Η Βίγα ή Μπίγα είναι μια κωμόπολη στην κοιλάδα του Γρανικού ποταμού (τουρκικά Κατσαμπάς Τσάι), ανάμεσα στον λόφο Μπαλίκ και τον βράχο . Ένας παραπόταμος του Γρανικού περνούσε μέσα από το τότε χωριό που βρισκόταν βορειοανατολικά από το Αδραμύττιο και το Τσανάκ Καλέ, κοντά στην Προύσα.
Η ονομασία Μπίγα αναφερόταν στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα. Η ονομασία όμως που ήταν διαδεδομένη στο λαό ήταν Μπογά σεχίρ.Στα βιβλία της μητρόπολης ήταν καταχωρισμένη ως Βίγα Δαρδανελίων. Το Μπίγα, όπως και το Βίγα, που αποτελεί εκλέπτυνση του Μπίγα, προέρχεται από την αρχαία ονομασία του οικισμού Πηγαί.
Για την καταστροφή της Βίγας έγραψε σε βιβλίο της η πρόσφυγας της πρώτης γενιάς Αρίτσα Γονιού, που ζούσε στην Αθήνα μετά την προσφυγιά.
Σε αντίθεση με τις περιοχές της Προύσας και του Μικαλίτς, στην περιοχή της Μπίγας δεν αναφέρονται για το 16ο αιώνα χωριά με χριστιανικό πληθυσμό. Η εγκατάσταση χριστιανών στην περιοχή και πιο συγκεκριμένα στην πόλη της Μπίγας πρέπει να έγινε μετά τον 18ο αιώνα.
Αναφέρεται ότι ένα μέρος του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Μπίγας ήταν κάποτε «βοσκοί και μαραγκοί των Τούρκων». Ο πληθυσμός της Μπίγας κατά το 1914 είχε περίπου την εξής κατανομή: 2.500 ελληνορθόδοξοι, 5.000 μουσουλμάνοι, 750 Αρμένιοι και 25 Εβραίοι.
Στον μουσουλμανικό πληθυσμό, εκτός από τους ντόπιους Τούρκους, πρέπει να προστεθούν και Κιρκάσιοι, όπως και Τούρκοι της Βουλγαρίας που είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν, κατά πάσα πιθανότητα λόγω των βαλκανικών πολέμων. Οι Τούρκοι πρόσφυγες από τη Βουλγαρία ονομάζονταν Πομάκοι από τους κατοίκους της Μπίγας (δεν διευκρινίζεται πάντως αν πρόκειται για βουλγαρόφωνους εξισλαμισμένους ή για τουρκόφωνους).
Επίσης στον μουσουλμανικό πληθυσμό υπήρχαν και οικογένειες ελληνικής καταγωγής, οι οποίες φαίνεται ότι είχαν αλλαξοπιστήσει για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους (επρόκειτο συνήθως για πλούσιες οικογένειες), όμως διατηρούσαν ζωντανή τη μνήμη της καταγωγής τους.
Οι περισσότεροι ελληνορθόδοξοι της Μπίγας θεωρούνταν ντόπιοι. Υπήρχαν όμως και έποικοι από τη Μακεδονία (Φλώρινα), τη Θεσσαλία (κάποιοι από αυτούς προέρχονταν από τις αντάρτικες ομάδες της περιοχής, όπως π.χ. ο καπετάν Μανώλης), τη Θράκη (Γανόχωρα) και την Ήπειρο.
Υπήρχαν επίσης και Έλληνες υπήκοοι από τη Σύρο, οι οποίοι έκαναν εμπόριο ξυλείας. Ο Γρανικός ποταμός κατέβαζε από το βουνό Καζ Νταγ ως το λιμάνι της Καραμπίγας (επίνειο της Μπίγας· κοντά στην Καραμπίγα μάλιστα βρίσκονταν τα ερείπια της αρχαίας πόλης Πρίαπος) κορμούς δέντρων, κατάλληλα διαλεγμένους, τους οποίους φόρτωναν οι Συριανοί έμποροι σε πλοία και τους μετέφεραν στο νησί τους για να χρησιμοποιηθούν για ναυπηγικούς σκοπούς.
Οι ντόπιοι ελληνορθόδοξοι ήταν τουρκόφωνοι, ενώ αντίθετα οι έποικοι ήταν ελληνόφωνοι. Οι τελευταίοι, πάντως, δεν ξεπερνούσαν το 5% του ελληνορθόδοξου πληθυσμού. Στο σχολείο οι νεότερες γενιές διδάχθηκαν τα ελληνικά,αλλά συνέχιζαν να μιλούν τα τουρκικά στο σπίτι τους. Η θεία λειτουργία γινόταν στην εκκλησία στα αρχαία ελληνικά και για τον λόγο αυτόν ο ιερέας αναγκαζόταν να εξηγεί συχνά το Ευαγγέλιο στα τουρκικά.
Ο πρώτος διωγμός των ελληνορθόδοξων κατοίκων της Μπίγας έγινε το 1914 με την έναρξη του α’ παγκοσμίου πολέμου. Η Μπίγα, όπως και η Καραμπίγα, ανήκαν στην αγγλική ζώνη επιρροής μετά την ανακωχή του Μούδρου (Οκτώβριος 1918).
Οι Άγγλοι διατήρησαν τον έλεγχο της περιοχής μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1922, οπότε μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού περιορίστηκαν στον έλεγχο της περιοχής των Δαρδανελλίων. Μετά την Έξοδο, οικογένειες από τη Μπίγα εγκαταστάθηκαν στην Έδεσσα, στην Κομοτηνή, στη Νέα Λάμψακο Εύβοιας, στη Φλώρινα και στην Αθήνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν για τις αρχές του 20ού αιώνα, η Μπίγα αποτελούσε διοικητική έδρα καϊμακαμλικίου, το οποίο υπαγόταν στο μουτεσαιφλίκι ή σαντζάκι του Τσανάκκαλε (ή της Μπίγας, όπως επίσης ήταν γνωστό).
Στο καϊμακαμλίκι της Μπίγας υπάγονταν η Καραμπίγα, το Παζάρκιοϊ, το Ντεμέτσκα. Η Μπίγα ήταν δήμος. Ο δήμαρχος ήταν πάντοτε μουσουλμάνος. Στο δημοτικό συμβούλιο, όμως, υπήρχαν δύο εκπρόσωποι των ελληνορθοδόξων της πόλης. Ελληνορθόδοξοι, όπως και Αρμένιοι, εκπρόσωποι υπήρχαν και στο Συμβούλιο του καϊμακάμη. Επίσης υπήρχε μουχτάρης (κοινοτάρχης), που εκπροσωπούσε το ελληνορθόδοξο στοιχείο, όπως και μουχτάρηδες υπεύθυνοι για το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ μουχτάρη είχαν και οι Αρμένιοι.
Ο ελληνορθόδοξος μουχτάρης βοηθιόταν στο έργο του από πέντε συμβούλους. Λειτουργούσαν επίσης εκκλησιαστική και σχολική επιτροπή — και οι δύο τετραμελείς. Η Μπίγα υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Δαρδανελλίων και Λαμψάκου με έδρα το Τσανάκκαλε (Δαρδανέλια). Στην Μπίγα υπήρχε αρχιερατικός επίτροπος (εκπρόσωπος του μητροπολίτη), συνήθως κάποιος από τους κληρικούς της κωμόπολης, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την έκδοση αδειών γάμου, βαπτίσεων κ.τ,.λ.
Η μοναδική εκκλησία του οικισμού ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Αθανάσιο (ενώ υπήρχε παλαιότερα και άλλη εκκλησία, αφιερωμένη στη Θεοτόκο, η οποία όμως καταστράφηκε από την πυρκαγιά του 1900). Η εκκλησία αυτή ήταν ξύλινη και οι τουρκόφωνοι κάτοικοι της Μπίγας την αποκαλούσαν Άι Τανάς.
Την παραμονή της γιορτής του αγίου, η εκκλησιαστική επιτροπή επισκεπτόταν τα σπίτια των ελληνορθοδόξων και συγκέντρωνε σιτάρι (από τους γεωργούς) και σφαχτάρια (από τους κτηνοτρόφους).
Ανήμερα της γιορτής έστηναν καζάνια στην αυλή της εκκλησίας και μαγείρευαν πιλάφι. Το 1922 οι εκκλησίες καταστράφηκαν από πυρκαγιά. Έξω από το χωριό και σε μικρή απόσταση από αυτό υπήρχαν δύο ξωκλήσια: της Αγίας Παρασκευής και της Αγίας Άννας. Και στα δύο αυτά ξωκλήσια υπήρχαν αγιάσματα.
Στην Μπίγα υπήρχε νηπιαγωγείο καθώς και δημοτικό εξατάξιο σχολείο, στο οποίο συστεγάζονταν ένα αρρεναγωγείο με δύο δασκάλους και ένα παρθεναγωγείο με μία παρθεναγωγό και μία βοηθό. Οι μαθητές της δημοτικής σχολής το 1905 ανέρχονταν σε 110 ενώ οι μαθήτριες του παρθεναγωγείου σε 50.
Ο ετήσιος προϋπολογισμός των σχολείων έφτανε, για το ίδιο έτος, τα 5.500 γρόσια, τα οποία καταβάλλονταν από το εκκλησιαστικό ταμείο και από την ενοικίαση εκκλησιαστικών κτημάτων. Στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, οι μαθητές διδάσκονταν τουρκικά (γραφή και ανάγνωση) και γαλλικά.
Η ονομασία Μπίγα αναφερόταν στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα. Η ονομασία όμως που ήταν διαδεδομένη στο λαό ήταν Μπογά σεχίρ.Στα βιβλία της μητρόπολης ήταν καταχωρισμένη ως Βίγα Δαρδανελίων. Το Μπίγα, όπως και το Βίγα, που αποτελεί εκλέπτυνση του Μπίγα, προέρχεται από την αρχαία ονομασία του οικισμού Πηγαί.
Για την καταστροφή της Βίγας έγραψε σε βιβλίο της η πρόσφυγας της πρώτης γενιάς Αρίτσα Γονιού, που ζούσε στην Αθήνα μετά την προσφυγιά.
Σε αντίθεση με τις περιοχές της Προύσας και του Μικαλίτς, στην περιοχή της Μπίγας δεν αναφέρονται για το 16ο αιώνα χωριά με χριστιανικό πληθυσμό. Η εγκατάσταση χριστιανών στην περιοχή και πιο συγκεκριμένα στην πόλη της Μπίγας πρέπει να έγινε μετά τον 18ο αιώνα.
Αναφέρεται ότι ένα μέρος του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Μπίγας ήταν κάποτε «βοσκοί και μαραγκοί των Τούρκων». Ο πληθυσμός της Μπίγας κατά το 1914 είχε περίπου την εξής κατανομή: 2.500 ελληνορθόδοξοι, 5.000 μουσουλμάνοι, 750 Αρμένιοι και 25 Εβραίοι.
Στον μουσουλμανικό πληθυσμό, εκτός από τους ντόπιους Τούρκους, πρέπει να προστεθούν και Κιρκάσιοι, όπως και Τούρκοι της Βουλγαρίας που είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν, κατά πάσα πιθανότητα λόγω των βαλκανικών πολέμων. Οι Τούρκοι πρόσφυγες από τη Βουλγαρία ονομάζονταν Πομάκοι από τους κατοίκους της Μπίγας (δεν διευκρινίζεται πάντως αν πρόκειται για βουλγαρόφωνους εξισλαμισμένους ή για τουρκόφωνους).
Επίσης στον μουσουλμανικό πληθυσμό υπήρχαν και οικογένειες ελληνικής καταγωγής, οι οποίες φαίνεται ότι είχαν αλλαξοπιστήσει για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους (επρόκειτο συνήθως για πλούσιες οικογένειες), όμως διατηρούσαν ζωντανή τη μνήμη της καταγωγής τους.
Οι περισσότεροι ελληνορθόδοξοι της Μπίγας θεωρούνταν ντόπιοι. Υπήρχαν όμως και έποικοι από τη Μακεδονία (Φλώρινα), τη Θεσσαλία (κάποιοι από αυτούς προέρχονταν από τις αντάρτικες ομάδες της περιοχής, όπως π.χ. ο καπετάν Μανώλης), τη Θράκη (Γανόχωρα) και την Ήπειρο.
Υπήρχαν επίσης και Έλληνες υπήκοοι από τη Σύρο, οι οποίοι έκαναν εμπόριο ξυλείας. Ο Γρανικός ποταμός κατέβαζε από το βουνό Καζ Νταγ ως το λιμάνι της Καραμπίγας (επίνειο της Μπίγας· κοντά στην Καραμπίγα μάλιστα βρίσκονταν τα ερείπια της αρχαίας πόλης Πρίαπος) κορμούς δέντρων, κατάλληλα διαλεγμένους, τους οποίους φόρτωναν οι Συριανοί έμποροι σε πλοία και τους μετέφεραν στο νησί τους για να χρησιμοποιηθούν για ναυπηγικούς σκοπούς.
Οι ντόπιοι ελληνορθόδοξοι ήταν τουρκόφωνοι, ενώ αντίθετα οι έποικοι ήταν ελληνόφωνοι. Οι τελευταίοι, πάντως, δεν ξεπερνούσαν το 5% του ελληνορθόδοξου πληθυσμού. Στο σχολείο οι νεότερες γενιές διδάχθηκαν τα ελληνικά,αλλά συνέχιζαν να μιλούν τα τουρκικά στο σπίτι τους. Η θεία λειτουργία γινόταν στην εκκλησία στα αρχαία ελληνικά και για τον λόγο αυτόν ο ιερέας αναγκαζόταν να εξηγεί συχνά το Ευαγγέλιο στα τουρκικά.
Ο πρώτος διωγμός των ελληνορθόδοξων κατοίκων της Μπίγας έγινε το 1914 με την έναρξη του α’ παγκοσμίου πολέμου. Η Μπίγα, όπως και η Καραμπίγα, ανήκαν στην αγγλική ζώνη επιρροής μετά την ανακωχή του Μούδρου (Οκτώβριος 1918).
Οι Άγγλοι διατήρησαν τον έλεγχο της περιοχής μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1922, οπότε μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού περιορίστηκαν στον έλεγχο της περιοχής των Δαρδανελλίων. Μετά την Έξοδο, οικογένειες από τη Μπίγα εγκαταστάθηκαν στην Έδεσσα, στην Κομοτηνή, στη Νέα Λάμψακο Εύβοιας, στη Φλώρινα και στην Αθήνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν για τις αρχές του 20ού αιώνα, η Μπίγα αποτελούσε διοικητική έδρα καϊμακαμλικίου, το οποίο υπαγόταν στο μουτεσαιφλίκι ή σαντζάκι του Τσανάκκαλε (ή της Μπίγας, όπως επίσης ήταν γνωστό).
Στο καϊμακαμλίκι της Μπίγας υπάγονταν η Καραμπίγα, το Παζάρκιοϊ, το Ντεμέτσκα. Η Μπίγα ήταν δήμος. Ο δήμαρχος ήταν πάντοτε μουσουλμάνος. Στο δημοτικό συμβούλιο, όμως, υπήρχαν δύο εκπρόσωποι των ελληνορθοδόξων της πόλης. Ελληνορθόδοξοι, όπως και Αρμένιοι, εκπρόσωποι υπήρχαν και στο Συμβούλιο του καϊμακάμη. Επίσης υπήρχε μουχτάρης (κοινοτάρχης), που εκπροσωπούσε το ελληνορθόδοξο στοιχείο, όπως και μουχτάρηδες υπεύθυνοι για το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ μουχτάρη είχαν και οι Αρμένιοι.
Ο ελληνορθόδοξος μουχτάρης βοηθιόταν στο έργο του από πέντε συμβούλους. Λειτουργούσαν επίσης εκκλησιαστική και σχολική επιτροπή — και οι δύο τετραμελείς. Η Μπίγα υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Δαρδανελλίων και Λαμψάκου με έδρα το Τσανάκκαλε (Δαρδανέλια). Στην Μπίγα υπήρχε αρχιερατικός επίτροπος (εκπρόσωπος του μητροπολίτη), συνήθως κάποιος από τους κληρικούς της κωμόπολης, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την έκδοση αδειών γάμου, βαπτίσεων κ.τ,.λ.
Η μοναδική εκκλησία του οικισμού ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Αθανάσιο (ενώ υπήρχε παλαιότερα και άλλη εκκλησία, αφιερωμένη στη Θεοτόκο, η οποία όμως καταστράφηκε από την πυρκαγιά του 1900). Η εκκλησία αυτή ήταν ξύλινη και οι τουρκόφωνοι κάτοικοι της Μπίγας την αποκαλούσαν Άι Τανάς.
Την παραμονή της γιορτής του αγίου, η εκκλησιαστική επιτροπή επισκεπτόταν τα σπίτια των ελληνορθοδόξων και συγκέντρωνε σιτάρι (από τους γεωργούς) και σφαχτάρια (από τους κτηνοτρόφους).
Ανήμερα της γιορτής έστηναν καζάνια στην αυλή της εκκλησίας και μαγείρευαν πιλάφι. Το 1922 οι εκκλησίες καταστράφηκαν από πυρκαγιά. Έξω από το χωριό και σε μικρή απόσταση από αυτό υπήρχαν δύο ξωκλήσια: της Αγίας Παρασκευής και της Αγίας Άννας. Και στα δύο αυτά ξωκλήσια υπήρχαν αγιάσματα.
Στην Μπίγα υπήρχε νηπιαγωγείο καθώς και δημοτικό εξατάξιο σχολείο, στο οποίο συστεγάζονταν ένα αρρεναγωγείο με δύο δασκάλους και ένα παρθεναγωγείο με μία παρθεναγωγό και μία βοηθό. Οι μαθητές της δημοτικής σχολής το 1905 ανέρχονταν σε 110 ενώ οι μαθήτριες του παρθεναγωγείου σε 50.
Ο ετήσιος προϋπολογισμός των σχολείων έφτανε, για το ίδιο έτος, τα 5.500 γρόσια, τα οποία καταβάλλονταν από το εκκλησιαστικό ταμείο και από την ενοικίαση εκκλησιαστικών κτημάτων. Στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, οι μαθητές διδάσκονταν τουρκικά (γραφή και ανάγνωση) και γαλλικά.
Οι κάτοικοι της Μπίγας ασχολούνταν, κυρίως, με τη σηροτροφία (κουκούλια για μετάξι). Όλα τα σπίτια ήταν μεγάλα και ευρύχωρα, ακριβώς για να μπορεί να γίνεται η εκτροφή μεταξοσκωλήκων, ενώ στις αυλές των σπιτιών υπήρχαν μουριές απαραίτητες για την εκτροφή των κουκουλιών. Οι εργασίες έφθαναν στο αποκορύφωμά τους κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο. Αμέσως μετά γινόταν πλειοδοτική δημοπρασία κατά την οποία οι έμποροι αγόραζαν τα κουκούλια και τα μεταπωλούσαν στην Προύσα, όπου υπήρχαν πολλά εργοστάσια επεξεργασίας μεταξιού. Οι ελληνορθόδοξοι της Μπίγας ήταν επαγγελματίες. Είχαν μπακάλικα, κρεοπωλεία, φούρνους κ.τ.λ.
Σε αυτούς αντιστοιχούσε μεγάλο μέρος των εμπορικών δραστηριοτήτων της περιφέρειας της Μπίγας. Συγκέντρωναν τα σιτηρά από τα τουρκικά χωριά της περιφέρειας και τα φόρτωναν σε πλοία στο λιμάνι της Καραμπίγας, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη και την απέναντι θρακική ακτή. Έστελναν επίσης ξερά κουκιά στη Μυτιλήνη και στη Χίο. Οι Αρμένιοι ήταν κατά βάση τεχνίτες (σιδεράδες, γανωτήδες, μαραγκοί κ.τ.,λ.). Οι μουσουλμάνοι ασχολούνταν κατά βάση με τη γεωργία (κυρίως τη σιτοπαραγωγή), ενώ αρκετοί από αυτούς ήταν εισοδηματίες (κάτοχοι ιδιοκτησιών, σπιτιών ή μαγαζιών, που τα νοίκιαζαν).
Τέλος οι λιγοστοί Εβραίοι ήταν μικρέμποροι. Μια φορά την εβδομάδα στην Μπίγα γινόταν μεγάλο παζάρι, στο οποίο συγκεντρώνονταν αγροτικά προϊόντα από τα γύρω τουρκικά χωριά. Οι έμποροι της Μπίγας προμηθεύονταν τα εμπορεύματά τους από την Κωνσταντινούπολη. Τα εμπορεύματα έρχονταν με πλοία και τα ξεφόρτωναν στο λιμάνι της Καραμπίγας.
Επίσης οι ελληνορθόδοξοι του οικισμού είχαν συναλλαγές με τα ελληνικά χωριά της Θράκης Μυριόφυτο και Περίσταση: έφερναν από εκεί διάφορα είδη αγγειοπλαστικής και τα πουλούσαν στα τουρκικά χωριά της περιφέρειας της Μπίγας.
Έκαναν ανταλλαγή σε είδος: γέμιζαν το τσανάκι, είδος πήλινου αγγείου, με σιτάρι και ως πληρωμή έπαιρναν το περιεχόμενό του (τα χωριά αυτά της Θράκης δεν ήταν σιτοπαραγωγά). Επίσης τον Μάιο γινόταν στην Μπίγα ζωοπανήγυρη, η οποία διαρκούσε 15 μέρες και συγκέντρωνε κόσμο από την Αρτάκη και την Πάνορμο αλλά και από τη Θράκη (χασάπηδες).
Καιτη Μελη Παπαπαναγιωτου
Οικονομολογος-Δημοσιογραφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου