OI ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ της Οδησσού προέρχονταν από όλα σχεδόν τα μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας: από τον ελλαδικό χώρο, τα νησιά του Αρχιπελάγους, τη Μικρά Ασία, τις βορειότερες περιοχές της Βαλκανικής, από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και την Ανατολική Ρωμυλία.
Όλοι τους προσήλθαν και εγκαταστάθηκαν στη νέα πόλη μετά το 1795, αν και υπάρχουν μαρτυρίες - οι οποίες, ωστόσο, απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση - ότι στην περιοχή που ιδρύθηκε η Οδησσός, γνωστή παλαιότερα ως Χατζήμπεη, κατοικούσαν ήδη λίγοι Έλληνες.
Η ουσία είναι, ότι στην πόλη εγκαταστάθηκαν 62 οικογένειες που προέρχονταν κατά κύριο λόγο από το Αιγαίο. Η Μεγάλη Αικατερίνη ενέκρινε τον σχηματισμό ουλαμού τριών λόχων συνολικής δύναμης 350 Ελλήνων και ορθόδοξων Αλβανών με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Κεσόγλου, κατά τον ανάλογο τρόπο που είχε συγκροτηθεί και λειτουργούσε το Τάγμα Πεζικού των Ελλήνων στην Μπαλακλάβα.
Οι στρατιώτες του Ουλαμού κατάγονταν, κυρίως, από το Αιγαίο, και τον ηπειρωτικό χώρο της ελληνικής χερσονήσου, οι περισσότεροι είχαν λάβει μέρος στον δεύτερο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, αλλά και από τα πριγκιπάτα του Δούναβη.
Για τη διευκόλυνση της διαμονής των μελών του στρατιωτικού τμήματος η Διοίκηση της Νέας Ρωσίας παραχώρησε προνόμια, ανάλογα με εκείνα που χαρακτήριζαν την πολιτική της κυβέρνησης σχετικά με τον αποικισμό: δωρεάν παροχή γαιών, επιδοτήσεις και δάνεια για την κατασκευή κατοικιών, φοροαπαλλαγές κ.ά.
Στους μαχητές του Ουλαμού διαμοιράστηκε το 1795 γη προς καλλιέργεια και παραμονή των οικογενειών τους, συνολικής έκτασης περίπου 15.000, ντεσσιατίνων, που κάλυπτε ένα μεγάλο τμήμα της περιοχής ανάμεσα στην Οβιδιούπολη και την Οδησσό.
Έναν χρόνο αργότερα κατασκευάστηκαν κτίρια-θάλαμοι για τους στρατιωτικούς μέσα στην πόλη. Να προστεθεί, ότι το ιδρυτικό διάταγμα του στρατιωτικού σώματος από τις ρωσικές αρχές περιελάμβανε και την καταβολή ποσού 15.000 ρουβλίων μηνιαίος για τη συντήρηση των μαχητών.
Το ελληνικό στρατιωτικό τμήμα της Οδησσού επέζησε πολλών δυσκολιών μέχρι το 1820, όταν διαλύθηκε οριστικά.
Συγκεκριμένα το 1797 με αυτοκρατορική απόφαση του διαδόχου της Αικατερίνης, Παύλου, το Τάγμα διαλύθηκε, αφού εντοπίστηκε ότι μικρός μόνον αριθμός από εκείνους που συμμετείχαν κι απολάμβαναν τα προνόμια των μαχητών είχαν εμπράκτως λάβει μέρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ρωσοτουρκικών Πολέμων.
Η διάλυση του Τάγματος ήταν επόμενο ότι κατήργησε τις σταθερές πηγές εισοδήματος για ένα τμήμα των προσφύγων και συνεπώς οδήγησε πολλούς στο εμπόριο. Ήταν ένας αναπτυσσόμενος τομέας στην περιοχή και οι εμπορικές επιχειρήσεις άφηναν περιθώρια αισιόδοξης οικονομικής προοπτικής.
Το 1803 η ρωσική εξωτερική πολιτική επανέφερε στο προσκήνιο το «ελληνικό σχέδιο» της Αικατερίνης και ο τσάρος Αλέξανδρος αποφάσισε την επανασύσταση του στρατιωτικού σώματος των Ελλήνων με την επωνυμία Ελληνικό Τάγμα της Οδησσού.
Το αποτελούσαν περίπου 500 μαχητές, αξιωματικοί και στρατιώτες και του παραχωρήθηκαν χώροι και εγκαταστάσεις. Το 1807 πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ρωσικού στρατού στον Δούναβη εναντίον των Τούρκων, οι οποίες έληξαν με την προσάρτηση της Βεσσαραβίας στη ρωσική επικράτεια.
Η νίκη των Ρώσων είχε μεγάλη σημασία για τους χιλιάδες των Ελλήνων που διέμεναν σ’ αυτή την περιοχή βορείως του Δούναβη, επιπλέον και για εκείνους που αποφάσισαν να μετακινηθούν και να εγκατασταθούν σε πόλεις της Βεσσαραβίας: στο Ρένι, στο Ισμαήλι συγκροτήθηκαν ακμαίες ελληνικές παροικίες.
Εν κατακλείδι, οι Ρωσοτουρκικοί Πόλεμοι της περιόδου 1768-1812 και για τους λόγους που έχουμε αναφέρει, έφεραν πολλούς μετανάστες στα εδάφη της Νότιας Ρωσίας. Οι Έλληνες αποίκισαν εκτεταμένες περιοχές και συγκρότησαν συμπαγείς παροικίες που προσανατολίστηκαν στις εμπορικές επιχειρήσεις.
Έχει εκτιμηθεί, ότι το 1812 συνιστά ένα όριο, ένα ανασχετικό σημείο το μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων ομογενών από τις περιοχές της Βαλκανικής Χερσονήσου προ τις επαρχίες της Νότιας Ρωσίας. Βεβαίως, νέες προσελεύσεις θα σημειωθούν και στα μεταγενέστερα χρόνια. Ωστόσο, αυτές δεν θα διαθέτουν πλέον τα χαρακτηριστικά ενός ρεύματος μετακινήσεων και εγκαταστάσεων.
Κατά μία εκδοχή αυτό οφείλεται στην αναθεώρηση της πολιτικής προνομίων για την προσέλκυση μεταναστών που εφάρμοσαν οι τσαρικές κυβερνήσεις μετά το 1817.
Κατά δεύτερο λόγο, ειδικά για την περίπτωση των Ελλήνων η ανακοπή των μεταναστεύσεων πρέπει να αποδοθεί στην αλλαγή της πολιτικής των Ρώσων απέναντι στο ελληνικό ζήτημα και πιο συγκεκριμένα στην προσπάθεια των ρωσικών αρχών να βελτιώσουν τις διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία, ύστερα από μία σειρά νικηφόρων πολέμων.
Τέλος, η σαφής, αν και έμμεση «πίεση» της Ρωσίας προς τους νέους μετανάστες να αποδεχθούν τη ρωσική υπηκοότητα, αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για την εκχώρηση προνομίων μετά το 1812, μάλλον ήταν αποτρεπτικός παράγοντας για περαιτέρω μαζική μετακίνηση προς τη Ρωσία. Είναι ενδεικτικό, ότι σπουδαίοι μεγαλέμποροι που προσήλθαν στη Ρωσία ύστερα από αυτή την εποχή (Θεόδωρος Ροδοκανάκης, Ζαννής Ράλλης) έσπευσαν να υιοθετήσουν τη ρωσική υπηκοότητα, προκειμένου να απολαύουν τα δικαιώματα των Ρώσων πολιτών και να εδραιώσουν με αυτόν τον τρόπο τις εμπορικές επιχειρήσεις τους στις ρωσικές πόλεις.
Βασιλης Καρδασης
Όλοι τους προσήλθαν και εγκαταστάθηκαν στη νέα πόλη μετά το 1795, αν και υπάρχουν μαρτυρίες - οι οποίες, ωστόσο, απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση - ότι στην περιοχή που ιδρύθηκε η Οδησσός, γνωστή παλαιότερα ως Χατζήμπεη, κατοικούσαν ήδη λίγοι Έλληνες.
Η ουσία είναι, ότι στην πόλη εγκαταστάθηκαν 62 οικογένειες που προέρχονταν κατά κύριο λόγο από το Αιγαίο. Η Μεγάλη Αικατερίνη ενέκρινε τον σχηματισμό ουλαμού τριών λόχων συνολικής δύναμης 350 Ελλήνων και ορθόδοξων Αλβανών με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Κεσόγλου, κατά τον ανάλογο τρόπο που είχε συγκροτηθεί και λειτουργούσε το Τάγμα Πεζικού των Ελλήνων στην Μπαλακλάβα.
Οι στρατιώτες του Ουλαμού κατάγονταν, κυρίως, από το Αιγαίο, και τον ηπειρωτικό χώρο της ελληνικής χερσονήσου, οι περισσότεροι είχαν λάβει μέρος στον δεύτερο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, αλλά και από τα πριγκιπάτα του Δούναβη.
Για τη διευκόλυνση της διαμονής των μελών του στρατιωτικού τμήματος η Διοίκηση της Νέας Ρωσίας παραχώρησε προνόμια, ανάλογα με εκείνα που χαρακτήριζαν την πολιτική της κυβέρνησης σχετικά με τον αποικισμό: δωρεάν παροχή γαιών, επιδοτήσεις και δάνεια για την κατασκευή κατοικιών, φοροαπαλλαγές κ.ά.
Στους μαχητές του Ουλαμού διαμοιράστηκε το 1795 γη προς καλλιέργεια και παραμονή των οικογενειών τους, συνολικής έκτασης περίπου 15.000, ντεσσιατίνων, που κάλυπτε ένα μεγάλο τμήμα της περιοχής ανάμεσα στην Οβιδιούπολη και την Οδησσό.
Έναν χρόνο αργότερα κατασκευάστηκαν κτίρια-θάλαμοι για τους στρατιωτικούς μέσα στην πόλη. Να προστεθεί, ότι το ιδρυτικό διάταγμα του στρατιωτικού σώματος από τις ρωσικές αρχές περιελάμβανε και την καταβολή ποσού 15.000 ρουβλίων μηνιαίος για τη συντήρηση των μαχητών.
Το ελληνικό στρατιωτικό τμήμα της Οδησσού επέζησε πολλών δυσκολιών μέχρι το 1820, όταν διαλύθηκε οριστικά.
Συγκεκριμένα το 1797 με αυτοκρατορική απόφαση του διαδόχου της Αικατερίνης, Παύλου, το Τάγμα διαλύθηκε, αφού εντοπίστηκε ότι μικρός μόνον αριθμός από εκείνους που συμμετείχαν κι απολάμβαναν τα προνόμια των μαχητών είχαν εμπράκτως λάβει μέρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ρωσοτουρκικών Πολέμων.
Η διάλυση του Τάγματος ήταν επόμενο ότι κατήργησε τις σταθερές πηγές εισοδήματος για ένα τμήμα των προσφύγων και συνεπώς οδήγησε πολλούς στο εμπόριο. Ήταν ένας αναπτυσσόμενος τομέας στην περιοχή και οι εμπορικές επιχειρήσεις άφηναν περιθώρια αισιόδοξης οικονομικής προοπτικής.
Το 1803 η ρωσική εξωτερική πολιτική επανέφερε στο προσκήνιο το «ελληνικό σχέδιο» της Αικατερίνης και ο τσάρος Αλέξανδρος αποφάσισε την επανασύσταση του στρατιωτικού σώματος των Ελλήνων με την επωνυμία Ελληνικό Τάγμα της Οδησσού.
Το αποτελούσαν περίπου 500 μαχητές, αξιωματικοί και στρατιώτες και του παραχωρήθηκαν χώροι και εγκαταστάσεις. Το 1807 πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ρωσικού στρατού στον Δούναβη εναντίον των Τούρκων, οι οποίες έληξαν με την προσάρτηση της Βεσσαραβίας στη ρωσική επικράτεια.
Νεκροταφείο του Σβέντλοβο |
Εν κατακλείδι, οι Ρωσοτουρκικοί Πόλεμοι της περιόδου 1768-1812 και για τους λόγους που έχουμε αναφέρει, έφεραν πολλούς μετανάστες στα εδάφη της Νότιας Ρωσίας. Οι Έλληνες αποίκισαν εκτεταμένες περιοχές και συγκρότησαν συμπαγείς παροικίες που προσανατολίστηκαν στις εμπορικές επιχειρήσεις.
Έχει εκτιμηθεί, ότι το 1812 συνιστά ένα όριο, ένα ανασχετικό σημείο το μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων ομογενών από τις περιοχές της Βαλκανικής Χερσονήσου προ τις επαρχίες της Νότιας Ρωσίας. Βεβαίως, νέες προσελεύσεις θα σημειωθούν και στα μεταγενέστερα χρόνια. Ωστόσο, αυτές δεν θα διαθέτουν πλέον τα χαρακτηριστικά ενός ρεύματος μετακινήσεων και εγκαταστάσεων.
Κατά μία εκδοχή αυτό οφείλεται στην αναθεώρηση της πολιτικής προνομίων για την προσέλκυση μεταναστών που εφάρμοσαν οι τσαρικές κυβερνήσεις μετά το 1817.
Κατά δεύτερο λόγο, ειδικά για την περίπτωση των Ελλήνων η ανακοπή των μεταναστεύσεων πρέπει να αποδοθεί στην αλλαγή της πολιτικής των Ρώσων απέναντι στο ελληνικό ζήτημα και πιο συγκεκριμένα στην προσπάθεια των ρωσικών αρχών να βελτιώσουν τις διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία, ύστερα από μία σειρά νικηφόρων πολέμων.
Τέλος, η σαφής, αν και έμμεση «πίεση» της Ρωσίας προς τους νέους μετανάστες να αποδεχθούν τη ρωσική υπηκοότητα, αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για την εκχώρηση προνομίων μετά το 1812, μάλλον ήταν αποτρεπτικός παράγοντας για περαιτέρω μαζική μετακίνηση προς τη Ρωσία. Είναι ενδεικτικό, ότι σπουδαίοι μεγαλέμποροι που προσήλθαν στη Ρωσία ύστερα από αυτή την εποχή (Θεόδωρος Ροδοκανάκης, Ζαννής Ράλλης) έσπευσαν να υιοθετήσουν τη ρωσική υπηκοότητα, προκειμένου να απολαύουν τα δικαιώματα των Ρώσων πολιτών και να εδραιώσουν με αυτόν τον τρόπο τις εμπορικές επιχειρήσεις τους στις ρωσικές πόλεις.
Βασιλης Καρδασης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου