Κύριο μέσο συντήρησης των οικογενειών στη Σαντά ήταν τα εμβάσματα που έστελναν από το εξωτερικό οι εργαζόμενοι και κυρίως από την Ρωσία.
Την αποστολή αυτών ανελάμβανε ο υπεργολάβος,από τα ημερομίσθια αυτών, που με τραπεζική αποστολή τα έστελνε σε κάποιο Σανταίο που διατηρούσε παντοπωλείο στην ενορία Δαφνούντα της Τραπεζούντας, για να πληρωθούν στις οικογένειες των αποστολέων, όπως μ' επιστολή εξηγούσε.
Συγχρόνως και οι αποστολείς με επιστολή γνωστοποιούσαν στις οικογένειες τους , το ποσό της αποστολής και τον παραλήπτη στην Τραπεζούντα.
Ελλείψει ταχυδρομείου η επιστολή έφτανε μετά καιρό στη Σαντά και η ενδιαφερόμενη σύζυγος του αποστολέα , με την πρώτη ευκαιρία κατέβαινε στην Τραπεζούντα και επισκεπτόταν το παντοπωλείο για την είσπραξη του εμβάσματος.
Συνήθως συνεσταλμένη περίμενε έξω από το παντοπωλείο να την προσέξει ο πάντοτε γνωστός της παντοπώλης και να τη ρωτήσει:
Ντο θέλτ'ς (τι θέλεις) και στην ερώτηση της αν έρθαν τα παράδας (αν ήρθαν τα χρήματα), έπαιρνε πάντοτε την στερεότυπη απάντηση:
Τα παράδας ακόμα κέρθαν, άμαν εσύ ίντιαν θέλτς έπαρ εγώ γράφατα και όνταν έρχουνταν λογαριάσκουμες (τα χρήματα δεν ήλθαν ακόμη, αλλά εσύ ότι θέλεις πάρε και εγώ τα γράφω και όταν έλθουν θα κάνομε τον λογαριασμό).
Αυτό επαναλαμβανόταν δύο και τρεις φορές και η ενδιαφερόμενη έμενε ικανοποιημένη και υποχρεωμένη για την εξυπηρέτηση που την παρείχε ο κατά τ'άλλα παμπόνηρος παντοπώλης, γιατί την πίστωνε για την προμήθεια λίγου σαπουνιού, σπίρτων (εβζάδας) πετρελαίου (καζ) ζάχαρης κλπ.
Πέντε έπαιρνε και δέκα έγραφε ο πιστωτής. Όταν κατά το τέλος του χρόνου επέστρεφε ο ξενιτεμένος από την Ρωσία πήγαινε να λογαριαστεί και όπως ήταν επόμενο πλήρωνε και επιπλέον.
Και έτσι όλοι έμεναν ευχαριστημένοι και κυρίως ο παμπόνηρος παντοπώλης.
Την αποστολή αυτών ανελάμβανε ο υπεργολάβος,από τα ημερομίσθια αυτών, που με τραπεζική αποστολή τα έστελνε σε κάποιο Σανταίο που διατηρούσε παντοπωλείο στην ενορία Δαφνούντα της Τραπεζούντας, για να πληρωθούν στις οικογένειες των αποστολέων, όπως μ' επιστολή εξηγούσε.
Συγχρόνως και οι αποστολείς με επιστολή γνωστοποιούσαν στις οικογένειες τους , το ποσό της αποστολής και τον παραλήπτη στην Τραπεζούντα.
Ελλείψει ταχυδρομείου η επιστολή έφτανε μετά καιρό στη Σαντά και η ενδιαφερόμενη σύζυγος του αποστολέα , με την πρώτη ευκαιρία κατέβαινε στην Τραπεζούντα και επισκεπτόταν το παντοπωλείο για την είσπραξη του εμβάσματος.
Συνήθως συνεσταλμένη περίμενε έξω από το παντοπωλείο να την προσέξει ο πάντοτε γνωστός της παντοπώλης και να τη ρωτήσει:
Ντο θέλτ'ς (τι θέλεις) και στην ερώτηση της αν έρθαν τα παράδας (αν ήρθαν τα χρήματα), έπαιρνε πάντοτε την στερεότυπη απάντηση:
Τα παράδας ακόμα κέρθαν, άμαν εσύ ίντιαν θέλτς έπαρ εγώ γράφατα και όνταν έρχουνταν λογαριάσκουμες (τα χρήματα δεν ήλθαν ακόμη, αλλά εσύ ότι θέλεις πάρε και εγώ τα γράφω και όταν έλθουν θα κάνομε τον λογαριασμό).
Αυτό επαναλαμβανόταν δύο και τρεις φορές και η ενδιαφερόμενη έμενε ικανοποιημένη και υποχρεωμένη για την εξυπηρέτηση που την παρείχε ο κατά τ'άλλα παμπόνηρος παντοπώλης, γιατί την πίστωνε για την προμήθεια λίγου σαπουνιού, σπίρτων (εβζάδας) πετρελαίου (καζ) ζάχαρης κλπ.
Πέντε έπαιρνε και δέκα έγραφε ο πιστωτής. Όταν κατά το τέλος του χρόνου επέστρεφε ο ξενιτεμένος από την Ρωσία πήγαινε να λογαριαστεί και όπως ήταν επόμενο πλήρωνε και επιπλέον.
Και έτσι όλοι έμεναν ευχαριστημένοι και κυρίως ο παμπόνηρος παντοπώλης.
Χρήματα ποτέ δεν έδινε στην ενδιαφερόμενη να προμηθευτεί τα πολύ απαραίτητα από άλλο παντοπωλείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου