Γιώργος Σαμανίδης απο την Ίμερα του Πόντου (ΜΕΡΟΣ 1ο)

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Από την αναπτυγμένη πολιτισμικά Ίμερα του Πόντου( υπάρχει και η Ίμερα της  Κάτω Ιταλίας) και μετά από πολλές περιπέτειες έφτασε με την ανταλλαγή στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης, μαζί με πολλούς άλλους Ιμερίτες.
Ο Γιώργος Σιαμανής (στην Ελλάδα τον έκαναν Σαμανίδη) γεννήθηκε το 1912 σtο Λιβάδι της Ίμερας. Τον πατέρα του τον έλεγαν Παναγιώτη και τη μητέρα του Σωτηρία. Ήρθε σε ηλικία 12 ετών.
Διηγείται, φανερά συγκινημένος από τις μνήμες: 
«Είχε κηρυχθεί ο α'παγκόσμιος πόλεμος (1914-1918) και απομονωθήκαμε στο χωριό μας, γιατί διακόπηκε η επικοινωνία με τη Ρωσία, όπου ζούσαν και εργάζονταν πολλοί Ιμερίτες. Δεν είχαμε νέα από τους μετανάστες. Ευτυχώς είχαμε περάσει ορισμένα καλά χρόνια κατά την πρώτη δεκαπενταετία του 20ού αιώνα. 
Είχαμε δημοτικό σχολείο με οχτώ τάξεις, στις δύο τελευταίες μάθαιναν και γαλλικά. Οι δάσκαλοι ήταν μορφωμένοι, οι περισσότεροι απόφοιτοι της Μεγάλης του Γένους Σχολής (Κωνσταντινούπολη). Αρκετά μεγάλος αριθμός κατοίκων είχε στοιχειώδη μόρφωση. 
Από τα βιβλία που κυκλοφορούσαν και τις εφημερίδες που έρχονταν από την Τραπεζούντα, είχε αναπτυχθεί σε υψηλό επίπεδο μεγάλος αριθμός κατοίκων, που συζητούσαν αρκετά ενημερωμένοι για την εποχή εκείνη. Θυμάμαι ότι ο παππούς μου Δημήτρης συζητούσε με άλλους ηλικιωμένους του χωριού για τα τότε πολεμικά γεγονότα. Ήξεραν ποιος ήταν ο Λόιντ Τζορτζ, ο Κλεμανσό, ο τσάρος, ο Κάιζερ κ.τ.λ. 
Η οικογένεια μας πλεονεκτούσε, γιατί ο πατέρας μου ήταν απόφοιτος του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας. Ήξερε γράμματα και διατήρησε την πνευματικότητά του. Έπαιρνε όλα τα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα, μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα του εκδοτικού οίκου Μαρασλή της Οδησσού. Ήμουν δέκα ετών και διάβαζα τους "Άθλιους" του Βίκτορα Ουγκώ, σε μετάφραση του Ισίδωρου Σκυλίτση στην καθαρεύουσα, που έδωσε ελληνικά ονόματα στους ήρωες Γιάννης Αγιάννης, Τιτίκα, Μάριος, Θερναδιέρος κ. ά. Οι επόμενοι μεταφραστές διατήρησαν αυτά τα ονόματα. Εκτός από εμένα, διάβασαν το βιβλίο η αδελφή μου και πολλοί άλλοι συγγενείς Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα βρισκόμασταν σε καλύτερη μοίρα από τους κατοίκους του νομού Ημαθίας. Ίσως μπορούσαμε να συγκριθούμε με τους μαθητές της Δυτικής Μακεδονίας, που είχαν επηρεαστεί και αυτοί από την επικοινωνία τους με την Κεντρική Ευρώπη, τη Μικρά Ασία και την πολιτιστική επίδοση των Ιωαννίνων της εποχής εκείνης.
Ο Παναγιώτης Σιαμανής
Όλα αυτά ήταν σημαντικά. Αυτή ήταν η κατάστασή μας.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά το 1920 την εκκαθάριση στις παραλιακές, που έφτασε στην Τραπεζούντα.
Όλοι οι κάτοικοι επρόκειτο να απελαθούν. Και εμείς. Αυτό ήταν δεδομένο και δεν μπορούσε να αλλάξει.
Ετοιμαζόμασταν να μετακινηθούμε μέσα στις επόμενες μέρες. Τελικά, δεν έγινε η απέλαση των Τραπεζουντίων. Ούτε μπόρεσα ποτέ να εξηγήσω γιατί σταμάτησε. Νομίζω κάπου διάβασα αυτό που έγραψε ο πολιτικός μηχανικός Δημήτριος Φυλλίζης ότι ένας Τούρκος βαρκάρης που είχε δικό του παρακρατικό στρατό δεν άφησε τον Τοπάλ Οσμάν να διώξει τους Τραπεζούντιους.
 Ρώτησα και τον καθηγητή Κώστα Φωτιάδη και αυτός δεν θυμόταν τίποτε (σ.σ. ο Τούρκος με τον στρατό του ήταν ο Νεσάτ). Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ετοίμαζαν τους μπο-ξάδες με πράγματα που 0α έπαιρναν μαζί τους στην εξορία. Ήρθε τα μεσάνυχτα ο Κώστας Φωστηρόπουλος, που ήταν αδελφός της γιαγιάς μου, και χτύπησε το τζάμι και λέει στον παππού μου «Σιαμανή, Σιαμανή, εγλύτωσάμε. Από πού ήταν η πληροφορία δεν ξέρω. Αυτό ήταν βασικό σημείο για τη ζωή μας την εποχή εκείνη.
»Εγώ δεν ήρθα σαν πρόσφυγας στην Ελλάδα. Ο Κώστας Φωστηρόπουλος εδιώκετο τότε και κρυβόταν στο σπίτι μας.
 Η τράπεζα Φωστηρόπουλου κατασχέθηκε και ο θείος μου έμεινε χωρίς κατοικία και ήρθε στο χωριό είχε τη γυναίκα του, οχτώ παιδιά και τη μάνα του. ήταν πολύ δεμένη οικογένεια. Η μάνα του Φωστηρόπουλου, η Χρυσάνα, είχε πάει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και γιαυτό την έλεγαν «Χατσάβα». 
Διατηρούσε ένα κομπόδεμα με 300 λίρες, κρυφά από όλους. Το ενεπιστεύθει το κομπόδεμα στη γιαγιά μου, με την οποία είχε ιδιαίτερη συμπάθεια. Η «Χατσάβα» παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον γενάρχη των Φωστηρόπουλων, σε ηλικία 14 ετών, η δε γιαγιά μου, η μάνα Θυμία (Ευθυμία) ήταν παντρεμένη. Εδώ αντιστράφηκαν οι όροι, η «Χατσάβα» δεν ήταν πια η μητριά, αλλά η κόρη που προστάτευε η γιαγιά μου και αυτός ο δεσμός διατη-ρήχθηχε έως και τα γεράματά τους. Γι' αυτό και της εμπιστεύτηκε το κομπόδεμα των 300 λιρών και δεν το εμπιστεύτηκε ούτε στη νύφη της.
Κάποτε αποφάσισαν να αφήσουν το χωριό και να φύγουν Η οικογένεια του άλλου αδελφού, του Γιώργου Φωστηρόπουλου, ιδρυτή των τραπεζών, που παντρεύτηκε μια γυναίκα από τη Χίο, άρχισε να ασχολείται με τη ναυτιλία, αποχωρώντας από την τράπεζα. Έκανε συνεννόηση με ένα ιταλικό πλοίο και έφερνε εμπορεύματα στην Τραπεζούντα. Μας παρέλαβε εμάς, αφού, βέβαια, κατεβήκαμε από την Ίμερα στην Τραπεζούντα.
Ήταν η γιαγιά μου και άλλοι, περίπου 20 άτομα, μας έφεραν στην Ελλάδα, όχι ως καταδικασμένους πρόσφυγες, αλλά σαν επιβάτες. Μας έφεραν στον Πειραιά και από εκεί, με το πλοίο «Πανωκρατούσα» και πάλι με τη βοήθεια του Γεωργίου Φωστηρόπουλου, μας έφεραν στη Θεσσαλονίκη.
Η μάνα μου και οι δύο αδερφές μου έμειναν πίσω, στην Ίμερα. Η μάνα μου ήταν δυναμική γυναίκα. Πούλησε όλα όσα είχαμε στο χωριό και το άλογο, και μετά από δύο μήνες ήρθε και αυτή στην Ελλάδα και συναντηθήκαμε στο Πανόραμα (τότε Αρσακλί). 
Μαζί ήταν η αδελφή του πατέρα μου, Μαρία Λάζαρου Παναγιωτίδου.






Νίκος Τελίδης

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah