Σκεψεις-Αποψεις για τον Ποντο

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Φαίνεται πως στη γείτονα χώρα έχει ανοίξει ο δρόμος για τη σοβαρή τεκμηρίωση των γεγονότων, ώστε να μην μπαίνει το κάρο πριν από το άλογο. Και αυτό, παρά την κατά καιρούς εχθρική στάση τόσο του τουρκικού κράτους και κατεστημένου όσο και του πολίτικου συστήματος, που έχει οδηγήσει πολλούς ερευνητές σε κάθε είδους διώξεις και αποκλεισμούς. 
Δεν είναι τυχαίο πως οι περισσότεροι των Τούρκων ιστορικών, που ασχολούνται με τα ζητήματα αυτά και διακρίνονται τόσο στη χώρα τους όσο και στο εξωτερικό, προέρχονται και αναφέρονται στην τουρκική Αριστερά.
Δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι αντιθέτως στη χώρα μας τα ζητήματα της ιστορίας των Ελλήνων της Ανατολής, τόσο στους τόπους ζωής τους πριν από την καταστροφή τους όσο και ως πρόσφυγες στην από εδώ πλευρά του Αιγαίου, έχουν περάσει φαινομενικά στην κυριαρχία πολύ συντηρητικών απόψεων.
 Η εξέλιξη αυτή εχθρεύεται ουσιαστικά την ιστορία και αναπαράγει εθνικιστικά στερεότυπα, μεταπλάθοντας μια ιστορική διαδικασία σε μια προαιώνια έχθρα λαών και θρησκειών. Ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής προοδευτικής ιστοριογραφίας κρατά μια απόσταση από τη διαπραγμάτευση αυτών των ζητημάτων, σε μια αντανακλαστική προσπάθεια διαχωρισμού από την εθνικιστική ρητορική, κατ’ ουσίαν όμως της παραχωρεί το πεδίο, υποβαθμίζοντας τα. Ή ακόμα χειρότερα, ορίζοντας αξιωματικά ως αντιεθνικιστικό οτιδήποτε αντίθετο της ελληνικής εθνικιστικής αφήγησης, οδηγείται συχνά στην αγκαλιά της αντίστοιχης τουρκικής.
Η ελληνική ιστοριογραφία έχει περιέλθει σε ένα αδιέξοδο, που οφείλεται τόσο στις πολιτικές καταβολές της όσο και στη σχέση της με την ελληνική κοινωνία. Άλλωστε αυτά τα δύο σημεία είναι αλληλένδετα. Για το μεγάλο αυτό ζήτημα ας μας επιτραπεί να διατυπώσουμε μονάχα ορισμένες σκέψεις, αναγκαστικά σχηματικές. 
Η ελληνική ακαδημαϊκή ιστοριογραφία διαμορφώθηκε έχοντας ουσιαστικά το καθήκον να επανασυστήσει την ιστορική επιστήμη στη χώρα μετά το 1974. Η προηγούμενη κυριαρχία, όχι μόνο της επταετίας αλλά και του μετεμφυλιακού κράτους, για να μην πάμε πιο πίσω, άφησε πίσω της ένα αποκρουστικό ανορθολογικό μείγμα εθνικισμού, αντικομουνισμού, αρχαιοπληξίας και άλλων δεινών. Ήταν φυσιολογικό η επίπονη προσπάθεια στησίματος της ιστορικής επιστήμης στα πόδια της να στηριχτεί στα κυρίαρχα τότε επιστημονικά ρεύματα που έρχονταν, μαζί με τους φορείς τους, από την Ευρώπη. Το κυρίαρχο ρεύμα διαμορφώθηκε μαζί με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και τη μαζικοποίηση των πανεπιστημίων.
 Μαζί με όλα τα θετικά που έφερε αυτή η διαδικασία, πρέπει να επισημάνουμε και αρνητικές πλευρές, όπως κυρίως τη σταδιακή απόσπαση της ακαδημαϊκής ιστορίας και της παραγωγής της από τη δημόσια ιστορία, αυτή που φτάνει στον απλό πολίτη.
 Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν προδιαγεγραμμένη, αλλά η άνοδος του «εκσυγχρονιστικού» ρεύματος πολιτικά, σε συνδυασμό με την υποχώρηση του μαρξισμού και την άνοδο του θετικισμού στις κοινωνικές επιστήμες, μαζί με άλλους παράγοντες, οδήγησε σε μια υπερεξειδίκευση και εν τέλει σε έναν ακαδημαϊκό ελιτισμό. Έλειψαν -και λείπουν- σύγχρονα συνθετικά ιστορικά έργα που να απευθύνονται στο μέσο αναγνώστη, ή πολύ απλά στην κοινωνία. Αντίθετα, ένα πολιτικό πρόσημο, αυτό της μεγάλης ιδέας του φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού, όλο και πιο δύσκολα κρυβόταν μέσα από ένα ουδέτερο επιστημονικό ύφος.
Η κοινωνία όμως απεχθάνεται εξίσου με τη φύση το κενό και δεν σταμάτησε να ψάχνει και στην ιστορία απαντήσεις για το παρελθόν της και ουσιαστικά για το μέλλον της. Άλλωστε και η μεγάλη αποδοχή καλών ιστορικών έργων το αποδεικνύει. Δυστυχώς το αποδεικνύει και μια έκρηξη παρα-ιστορίας, που δεν είναι τίποτε άλλο από την απάντηση στο προαναφερόμενο κενό.
 Στην περίπτωσή μας -για να μην ξεχνιόμαστε- το κενό, διπλό καθώς υπάρχει το τραύμα του ξεριζωμού, το κάλυψαν με τον καιρό ερασιτέχνες ιστοριοδίφες και επίδοξοι τουρκοφάγοι που μπλέχτηκαν σιγά σιγά μέσα από σωματεία και ομοσπονδίες -άλλο πεδίο εκχωρημένο στις συντηρητικές απόψεις- και συνέπηξαν μια αντιδραστική και αντιεπιστημονική αφήγηση μέσα από διάφορα κανάλια. Αυτή είναι η αφήγηση που συγκροτείται στη δημόσια σφαίρα, από τα σωματεία στα κόμματα και από κει στη Βουλή, από τους επετειακούς λόγους στα ραδιόφωνα και από κει στις τηλεοράσεις.
Και καθώς οι ιστορικοί δεν έκαναν εξαρχής το καθήκον τους ως δημόσια πρόσωπα -και ας το ξανατονίσουμε αυτό, ότι δεν πρόκειται για παραξενιά αλλά για ιστορική συγκυρία-, αντιμετωπίζουν το λάθος με δεύτερο λάθος, της συλλήβδην καταγγελίας των ασχολούμενων με τα ζητήματα αυτά ως εθνικιστών και τουλάχιστον λαϊκιστών.
 Εδώ, στην περίπτωσή μας πάντα, υπεισέρχεται η παράμετρος ότι οι ιστορικοί μάλλον δεν έχουν κάνει το καθήκον τους έτσι και αλλιώς: δεν έχει προχωρήσει στη χώρα μας όσο θα έπρεπε η ιστορική έρευνα για την τύχη των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολής.
 Και αφού εκχωρήθηκε το πεδίο, μένει να καταγγελθούν οι παρείσακτοι. Και ως συνήθως, μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά. Κατηγορώντας ορισμένοι ιστορικοί τους ιστοριολογούντες, τους πολιτικούς και άλλους για ιδεολογική χρήση της ιστορίας, κάνουν ουσιαστικά το ίδιο, αφού αντί να προωθήσουν την έρευνα χρησιμοποιούν κατά το δοκούν αντίπαλες αφηγήσεις σε μια αντανακλαστική, όπως προείπαμε, προσπάθεια διαχωρισμού από την «εθνικιστική αφήγηση».
Η πολλή σχηματοποίηση όμως μπορεί να μας κάνει άδικους. Υπάρχουν ιστορικοί που κάνουν τη δουλειά τους με αντικειμενικότητα και ευσυνειδησία, υπάρχουν προσεγγίσεις που διαχωρίζονται από μια μανιχαϊστική αντίληψη που τα αλέθει όλα. Υπάρχουν προσπάθειες, που ξεκίνησαν και μέσα από τους κόλπους του προσφυγικού Ελληνισμού, που δεν εκχωρούν την ιστορία του στην πολιτική εκμετάλλευση και στον εύκολο πατριωτισμό. Οι προσπάθειες αυτές μπορούν να εμπλουτιστούν μέσα από τη συνάντηση με τις γόνιμες αναζητήσεις των προοδευτικών Τούρκων ιστορικών. Η συστηματική ενασχόληση με τα ζητήματα αυτά μπορεί να συμβάλει σε μια ειλικρινή σχέση των δύο λαών.
Φυσικά δεν έχουμε κανένα λόγο να κάνουμε μόδα, ούτε φετίχ, τις προσεγγίσεις των Τούρκων ιστορικών. Απλά, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι βρίσκονται πιο μπροστά και στο επίπεδο της έρευνας και στο επίπεδο μιας προσπάθειας συνολικής ερμηνείας της διαδικασίας μετάβασης από την αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος, όπως αυτή συντελέστηκε σε αυτή τη γωνιά του κόσμου.
 Και ναι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτές οι νέες προσεγγίσεις κατάφεραν να αποκτήσουν μεγαλύτερη δημοσιότητα μέσα από την πολύπλοκη πολιτική αντιπαράθεση της παρούσας εξουσίας στην Τουρκία με τον μέχρι πρότινος ακλόνητο κεμαλισμό.
 Η ιστορία πάντα γράφεται μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Η αξία όμως της κάθε ιστορικής ερμηνείας κρίνεται διαχρονικά. Σε κάθε περίπτωση πιστεύουμε ότι είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να μελετήσουμε τις δουλειές και τα πορίσματα των Τούρκων ιστορικών και να τα λάβουμε υπόψη μας στη διαπραγμάτευση αυτών και παρεμφερών θεμάτων και εδώ, στην Ελλάδα.
Ένα ζήτημα το οποίο έχει γίνει θέμα αντιπαράθεσης τόσο σε πολιτικό επίπεδο, εγχώριο και διεθνές, όσο και στο χώρο των ιστορικών, είναι αυτό της γενοκτονίας. Θα θέλαμε απλώς να επισημάνουμε ότι άλλες απόψεις συνηγορούν και άλλες όχι στο χαρακτηρισμό της διαδικασίας καταστροφής των χριστιανικών πληθυσμών τής πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως γενοκτονίας, ενώ κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα, για πολιτικούς και κρατικούς λόγους, η λογική των χωριστών γενοκτονιών με προεξάρχουσα εκείνη των Αρμενίων, ενώ υπάρχουν προσπάθειες για αναγνώριση αντίστοιχης των Ελλήνων ή των Ποντίων ειδικότερα.
 Από τη μεριά μας, θα προτείναμε, έχοντας υπόψη μας την ενίοτε προβληματική χρήση του όρου αυτού από τη «διεθνή κοινότητα» (βλέπε Γιουγκοσλαβία, Αφρική), ώστε να διευκολυνθούν οι γνωστές «ανθρωπιστικές επεμβάσεις», να μελετήσουμε τα -όχι κατ’ ανάγκην ενιαία-σχήματα των Τούρκων ιστορικών και να σκεφτούμε επί του συγκεκριμένου.
 Άλλωστε η ιστορία δεν δικάζει αλλά προσπαθεί να καταλάβει. Μπορεί και πρέπει να παίξει το ρόλο της στις δύσκολες εποχές που έρχονται για να μη χρησιμοποιηθεί το παρελθόν εις βάρος του μέλλοντος στη γειτονιά μας.
Είναι ευτυχές το γεγονός ότι το  αφιέρωμα που έγινε πριν από λίγα χρόνια στην εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς, στα αφιερώματα των «Δρόμων της Ιστορίας» και φιλοξενούσε κάποιους από τους Τούρκους ιστορικούς , επέτρεψε να αναπτυχθούν ευρύτερες εκδοτικές πρωτοβουλίες που συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση των ιστορικών γεγονότων και εγκαθιδρύουν αληθινές σχέσεις τόσο μεταξύ των δύο λαών, όσο και μεταξύ των ιστορικών που μοιράζονται κοινές αγωνίες και ερωτήματα.

Γιάννης Σκιαλιδάκης
Ιστορικός 
Μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah