Ο Κελαγάκης Γεώργιος διηγείται

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Ο Κελαγάκης με την οικογένεια του & τον Τουλουμτσίδη Στέλιο
Ο Κελαγάκης Γεώργιος του Ελευθερίου και της Αρχοντής από το Τοχουρλάρ (Τάρπουγαζ) της Πάφρας διηγείται:
Γεννήθηκα στο Τοχουρλάρ το 1911. Όταν έγινα έξι χρονών, το 1917 οι Τούρκοι μας κάψανε το χωριό και μας εξόρισαν στην Τσάνκαρα κοντά στην Άγκυρα. Το χωριό αυτό είχε αρμυρό νερό, ξύλα δεν υπήρχαν για θέρμανση το χειμώνα, παρά κοπριές ζώων με άχυρα μαζί ξεραμένες.
Ήταν πολύ φτωχό χωριό. Στην Τσάγκαρα καθίσαμε ένα χρόνο. Η γιαγιά μου και άλλοι πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες. Όταν δόθηκε αμνηστία, ξαναγυρίσαμε στην Πάφρα. Στο δρόμο τραβήξαμε πολλά από τους ληστές.
 Επειδή το χωριό μας το είχαν κάψει, εγκατασταθήκαμε στη θεία μου στο χωριό Τοχούρ Τεμιρτσιλέρ κοντά στο τούρκικο χωριό Καζίπεη. Μετά από λίγο καιρό μας κυνήγησαν πάλι οι Τούρκοι. Φύγαμε στο βουνό και αναγκαστικά μέσα σε μια καλύβα ζήσαμε κάμποσο καιρό. Δεν είχαμε τίποτα να φάμε. Ο πατέρας μου έκλεβε ζώα από τους Τούρκους και τρώγαμε βραστό κρέας χωρίς ψωμί και αλάτι. Μερικές μέρες, επειδή δεν είχαμε τίποτα να φάμε, αναγκαστήκαμε να φάμε τα τομάρια των ζώων, που είχαμε ξεράνει για τσαρούχια.
 Μια μέρα ξαφνικά εμφανίστηκε τούρκικος στρατός στα βουνά. Η μάνα μου και άλλοι πολλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Εγώ και ο πατέρας μου γλυτώσαμε μαζί με το Βασίλη, που ήταν γιος του Κιαρτσινίν Γιώργη Ταγή. Όταν φύγανε οι Τούρκοι, στο ρέμα βρήκαμε τα πτώματα δύο ανθρώπων, του Σωφρόνη 40 χρόνων, που ήταν αδελφός του Βασίλη και του θείου του Χαράλαμπου 50 χρόνων. Πιο πέρα κάτω από μια πέτρα βρήκαμε το Γιώργη Ταγή, πατέρα του Βασίλη 60 χρόνων, ζωντανό. Μετά επιστρέψαμε στα καλύβια μας, αλλά όλη τη νύχτα σκεπτόμασταν τη μάνα μου και τους άλλους που δεν ξέραμε τι απέγιναν. 
Μερικές μέρες ζήσαμε με μοναδική τροφή τα ραδίκια και τα άλλα χόρτα, που μαζεύαμε. Χωρίς να περιμένουμε μια μέρα ήρθε η μάνα μου η Αρχοντή και διηγήθηκε τα βάσανά της. Μας πιάσανε, είπε, οι Τούρκοι όλα τα ‘γυναικόπαιδα και μας πήγανε μέσω της Πάφρας στη Σαμψούντα. Απ’ εκεί τα καταφέραμε και φύγαμε και ήρθαμε εδώ. Την άλλη μέρα πήγε ο πατέρας μου να πάρει κάτι κρυμμένο που είχε στο χωριό. Σε μια ράχη συνάντησε έναν ελαφρόμυαλο Κυριάκο, που έτρωγε μπριζόλες από ένα ζώο σφαγμένο και ο καπνός φαίνονταν από μακριά. Οι Τούρκοι τους αντιλήφτηκαν και τους πιάσανε. Τους έδειραν χωρίς να τους σκοτώσουν, γιατί δικαιολογήθηκαν ότι το σφαγμένο βόδι το άφησαν οι αντάρτες, γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει. Τους πήραν τελικά οι Τούρκοι και τους δύο και τους έστειλαν εξορία μέχρι το Τσορούμ.
 Εγώ με τη μάνα μου ζητούσαμε συνέχεια πληροφορίες για τον πατέρα, γιατί δεν ξέραμε τι απέγινε. Τροφές για να φάμε δεν είχαμε, μερικές μέρες ζούσαμε μόνο με χόρτα. Οι γυναίκες που ήταν μαζί μας αποφάσισαν να πάνε στην περιοχή της Κάβζας, γι’ αυτό ψάξανε από το χωριό Κίρεζλη οδηγό, αλλά δε βρήκανε. Όλοι τελικά πήραμε απόφαση να παραδοθούμε γιατί θα πεθαίναμε από την πείνα. Περάσαμε από το χωριό μας, που ήταν καμένο και φτάσαμε στο Καζί Πεη και φιλοξενηθήκαμε από κάτι Τσερκέζηδες σ’ένα συνοικισμό.
 Το βράδυ εγώ με τη μάνα μου μείναμε στο σπίτι του Τσιρτ Μεμέτ, που ήταν γνωστός του πατέρα μου. Εδώ μείναμε δύο εβδομάδες. Σε λίγες μέρες για καλή μας τύχη και μεγάλη μας χαρά ο Τσιρτ Μεμέτ με το άλογό του βρήκε και έφερε τον πατέρα μου Λευτέρη. Ένα μήνα έτρωγε και έπινε ο πατέρας μου μαζί με τη μάνα μου και μένα στο φίλο του Τσιρτ. Αφού συνήλθε και δυνάμωσε ο πατέρας μου, γιατί ήταν πολύ αδύνατος, ανάλαβε τις δουλειές του σπιτιού, όργωμα, σπορά, κ.λ,π.
 Ο πατέρας μου μας διηγήθηκε τη δυσάρεστη ιστορία του και μας είπε ότι τον είχαν εξορίσει στο Τσόρουμ, απ’ όπου έφυγε και γύρισε στο σπίτι, αφού έμαθε πως μας φιλοξενούσε ο φίλος του. Ένα χρόνο μείναμε εδώ. Μετά δόθηκε αμνηστία.
 Γυρίσαμε πάλι στο χωριό μας κάναμε με ξύλα από το δάσος ένα μικρό σπιτάκι καινούργιο με τη βοήθεια του φίλου του πατέρα μου. Τη χρονιά εκείνη έσπειρε ο πατέρας μου τα χωράφια με σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες, κολοκύθια. Είχαμε πολύ καλή σοδειά. Δεν προλάβαμε όμως να χαρούμε λίγο, και το Πάσχα, ενώ ο κόσμος ήταν στην καμένη Εκκλησία, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ήταν οι αντάρτες του Τοπάλ Οσμάν, οι οποίοι λεηλάτησαν και κατάστρεψαν όλο το χωριό πάλι. 
Μόλις το έμαθε το γεγονός ο πατέρας μου, πήρε την αγελάδα και το μοσχάρι της, που μας είχε δώσει ο φίλος του Τσιρτ, για να το επιστρέφει πίσω. Έτσι αποκλείστηκε και δεν μπόρεσε να επιστρέφει πίσω στο χωριό. Τότε πήγε στον πρόεδρο του Καζή μπεη Κουρτ Μεμέτ, ο οποίος φρόντισε και μας πήρε από το χωριό και μείναμε μαζί στο δικό του σπίτι και κάναμε μισιακά καπνά. Το σπίτι μας και η περιουσία μας στο χωριό Τοχουρλάρ καταστράφηκε για δεύτερη φορά. Ένα χρόνο μείναμε στο νέο φίλο του πατέρα μου και περιμέναμε την πούληση των καπνών.
 Μια Πέμπτη πήγε η μάνα μου στο παζάρι στην Παφρα για ψώνια. Ο Κουρτ Μεμέτ παράδωσε τον πατέρα μου στην αστυνομία, ήταν εντολή του κράτους. Μάζεψαν περίπου 500 Έλληνες άντρες σε σχολεία κοντά στην Αγία Μαρίνα Πάφρας και απ’ εκεί τους πήγαν στο καμένο χωριό Σελεμελίκ και τους έκαψαν στην Εκκλησία. Ήμουνα 12 χρονών (1923) όταν με φίλησε τρεις φορές ο πατέρας μου προτού με αποχωριστεί.
 Αφού σκοτώθηκε ο πατέρας μου στο Σελεμελίκ μείναμε εγώ και η μάνα μου μόνοι μας στο σπίτι του αφεντικού πάλι. Μετά από ένα μήνα μάζεψαν όλα τα γυναικόπαιδα, καμιά 40 περίπου άτομα και μας κλείσανε σ’ ένα δωμάτιο κοντά στο Τζαμί. Μετά τη 12η ώρα της νυκτός, ενώ όλοι κοιμούνταν, ήρθαν Τούρκοι και ατίμασαν τις νύφες, τα κορίτσια και τις γυναίκες μέχρι το πρωί.

Ώρα 8.00 το πρωί μας πήραν οι Τούρκοι και μας κατέβασαν στην Πάφρα. Εκεί είχαν συγκεντρώσει 700 γυναικόπαιδα για εξορία. Πράγματι την άλλη μέρα πήραμε το δρόμο της εξορίας. Περάσαμε από τον Άλυ ποταμό και φθάσαμε στο Οσμαντσούκ απ’εκεί στο Τσόρουμ, στο Τοκάτ, στη Σεβάστεια. Στο δρόμο από την πείνα και τις κακουχίες πεθάνανε πολλοί. Όσοι μείνανε ξεκίνησαν για τη Μαλάτεια. Στο δρόμο η μάνα μου γέννησε ένα αγοράκι το οποίο πέθανε. Όταν φτάσαμε στη Μαλάτεια, το βράδυ τρεις γυναίκες κρύφτηκαν και αφού έφυγαν οι εξοριζόμενοι για το Τιαρπεκίρ, το πρωί πήγαν στη Μαλάτεια και ψάχνανε για δουλειά.
 Η μάνα μου πιάστηκε υπηρέτρια σ’ ένα σπίτι καί δούλευε. Μετά από λίγες μέρες την έδιωξε από τη δουλειά ο Τούρκος, επειδή αρρώστησε και δεν μπορούσε να δουλεύει. Τότε η άρρωστη μάνα μου και εγώ πήγαμε σε μια Αρμένικη Εκκλησία, όπου ήσαν και άλλοι πολλοί πρόσφυγες. Βρήκαμε μια γωνιά και με το πάπλωμα που είχαμε κοιμηθήκαμε. Το πρωί εγώ πήγα στην αγορά και γνωρίστηκα με παιδιά και ζητιανεύαμε ψωμί. Τα βράδια πήγαινα στη μάνα μου και κοιμόμουνα μαζί της. 
Ήταν φθινόπωρο και έκαμνε πολύ κρύο τα βράδια. Εγώ όσο κρύωνα αγκάλιαζα τη μάνα μου, ενώ εκείνη είχε πεθάνει από τις ψείρες, την πείνα, την αρρώστια, το κρύο. Μαζί με τη μάνα μου τη βραδιά εκείνη είχαν πεθάνει άλλες έξι γυναίκες. Οι Τούρκοι με ένα κάρο πήραν τα πτώματα και ούτε ξέρω πού τα πέταξαν. Έτσι έμεινα ολομόναχος. Από τότε δεν ξαναπήγα στην Αρμένικη Εκκλησία. Στην αγορά γνώρισα ένα ορφανό παιδί, σαν και μένα, Γιώργο στο όνομα, και μαζί κοιμόμασταν τα βράδια χωρίς παπλώματα και την ημέρα ζητιανεύαμε. 
Μια μέρα σ’ ένα μαχαλά, σ’ ένα μεγάλο κτίριο είχανε μαζευτεί πολλά γυναικόπαιδα. Ρωτήσαμε και μάθαμε με το Γιώργο το φίλο μου ότι ένας Αμερικανός θα άνοιγε ένα ορφανοτροφείο. Σε λίγη ώρα ήρθε ο Αμερικανός και πήρε 15 παιδιά μέσα στην αυλή του κτιρίου. Μας κούρεψαν, μας λούσανε ειδικές γυναίκες, κάψανε με πετρέλαιο τα ρούχα μας και μας ντύσανε με καινούργια ρούχα και το μεσημέρι Αρμένισσες κοπέλες μας πήγανε στην τραπεζαρία για να φάμε.
 Τρεις εβδομάδες τρώγαμε καλά πρωί, μεσημέρι και βράδυ και μας κοίμιζαν σε ψάθες ομαδικά οι κοπέλες και μας σκέπαζαν. Μετά δώσανε για το κάθε παιδί κρεβάτι ξεχωριστό και μας τάιζαν κρέας τρεις φορές την εβδομάδα. Ήμασταν 150 παιδιά αγόρια και κορίτσια μαζί Έλληνες και Αρμένιοι. Για ένα χρόνο περάσαμε πολύ  καλά εκεί μέσα. Μετά είπανε ότι θα μας πάνε στην Ελλάδα. Μια μέρα φέρανε αγωγιάτες με 60 μουλάρια, μας φόρτωσαν σε κασόνια, αφού μας δώσανε ξερή τροφή, ξεκινήσαμε. 
Στο δρόμο μας συνόδευε ο Αμερικάνος με το άλογό του. Μας μοίραζε σταφύλια και τρόφιμα και πρόσεχε πολύ να μη μας κλέψει κανένας Τούρκος, όταν περνούσαμε από τα τούρκικα χωριά. Όταν φτάσαμε στο Φρατ Ιρμάκ, ο Αμερικανός πλήρωσε από μια χρυσή λύρα σε κάθε αγωγιάτη και τους είπε να φύγουν.
Αργυρούπολη 1932

 Μετά ο Αμερικανός νοίκιασε δυο βάρκες στο ποτάμι και μας έφερε σε μια γέφυρα, που χώριζε την Τουρκία με τη Γαλλική αποικία, την Τσεράπολη. Απ’εδώ μετά από τρείς μέρες με τραίνο μας φέρανε στο Χαλέπι, που ήτανε μια μεγάλη πολιτεία και μείναμε εκεί ένα μήνα. Μετά το Χαλέπι μας πήγανε στη Βηρυτό. Εκεί καθίσαμε δυο μήνες. Και απ’ εκεί, μέσω της Κύπρου μας φέρανε στην Ελλάδα, στον Πειραιά και απ’ εκεί στο Λουτράκι, στο οποίο καθίσαμε έξι μήνες. 
Μετά μας πήγανε στη Χαλκίδα σ’ένα άδειο στρατόπεδο. Δίπλα ήταν ένα άλλο στρατόπεδο με Τούρκους αιχμάλωτους. Ο Ελληνικός στρατός πολεμούσε στη Μ. Ασία. Δυο μαύρα βαπόρια ήταν αιχμάλωτα στο λιμάνι της Χαλκίδας. Μετά από 8 μήνες μας σήκωσαν από τη Χαλκίδα και μας πήγαν στη σκάλα Ωρωπού, απέναντι από την Ερέτρια. Εκεί μας κράτησαν μέχρι το 1926 στο κτίριο του ευεργέτη Αντρέα Συγγρού.
 Μετά απ’ εκεί μας πήγαν στη Σύρο, στο νησί Ερμούπολη στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων. Στη Σύρο κάθισα 8 μήνες στο ορφανοτροφείο. Μετά με πήρε για παραγιό ο Μιχαήλ Καστελάνος από τον Αμερικάνο Διευθυντή Mister Fait και τον βοηθούσα στις δουλειές του. Αυτός και η γυναίκα του Μαρία με πρόσεχαν πολύ καλά.
 Έτρωγα καλά και μου έδιναν και λεφτά. Εδώ κάθισα ένα χρόνο και μετά πήγα σε άλλο αφεντικό, στον Μπαρπα-Στάθη Σκλάβο από τη Χίο. Κάθε Κυριακή πήγαινα στην Ερμούπολη για να δω τους φίλους μου στο ορφανοτροφείο και το βράδυ ερχόμουν στο σπίτι. Μετά από τρεις μήνες παραμονής στο νέο αφεντικό, μαζί με άλλα παιδιά του ορφανοτροφείου, με βαπόρι, πήγαμε στην Καβάλα. Πολλοί συγγενείς μας στη Μακεδονία ζητούσαν τα παιδιά που είχαν ζήσει.
 Ήτανε Ιούνιος μήνας του 1928 όταν βρήκα το θείο μου Μιλτιάδη στην Ανδριανή, όπου έμεινα μαζί τους μέχρι το 1932, οπότε πήγα στρατιώτης και υπηρέτησα στο 26ο σύνταγμα πεζικού. Μετά το στρατιωτικό ήρθα στο Μαργαρίτι Σταυρουπόλεως Ξάνθης. Εκεί το 1936 νυμφεύτηκα και έζησα μέχρι το 1980. Και στις 25 Μαΐου του 1980, επειδή φύγανε όλοι οι κάτοικοι του Μαργαριτίου, έφυγα και εγώ και ήρθα να κατοικήσω στο χωριό Θαλασσιά της Ξάνθης.

Γ. Κελαγάκης

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah