Μια νεαρή πόλη ηλικίας περίπου 200 χρόνων (γιορτάστηκαν το 1994), που οφείλει την ύπαρξή της στη νίκη των ρωσικών στρατευμάτων στον δεύτερο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο. Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο 1789 ο στρατός της Αικατερίνης με επικεφαλής τον Ιταλό Don Joseph de Ribas κατέλαβε το τουρκικό οχυρό Eni-Dunya κοντά στην τοποθεσία Χατζήμπεη.
Αυτό αποτέλεσε και το έναυσμα για την κατάκτηση ολόκληρης της γειτονικής περιοχής. Πραγματικά, το τέλος του πολέμου και η συνθήκη του Ιασίου (1792) άλλαξε ριζικά τον χάρτη του Ευξείνου Πόντου. Η νέα περιοχή προσαρτήθηκε στη Νέα Ρωσία, τη διοικητική περιφέρεια που περιέλαβε συνολικά τις νότιες επαρχίες της αυτοκρατορίας, κατακτήσεις των Ρωσοτουρκικών Πολέμων.
Η Αικατερίνη παρακινούμενη από τον De Ribas και τον συνεργάτη του Ολλανδό μηχανικό de Voland αποφάσισε την ίδρυση της πόλης στα ερείπια του παλιού Χατζήμπεη. Η επιλογή που έμελλε να σημαδέψει την οικονομική και πολιτική ιστορία του ρωσικού νότου, μαζί και έμμεσα την πορεία του παροικιακού Ελληνισμού, όπως και την ιστορία του νεώτερου ελληνικού κράτους, στηρίχθηκε στην εύκολη και άνετη προσόρμιση πλοίων στη θαλάσσια περιοχή του Χατζήμπεη, όσο και στην εξασφάλιση που έδινε η γεωγραφική θέση τής υπό ίδρυση πόλης, από τους δυνατούς και παγωμένους βοριάδες.
Η τσαρίνα έστειλε μάλιστα 26.000 ρούβλια στον de Voland για την κατασκευή του λιμανιού και της αποβάθρας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ονομασία που δόθηκε στη νέα πόλη. Ανάμεσα στις διάφορες απόψεις που έχουν ακουστεί και γραφτεί για το όνομα που έδωσε η Αικατερίνη, δύο σχετίζονται ευθέως με τους Έλληνες. Η πρώτη, και μάλλον ισχυρότερη, διατείνεται ότι το όνομα ήταν μία άμεση συσχέτιση με την αρχαιοελληνική αποικία του Εύξεινου, την Οδησσό.
Μόνο που νεότερες έρευνες απέδειξαν ότι η συγκεκριμένη αποικία των Ελλήνων βρισκόταν στη Βάρνα της σημερινής Βουλγαρίας, δηλαδή στα δυτικά παράλια του Ευξείνου. Η δεύτερη άποψη, ισχυρίζεται ότι το όνομα δόθηκε με στόχο να προκαλέσει την μετεγκατάσταση Ελλήνων μεταναστών, δηλαδή ήταν ένα συναισθηματικό κίνητρο για τους Έλληνες της τουρκοκρατούμενης Βαλκανικής Χερσονήσου.
Γνωρίζοντας την παράδοση των Ελλήνων στο εμπόριο, ήλπιζε ότι θα υπάρξει σπουδαία οικονομική πρόοδος στις περιοχές της Νότιας Ρωσίας. Είναι σίγουρο, ότι ακόμη και αν αυτό το τελευταίο δεν ήταν ο πρωταρχικός στόχος της αυτοκράτειρας μέσω της ονοματοδοσίας, οι Έλληνες δεν διέψευσαν τις ελπίδες των Ρώσων. Αναδείχθηκαν στους σημαντικότερους εμπόρους της Οδησσού, συνεργώντας στην πρωτόγνωρη οικονομική ανάπτυξη της πόλης, σε βαθμό και ρυθμό που όμοιο δεν είχε να επιδείξει καμία πόλη της Ρωσίας, ακόμη-ακόμη ούτε καν οι βιομηχανικές πόλεις της Ευρώπης.
Αναμφισβήτητα, πάντως, η ανάπτυξη της Οδησσού όφειλε πολλά στην παρουσία του Ευξείνου. Η θάλασσα ήταν, σε κάθε περίπτωση, συνδεδεμένη με τη φυσιογνωμία της πόλης. Δεν ήταν μόνο μία δίοδος εμπορίου με το εξωτερικό, δεν ήταν μόνο ο ανοιχτός ορίζοντας στο πέλαγος. Ήταν ένα παράθυρο επικοινωνίας προς τη Δύση των Φώτων, ήταν ένα σταυροδρόμι ιδεολογιών, ήταν ένας κόμβος που περιέκλειε τη σύγκρουση ανάμεσα στον ρωσικό δεσποτισμό του τσαρισμού και τον αστικό φιλελευθερισμό της Ευρώπης. Ο Εύξεινος ήταν για την Οδησσό πνοή και ψυχή συνάμα, το άνοιγμα που έδινε στην πόλη τον χαρακτήρα της εξωστρέφειας, το ύφος του κοσμοπολιτισμού, το πνεύμα της ελευθερίας.
Το κλίμα, διαφορετικό σε σχέση με της γειτονικής ενδοχώρας, έκανε ευχάριστη την παραμονή στην Οδησσό, ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Σ’ αυτό χρεωστούσε η πόλη τις ομαδικές μετακινήσεις των ευγενών από τα ενδότερα και την εγκατάσταση ολόκληρων οικογενειών για λουτρά στη δυτική ακτή, τη γνωστή με το όνομα Αρκάντια. Το καλοκαίρι η μέση θερμοκρασία αγγίζει τους 23° Κελσίου. Τον χειμώνα το κρύο σπανίως γίνεται ανυπόφορο, αφού ελάχιστες φορές και κυρίως τον Ιανουάριο πέφτει κάτω από το μηδέν. Οι άνεμοι που πνέουν στην περιοχή παρουσιάζουν κλιματολογικό ενδιαφέρον, αφού παρατηρείται, ότι διασταυρώνονται οι βόρειοι ηπειρωτικοί άνεμοι με τους νότιους μεσογειακούς.
Η αλήθεια είναι, ότι όταν επικρατούν οι πρώτοι, που φυσούν με δύναμη ξεκινώντας από δεκάδες μίλια στα βάθη της επίπεδης στέπας, το κρύο είναι τσουχτερό και συνήθως ακολουθεί παγωνιά. Το καλοκαίρι η επικράτηση των ιδίων ανέμων συνοδεύεται με ενοχλητική σκόνη, φορτίο που μεταφέρεται από τη στέπα της μεσημβρινής ζώνης. Οι μεσογειακοί άνεμοι κάνουν τον χειμώνα γλυκύτερο, καθότι κάνει λιγότερο κρύο, αλλά το καλοκαίρι προκαλούν μια αποπνικτική υγρασία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, και περισσότερο για τα δεδομένα της Ουκρανίας, οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στην Οδησσό είναι σαφώς οι καλύτερες σε σύγκριση με αυτές άλλων περιοχών του βορρά.
Η θέση της πόλης ήταν εντυπωσιακή για τον επισκέπτη που αντίκριζε την Οδησσό από τη θάλασσα. Τα πλεονεκτήματά της ήταν πολλά και ευδιάκριτα. Το λιμάνι στα πόδια της πόλης προστατευμένο από του Βορρά, με πλοία φορτωμένα ευρωπαϊκά προϊόντα, υφάσματα, έπιπλα, οικοδομικά υλικά, αλλά και αγαθά από τις περιοχές του Αρχιπελάγους, λάδι, ελιές, φρούτα, σταφίδα και σύκα.
Πλοία περιμένουν τη σειρά τους στη ράδα, έτοιμα να φορτώσουν σιτηρά και να τα μεταφέρουν μακριά στις αγορές της Μεσογείου και της Βρετανίας. Ένα λιμάνι γεμάτο θόρυβο και φωνές από τη φασαρία που κρατάει στο φόρτωμα και ξεφόρτωμα των πλοίων. Ναύτες από όλα τα έθνη της γης συμμετέχουν σε ένα απίστευτο κουβεντολόι, που συχνά καταλήγει σε τσακωμούς και μαχαιρώματα. Ιδιαίτερα, αν έχει προηγηθεί κάποια οινοποσία στις γειτονικές ταβέρνες.
Η πόλη πάνω σε λόφο ύψους περίπου 70, μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Στην άκρη της ένα μεγάλο μπουλβάρ, το Πριμόρσκι Μπουλβάρ, με πανύψηλα δένδρα και στη μέση ένα άγαλμα σε περίοπτη θέση, αφιέρωμα στον δούκα Ρισελιέ. Τα πλατιά πεζοδρόμια, κατάλληλα για περίπατο
των κατοίκων, για αγνάντεμα της θάλασσας και της κίνησης του λιμανιού.
Εκεί στη δυτική πλευρά του μπουλβάρ, δίπλα στο άγαλμα του Πούσκιν, ορθώνεται το περίφημο κανόνι της αγγλικής φρεγάτας που βύθισαν οι υπερασπιστές της Οδησσού κατά τον βομβαρδισμό της πόλης ,όταν άναψε ο Κριμαϊκός Πόλεμος.Λίγο πιο πάνω αρχίζει η ονομαστή Λεωφόρος Πούσκιν, ένας βαθύσκιωτος μακρύς δρόμος με μερικά από τα ωραιότερα κτίρια της πόλης, αλλά και με πανύψηλα δένδρα στις πλευρές του. Η αγορά για τους αστούς βρίσκεται στην οδό Πρεομπραζένσκι και την οδό de Ribas. Στα μαγαζιά μπορεί κανείς να βρει την τελευταία παρισινή μόδα και τα καλύτερα υφάσματα της Αγγλίας. Εδώ ψωνίζουν οι κυρίες των μεγαλεμπόρων, εδώ συναγωνίζονται σε γούστο η μία την άλλη. Γενικά, όλοι οι κεντρικοί δρόμοι της πόλης αποτελούν μεγάλες ευθείες με εκατέρωθεν δενδροστοιχίες και κοσμούνται με αγάλματα περιφανών παραγόντων της πολιτικής και πνευματικής ζωής της χώρας.
Αντίθετα, ο ερχομός από την ενδοχώρα έμοιαζε πολύ μονότονος. Επίπεδη γη, με τα εύφορα χαρακτηριστικά της ρωσικής στέπας, ένας ατέλειωτος χωματόδρομος γεμάτος σκόνη τους καλοκαιρινούς μήνες, παγωμένος και με λάσπες τον ψυχρό και βροχερό χειμώνα. Και μακρόσυρτες ουρές καραβανιών με κάρα που τα έσερναν βόδια μεταφέροντας το στάρι της ενδοχώρας, πού και πού κάποια αμάξια ευγενών και μεγαλεμπόρων ή ακόμη και ξένων περιηγητών, η μόδα των δυτικών διανοουμένων τον 190 αιώνα. Ύστερα από εκατοντάδες μίλια στο μονότονο τοπίο της επίπεδης στέπας, ανάμεσα στις προχειροφταγμένες καλύβες των χωρικών, ο ταξιδιώτης έφτανε σε μια σύγχρονη πόλη με ευρωπαϊκό ή και αμερικανικό χαρακτήρα.
Ο δούκας Ρισελιέ, Γάλλος μοναρχικός πρόσφυγας, που είχε καταφύγει στην προστασία της Αικατερίνης μετά την εκδίωξη των οπαδών του βασιλιά της Γαλλίας, ανέλαβε διοικητής της Οδησσού το 1803.
Σ’ αυτόν οφείλεται η καλαίσθητη όψη της πόλης, που τόσο έθελξε τους επισκέπτες της στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Πλατιοί δρόμοι σε παράλληλη και κάθετη διάταξη, μεγάλα μπουλβάρ που τέμνουν το κέντρο της πόλης. Δενδροφύτευση με τεράστιες ακακίες σε σειρά στα πεζοδρόμια, ογκώδη, αλλά και καλαίσθητα δημόσια κτίρια δίνουν μια εξαιρετικά όμορφη εικόνα στην Οδησσό.
Αναφέρεται, ότι όταν ο Ρισελιέ έφυγε το 1815 για να επιστρέψει στη Γαλλία κατά την Παλινόρθωση του γαλλικού στέμματος, όπου ανέλαβε υπουργός και μετέπειτα πρωθυπουργός, χιλιάδες λαού της Οδησσού με δάκρυα στα μάτια τον συνόδευσαν στα περίχωρα της πόλης και τον αποχαιρέτησαν. Πράγματι, ο Ρισελιέ αποδείχθηκε μέγας ευεργέτης της Οδησσού. Έκανε ότι ήταν δυνατό για να ενισχύσει το εμπόριο και να αναπτυχθεί η πόλη. Παρενέβη στην κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας την εύνοια που είχε από την Αυλή, και φρόντισε να μειωθεί ο δασμός των εξαγομένων προϊόντων, ενώ εξασφάλισε συγχρόνως το 1/5 των τελωνειακών εσόδων για λογαριασμό της διοίκησης της πόλης, χρήματα που δαπανήθηκαν για την ανάπλαση της Οδησσού.
Λέγεται, μάλιστα, ότι ο ίδιος επέβλεψε τη δενδροφύτευση των δρόμων της πόλης, ακολουθώντας τους εργάτες του δήμου την ώρα της εργασίας τους. Στις ημέρες που διηύθυνε τις τύχες της πόλης ο Ρισελιέ, τέθηκαν οι βάσεις για τη θεαματική οικονομική ανάπτυξη που πήρε η Οδησσός στις επόμενες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Εφάρμοσε, επίσης, την πολιτική της ευνοϊκής μεταχείρισης των εθνοτήτων, που βρήκαν καταφύγιο στην πόλη, μεταξύ αυτών και των Ελλήνων. Δάνεια και επιδοτήσεις από τις Αρχές υποστήριξαν την οικοδομική δραστηριότητα των κατοίκων.
Ο πρίγκιπας Λανζερόν που τον διαδέχθηκε στη διοίκηση το 1815 μέχρι το 1823, πέτυχε μία σπουδαία ρύθμιση. Η Οδησσός ανακηρύχθηκε «ελεύθερο λιμάνι», πράγμα που σήμαινε την αδασμολόγητη εισαγωγή και εξαγωγή εμπορευμάτων από το λιμάνι. Επί των ημερών του η Οδησσός έφτασε στην τρίτη θέση από άποψη σπουδαιότητας των πόλεων της αυτοκρατορίας, μετά την Πετρούπολη και τη Μόσχα. Αυτή την εποχή η πόλη αποτέλεσε τόπο προσέλκυσης εκδρομέων και επισκεπτών, ανθρώπων που έρχονταν στην Οδησσό για ξεκούραση, διασκέδαση και παραθερισμό. Άλλωστε, την ευνοούσαν οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν τους καλοκαιρινούς μήνες. Στην ενδοχώρα επικρατούσε ανυπόφορη ζέστη και ξηρασία, στην Οδησσό η θαλάσσια αύρα δρόσιζε την ατμόσφαιρα, ορισμένες φορές, μάλιστα, η υγρασία γινόταν έντονη.
Διάδοχος του Λανζερόν ήταν ο πρίγκιπας Βοροντσόφ, ο οποίος έκτισε τη μεγαλοπρεπή κατοικία του στο δεξιό άκρο του Πριμόρσκι Μπουλβάρ, κοινή θέα για όσους έφταναν στην Οδησσό από τη θάλασσα. Στο μέγαρό του ο πρίγκιπας δεχόταν τους υψηλούς ξένους επισκέπτες, συνήθως με την παρουσία των προξενικών αρχών της πόλης, στους οποίους παρέθετε γεύμα κατ’ αναλογία των εθίμων της Δυτικής Ευρώπης, αφού ο Βοροντσόφ —πράγμα όχι σύνηθες για την ρωσική αριστοκρατία — είχε περάσει αρκετά χρόνια της ζωής του στη Βρετανία.
Στα μέσα του αιώνα η πόλη εξοπλίστηκε με οχυρωματικά έργα καθώς και με κανονιοστοιχίες προς το μέρος της θάλασσας — από εκεί υπήρχε ο μεγαλύτερος φόβος της επίθεσης — και πύργους προς το μέρος της στέπας. Μία επιπλέον μείζονος σημασίας άμυνα για την Οδησσό ήταν η θωράκιση της δημόσιας υγείας. Ο κίνδυνος προερχόταν, κυρίως, από την Ανατολή, ειδικότερα από τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που συχνά πληττόταν από τη σοβαρότερη μολυσματική επιδημία της εποχής, την πανώλη. Προς τούτο στα λιμάνια του ρωσικού νότου λειτουργούσαν λοιμοκαθαρτήρια, τα λεγόμενα λαζαρέτα ή καραντίνες. Ο Δημήτριος Βικέλας όταν έφτασε στην Οδησσό το 1852 παρέμεινε στο λοιμοκαθαρτήριο. Ιδού πώς ο ίδιος διηγείται το περιστατικό: «Ιδίως αυστηραί ήσαν της Ρωσσίας αι προφυλάξεις. Η κάθαρσις τότε διήρκει δύο εβδομάδας. Διήλθαμεν δεκατέσσαρας όλας ημέρας ως κατάδικοι εις αληθή φυλακήν. Τα ενδύματά μας εκρατήθησαν προς απολύμανσιν... Ο πατήρ μου, η θεία της μητρός μου Ευφροσύνη Μαύρου και τα τέκνα της ήρχοντο καθ’ εκάστην προς επίσκεψίν μας, αλλά τους εβλέπαμεν και μας έβλεπαν διά μέσου διπλής σειράς σιδηρών κιγκλήδων. Επί τέλους εδόθη ελευθέρα κοινωνία, ηνοίχθησαν της φυλακής αι θύραι...».
Η κάθαρση ήταν μια πολύ σοβαρή διαδικασία, από την οποία περνούσαν αναγκαστικά άπαντες, άνθρωποι και εμπορεύματα που έφταναν στην Οδησσό. Ακόμη κι αν κάποιος είχε επισκεφθεί την πόλη πριν από λίγο καιρό, όφειλε να επαναληφθεί η διαδικασία της κάθαρσης.
Σε διάστημα 15 ημερών όσοι βρίσκονταν στο λοιμοκαθαρτήριο, ήταν αδύνατον να εξέλθουν στο λιμάνι. Πολλές φορές, μάλιστα, όταν υπήρχαν υποψίες για έξαρση της νόσου στην Τουρκία, ο χρόνος παραμονής στην καραντίνα γινόταν μεγαλύτερος, για καλύτερη και ασφαλέστερη κάθαρση των προερχομένων από τον Βόσπορο.
Βασίλης Καρδασης
Αυτό αποτέλεσε και το έναυσμα για την κατάκτηση ολόκληρης της γειτονικής περιοχής. Πραγματικά, το τέλος του πολέμου και η συνθήκη του Ιασίου (1792) άλλαξε ριζικά τον χάρτη του Ευξείνου Πόντου. Η νέα περιοχή προσαρτήθηκε στη Νέα Ρωσία, τη διοικητική περιφέρεια που περιέλαβε συνολικά τις νότιες επαρχίες της αυτοκρατορίας, κατακτήσεις των Ρωσοτουρκικών Πολέμων.
Βομβαρδισμός της Οδησσού το 1854 από τον Αγγλογαλλικό στόλο |
Η Αικατερίνη παρακινούμενη από τον De Ribas και τον συνεργάτη του Ολλανδό μηχανικό de Voland αποφάσισε την ίδρυση της πόλης στα ερείπια του παλιού Χατζήμπεη. Η επιλογή που έμελλε να σημαδέψει την οικονομική και πολιτική ιστορία του ρωσικού νότου, μαζί και έμμεσα την πορεία του παροικιακού Ελληνισμού, όπως και την ιστορία του νεώτερου ελληνικού κράτους, στηρίχθηκε στην εύκολη και άνετη προσόρμιση πλοίων στη θαλάσσια περιοχή του Χατζήμπεη, όσο και στην εξασφάλιση που έδινε η γεωγραφική θέση τής υπό ίδρυση πόλης, από τους δυνατούς και παγωμένους βοριάδες.
Η τσαρίνα έστειλε μάλιστα 26.000 ρούβλια στον de Voland για την κατασκευή του λιμανιού και της αποβάθρας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ονομασία που δόθηκε στη νέα πόλη. Ανάμεσα στις διάφορες απόψεις που έχουν ακουστεί και γραφτεί για το όνομα που έδωσε η Αικατερίνη, δύο σχετίζονται ευθέως με τους Έλληνες. Η πρώτη, και μάλλον ισχυρότερη, διατείνεται ότι το όνομα ήταν μία άμεση συσχέτιση με την αρχαιοελληνική αποικία του Εύξεινου, την Οδησσό.
Μόνο που νεότερες έρευνες απέδειξαν ότι η συγκεκριμένη αποικία των Ελλήνων βρισκόταν στη Βάρνα της σημερινής Βουλγαρίας, δηλαδή στα δυτικά παράλια του Ευξείνου. Η δεύτερη άποψη, ισχυρίζεται ότι το όνομα δόθηκε με στόχο να προκαλέσει την μετεγκατάσταση Ελλήνων μεταναστών, δηλαδή ήταν ένα συναισθηματικό κίνητρο για τους Έλληνες της τουρκοκρατούμενης Βαλκανικής Χερσονήσου.
Γνωρίζοντας την παράδοση των Ελλήνων στο εμπόριο, ήλπιζε ότι θα υπάρξει σπουδαία οικονομική πρόοδος στις περιοχές της Νότιας Ρωσίας. Είναι σίγουρο, ότι ακόμη και αν αυτό το τελευταίο δεν ήταν ο πρωταρχικός στόχος της αυτοκράτειρας μέσω της ονοματοδοσίας, οι Έλληνες δεν διέψευσαν τις ελπίδες των Ρώσων. Αναδείχθηκαν στους σημαντικότερους εμπόρους της Οδησσού, συνεργώντας στην πρωτόγνωρη οικονομική ανάπτυξη της πόλης, σε βαθμό και ρυθμό που όμοιο δεν είχε να επιδείξει καμία πόλη της Ρωσίας, ακόμη-ακόμη ούτε καν οι βιομηχανικές πόλεις της Ευρώπης.
Αναμφισβήτητα, πάντως, η ανάπτυξη της Οδησσού όφειλε πολλά στην παρουσία του Ευξείνου. Η θάλασσα ήταν, σε κάθε περίπτωση, συνδεδεμένη με τη φυσιογνωμία της πόλης. Δεν ήταν μόνο μία δίοδος εμπορίου με το εξωτερικό, δεν ήταν μόνο ο ανοιχτός ορίζοντας στο πέλαγος. Ήταν ένα παράθυρο επικοινωνίας προς τη Δύση των Φώτων, ήταν ένα σταυροδρόμι ιδεολογιών, ήταν ένας κόμβος που περιέκλειε τη σύγκρουση ανάμεσα στον ρωσικό δεσποτισμό του τσαρισμού και τον αστικό φιλελευθερισμό της Ευρώπης. Ο Εύξεινος ήταν για την Οδησσό πνοή και ψυχή συνάμα, το άνοιγμα που έδινε στην πόλη τον χαρακτήρα της εξωστρέφειας, το ύφος του κοσμοπολιτισμού, το πνεύμα της ελευθερίας.
Το κλίμα, διαφορετικό σε σχέση με της γειτονικής ενδοχώρας, έκανε ευχάριστη την παραμονή στην Οδησσό, ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Σ’ αυτό χρεωστούσε η πόλη τις ομαδικές μετακινήσεις των ευγενών από τα ενδότερα και την εγκατάσταση ολόκληρων οικογενειών για λουτρά στη δυτική ακτή, τη γνωστή με το όνομα Αρκάντια. Το καλοκαίρι η μέση θερμοκρασία αγγίζει τους 23° Κελσίου. Τον χειμώνα το κρύο σπανίως γίνεται ανυπόφορο, αφού ελάχιστες φορές και κυρίως τον Ιανουάριο πέφτει κάτω από το μηδέν. Οι άνεμοι που πνέουν στην περιοχή παρουσιάζουν κλιματολογικό ενδιαφέρον, αφού παρατηρείται, ότι διασταυρώνονται οι βόρειοι ηπειρωτικοί άνεμοι με τους νότιους μεσογειακούς.
Η αλήθεια είναι, ότι όταν επικρατούν οι πρώτοι, που φυσούν με δύναμη ξεκινώντας από δεκάδες μίλια στα βάθη της επίπεδης στέπας, το κρύο είναι τσουχτερό και συνήθως ακολουθεί παγωνιά. Το καλοκαίρι η επικράτηση των ιδίων ανέμων συνοδεύεται με ενοχλητική σκόνη, φορτίο που μεταφέρεται από τη στέπα της μεσημβρινής ζώνης. Οι μεσογειακοί άνεμοι κάνουν τον χειμώνα γλυκύτερο, καθότι κάνει λιγότερο κρύο, αλλά το καλοκαίρι προκαλούν μια αποπνικτική υγρασία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, και περισσότερο για τα δεδομένα της Ουκρανίας, οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στην Οδησσό είναι σαφώς οι καλύτερες σε σύγκριση με αυτές άλλων περιοχών του βορρά.
Η θέση της πόλης ήταν εντυπωσιακή για τον επισκέπτη που αντίκριζε την Οδησσό από τη θάλασσα. Τα πλεονεκτήματά της ήταν πολλά και ευδιάκριτα. Το λιμάνι στα πόδια της πόλης προστατευμένο από του Βορρά, με πλοία φορτωμένα ευρωπαϊκά προϊόντα, υφάσματα, έπιπλα, οικοδομικά υλικά, αλλά και αγαθά από τις περιοχές του Αρχιπελάγους, λάδι, ελιές, φρούτα, σταφίδα και σύκα.
Πλοία περιμένουν τη σειρά τους στη ράδα, έτοιμα να φορτώσουν σιτηρά και να τα μεταφέρουν μακριά στις αγορές της Μεσογείου και της Βρετανίας. Ένα λιμάνι γεμάτο θόρυβο και φωνές από τη φασαρία που κρατάει στο φόρτωμα και ξεφόρτωμα των πλοίων. Ναύτες από όλα τα έθνη της γης συμμετέχουν σε ένα απίστευτο κουβεντολόι, που συχνά καταλήγει σε τσακωμούς και μαχαιρώματα. Ιδιαίτερα, αν έχει προηγηθεί κάποια οινοποσία στις γειτονικές ταβέρνες.
Ρισελιέ |
των κατοίκων, για αγνάντεμα της θάλασσας και της κίνησης του λιμανιού.
Εκεί στη δυτική πλευρά του μπουλβάρ, δίπλα στο άγαλμα του Πούσκιν, ορθώνεται το περίφημο κανόνι της αγγλικής φρεγάτας που βύθισαν οι υπερασπιστές της Οδησσού κατά τον βομβαρδισμό της πόλης ,όταν άναψε ο Κριμαϊκός Πόλεμος.Λίγο πιο πάνω αρχίζει η ονομαστή Λεωφόρος Πούσκιν, ένας βαθύσκιωτος μακρύς δρόμος με μερικά από τα ωραιότερα κτίρια της πόλης, αλλά και με πανύψηλα δένδρα στις πλευρές του. Η αγορά για τους αστούς βρίσκεται στην οδό Πρεομπραζένσκι και την οδό de Ribas. Στα μαγαζιά μπορεί κανείς να βρει την τελευταία παρισινή μόδα και τα καλύτερα υφάσματα της Αγγλίας. Εδώ ψωνίζουν οι κυρίες των μεγαλεμπόρων, εδώ συναγωνίζονται σε γούστο η μία την άλλη. Γενικά, όλοι οι κεντρικοί δρόμοι της πόλης αποτελούν μεγάλες ευθείες με εκατέρωθεν δενδροστοιχίες και κοσμούνται με αγάλματα περιφανών παραγόντων της πολιτικής και πνευματικής ζωής της χώρας.
Αντίθετα, ο ερχομός από την ενδοχώρα έμοιαζε πολύ μονότονος. Επίπεδη γη, με τα εύφορα χαρακτηριστικά της ρωσικής στέπας, ένας ατέλειωτος χωματόδρομος γεμάτος σκόνη τους καλοκαιρινούς μήνες, παγωμένος και με λάσπες τον ψυχρό και βροχερό χειμώνα. Και μακρόσυρτες ουρές καραβανιών με κάρα που τα έσερναν βόδια μεταφέροντας το στάρι της ενδοχώρας, πού και πού κάποια αμάξια ευγενών και μεγαλεμπόρων ή ακόμη και ξένων περιηγητών, η μόδα των δυτικών διανοουμένων τον 190 αιώνα. Ύστερα από εκατοντάδες μίλια στο μονότονο τοπίο της επίπεδης στέπας, ανάμεσα στις προχειροφταγμένες καλύβες των χωρικών, ο ταξιδιώτης έφτανε σε μια σύγχρονη πόλη με ευρωπαϊκό ή και αμερικανικό χαρακτήρα.
Ο δούκας Ρισελιέ, Γάλλος μοναρχικός πρόσφυγας, που είχε καταφύγει στην προστασία της Αικατερίνης μετά την εκδίωξη των οπαδών του βασιλιά της Γαλλίας, ανέλαβε διοικητής της Οδησσού το 1803.
Σ’ αυτόν οφείλεται η καλαίσθητη όψη της πόλης, που τόσο έθελξε τους επισκέπτες της στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Πλατιοί δρόμοι σε παράλληλη και κάθετη διάταξη, μεγάλα μπουλβάρ που τέμνουν το κέντρο της πόλης. Δενδροφύτευση με τεράστιες ακακίες σε σειρά στα πεζοδρόμια, ογκώδη, αλλά και καλαίσθητα δημόσια κτίρια δίνουν μια εξαιρετικά όμορφη εικόνα στην Οδησσό.
Αναφέρεται, ότι όταν ο Ρισελιέ έφυγε το 1815 για να επιστρέψει στη Γαλλία κατά την Παλινόρθωση του γαλλικού στέμματος, όπου ανέλαβε υπουργός και μετέπειτα πρωθυπουργός, χιλιάδες λαού της Οδησσού με δάκρυα στα μάτια τον συνόδευσαν στα περίχωρα της πόλης και τον αποχαιρέτησαν. Πράγματι, ο Ρισελιέ αποδείχθηκε μέγας ευεργέτης της Οδησσού. Έκανε ότι ήταν δυνατό για να ενισχύσει το εμπόριο και να αναπτυχθεί η πόλη. Παρενέβη στην κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας την εύνοια που είχε από την Αυλή, και φρόντισε να μειωθεί ο δασμός των εξαγομένων προϊόντων, ενώ εξασφάλισε συγχρόνως το 1/5 των τελωνειακών εσόδων για λογαριασμό της διοίκησης της πόλης, χρήματα που δαπανήθηκαν για την ανάπλαση της Οδησσού.
Λέγεται, μάλιστα, ότι ο ίδιος επέβλεψε τη δενδροφύτευση των δρόμων της πόλης, ακολουθώντας τους εργάτες του δήμου την ώρα της εργασίας τους. Στις ημέρες που διηύθυνε τις τύχες της πόλης ο Ρισελιέ, τέθηκαν οι βάσεις για τη θεαματική οικονομική ανάπτυξη που πήρε η Οδησσός στις επόμενες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Εφάρμοσε, επίσης, την πολιτική της ευνοϊκής μεταχείρισης των εθνοτήτων, που βρήκαν καταφύγιο στην πόλη, μεταξύ αυτών και των Ελλήνων. Δάνεια και επιδοτήσεις από τις Αρχές υποστήριξαν την οικοδομική δραστηριότητα των κατοίκων.
Ο πρίγκιπας Λανζερόν που τον διαδέχθηκε στη διοίκηση το 1815 μέχρι το 1823, πέτυχε μία σπουδαία ρύθμιση. Η Οδησσός ανακηρύχθηκε «ελεύθερο λιμάνι», πράγμα που σήμαινε την αδασμολόγητη εισαγωγή και εξαγωγή εμπορευμάτων από το λιμάνι. Επί των ημερών του η Οδησσός έφτασε στην τρίτη θέση από άποψη σπουδαιότητας των πόλεων της αυτοκρατορίας, μετά την Πετρούπολη και τη Μόσχα. Αυτή την εποχή η πόλη αποτέλεσε τόπο προσέλκυσης εκδρομέων και επισκεπτών, ανθρώπων που έρχονταν στην Οδησσό για ξεκούραση, διασκέδαση και παραθερισμό. Άλλωστε, την ευνοούσαν οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν τους καλοκαιρινούς μήνες. Στην ενδοχώρα επικρατούσε ανυπόφορη ζέστη και ξηρασία, στην Οδησσό η θαλάσσια αύρα δρόσιζε την ατμόσφαιρα, ορισμένες φορές, μάλιστα, η υγρασία γινόταν έντονη.
Διάδοχος του Λανζερόν ήταν ο πρίγκιπας Βοροντσόφ, ο οποίος έκτισε τη μεγαλοπρεπή κατοικία του στο δεξιό άκρο του Πριμόρσκι Μπουλβάρ, κοινή θέα για όσους έφταναν στην Οδησσό από τη θάλασσα. Στο μέγαρό του ο πρίγκιπας δεχόταν τους υψηλούς ξένους επισκέπτες, συνήθως με την παρουσία των προξενικών αρχών της πόλης, στους οποίους παρέθετε γεύμα κατ’ αναλογία των εθίμων της Δυτικής Ευρώπης, αφού ο Βοροντσόφ —πράγμα όχι σύνηθες για την ρωσική αριστοκρατία — είχε περάσει αρκετά χρόνια της ζωής του στη Βρετανία.
Στα μέσα του αιώνα η πόλη εξοπλίστηκε με οχυρωματικά έργα καθώς και με κανονιοστοιχίες προς το μέρος της θάλασσας — από εκεί υπήρχε ο μεγαλύτερος φόβος της επίθεσης — και πύργους προς το μέρος της στέπας. Μία επιπλέον μείζονος σημασίας άμυνα για την Οδησσό ήταν η θωράκιση της δημόσιας υγείας. Ο κίνδυνος προερχόταν, κυρίως, από την Ανατολή, ειδικότερα από τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που συχνά πληττόταν από τη σοβαρότερη μολυσματική επιδημία της εποχής, την πανώλη. Προς τούτο στα λιμάνια του ρωσικού νότου λειτουργούσαν λοιμοκαθαρτήρια, τα λεγόμενα λαζαρέτα ή καραντίνες. Ο Δημήτριος Βικέλας όταν έφτασε στην Οδησσό το 1852 παρέμεινε στο λοιμοκαθαρτήριο. Ιδού πώς ο ίδιος διηγείται το περιστατικό: «Ιδίως αυστηραί ήσαν της Ρωσσίας αι προφυλάξεις. Η κάθαρσις τότε διήρκει δύο εβδομάδας. Διήλθαμεν δεκατέσσαρας όλας ημέρας ως κατάδικοι εις αληθή φυλακήν. Τα ενδύματά μας εκρατήθησαν προς απολύμανσιν... Ο πατήρ μου, η θεία της μητρός μου Ευφροσύνη Μαύρου και τα τέκνα της ήρχοντο καθ’ εκάστην προς επίσκεψίν μας, αλλά τους εβλέπαμεν και μας έβλεπαν διά μέσου διπλής σειράς σιδηρών κιγκλήδων. Επί τέλους εδόθη ελευθέρα κοινωνία, ηνοίχθησαν της φυλακής αι θύραι...».
Η κάθαρση ήταν μια πολύ σοβαρή διαδικασία, από την οποία περνούσαν αναγκαστικά άπαντες, άνθρωποι και εμπορεύματα που έφταναν στην Οδησσό. Ακόμη κι αν κάποιος είχε επισκεφθεί την πόλη πριν από λίγο καιρό, όφειλε να επαναληφθεί η διαδικασία της κάθαρσης.
Σε διάστημα 15 ημερών όσοι βρίσκονταν στο λοιμοκαθαρτήριο, ήταν αδύνατον να εξέλθουν στο λιμάνι. Πολλές φορές, μάλιστα, όταν υπήρχαν υποψίες για έξαρση της νόσου στην Τουρκία, ο χρόνος παραμονής στην καραντίνα γινόταν μεγαλύτερος, για καλύτερη και ασφαλέστερη κάθαρση των προερχομένων από τον Βόσπορο.
Βασίλης Καρδασης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου