Το ομαδικό κρυφτό, που μεταφέρθηκε και στην Ελλάδα από τους Πόντιους Παφραίους, παίζονταν στον Πόντο από τα παιδιά.
Σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού τα παιδιά μοιράζονταν σε δυο ομάδες των δώδεκα παιδιών η κάθε μια. Η μια ομάδα κρύβονταν και η άλλη προσπαθούσε να τους βρει. Προτού αρχίσει το παιχνίδι καθορίζονταν περίπου τα όρια δράσης του παιχνιδιού ανάλογα με το χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους, διότι ως χώροι του παιχνιδιού μπορούσαν να οριστούν και χώροι έξω από το χωριό, στις γύρω ρεματιές και στους γύρω λόφους.
Αυτοί που κρύβονταν έπρεπε να κάνουν τέλειο καμουφλάζ και σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να φανερώνουν τη θέση τους μέχρι την ώρα της λήξης του παιχνιδιού. Η αντίπαλη ομάδα για να μπορέσει να ανακαλύψει τον κρυψώνα τους χρησιμοποιούσε διάφορα τεχνάσματα. Για να μπορέσουν να ξεγελάσουν κάποιον ευαίσθητο της ομάδας που κρύβονταν λέγανε ότι τον ζητάει ο πατέρας του, είναι ανάγκη, είδανε τη μάνα του, που έψαχνε τη χαμένη αγελάδα τους, ότι έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι τους, γιατί αλλιώς θα έτρωγε ξύλο και άλλα παρόμοια. Συχνή ήταν και η χρήση γελωτοποιών, για να κάνουν τους παίχτες της κρυμμένης ομάδας να γελάσουν παρασυρόμενοι και να αποκαλυφθεί η θέση τους. Για το λόγο αυτό και οι δυο ομάδες απόφευγαν να συμπεριλάβουν στην ομάδα τους, τους ευαίσθητους και επιρρεπείς σε γέλια και αστεία.
Το παιχνίδι αυτό ήταν πολεμικό παιχνίδι, μια εκπαίδευση για τις δύσκολες περιστάσεις, γι* αυτό δίδονταν ιδιαίτερη σημασία από τους μεγάλους στην εκπαίδευση των παιδιών για την αντιμετώπιση παρόμοιων πραγματικών περιστάσεων.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας και λόγω των πολλών κινημάτων που είχαν γίνει στα βουνά του Δυτικού Πόντου και συγκεκριμένα στις περιοχές, Αμισού, Πάφρας Βεζύρ-Κίοπρου, Κάβζας, Μερζιφούντας, Έρπα και Τσαροαμπάς, οι Τούρκοι έκαναν ξαφνικές επιδρομές στα χωριά ή σε διάφορα ανταρτικά λημέρια για να συλλάβουν και να εξοντώσουν τους αντάρτες μαζί με τις οικογένειές τους, οι οποίες από τον φόβο των Τούρκων κρύβονταν και αυτές στα γύρω βουνά. Επειδή οι Τούρκοι γνώριζαν ότι οι κάτοικοι των γύρω χωριών είχαν κρυφτεί στις γύρω περιοχές αλλά δε γνώριζαν που ακριβώς, χρησιμοποιούσαν διάφορα τεχνάσματα για να εντοπίσουν τις ακριβείς θέσεις τους. Π.χ. φωνάζανε το όνομα κάποιου Γιάννη, Νίκου, Βασιλικής κ.λ.π. και λέγανε, βγέσιε, οι Τούρκοι έφυγαν, και αν κάποιος πίστευε και έβγαινε από τον κρυψώνα του, τότε οι Τούρκοι περικύκλωναν την περιοχή και σκοτώνανε όλους όσους πιάνανε. Επίσης πολλές φορές σε παρόμοιες περιπτώσεις φέρνανε κάποιον αιχμάλωτο Έλληνα και τον έβαζαν να φωνάζει στους δικούς του, για να βγουν από τις θέσεις τους και, αν πέφτανε στην παγίδα, τους συλλαμβάνανε.
Στις περιπτώσεις που οι δυστυχισμένοι Παφραίοι, εγκατέλειπαν το χωριό τους και φεύγανε στα γύρω βουνά για να κρυφτούν, παίρνανε μαζί τους και τα παιδιά τους τα μικρά, τα οποία με το κλάμα τους μπορούσαν να τους προδώσουν... Σε ορισμένες περιπτώσεις μερικοί βρέθηκαν στην ανάγκη, για να γλυτώσουν 200-300 άτομα, να σκοτώσουν με τα ίδια τα χέρια τους τα μικρά παιδιά τους. Προσωπικά έχουμε ακούσει από τις ίδιες μητέρες, οι οποίες στην Πάφρα, στα βουνά, βρέθηκαν στην ανάγκη, στη φρικιαστική στιγμή της ζωής τους με τα ίδια τους τα χέρια να ρίξουν το σπλάχνο τους στον Άλυ ποταμό· Αν είχε ο Άλυς ποταμός γλώσσα να μιλήσει, τότε μόνο θα μπορούσε να συνθέσει επάξια τον Ύμνο των Παφραίων και των γύρω περιοχών.
Για τους λόγους που προαναφέραμε επί δεκάδες χρόνια οι Παφραίοι αντιμετώπιζαν τέτοιες καταστάσεις και όταν έβρισκαν περιόδους ειρήνης και ηρεμίας φρόντιζαν να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους να μένουν σιωπηλοί και αμίλητοι, όταν το επέβαλλαν οι περιστάσεις. Η εκπαίδευση αυτή έγινε αιτία πολλές φορές να γλυτώσουν από το μαχαίρι του Τούρκου. Έτσι αργότερα όταν ήρθαν στην Ελλάδα και εξέλιπαν παρόμοια περιστατικά από τη ζωή των Ποντίων, το παιχνίδι εξακολούθησε να παίζεται σαν καθαρό πλέον ψυχαγωγικό μέσο
Ανέκδοτο Αρχείο Γ. Αντωνιάδη.
Σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού τα παιδιά μοιράζονταν σε δυο ομάδες των δώδεκα παιδιών η κάθε μια. Η μια ομάδα κρύβονταν και η άλλη προσπαθούσε να τους βρει. Προτού αρχίσει το παιχνίδι καθορίζονταν περίπου τα όρια δράσης του παιχνιδιού ανάλογα με το χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους, διότι ως χώροι του παιχνιδιού μπορούσαν να οριστούν και χώροι έξω από το χωριό, στις γύρω ρεματιές και στους γύρω λόφους.
Αυτοί που κρύβονταν έπρεπε να κάνουν τέλειο καμουφλάζ και σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να φανερώνουν τη θέση τους μέχρι την ώρα της λήξης του παιχνιδιού. Η αντίπαλη ομάδα για να μπορέσει να ανακαλύψει τον κρυψώνα τους χρησιμοποιούσε διάφορα τεχνάσματα. Για να μπορέσουν να ξεγελάσουν κάποιον ευαίσθητο της ομάδας που κρύβονταν λέγανε ότι τον ζητάει ο πατέρας του, είναι ανάγκη, είδανε τη μάνα του, που έψαχνε τη χαμένη αγελάδα τους, ότι έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι τους, γιατί αλλιώς θα έτρωγε ξύλο και άλλα παρόμοια. Συχνή ήταν και η χρήση γελωτοποιών, για να κάνουν τους παίχτες της κρυμμένης ομάδας να γελάσουν παρασυρόμενοι και να αποκαλυφθεί η θέση τους. Για το λόγο αυτό και οι δυο ομάδες απόφευγαν να συμπεριλάβουν στην ομάδα τους, τους ευαίσθητους και επιρρεπείς σε γέλια και αστεία.
Το παιχνίδι αυτό ήταν πολεμικό παιχνίδι, μια εκπαίδευση για τις δύσκολες περιστάσεις, γι* αυτό δίδονταν ιδιαίτερη σημασία από τους μεγάλους στην εκπαίδευση των παιδιών για την αντιμετώπιση παρόμοιων πραγματικών περιστάσεων.
Παφρα |
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας και λόγω των πολλών κινημάτων που είχαν γίνει στα βουνά του Δυτικού Πόντου και συγκεκριμένα στις περιοχές, Αμισού, Πάφρας Βεζύρ-Κίοπρου, Κάβζας, Μερζιφούντας, Έρπα και Τσαροαμπάς, οι Τούρκοι έκαναν ξαφνικές επιδρομές στα χωριά ή σε διάφορα ανταρτικά λημέρια για να συλλάβουν και να εξοντώσουν τους αντάρτες μαζί με τις οικογένειές τους, οι οποίες από τον φόβο των Τούρκων κρύβονταν και αυτές στα γύρω βουνά. Επειδή οι Τούρκοι γνώριζαν ότι οι κάτοικοι των γύρω χωριών είχαν κρυφτεί στις γύρω περιοχές αλλά δε γνώριζαν που ακριβώς, χρησιμοποιούσαν διάφορα τεχνάσματα για να εντοπίσουν τις ακριβείς θέσεις τους. Π.χ. φωνάζανε το όνομα κάποιου Γιάννη, Νίκου, Βασιλικής κ.λ.π. και λέγανε, βγέσιε, οι Τούρκοι έφυγαν, και αν κάποιος πίστευε και έβγαινε από τον κρυψώνα του, τότε οι Τούρκοι περικύκλωναν την περιοχή και σκοτώνανε όλους όσους πιάνανε. Επίσης πολλές φορές σε παρόμοιες περιπτώσεις φέρνανε κάποιον αιχμάλωτο Έλληνα και τον έβαζαν να φωνάζει στους δικούς του, για να βγουν από τις θέσεις τους και, αν πέφτανε στην παγίδα, τους συλλαμβάνανε.
Στις περιπτώσεις που οι δυστυχισμένοι Παφραίοι, εγκατέλειπαν το χωριό τους και φεύγανε στα γύρω βουνά για να κρυφτούν, παίρνανε μαζί τους και τα παιδιά τους τα μικρά, τα οποία με το κλάμα τους μπορούσαν να τους προδώσουν... Σε ορισμένες περιπτώσεις μερικοί βρέθηκαν στην ανάγκη, για να γλυτώσουν 200-300 άτομα, να σκοτώσουν με τα ίδια τα χέρια τους τα μικρά παιδιά τους. Προσωπικά έχουμε ακούσει από τις ίδιες μητέρες, οι οποίες στην Πάφρα, στα βουνά, βρέθηκαν στην ανάγκη, στη φρικιαστική στιγμή της ζωής τους με τα ίδια τους τα χέρια να ρίξουν το σπλάχνο τους στον Άλυ ποταμό· Αν είχε ο Άλυς ποταμός γλώσσα να μιλήσει, τότε μόνο θα μπορούσε να συνθέσει επάξια τον Ύμνο των Παφραίων και των γύρω περιοχών.
Για τους λόγους που προαναφέραμε επί δεκάδες χρόνια οι Παφραίοι αντιμετώπιζαν τέτοιες καταστάσεις και όταν έβρισκαν περιόδους ειρήνης και ηρεμίας φρόντιζαν να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους να μένουν σιωπηλοί και αμίλητοι, όταν το επέβαλλαν οι περιστάσεις. Η εκπαίδευση αυτή έγινε αιτία πολλές φορές να γλυτώσουν από το μαχαίρι του Τούρκου. Έτσι αργότερα όταν ήρθαν στην Ελλάδα και εξέλιπαν παρόμοια περιστατικά από τη ζωή των Ποντίων, το παιχνίδι εξακολούθησε να παίζεται σαν καθαρό πλέον ψυχαγωγικό μέσο
Ανέκδοτο Αρχείο Γ. Αντωνιάδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου