Από τους 600 περίπου χιλιάδες Έλληνες του Πόντου, πάνω από 200 χιλιάδες εξοντώθηκαν με ποικίλους τρόπους στην περίοδο του Α' Παγκοσμίου πολέμου και της Μικρασιατικής εκστρατείας.
Οι υπόλοιποι, γύρω στους 400 χιλιάδες, μαζί με το ένα εκατομμύριο σχεδόν του υπόλοιπου μικρασιατικού Ελληνισμού, σύμφωνα με την υποχρεωτική Συνθήκη Ανταλλαγής πληθυσμών που υπογράφτηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1923 στη Λωζάνη, ήρθαν και ρίζωσαν στην Ελλάδα.
Η εγκατάστασή τους όμως, παρ’ όλο που ήταν άθλια μέχρι αθλιέστατη, δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στους Ελλαδικούς. Όπως είπε ο βουλευτής Αν. Λαζαρίδης στη Βουλή της 29ης Μαΐου του 1925 «μέ την έλευσιν των Μικρασιατών προσφύγων διαταράχθηκε ή οικονομική και κοινωνική ισορροπία τής χώρας». Ο ίδιος αγορητής κάκισε την ευρωπαϊκή διπλωματία γιατί, όπως είπε, «διά τά συμφέροντα της έρριψεν εις τήν Ελλάδα ένα καί ήμισυ (1/4) έκατομμύριον ψυχάς.
Αί νεαι αύταί συνθήκαι έπέβαλον τήν λήψιν εξαιρετικών μέτρων. Δυστυχώς, μετά τήν πρώτην κυβέρνησιν τής Δημοκρατίας, τά ριζοσπαστικά μέτρα εσταμάτησαν, έψαλλιδίσθη ό αγροτικός νόμος καί εις τον νομόν Σερρών μένουν ακόμη τσιφλίκια καί τσιφλικούχοι καθ’ ήν στιγμήν χύνεται αίμα άδελφικόν δι’ έν στρέμμα γης».
Μέσα σε παρόμοιες συνθήκες, που μια αμυδρή νύξη αποτελούν τα παραπάνω λόγια του βουλευτή, έπρεπε να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν σι πρόσφυγες της Μικρασίας και ιδιαίτερα του Πόντου, ο οποίος δεινοπάθησε αφάνταστα και οι ξεριζωμένοι κάτοικοί του έ-φτασαν στην Ελλάδα ρακένδυτοι, ματωμένοι, αποδεκατισμένοι και με την ψυχή στο στόμα. Κι όμως επιβίωσαν, στάθηκαν στα πόδια τους και, με τα χρόνια, πρόσφεραν την αποφασιστική συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Δεν είναι το θέμα μου να αναφερθώ στην εποποιία της οικονομικής τακτοποίησης των προσφύγων, αλλά να θίξω το πρόβλημα της κοινωνικής προσαρμογής των Ποντίων στη νέα τους ζωή, πρόβλημα που σχετίζεται με την αποδοχή και αξιοποίηση του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους και της πολιτιστικής κληρονομιάς τους.
Το πρόβλημα έχει διπλή υπόσταση. Μια αντικειμενική και μια υποκειμενική. Δηλαδή, τι έκανε η ελλαδική κοινωνία για να υποδεχτεί και να αξιοποιήσει πολιτιστικά τους Πόντιους, και τι έκαναν οι ίδιοι οι Πόντιοι, για το σκοπό αυτό, στην καινούρια τους πατρίδα.
Στην πρώτη περίπτωση, την αντικειμενική, έχουμε δύο όψεις: α) Τι έκανε το επίσημο κράτος και β) τι έκανε ο ντόπιος πληθυσμός για τους Πόντιους πρόσφυγες. Δυστυχώς, και στη μια περίπτωση και στην άλλη, δεν έχουμε ευχάριστα δεδομένα. Το κράτος δεν έδειξε καμιά στοργή στην αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ποντίων. Συγκεκριμένα:
1. Δεν ίδρυσε ειδικά μουσεία για την περισυλλογή και συντήρηση όσων καλλιτεχνικών θησαυρών κατάφεραν οι Πόντιοι και οι άλλοι Μικρασιάτες πρόσφυγες να φέρουν μαζί τους. Το ιδιωτικό μουσείο Μπενάκη και το κρατικό Βυζαντινό ελάχιστα και περιστασιακά κάλυψαν αυτή την ανάγκη.
2. Δε συνέστησε πανεπιστημιακές έδρες για τη μελέτη και διδασκαλία στους φοιτητές της γλώσσας, της ιστορίας και της λαογραφίας του Πόντου, αλλά ούτε και της άλλης Μικρασίας.
3. Δεν καθιέρωσε τη συστηματική σχολική διδασκαλία της γλώσσας, τουλάχιστον, στα αμιγή ποντιακά χωριά, αν όχι και στα μεικτά με Πόντιους και ντόπιους ή άλλους Ελληνόπαιδες.
4. Δεν ενέταξε στο πρόγραμμα των παιδαγωγικών ακαδημιών, ή όπου αλλού, τη διδασκαλία των ποντιακών χορών, ώστε οι απόφοιτοι δάσκαλοι και γυμναστές να ξέρουν να τους διδάξουν στα σχολεία και όπου αλλού χρειαζόταν.
5. Δεν επέβαλε υποχρεωτικά να διδάσκονται οι ποντιακοί χοροί σε πανελλήνια κλίμακα, στα γυμνάσια και τα δημοτικά ή, τουλάχιστον, στους μαθητές των αμιγών ή μεικτών με Πόντιους σχολείων της χώρας.
6. Δεν ίδρυσε δημόσια κέντρα συλλογής, έρευνας και μελέτης του γλωσσικού, ιστορικού και λαογραφικού υλικού των Ποντίων και των άλλων Μικρασιατών, υλικού πολυτιμότατου για την ελληνική επιστήμη και τον εθνικό μας πολιτισμό γενικά. Το ιδιωτικής πρωτοβουλίας και γαλλικής στήριξης Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, της αείμνηστης Μέλπως Λογοθέτη-Μερλιέ, κάλυψε, με τις λιγοστές οικονομικές δυνάμεις του, ένα μέρος μόνο των αναγκών και των απαιτήσεων του Ιδρύματος.
Όσο για την ηγετική κοινωνική τάξη της Ελλάδας, όχι μόνο δεν αισθάνθηκε καμιά υποχρέωση απέναντι στη διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς των ξεριζωμένων Μικρασιατών, αλλά, αντίθετα, μαζί με τα παρασιτικά παρακλάδια της, τους μαυραγορίτες, τους λαθρέμπορους, τους τυχάρπαστους και τους αεριτζήδες της εποχής, είδε τους πρόσφυγες σαν λεία, σαν πηγή εύκολου και γρήγορου πλουτισμού, γι’ αυτό και έπεσε πάνω τους απομυζητικά και εκμεταλλεύτηκε τη δυστυχία τους, τα φτηνά και άνεργα εργατικά τους χέρια και την άδολη εργατικότητά τους. Όπως επιγραμματικά γράφει και ο λογοτέχνης Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «η συμφορά των προσφύγων πρόσφερε σε πολλούς την ευκαιρία να γεμίσουν το πουγγί τους».
Οι άλλες τάξεις του ελλαδικού λαού που ήταν δέσμιες των προκαταλήψεων, των υποβο-λιμιαίων αντιθέσεων και επιδράσεων, επηρεασμένες είτε από την άστοργη στάση του κράτους είτε από την προπαγάνδα του Λαϊκού Κόμματος, που έβλεπε σαν αντιπάλους του, τους φιλοβενιζελικούς, γενικά, Μικρασιάτες και Πόντιους, είτε από το φόβο μήπως τους πάρουν τη γη ή τους φάνε το ψωμί οι πρόσφυγες, αντιμετώπισαν με αρνητικό τρόπο τους καινούργιους κατοίκους της χώρας. Ο τρόπος αυτός, ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο, τις προκαταλήψεις, τον τόπο και το χρόνο, από δύσπιστος και επιφυλακτικός, από υποτιμητικός και περιφρονητικός, από αυθάδης και υβριστικός, έφτανε ως τον εχθρικό και επιθετικό.
Ο ντόπιος λαϊκός ελλαδικός πληθυσμός, βέβαια, ήταν ο τελευταίος τροχός της αρνητικής στάσης απέναντι στους πρόσφυγες και ο λιγότερο ένοχος, γιατί και ο ίδιος είχε τα προβλή-ματά του και τα δράματά του. Ήταν αναστατωμένος από τη Μικρασιατική καταστροφή, είχε χάσει τα παιδιά του στους ατέλειωτους πολέμους, δυστυχούσε, ίσως και να πεινούσε, και επιπλέον ζούσε σε μια συγκεχυμένη πολιτική και οικονομική κατάσταση.
Ο εθνικός διχασμός, εξάλλου, αναζητούσε εξιλαστήρια θύματα για τη μεγάλη Μικρασιατική συμφορά, αναζητούσε ευθύνες για τη μεγάλη τραγωδία και μερικοί ασυνείδητοι πολιτικοί έδειχναν με το δάχτυλο τούς πρόσφυγες, σαν να ήταν αυτοί οι αίτιοι της Μικρασιατικής εκστρατείας.
Έτσι, το μίσος των ντόπιων Ελλήνων που αναζητούσε τους αίτιους, αποπροσανατολιζόταν και κατευθυνόταν καταπάνω στα θύματα της Καταστροφής, καταπάνω στους ξεριζωμένους Μικρασιάτες. Για πολλά χρόνια, οι Πόντιοι και οι άλλοι Μικρασιάτες ήταν οι «πρόσφυγες», με τη μειωτική σημασία της λέξης, δηλαδή ένα είδος πολιτών δεύτερης κατηγορίας, ήταν οι τουρκομερίτες, οι «τουρκόσποροι», στους οποίους αποδώσανε ανύπαρκτα ηθικά ελαττώματα. Χαρακτηρίστηκαν επιτήδειοι, πονηροί, πολυμήχανοι και ελεύθεροι στα ήθη. Σ’ αυτούς αποδόθηκε η αύξηση της πορνείας την εποχή εκείνη, ακόμα και η χρήση ναρκωτικών!...
Η πραγματικότητα όμως ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν που ήθελαν να επιβάλουν οι υστερόβουλοι εμπνευστές της συκοφαντίας, οι οποίοι είχαν συμφέρον να συντηρούν τον υποβιβασμό των προσφύγων, για να αντλούν, χωρίς τύψεις, τα ποικίλα οικονομικά, αλλά και πολιτικά οφέλη τους. Γι' αυτό άλλωστε οδήγησαν τους πρόσφυγες να κατοικήσουν στα πιο επίκαιρα για τους παράγοντες των κομμάτων σημεία, στα πιο πρόσφορα γι’ αυτούς μέρη, εκεί που θα μπορούσαν να αποτελούν σίγουρη εκλογική πελατεία. Έτσι, οι πρόσφυγες καταπλημμύρισαν, άθελά τους, τα κεντρικά σημεία της χώρας, είτε αγροτικές περιοχές ήταν αυτά είτε αστικές, και εγκαταστάθηκαν πρόχειρα σε παράγκες, απρογραμμάτιστα, ακατάστατα, χωρίς σχέδιο και κάποια πρόβλεψη, δημιουργώντας πολύ γρήγορα χωροταξικά προβλήματα στις μεγάλες πόλεις, όπως στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, όπου τα σχετικά προβλήματα είναι μέχρι σήμερα άλυτα.
Χρήστος Σαμουηλίδης
Οι υπόλοιποι, γύρω στους 400 χιλιάδες, μαζί με το ένα εκατομμύριο σχεδόν του υπόλοιπου μικρασιατικού Ελληνισμού, σύμφωνα με την υποχρεωτική Συνθήκη Ανταλλαγής πληθυσμών που υπογράφτηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1923 στη Λωζάνη, ήρθαν και ρίζωσαν στην Ελλάδα.
Η εγκατάστασή τους όμως, παρ’ όλο που ήταν άθλια μέχρι αθλιέστατη, δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στους Ελλαδικούς. Όπως είπε ο βουλευτής Αν. Λαζαρίδης στη Βουλή της 29ης Μαΐου του 1925 «μέ την έλευσιν των Μικρασιατών προσφύγων διαταράχθηκε ή οικονομική και κοινωνική ισορροπία τής χώρας». Ο ίδιος αγορητής κάκισε την ευρωπαϊκή διπλωματία γιατί, όπως είπε, «διά τά συμφέροντα της έρριψεν εις τήν Ελλάδα ένα καί ήμισυ (1/4) έκατομμύριον ψυχάς.
Αί νεαι αύταί συνθήκαι έπέβαλον τήν λήψιν εξαιρετικών μέτρων. Δυστυχώς, μετά τήν πρώτην κυβέρνησιν τής Δημοκρατίας, τά ριζοσπαστικά μέτρα εσταμάτησαν, έψαλλιδίσθη ό αγροτικός νόμος καί εις τον νομόν Σερρών μένουν ακόμη τσιφλίκια καί τσιφλικούχοι καθ’ ήν στιγμήν χύνεται αίμα άδελφικόν δι’ έν στρέμμα γης».
Μέσα σε παρόμοιες συνθήκες, που μια αμυδρή νύξη αποτελούν τα παραπάνω λόγια του βουλευτή, έπρεπε να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν σι πρόσφυγες της Μικρασίας και ιδιαίτερα του Πόντου, ο οποίος δεινοπάθησε αφάνταστα και οι ξεριζωμένοι κάτοικοί του έ-φτασαν στην Ελλάδα ρακένδυτοι, ματωμένοι, αποδεκατισμένοι και με την ψυχή στο στόμα. Κι όμως επιβίωσαν, στάθηκαν στα πόδια τους και, με τα χρόνια, πρόσφεραν την αποφασιστική συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Δεν είναι το θέμα μου να αναφερθώ στην εποποιία της οικονομικής τακτοποίησης των προσφύγων, αλλά να θίξω το πρόβλημα της κοινωνικής προσαρμογής των Ποντίων στη νέα τους ζωή, πρόβλημα που σχετίζεται με την αποδοχή και αξιοποίηση του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους και της πολιτιστικής κληρονομιάς τους.
Το πρόβλημα έχει διπλή υπόσταση. Μια αντικειμενική και μια υποκειμενική. Δηλαδή, τι έκανε η ελλαδική κοινωνία για να υποδεχτεί και να αξιοποιήσει πολιτιστικά τους Πόντιους, και τι έκαναν οι ίδιοι οι Πόντιοι, για το σκοπό αυτό, στην καινούρια τους πατρίδα.
Στην πρώτη περίπτωση, την αντικειμενική, έχουμε δύο όψεις: α) Τι έκανε το επίσημο κράτος και β) τι έκανε ο ντόπιος πληθυσμός για τους Πόντιους πρόσφυγες. Δυστυχώς, και στη μια περίπτωση και στην άλλη, δεν έχουμε ευχάριστα δεδομένα. Το κράτος δεν έδειξε καμιά στοργή στην αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ποντίων. Συγκεκριμένα:
1. Δεν ίδρυσε ειδικά μουσεία για την περισυλλογή και συντήρηση όσων καλλιτεχνικών θησαυρών κατάφεραν οι Πόντιοι και οι άλλοι Μικρασιάτες πρόσφυγες να φέρουν μαζί τους. Το ιδιωτικό μουσείο Μπενάκη και το κρατικό Βυζαντινό ελάχιστα και περιστασιακά κάλυψαν αυτή την ανάγκη.
2. Δε συνέστησε πανεπιστημιακές έδρες για τη μελέτη και διδασκαλία στους φοιτητές της γλώσσας, της ιστορίας και της λαογραφίας του Πόντου, αλλά ούτε και της άλλης Μικρασίας.
3. Δεν καθιέρωσε τη συστηματική σχολική διδασκαλία της γλώσσας, τουλάχιστον, στα αμιγή ποντιακά χωριά, αν όχι και στα μεικτά με Πόντιους και ντόπιους ή άλλους Ελληνόπαιδες.
4. Δεν ενέταξε στο πρόγραμμα των παιδαγωγικών ακαδημιών, ή όπου αλλού, τη διδασκαλία των ποντιακών χορών, ώστε οι απόφοιτοι δάσκαλοι και γυμναστές να ξέρουν να τους διδάξουν στα σχολεία και όπου αλλού χρειαζόταν.
5. Δεν επέβαλε υποχρεωτικά να διδάσκονται οι ποντιακοί χοροί σε πανελλήνια κλίμακα, στα γυμνάσια και τα δημοτικά ή, τουλάχιστον, στους μαθητές των αμιγών ή μεικτών με Πόντιους σχολείων της χώρας.
6. Δεν ίδρυσε δημόσια κέντρα συλλογής, έρευνας και μελέτης του γλωσσικού, ιστορικού και λαογραφικού υλικού των Ποντίων και των άλλων Μικρασιατών, υλικού πολυτιμότατου για την ελληνική επιστήμη και τον εθνικό μας πολιτισμό γενικά. Το ιδιωτικής πρωτοβουλίας και γαλλικής στήριξης Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, της αείμνηστης Μέλπως Λογοθέτη-Μερλιέ, κάλυψε, με τις λιγοστές οικονομικές δυνάμεις του, ένα μέρος μόνο των αναγκών και των απαιτήσεων του Ιδρύματος.
1922: Ορφανά |
Οι άλλες τάξεις του ελλαδικού λαού που ήταν δέσμιες των προκαταλήψεων, των υποβο-λιμιαίων αντιθέσεων και επιδράσεων, επηρεασμένες είτε από την άστοργη στάση του κράτους είτε από την προπαγάνδα του Λαϊκού Κόμματος, που έβλεπε σαν αντιπάλους του, τους φιλοβενιζελικούς, γενικά, Μικρασιάτες και Πόντιους, είτε από το φόβο μήπως τους πάρουν τη γη ή τους φάνε το ψωμί οι πρόσφυγες, αντιμετώπισαν με αρνητικό τρόπο τους καινούργιους κατοίκους της χώρας. Ο τρόπος αυτός, ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο, τις προκαταλήψεις, τον τόπο και το χρόνο, από δύσπιστος και επιφυλακτικός, από υποτιμητικός και περιφρονητικός, από αυθάδης και υβριστικός, έφτανε ως τον εχθρικό και επιθετικό.
Ο ντόπιος λαϊκός ελλαδικός πληθυσμός, βέβαια, ήταν ο τελευταίος τροχός της αρνητικής στάσης απέναντι στους πρόσφυγες και ο λιγότερο ένοχος, γιατί και ο ίδιος είχε τα προβλή-ματά του και τα δράματά του. Ήταν αναστατωμένος από τη Μικρασιατική καταστροφή, είχε χάσει τα παιδιά του στους ατέλειωτους πολέμους, δυστυχούσε, ίσως και να πεινούσε, και επιπλέον ζούσε σε μια συγκεχυμένη πολιτική και οικονομική κατάσταση.
Ο εθνικός διχασμός, εξάλλου, αναζητούσε εξιλαστήρια θύματα για τη μεγάλη Μικρασιατική συμφορά, αναζητούσε ευθύνες για τη μεγάλη τραγωδία και μερικοί ασυνείδητοι πολιτικοί έδειχναν με το δάχτυλο τούς πρόσφυγες, σαν να ήταν αυτοί οι αίτιοι της Μικρασιατικής εκστρατείας.
Έτσι, το μίσος των ντόπιων Ελλήνων που αναζητούσε τους αίτιους, αποπροσανατολιζόταν και κατευθυνόταν καταπάνω στα θύματα της Καταστροφής, καταπάνω στους ξεριζωμένους Μικρασιάτες. Για πολλά χρόνια, οι Πόντιοι και οι άλλοι Μικρασιάτες ήταν οι «πρόσφυγες», με τη μειωτική σημασία της λέξης, δηλαδή ένα είδος πολιτών δεύτερης κατηγορίας, ήταν οι τουρκομερίτες, οι «τουρκόσποροι», στους οποίους αποδώσανε ανύπαρκτα ηθικά ελαττώματα. Χαρακτηρίστηκαν επιτήδειοι, πονηροί, πολυμήχανοι και ελεύθεροι στα ήθη. Σ’ αυτούς αποδόθηκε η αύξηση της πορνείας την εποχή εκείνη, ακόμα και η χρήση ναρκωτικών!...
Η πραγματικότητα όμως ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν που ήθελαν να επιβάλουν οι υστερόβουλοι εμπνευστές της συκοφαντίας, οι οποίοι είχαν συμφέρον να συντηρούν τον υποβιβασμό των προσφύγων, για να αντλούν, χωρίς τύψεις, τα ποικίλα οικονομικά, αλλά και πολιτικά οφέλη τους. Γι' αυτό άλλωστε οδήγησαν τους πρόσφυγες να κατοικήσουν στα πιο επίκαιρα για τους παράγοντες των κομμάτων σημεία, στα πιο πρόσφορα γι’ αυτούς μέρη, εκεί που θα μπορούσαν να αποτελούν σίγουρη εκλογική πελατεία. Έτσι, οι πρόσφυγες καταπλημμύρισαν, άθελά τους, τα κεντρικά σημεία της χώρας, είτε αγροτικές περιοχές ήταν αυτά είτε αστικές, και εγκαταστάθηκαν πρόχειρα σε παράγκες, απρογραμμάτιστα, ακατάστατα, χωρίς σχέδιο και κάποια πρόβλεψη, δημιουργώντας πολύ γρήγορα χωροταξικά προβλήματα στις μεγάλες πόλεις, όπως στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, όπου τα σχετικά προβλήματα είναι μέχρι σήμερα άλυτα.
Χρήστος Σαμουηλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου