Σύνηθες ήτο το έθιμον του αγεθοδωρίσματος. Κατά το έθιμον αυτό, την παραμονήν της καθαράς Δευτέρας, την οποίαν ονόμαζον εμπονέσταν, εμπονεστίαζον δηλ. εκαλότρωγον από όλα τα μη νηστίσιμα φαγητά, κατά συνήθειαν το φαγήτό κυρίως απετελείτο από τηγανίτες (τσιριχτά) και όλα τα γαλακτοκομικά, την πρωίαν της Δευτέρας αι οικοκυραί έτριβον καλά με στάκτη όλα τα σκεύη, δια να εξαφανίσουν κάθε ίχνος λίπους, όποιος δε ήθελεν να αγεθοδωρίζ όπως το έλεγαν, από εκείνην την ημέραν έως την ημέραν του Αγίου Θεοδώρου που εορτάζετο το Σάββατον, έπρεπεν ούτε να φάγη ούτε να πιή και νερόν ακόμα.
Μετά την λειτουργίαν του Σαββάτου έτρωγεν ελεύθερα την νερόβραστην σούπαν (από τ’ Αγεθοδωρή την σιρβάν) .
Το έθιμον αυτό ετηρείτο κυρίως από τας μεγάλας ηλικίας γυναίκας, αυστηρότατα δε ετηρείτο εις τας Μονάς και ειδικώτερον την Μονή Σουμελά.
Εις όποιον δεν ήτον δυνατόν η νηστεία να διατηρηθή όλην την εβδομάδα επετρέπετο μικρά διακοπή, και να φάγη ολίγον νερόβραστον φαγητόν, ή να πιή ολίγον νερό κατά την πρωίαν της Τετάρτης, και αυτό μόνον μετά την λειτουργίαν της πρωίας- και πάλιν εσυνεχίζετο η νηστεία έως την ημέραν του Αγίου Θεοδώρου όπως ανεφέραμεν.
Αν λόγοι ανώτεροι της θελήσεως τίνος, λ.χ. ασθένεια, επέβαλον εις καμμίαν ιδίως γυναίκα να μην τηρήση την νηστείαν κατά την πρώτην εβδομάδα της σαρακοστής, παρέτεινεν αυτήν επί μιαν εβδομάδα μετά το Πάσχα ώστε να συμπληρώση τας όλας ημέρας της νηστείας της σαρακοστής.
Κάποτε κάποιος νεαρός Τούρκος, ερωτευθείς μίαν χριστιανήν, ηθέλησεν να την παντρευτεί, και ως εκ τούτου απεφάσισεν να αλλαξοπιστήση. Δι’ αυτό εστάλη από τον αρμόδιον Μητροπολίτην εις το Μοναστήρι δια κατήχησιν, κατά την μεγάλην σαρακοστήν.
Αφού λοιπόν εκαλοέφαγεν την Κυριακήν, άντεξεν εις την πείναν της Καθαράς Δευτέρας, και της επόμενης Τρίτης. Την Τετάρτην όμως η πείνα κατέστη ανυπόφορη, και ως εκ τούτου απετάθη εις τον αρμόδιον καλόγηρον, και εζήτησεν να φάγη.
Τότε του εξηγήθη από τον καλόγηρον, ότι θα έμενεν νηστικός έως την ημέρα του Αγίου Θεοδώρου.
Εις το άκουσμα αυτό, ο Τούρκος εγκατέλειψεν, έρωτα, κατήχησιν και Μονήν, και ετράπη εις φυγήν.
Κατηφορίζων από το μοναστήρι, αντάμωσε δύο χωρικούς οι οποίοι εκράτουν δεμένον ένα τσοπανόσκυλον. Μόλις τους επλησίασεν τους ηρώτησεν που πάτε; Και εκείνοι απήντησαν αβούτο το σκυλίν τρώγ τα μικρά τ’ αρνία, και πάμε να σκοτώνοματο. Και εκείνος τους είπεν.
Γιατί θέλετε να σκοτώνεται το και να μπαίνετε σο κρίμαν ατ πάτε τον σο μοναστήρ που έν αδαπάν. Εκιαπές οι καλογέρ νια τρώνε, νια πίνε, και αναμένε ένα Θόδωρον να έρτε για να τρώνε. Εκείνος νια έρθεν νιά θα έρτε, και αραέτς άμον ντο αναμένε θα ποθάνε ασήν πείναν, και μετ' εκεινούς θα ψοφά και ο σκύλον.
(Πού πάτε; Και εκείνοι τον απήντησαν. Αυτός ο σκύλος έχει την συνήθεια να τρώει τα μικρά τ’ αρνιά, και πάμε να το σκοτώσουμε. Και εκείνος τους είπε. Γιατί να το σκοτώσετε και να αμαρτήσετε. Πηγαίνετέ το στο μοναστήρι που είναι παραπάνω. Εκεί οι καλόγεροι ούτε τρώνε, ούτε πίνουν, καν περιμένουν κάποιον Θεόδωρον να έρθη για να φάνε.
Εκείνος όμως ούτε ήλθεν ούτε θα έλθη- και έτσι περιμένοντάς τον θα πεθάνουν από την πείναν, και μαζί τους θα ψοφήση και ο σκύλος).
Ανδρεας Σπυραντης
Γιατρος
Σ.Σ. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω".
Μετά την λειτουργίαν του Σαββάτου έτρωγεν ελεύθερα την νερόβραστην σούπαν (από τ’ Αγεθοδωρή την σιρβάν) .
Το έθιμον αυτό ετηρείτο κυρίως από τας μεγάλας ηλικίας γυναίκας, αυστηρότατα δε ετηρείτο εις τας Μονάς και ειδικώτερον την Μονή Σουμελά.
Εις όποιον δεν ήτον δυνατόν η νηστεία να διατηρηθή όλην την εβδομάδα επετρέπετο μικρά διακοπή, και να φάγη ολίγον νερόβραστον φαγητόν, ή να πιή ολίγον νερό κατά την πρωίαν της Τετάρτης, και αυτό μόνον μετά την λειτουργίαν της πρωίας- και πάλιν εσυνεχίζετο η νηστεία έως την ημέραν του Αγίου Θεοδώρου όπως ανεφέραμεν.
Αν λόγοι ανώτεροι της θελήσεως τίνος, λ.χ. ασθένεια, επέβαλον εις καμμίαν ιδίως γυναίκα να μην τηρήση την νηστείαν κατά την πρώτην εβδομάδα της σαρακοστής, παρέτεινεν αυτήν επί μιαν εβδομάδα μετά το Πάσχα ώστε να συμπληρώση τας όλας ημέρας της νηστείας της σαρακοστής.
Κάποτε κάποιος νεαρός Τούρκος, ερωτευθείς μίαν χριστιανήν, ηθέλησεν να την παντρευτεί, και ως εκ τούτου απεφάσισεν να αλλαξοπιστήση. Δι’ αυτό εστάλη από τον αρμόδιον Μητροπολίτην εις το Μοναστήρι δια κατήχησιν, κατά την μεγάλην σαρακοστήν.
Αφού λοιπόν εκαλοέφαγεν την Κυριακήν, άντεξεν εις την πείναν της Καθαράς Δευτέρας, και της επόμενης Τρίτης. Την Τετάρτην όμως η πείνα κατέστη ανυπόφορη, και ως εκ τούτου απετάθη εις τον αρμόδιον καλόγηρον, και εζήτησεν να φάγη.
Τότε του εξηγήθη από τον καλόγηρον, ότι θα έμενεν νηστικός έως την ημέρα του Αγίου Θεοδώρου.
Εις το άκουσμα αυτό, ο Τούρκος εγκατέλειψεν, έρωτα, κατήχησιν και Μονήν, και ετράπη εις φυγήν.
Κατηφορίζων από το μοναστήρι, αντάμωσε δύο χωρικούς οι οποίοι εκράτουν δεμένον ένα τσοπανόσκυλον. Μόλις τους επλησίασεν τους ηρώτησεν που πάτε; Και εκείνοι απήντησαν αβούτο το σκυλίν τρώγ τα μικρά τ’ αρνία, και πάμε να σκοτώνοματο. Και εκείνος τους είπεν.
Γιατί θέλετε να σκοτώνεται το και να μπαίνετε σο κρίμαν ατ πάτε τον σο μοναστήρ που έν αδαπάν. Εκιαπές οι καλογέρ νια τρώνε, νια πίνε, και αναμένε ένα Θόδωρον να έρτε για να τρώνε. Εκείνος νια έρθεν νιά θα έρτε, και αραέτς άμον ντο αναμένε θα ποθάνε ασήν πείναν, και μετ' εκεινούς θα ψοφά και ο σκύλον.
(Πού πάτε; Και εκείνοι τον απήντησαν. Αυτός ο σκύλος έχει την συνήθεια να τρώει τα μικρά τ’ αρνιά, και πάμε να το σκοτώσουμε. Και εκείνος τους είπε. Γιατί να το σκοτώσετε και να αμαρτήσετε. Πηγαίνετέ το στο μοναστήρι που είναι παραπάνω. Εκεί οι καλόγεροι ούτε τρώνε, ούτε πίνουν, καν περιμένουν κάποιον Θεόδωρον να έρθη για να φάνε.
Εκείνος όμως ούτε ήλθεν ούτε θα έλθη- και έτσι περιμένοντάς τον θα πεθάνουν από την πείναν, και μαζί τους θα ψοφήση και ο σκύλος).
Ανδρεας Σπυραντης
Γιατρος
Σ.Σ. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου