Οι δυσκολίες της κοινωνικής προσαρμογής των προσφύγων (ΜΕΡΟΣ 2ο)

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Ας δούμε όμως και τη δεύτερη, την υποκειμενική πλευρά του ζητήματος: Τι έκαναν οι ίδιοι οι Πόντιοι για να προσαρμοστούν κοινωνικά στη νέα τους πατρίδα. Καταρχήν, έχουμε να πούμε ότι ο ποντιακός λαός, παρά την εξαθλίωση και τη δυσπραγία του, ποτέ δεν έχασε το κέφι και τη δημιουργική διάθεσή του.
 Πλασμένος από σκληρό μέταλλο, που είχε δοκιμαστεί αιώνες στα βουνά και τους κάμπους της παλιάς πατρίδας του, χρησιμοποίησε τις ανεξάντλητες φυσικές και πνευματικές δυνάμεις του για να σταθεί πρώτα πρώτα στα πόδια του, παλεύοντας όχι μόνο με τις πιο αντίξοες συνθήκες ζωής, τις αντικειμενικές, αλλά και με τις υποκειμενικές, που δεν ήταν καθόλου λιγότερο δύσκολο να ξεπεραστούν. Ποιες ήταν αυτές;
1.. Πρώτα πρώτα η γλώσσα, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράλογο και αντιφατικό. Μια γλώσσα ελληνικότατη, κατάλοιπο της μεσαιωνικής ελληνικής λαλιάς, για την οποία πρέπει να περηφανεύεται κάθε Πόντιος, εξαιτίας της γλωσσολογικής, επιστημονικής και εθνικής σημασίας της, στάθηκε σοβαρό εμπόδιο στην επικοινωνία και την αποδοχή των Ποντίων από τον ντόπιο πληθυσμό.
 Φυσικά, σοβαρή αιτία υπήρξε και η μη ενημέρωση του ελληνικού λαού πάνω στο ζήτημα, αλλά στην ουσία η ίδια η αξία της γλώσσας τους έφερνε μέσα της, διαλεκτικά, και την αρνητική πλευρά της: 
Είχε την ευγένεια της αρχαιοελληνικής και της βυζαντινής συντηρητικότητάς της, αλλά ήταν, συγχρόνως, ακατάληπτη στους μη εγγράμματους ντόπιους. Η ιδιότυπη προφορά της, το διαφορετικό λεξιλόγιό της -κι ας ήταν αποθησαύρισμα αρχαίων και βυζαντινών στοιχείων- και η διαφορετική σύνταξη, δημιουργούσαν προβλήματα στη συνεννόηση και την επαφή των Ποντίων με τους υπόλοιπους συνέλληνες
Συνέπεια πάλι της ασυνεννοησίας ήταν η αποξένωση και η ενίσχυση της υποτιμητικής στάσης των ντόπιων απέναντι στους Πόντιους, τους οποίους κάποτε αποκαλούσαν κοροϊδευτικά «αούτηδες» ή «αούτο το παιδίον», επειδή αυτοί πρόφεραν αρχαιοπρεπώς το «αυτός» ως «αούτος». Μόνο αργότερα, όταν οι νεότεροι πρόσφυγες κατάφεραν να μάθουν μέσα στις πόλεις και τα χωριά, με το σχολείο και την κοινωνική τριβή, την κοινή νεοελληνική, μπόρεσαν να προσαρμοστούν καλύτερα στο κοινωνικό περιβάλλον του τόπου.
2. Άλλη υποκειμενική δυσκολία στην κοινωνική προσαρμογή και παρουσία των Ποντίων στον ελλαδικό χώρο ήταν ο διαφορετικός πολιτισμός, η διαφορετική λαϊκή και ιστορική κληρονομιά που έφεραν μαζί τους, τα διάφορα πολιτιστικά στοιχεία, «τα ήθη και τα έθιμα» που τους ξεχώριζαν και τους δυσκόλευαν να αφομοιωθούν με τους ντόπιους Έλληνες.
3. Στοιχείο μη αφομοιώσιμο και εμπόδιο στην προσαρμοστικότητα των Ποντίων ήταν και ο διαφορετικός χαρακτήρας που έφερναν μαζί τους σαν κληρονομιά από την πατρίδα τους. Ο χαρακτήρας αυτός αποτελούσε σύνθεση πολλών θετικών και αρνητικών ιδιοτήτων. Θα αναφέρουμε τις ιδιότητες αυτές χωρίς να διεκδικούμε την πληρότητα και το αλάθητο, χωρίς να αποκλείουμε τις αντιρρήσεις, αλλά και χωρίς να σημαίνει ότι οι ιδιότητες αυτές δεν συναντιούνται, σε μικρή ή σε μεγάλη κλίμακα, και στους άλλους συνέλληνες αλλά και στους άλλους ανθρώπους, όπου γης. Γιατί ο Έλληνας, και γενικά ο άνθρωπος, κατά βάση είναι ο ίδιος παντού και μόνο στην επιφάνεια παραλλάσσει, λόγω των ιστορικών, κοινωνικών και κλιματολογικών συνθηκών μέσα στις οποίες έζησε.
Θετικές, θα έλεγα, ιδιότητες των Ποντίων είναι η εργατικότητα, η υπευθυνότητα, η υπο-μονετικότητα, η φιλομάθεια, ο αυθορμητισμός, η καλοσύνη, η φιλοξενία, η καλή προαίρεση, η αλληλεγγύη, η εμπιστοσύνη, η ευπιστία, η τιμιότητα, η αξιοπρέπεια, η σοβαρότητα, η σεμνότητα, η παρρησία, η γενναιοψυχία, η παλικαριά, η αγωνιστικότητα, η δικαιοσύνη, η σταθερότητα, η ευσυνειδησία, η καθαριότητα και η λιτότητα.
Τα ελαττώματα που θα αναφέρω είναι λίγα, όχι γιατί παραλείπω ηθελημένα μερικά ή πολλά, από λόγους υποκειμενικούς, σύμφωνα δηλαδή με το αρχαίο ρητό «έκαστος δύο πήρας φέρει», αλλά γιατί πιστεύω ότι ο άνθρωπος, γενικά -κατά βάση πάλι- είναι καλός.
Λοιπόν, οι αρνητικές ιδιότητες των Ποντίων είναι η ευθιξία, η εριστικότητα, η αδιαλλαξία, το πείσμα, ο εγωισμός, ο τοπικισμός, ο φανατισμός, η έλλειψη διπλωματικότητας και η συνακόλουθη έλλειψη ευελιξίας.
Ωστόσο, τελικά ξεπεράστηκαν και οι αντικειμενικές και υποκειμενικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι Πόντιοι στην προσαρμογή και την πρόοδό τους. Σ’ αυτό βοήθησαν πολλά προτερήματα, αλλά και μερικά από τα ελαττώματά τους, όπως το πείσμα και η αδιαλλαξία τους.
 Και με τα χρόνια, όχι μόνο αφομοιώθηκαν κοινωνικά στη νέα τους πατρίδα, αλλά έκαναν και έντονη την παρουσία τους σ’ αυτήν, φτάνοντας να διακριθούν στους διάφορους κοινωνικούς τομείς. Ένας τομέας στον οποίο πρόκοψαν, εκτός από τη γεωργία και τα επαγγέλματα, είναι και οι σπουδές. Μιας και η σκληρή δουλειά και η τίμια συναλλαγή δεν τους απέδωσαν πολλά για να ζήσουν ανθρώπινα, μιας και το εμπόριο και η βιομηχανία απαιτούσαν κεφάλαια και καπατσοσύνη, πράγμα που ελάχιστοι Πόντιοι τα διέθεταν και τα δύο, στράφηκαν, μαζικά θα έλεγα, από ένστικτο αλλά και από έμφυτη φιλομάθεια, προς τις σπουδές.
Με τη στροφή τούτη, ακολούθησε μια πολιτιστική εποποιία. Από κάθε οικογένεια, ένα παιδί, στην αρχή, δύο κατόπιν, και τρία αργότερα, στέλνονταν να σπουδάσουν στο γυμνάσιο και, στη συνέχεια, αν άντεχαν τα οικονομικά της, προωθούνταν στα πανεπιστήμια για να βγουν από κει γεωπόνοι, γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές κλπ.
 Και λέω εποποιία, γιατί η σπουδαστική προσπάθεια την εποχή εκείνη ήταν ένας άθλος, και για την οικογένεια και για το σπουδαστή. Ο τελευταίος, πολύ συχνά ρακένδυτος και νηστικός, έμενε σε ανήλια υπόγεια και δωματιάκια, μαζί με τρεις τέσσερις ακόμα συμμαθητές του, και ζούσε με ξερό ψωμί. Όσα παιδιά πάλι δεν είχαν χρήματα να νοικιάσουν έστω και μια τρύπα, περπατούσαν απ’ τα χωριά τους μια, δυο, κάποτε και τρεις ώρες δρόμο καθημερινά, για να κατέβουν στο γυμνάσιο της πόλης.
Οι σπουδές, λοιπόν, ήταν για τους πρόσφυγες μια διέξοδος, αλλά και ένα μέσο ομαλής και αξιοπρεπούς ένταξης και ανάδειξής τους στο κοινωνικό σύνολο. Σαν επιστήμονες κατόπιν, οι Πόντιοι, φέρνοντας μαζί τους τις αρετές του στοιχείου τους, ρίχτηκαν στην τίμια και κοινωφελή εργασία τους, εκτιμήθηκαν από τους συναδέλφους τους και επιβλήθηκαν σαν υπεύθυνα στελέχη της ελληνικής κοινωνίας, συντελώντας έτσι στην πρόοδο της τελευταίας, αλλά και στην αναμόρφωσή της.
Στο μεταξύ, η μεγάλη πλειοψηφία των Ποντίων, οι αγρότες, οι εργάτες, οι τεχνίτες και οι άλλοι εργαζόμενοι, συμπαραταγμένοι με τους λοιπούς πρόσφυγες και τους ντόπιους συναδέλφους τους, προσπάθησαν, με τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες τους, να λύσουν τα υπαρξιακά τους προβλήματα, να ανεβάσουν το βιοτικό τους επίπεδο, και έτσι να σπρώξουν και την ελληνική κοινωνία προς ένα ανώτερο, πιο ανθρώπινο επίπεδο ζωής.
Εκτός από τις σπουδές και τους κοινωνικούς αγώνες, οι Πόντιοι πρόσφυγες βρήκαν και μια άλλη δραστηριότητα για να υπογραμμίσουν την παρουσία τους στον ελλαδικό κοινωνικό χώρο, χρησιμοποίησαν και έναν άλλο τρόπο να αντιδράσουν στο αρνητικό περιβάλλον της νέας πατρίδας τους: 
δημιούργησαν μια πλατιά ενοποιητική κίνηση, μια συσπειρωτική αλληλεγγύη ανάμεσά τους και ένα δεσμό στενότερο από εκείνο που, ούτως ή άλλως, σαν ομόγλωσσοι, ομόφυλοι και συντοπίτες, είχαν πάντα. Έτσι, παρατηρήθηκε τούτο το φαινόμενο:
 ενώ μεταξύ τους, σαν άτομα και μικρές ομάδες, δεν είχαν αρμονικές συνδέσεις, λόγω του εγωιστικού και του τοπικιστικού χαρακτήρα τους, όταν βρίσκονταν σε μη ποντιακό περιβάλλον, που αμφισβητούσε τις πολιτιστικές αξίες τους, ενοποιούνταν αυτόματα και ασυνείδητα -όπως γίνεται ακόμα και σήμερα στους τόπους μετανάστευσης- συσπειρώνονταν άρρηκτα σαν αδέλφια και αντιμετώπιζαν σαν ένας άνθρωπος το ξένο ή αφιλόξενο περιβάλλον.
 
Το κάστρο του Καρς
Σε τέτοιες περιστάσεις, οι Πόντιοι ένιωθαν περήφανοι για την κοινή καταγωγή τους και δε λογάριαζαν την ιδιαίτερη προέλευση του καθενός, αν ήταν δηλαδή κανείς από την Τραπεζούντα ή τη Νικόπολη, τη Σαμψούντα ή την Αργυρούπολη, το Καρς ή τη Σεβάστεια, την Πάφρα ή τη Σινώπη. 

Αλλά το ίδιο φαινόμενο της ενοποίησης, της αδελφοποίησης, της οικογενειακής ψυχολογίας και της ευφορίας παρατηρούνταν και σε ομαλές περιστάσεις, που ήταν και οι περισσότερες, όταν δηλαδή οι Πόντιοι βρίσκονταν μόνοι τους ή είχαν την πλειοψηφία σ’ έναν τόπο:
 σε γάμο, βαφτίσια, γιορτή, πανηγύρι, καφενείο, δουλειά, στρατώνα, φυλακή, θέατρο, οπουδήποτε. Αυτόματα, πάλι, λειτουργούσε το φυλετικό ένστικτο, χαραζόταν στα χείλη το αδελφικό χαμόγελο, πλημμύριζε την ψυχή η γλυκόπικρη νοσταλγία για την παλιά πατρίδα και η συναισθηματική φόρτιση δημιουργούσε ζεστή ατμόσφαιρα, κέφι και μέθη. Τότε άρχιζε η χρήση της κοινής ποντιακής γλώσσας και ακολουθούσαν τα πειράγματα και τα καλαμπούρια, τα μερακλίδικα τραγούδια, καθώς και οι ψυχοενωτικοί και λεβέντικοι χοροί, με τη συνοδεία της λύρας. Η φυγή από το ασφυκτικό περιβάλλον και τα διαφορετικά ήθη, η φυγή από την καταπιεστική ανάγκη της προσαρμογής σ’ έναν κόσμο διαφορετικό συντελούνταν. Οι Πόντιοι λύνονταν εσωτερικά και λυτρωμένοι πανηγύριζαν την ανασυγκρότηση του δικού τους κόσμου.
Μέσα από παρόμοιες καταστάσεις και περιστάσεις γεννήθηκε η ανάγκη του ερασιτεχνικού ποντιακού θεάτρου, αλλά και του ποντιακού σωματείου, της ποντιακής λέσχης, της ποντιακής αδελφότητας, του ποντιακού συλλόγου, του συγκροτήματος, του οργανισμού και των παμποντιακών κέντρων λατρείας και πανηγυριού, καθώς και τα κορυφαία «Παγκόσμια Συνέδρια» των απανταχού Ποντίων.
Ιδιαίτερα τα παραπάνω ποντιακά σωματεία, από την αρχή της ίδρυσής τους, αποτε-λούσαν όχι μόνο πολιτιστικές εστίες, αλλά και συμβολικά υποκατάστατα των χαμένων ιδιαίτερων πατρίδων: 
του χωριού, της πόλης, της περιοχής ή και του Πόντου γενικά. Χαρακτηριστικό είναι ότι είχαν ονόματα που ανακαλούσαν μνήμες από τη σχετική με τον Πόντο μυθολογία, την ιστορία, τους τοπικούς ήρωες ή άγιους και, κυρίως, τους τόπους προέλευσης των μελών τους. 
Δε χρειάζεται να αναφέρουμε τα ονόματα των εκατό και πάνω ποντιακών σωματείων, μικρών και μεγάλων, αλλά να πούμε ότι σωματεία ποντιακά ιδρύονται ακόμα και σήμερα, πράγμα που διαψεύδει πολλές προφητείες ντόπιων, αλλά και Ποντίων, λογίων, οι οποίοι προέβλεπαν τη σύντομη, το πολύ μέσα σε δύο δεκαετίες, ολοκληρωτική εξαφάνιση της γλώσσας, των ηθών και εθίμων και των άλλων πολιτιστικών στοιχείων του Πόντου, μέσα στην κοινή χοάνη του ελλαδικού πολιτισμού. 
Η ιστορική διάψευση των απαισιόδοξων προβλέψεων δε σημαίνει μόνο την άγνοια του γεγονότος ότι μια τέτοια ολοκληρωτική αφομοίωση θα επιδρούσε αρνητικά στο γενικό νεοελληνικό πολιτισμό, αλλά και ένα στένεμα των ορίων του ίδιου του Ελληνισμού, ο οποίος δεν περιορίστηκε ποτέ, ούτε μπορεί να περιοριστεί στα όρια του ελλαδικού πολιτισμού, αλλά απλώνεται, γεωγραφικά και ιστορικά, όπου υπάρχουν ζωντανές ελληνικές πολιτισμικές ενότητες.
 Άλλωστε, για να το πούμε κι αλλιώς, η εξαφάνιση του ποντιακού, και γενικότερα του μικρασιατικού πολιτισμού, έστω και με τη συγχώνευσή του μέσα στον ελλαδικό πολιτισμό, θα σήμαινε μια, ηθελημένη πια, δεύτερη μικρασιατική -πολιτιστική τώρα- καταστροφή πάνω στο έδαφος της ίδιας της Ελλάδας!
Χρέος, λοιπόν, κάθε σωστά σκεπτόμενου Έλληνα δεν είναι να υποστηρίξει μια μονότονη ομοιομορφία του ελληνικού πολιτισμού, αλλά την πολυμορφία του και την πολυδυναμία του.
 Η ίδια η ζωή, η ίδια η δυναμική της ζωής, όπου υπάρχει, δεν υπακούει, όπως στην περίπτωσή μας, σε θεωρητικά σχήματα και πλαστές σκοπιμότητες. Η ποντιακή γλώσσα, η ποντιακή λογοτεχνία, το ποντιακό θέατρο, οι ποντιακοί χοροί και τα ποντιακά τραγούδια, τα ποντιακά ήθη και έθιμα, εφόσον εξυπηρετούν ανάγκες ενός μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού, του ποντιακού, και εφόσον υπάρχουν και αναπτύσσονται και βρίσκουν ανταπόκριση στα λαϊκά ποντιακά στρώματα, θα επιζήσουν για πολλές δεκαετίες και εικοσαετίες ακόμα. Και αν συνειδητοποιήσουμε όλοι οι Έλληνες την αναγκαιότητά τους, θα επιζήσουν όσο τουλάχιστον θα ζουν και τα άλλα λαϊκά πολιτιστικά στοιχεία του τόπου.


Χρήστος Σαμουηλίδης

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah