Ο Γάμος (Χαρά) στη Σαντά του Πόντου..

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Τον γάμον έλεγον ΧΑΡΑΝ. Τον δε αρραβώνα σουμάδεμαν. Οι γάμοι εγίνοντο συνήθως κατόπιν συμφωνίας των γονέων αμφοτέρων των υποψηφίων, χωρίς ως επί το πλείστον να προϋπήρχε κανένα αίσθημα, ούτε απλή επαφή μεταξύ των υποψηφίων.
Και δια μεν τους άνδρας, έλεγον γυναικίζ, δηλ. παίρνει γυναίκα δια δε τας γυναίκας αντρίζ, δηλαδή παίρνει άνδρα. Κατόπιν συζητήσεως αμφοτέρων των γονέων και εν απουσία των υποψηφίων εγίνετο το λογοσούμαδον ή το σουμάδεμαν (δηλ. ο αρραβώνας) χωρίς να ανταλάσσωνται δώρα ή δακτυλίδια.
Σπάνια η πεθερά έδινεν εις την υποψήφιαν νύφην της, κανένα δακτυλίδι που είχεν εις το δάκτυλόν της, συνήθως ασημένιο.
Πάρσιμον νύφες
Εξηκολούθει βέβαια μεταξύ των αρραβωνιασμένων (των σουμαδεμένων) να μην υπάρχει καμμία επαφή, και αν κάποτε τυχαίως διεσταυρώνοντο, η υποψήφια ετρέπετο εις φυγήν.
Σπανίως ο αρραβωνιασμένος (σουμαδεμένος) επεσκέπτετο το σπίτι της πεθεράς του, και αν το επεσκέπτετο η αρραβωνιαστικιά του εξηφανίζετο, και τον υπεδέχετο η πεθερά, ως συνήθως μόνη της, διότι ο πεθερός έλειπεν εις την ξενιτείαν, ως επί το πλείστον.
Κάποτε ένας υποψήφιος γαμβρός, μη έχων να ασχοληθή με τίποτε άλλο, και επειδή η υποδοχή που του έγινεν από την πρώτην επίσκεψιν τους εις τα πεθερικά του ήτο καλή, άρχισεν καθημερινώς να συχνάζη εκεί. Μίαν ημέραν όμως η πεθερά του βαρέθηκε και του είπε:
Γαμπρέ γλυκέα γλυκέα έλα (δηλαδή έλα κάπως αραιά δια να γίνη η επίσκεψις σου πιο γλυκειά) οπότε την επομένη την επισκέφθηκε πάλιν ως συνήθως, αλλά αυτή την φορά έφερε μαζί του μέσα σε περιτύλιγμα και ολίγες καραμέλες (σιακιαρ-λιαμάδας).
Κατά την ημέρα του γάμου, ο οποίος εγίνετο μια Κυριακή πρωία μετά την λειτουργία, συνεκεντρώνοντο εις το σπίτι του γαμπρού όλοι οι άνδρες του χωριού, και αφού είχαν τελειώσει όλες αι προετοιμασίες, ένας ο οποίος διέθετε ξυράφι, διότι κουρείο και κουρεύς δεν υπήρχον, εξύριζε τον γαμπρό συνήθως εις την αυλή του σπιτιού διότι μέσα και χώρος δεν υπήρχε, και ο φωτισμός ήτο μικρός· και όλοι μαζί με τραγούδια τη συνοδεία μιας λύρας ξεκινούσαν δια το σπίτι της νύμφης δια το νυφέπαρμαν.
Συγχρόνως εις το σπίτι της νύμφης είχον συγκεντρωθεί όλες αι γυναίκες του χωριού, η δε νύμφη ήτο κρυμμένη εις μιαν γωνία του σπιτιού, πίσω από ένα πρόχειρον παραβάν, αν ως συνήθως, ιδιαίτερον δωμάτιον δεν υπήρχεν, και ο όλος χώρος της οικίας ήτο ενιαίος.
Μόλις η συνοδεία του γαμπού έφθανε εις την πόρτα της νύμφης ένας από τους συνοδούς που εκράτει επάνω εις το κεφάλι του ένα πιάτο με μέλι και βούτυρον, εστέκετο επάνω εις την πόρτα, και ένας ένας έπαιρνε με ένα κοινό κουτάλι λίγο βούτυρο και μέλι.
Εις το τέλος το εναπομείναν με το πιάτο επετούσεν εις το έδαφος. Το έθιμον αυτό εγίνετο δια να γίνη ο νέος βίος των γλυκύς, και νόστιμος.
Μετά την διαδικασία αυτή έβγαιναν οι γυναίκες, με την νύμφη η οποία είχε σκεπασμένο το κεφάλι της με ένα αδιαφανές πέπλον και κλειστά τα μάτια της, και τότε την έπαιρνε από το χέρι ο γαμπρός και κυριολεκτικός σέρνοντάς την, ξεκινούσαν όλοι μαζί δια την εκκλησία.

Παραλλήλως εγίνοντο και μερικοί πυροβολισμοί, ενώ αι καμπάνες της εκκλησίας άρχιζαν να κρούωνται χαρμόσυνα.
Η θρησκευτική τελετή ήτο απλή. Έθιμον να ραντίζουν τους μελόνυμφους με ρύζι ή κουφέτα, ως και η διανομή μπουμπουνιέρων ήσαν, άγνωστα.
Άγνωστον επίσης ήτο το έθιμον, να πατά ο είς το πόδι του άλλου όταν ο ιερεύς έψαλλεν και η γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα.
Δεν υπήρχεν επίσης έθιμον με το τέλος της τελετής να σηκώνεται αγκαλιά ο κουμπάρος για να υποσχεθή (να τάξει ποτά ή τραπέζι).
Στέφανα δεν επρομηθεύοντο οι μελλόνυμφοι, αλλά οι πάντες εχρησιμοποιούσαν ένα ζεύγος που διέθετε η εκκλησία.
Προσκεκλημμένοι εις τον γάμον ήσαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού δια προφορικής κλήσεως, από μιαν συγγενή του γαμβρού η οποία από σπίτι σε σπίτι εκαλούσεν όλους δια την χαράν.
Δώρα γάμου ήσαν άγνωστα. Το έθιμο της προικός ήτο ανύπαρκτο. Το μόνο που έφερε μαζί της η νύμφη ήτο ένας μπόγος, ή ένα σεντούκι (σαντουκ) με τα ρούχα της.
Δεν ήτο σπάνιον το γεγονός ο γαμπρός να δανεισθή δια την περίστασιν από κάποιον συγγενή τα ρούχα του, δια την τελετή, όταν μάλιστα τα δικά του ήσαν εφθαρμένα.
Μετά το γάμο ηκολούθει χορός μέχρι πρωίας εις το σπίτι του γαμπρού, ο οποίος επερατούτο, τας πρωϊνάς ώρας με ειδικόν χορόν το κοτσαγκέλ, και ηκολούθει τραπέζι που αν τα οικονομικά του γαμβρού το επέτρεπον, περιείχεν και κρέας. Έτσι ετελείωνε ο γάμος και ο καθείς πήγαινε στο σπίτι του.
Μετά μιαν εβδομάδα το ζεύγος επισκέπτετο το σπίτι της πεθεράς, όπου με άλλα νεαρά ζευγάρια, εγίνετο χορός το θύμιαμαν, με κεριά, ηκολούθει δε ουζοποσία με αναλόγους μεζέδες.
Αν οι γονείς μιάς κόρης δεν ενέδιδον εις κάποιον γάμον, δεν ήτο σπάνιον το γεγονός, ο
 γαμπρός με μερικούς φίλους του να παραμονεύουν, και εις κατάλληλον ευκαιρία να απαγάγουν (να σύρνε) την κόρην, και να εκβιάσουν έτσι τον γάμο.

Κάποτε εις το χωρίον Κοσλαράντων ένας απήγαγεν μιαν κοπέλα και έτσι εξεβίασε αυτήν να τον παντρευθή, παρ' ότι αυτή δεν τον εσυμπαθούσε.
Φαίνεται όμως ότι της ήτο τελείως αντιπαθής και μετά βίας τον ηνοίχετο. Εις μίαν όμως ευκαιρίαν που οι δυο τους ευρίσκοντο εις την παραποτάμιον περιοχήν, τον έσπρωξε και τον έριξε μέσα σε μια μικρά λίμνη που εσχημάτιζε εκεί το ποτάμι- βεβαία πλέον ότι τον έπνιξε επέστρεψε εις το σπίτι της μάνας της, εις την οποίαν διηγήθηκε την πράξιν της.
Η μητέρα της μόλις το άκουσε, άρχισεν να ορύεται και να λέη: Ουί να γλή εμάς τσί θα πέρτσε ατώρα όνταν μαθάν ντ’ επήκες;
 Και εκείνην απήντησεν.
Ιντσαν θα έρτε, για από μπροστά, για από πις, για από τα γιαναμ και μαθάνιατο θα φεβ· Ιντζαν όμως έρτε από παν ασο θεόν κανέναν κι θα ακούει.
(Αλοίμονο σε μας , ποος θα σε πάρη μόλις μάθη, τι έκαμες)
και εκείνην απήντησε:
(Όποιος θα έλθη από εμπρός μου, ή από τα πλάγια ή από πίσω και το μάθη θα φύγει- όποιος όμως έλθη από πάνω από τον θεόν κανένα δεν θα ακούση).
Και πράγματι η Λιμνάβα όπως της έδωσαν το παρατσούκλι, μετά καιρόν παντρεύθηκε καλά ένα Σανταίο, που ήλθε από την Αμερική, και έκαμε και καλή οικογένεια.
Για τον άνδρα της τον Λιμνάν, ο οποίος βέβαια εσώθη δεν συνεκράτησα περισσότερα.
Υπήρχε και άλλο σπανιώτερο βέβαια έθιμον, αν οι γονείς μιας κόρης δεν συνεφώνουν σε ένα γάμον, η δε κόρη είχεν αντίθετο γνώμη, να πάρη τα ρούχα της, μετά σύμφωνον βέβαια γνώμη και του γαμπρού, και να εγκατασταθή εις το σπίτι του, και να εκβιάζη έτσι τον γάμον.
Ζεύγος Ποντίων
Γαμήλιο ταξίδι ήτο άγνωστο. Η νύμφη από εκείνη την ημέραν συγκατοικούσε με τα πεθερικά της.
Συγχρόνως άρχιζε και η μαρτυρική ζωή της νύμφης.
Απηγορεύετο εις αυτήν να ομιλή εις τα πεθερικά της, και οσάκις η ανάγκη το επέβαλεν αι ερωτήσεις και αι απαντήσεις της εγίνοντο μέσον κάποιας κουνιάδας, ή κάποιου μικρού του σπιτιού. Το έθιμον αυτό ελέγετο στίμνωμαν, και εκράτη εως όταν αποκτούσε δικά της παιδιά ή την επέτρεπεν ο πεθερός της να το διακόψει ενωρίτερον.
Η ονομασία μας ήτο άγνωστη εις Σαντά, και επεκράτη αντί του στίμνωμαν εις άλλας περιοχάς του Πόντου.
Παρουσία των πεθερικών της η νύμφη δεν επετρέπετο να καθίση, αλλά παρέμεινεν όρθια.
Καθ’ όλην δε την διάρκειαν του φαγητού απεσύρετο εξυπηρέτει όρθια όλους, και μετά το τέλος του φαγητού εις μιαν γωνία δια να φάγη και αυτή.
Έθιμον να πλύνη η νύμφη τα πόδια του πεθερού της ή των άλλων ανδρών επεκράτη εις άλλας περιοχάς του Πόντου ενώ εις Σαντά ήτο άγνωστον.
Οσάκις εξήρχετο από το σπίτι, έπρεπεν απαραιτήτως να συνοδεύεται από μίαν κουνιάδα της, ή από την πεθερά της και να χειροφιλεί όλους όσους καθ’ οδόν συναντούσε, γνωστούς και μη.
Δεν επετρέπετο εις αυτήν να πηγαίνει δια ύπνον, παρά μόνον αφού εκοιμούντο όλοι.
Είναι χαρακτηριστικόν αυτό που συνέβη με κάποιον Γιρίχ ονόματι πατριώτην μας εκ Τερζάντων.
Επιστρέψας εκ Ρωσσίας μετά απουσία δυο και πλέον ετών, μετά το βραδινό φαγητόν, απεσύρθη δι’ ύπνον αναμένων και την σύζυγο του- αλλά γειτόνισσες γριές, φίλες της μάνας του, παρέμειναν μετ’ αυτής πέριξ της φωτιάς, συζητούσαι περί ανέμων και υδάτων.
 Η νύμφη όρθια παρηκολούθει την όλη δι’ αυτήν ανιαρά συζήτησιν. Εις κάποιαν στιγμήν έχασε την υπομονήν της αναμονής του ο Γιρίχ, και επετάχθηκε όρθιος, άρπαξε από την φωτιά ένα μισοκαμμένο ξύλο (αποκάμ όπως το έλεγαν) το κτύπησε με δύναμιν εις την φωτιά, και ενώ αι σπίθες εσκορπίσανε δεξιά και αριστερά αγριεμένος εφώναξε:
Εσίν κι νυστάζετε, αβούτο πά το γιασιρόπον κ’ ελέπετε ντο νυστάζ και κιλέτια το να έρτε να κοιμάται;
(Εσείς δεν νυστάζετε, αυτό όμως το κακόμοιρον δεν βλέπετε πόσον νυστάζει και δεν το λέτε να έλθη να κοιμηθή;)
Στην αγριωπήν εμφάνισιν του Γιρίχ, την ημιαδαμιαία περιβολή του, όπως σηκώθηκε από το κρεβάτι, ετράπησαν εις φυγήν αι γειτόνισσαι, και έτσι η νύμφη απέλαυσε τον ύπνον της κοντά εις τον σύζυγο της.
Σύνηθες βέβαια ήτο το γεγονός ο γαμπρός ολίγας εβδομάδας μετά τον γάμο να αναχωρίση εις Ρωσσίαν δι’ εργασίαν και να επιστρέψη μετά ένα ή δύο έτη, η δε σύζυγός του να παραμείνει καθόλον αυτό το διάστημα ως υπηρετικόν προσωπικόν των πεθερικών της, δι’ όλας τας οικιακάς εργασίας, μόνη της, ή σπανίως και με την βοήθεια της πεθεράς της.
Ο πεθερός ο οποίος συνήθως μη υπερβαίνων τα πεντήκοντα του χρόνια, απεσύρετο της εργασίας του, και παρέμενε μονίμως εις το σπίτι- εκάθητο δίπλα εις το τζάκι, επί τίνος χαμηλού καθίσματος, ή επί μιάς προβιάς καπνίζων, τα ιδίας κατασκευής τσιγάρα από καπνό που επρομηθεύοντο σε μεγάλην ποσότητα δι’ όλον το έτος από Τούρκους των παραθαλασσίων περιοχών, όπου παρ’ ότι επισήμως απηγορεύετο υπο του μονοπωλείου η καλλιέργεια του, ήτο σχεδόν ελεύθερη η καλλιέργεια και πώλησις αυτού.
Ήτο δε περίεργον το γεγονός ότι, ενώ απηγορεύετο η καλλιέργεια και πώλησις καπνού, ήτο ελευθέρα η πώλησις των σιγαροχάρτων.
Βεβαίως ο πεθερός ήτο ο έχων τον κύριον λόγον εις στο σπίτι και πάσα του εντολή εξετελείτο από όλους ασυζητητί.
Πολύτεκνες οικογένειες δεν υπήρχον, και ολίγες ήσαν αι οικογένειαι με τρία παιδιά- πάντοτε τα άρρενα μετά τον γάμον συγκατοικούσαν όλα μαζί με τους γονείς των, και με την τυχόν ανύπανδρον αδελφή, και έτσι η ανύπανδρος αδελφή απετέλει μετά της πεθεράς πολλάκις την τυραννική διεύθυνσιν των οικιακών.



Ανδρεας Σπυραντης

Γιατρος


Σ.Σ.  Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω".
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah