλίδης μη αντέχοντας στις στερήσεις αψήφησε κάθε κίνδυνο και ανέβηκε μέσα στην καρδιά του χειμώνα του 1923 με χίλια καρδιοχτύπια στη Σαντά, για να βρει ένα πεντόλιρο πούχε κρυμμένο στο σπίτι του, και με αυτό να θεραπεύσει τις στοιχειωδέστερες ανάγκες της οικογένειας του. 
Αργότερα μας έλεγε πως δεν βρήκε το πεντόλιρο, και πως δεν λυπήθηκε τόσο το πεντόλιρο όσο λυπήθηκε τον Φ. Χειμωνίδη και τους άλλους Σανταίους που κατά την απουσία του κατέβηκαν στην Κων)πολη και πέθαναν στο Σελημιέ. Από τους άλλους φυγάδες Σανταίους θυμόμαστε τον Χριστόφορο Τσάτο, Γιάννη Χαρατσή, Χρήστο Χαρτοματσή, Απόστολο Εφραιμίδη, Δημήτριο Σοφιανό, Αλκιβιάδη  Τοπαλίδη, Θεόδωρο Καλαϊτσίδη, Χριστόφορο Καγκέλ, Γιάννη Κουρτίδη, Ελένη Λαζαρίδου αδελφή του Ευκλείδη, Θεόδωρο Κουρτίδη, Γιάννη Κάτσιο, Ελένη Κάτσιου, Αθανάσιο Σπυράντη, Κώστα Γιαλιτσή, Ουρανία Σοφιανού, την πρώτη πεθερά μου Κυριακή Στουλαρά, τον Σταύρο Αδάκτυλο, την Κυριακή Αδάκτυλου, την Ποινή Γαρατσάλ και τα δυό της κορίτσια, την Θυμία Λαμπριανίδου, τον Γιάννη Κουφατσή, τον Τριαντάφυλλο Πορωζάν,  κ.ά.
Όλοι αυτοί έχουν δικαίωμα στον τίτλο του εθνομάρτυρα, γιατί ζούσαν μέσα στην Τραπεζούντα μια ζωή φοβερών στερήσεων, γεμάτη από εφιάλτες τρόμου και αγωνίας.

Μιλτιαδης Νυμφοπουλος

Ιστοριογράφος της Σαντάς
ΔΡΑΜΑ 1953

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah