Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΑ ΣΑΝΤΑ

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Κατά τους δύο πρώτους αιώνες από τη σύσταση της Σαντάς (κατά το Χειμωνίδη) (1469—1669) η πνευματική ανάπτυξη βρισκόταν σε χαμηλότατο επίπεδο. Σχολεία έλειπαν ολότελα, κι' εκείνοι που ήξεραν ανάγνωση «έστω και ξηράν» αποτελούσαν εξαίρεση.
 Είχαν ένα ναό στην ενορία Τερζάντων χωρίς όμως παπά και τον περισσότερο καιρό έμεναν χωρίς εκκλησιασμό.
 Στο τέλος αυτής της περιόδου επισκέπτονταν τη Σαντά μοναχοί που εφημέρευαν μερικούς μήνες· ήσαν κυρίως από τη μονή Σουμελά, γι’ αυτό και ανέκαθεν οι Σανταίοι θεωρούσαν τη μονή αυτή ως το πνευματικό κέντρο από το οποίο έπρεπε να εξαρτηθούν. Η επιθυμία τους όμως  αυτή μόνο μετά ένα αιώνα πραγματοποιήθηκε, όταν μητροπολίτης Χαλδαίας ήταν ο Διονύσιος ο Σουμελιώτης· κατά πάσα πιθανότητα στην περίοδο αυτή ήσαν εξαρτημένοι πνευματικώς από την Τραπεζούντα, από την οποία ήσαν εξαρτημένοι και πολιτικώς.

 Κατά τους επόμενους δυο αιώνες (1660—1862) η παιδεία ήταν σχεδόν άγνωστη · γιατί οι κάτοικοι εκτεθειμένοι στις ληστρικές επιδρομές των Τούρκων που τους περιστοίχιζαν, και αναγκασμένοι γι’ αυτό να ζουν μακριά από τα σπίτια τους, δεν είχαν τον καιρό, ούτε τη διάθεση, ούτε την αναγκαία δύναμη να φροντίζουν και για την πνευματική τους ανάπτυξη, αφού κι αυτή η ζωή τους ήταν ανασφαλής· μόνη ενασχόλησή τους ήταν ή οπλασκία και όχι μόνο των ανδρών αλλά και των γυναικών.
Σχολείο δεν υπήρχε ούτε ένα σε ατελέστατα γραμματοδιδασκαλεία διδάσκονταν από Ιερείς ή καλογριές τα κοινά λεγόμενα γράμματα δηλ. Πινακίδ’, Οχτωήχι , Ψαλτήρι, κλπ αλλά μόνο "ξηράν άνάγνωσιν" τίποτε παραπάνω.
 Όσοι δε τα τελείωναν και αυτά, θεωρούνταν ήμ’ψοί ποπάδες (σ.σ. Μισοί παπάδες) Μερικοί από αυτούς πήγαιναν στη Σουμελά για να πάρουν ανώτερα μαθήματα, να χειροτονηθούν ιερείς και να γυρίσουν. Η πρώτη γραμματοδιδασκάλισσα στην ενορία Πιστοφάντων λεγόταν Χαριτωνή· δίδασκε το χειμώνα σε κανένα έρημο στάβλο και το καλοκαίρι σε αχυρώνα. Για να μη αναγκασθεί η σεβαστή δασκάλα να σηκωθεί από τη θέση της για να τιμωρήσει τούς άτακτους και αμελείς, κρατούσε βέργα από λεπτοκαρυά σεβαστών διαστάσεων.
Οι μαθητές κάθονταν γύρω της κατά γης επάνω σε τομάρια (πόστια) πα ξεσκόνιζαν κάθε Σάββατο απόγευμα, κατά τη διήγηση γέρου, τόση σκόνη σήκωναν, ώστε τα γειτονικά σπίτια έκλειναν τις πόρτες τους (παράθυρα δεν είχαν).
Τη Χαριτωνή διαδέχθηκε ο μυλωνάς της ενορίας. Όταν πήγαινε στο μύλο τον ακολουθούσαν και οι μαθητές τους· εκεί έβρισκαν πρόχειρα νερό και άμμο για να καθαρίσουν τα πινακίδιά τους.
 Κατά τον Μ. Νυμφόπουλο κατά τα μέσα του 19ου αιώνα στη Σαντά ήσαν 6 γραμματοδιδασκαλεία: Δύο στην ενορία Ισχανάντων (καλογριές Καλλινίκη και Μαρία), ένα στην ενορία Κοσλαράντων (παπά- Γεώργιος Μωϋσιάδης), ένα στην Ζουρνατζάντων (παπά  Παύλος Κεχαγιόπουλος) και δύο στην Πιστοφάντων (παπά Μωυσής Πιστοφίδης και καλόγρια Χαριτωνή).
Οι δάσκαλοι αυτοί δίδασκαν τα κοινά λεγόμενα γράμματα. Τότε σχολικά βιβλία δεν υπήρχαν. Τα πρώτα γράμματα κεφαλαία και μικρά καθώς και το συλλαβισμό και φράσεις, τα διδάσκονταν από το Πινακίδ'. Ήταν ξύλινο αβάκιο με λαβή στην κάτω πλευρά και λείο από τις δύο πλευρές, όπου ο δάσκαλος έγραφε το αλφάβητο. Έπρεπε να τα μάθουν τέλεια ώστε να μπορούν να τα γράφουν στην άμμο ή σε άλλη πινακίδα.
Τα έξυναν καλά και ο δάσκαλος έγραφε λέξεις και φράσεις. Όταν γινόταν κάτοχος της ανάγνωσης και της γραφής, τότε έγραφε το Άγιος ο Θεός. Δόξα Πατρί. Παναγία Τριάς. Πάτερ ήμών. Πιστεύω εις ένα Θεό. Κατόπιν άρχιζε η μηχανική ανάγνωση από την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι, τον Απόστολο και τα Μηναία. Όταν μάθαινε κι’ αυτά και μάλιστα να λέγει τον Απόστολο στην εκκλησία και να ψάλλει, γινόταν «ήμ’ψός ποπάς» και ικανός να χειροτονηθεί Ιερέας.
Σε τέτοια κατάσταση βρίσκονταν τα σχολεία μας ως το 1863. Τότε βγήκε στη μέση το ζήτημα της μητροπόλεως Ροδοπόλεως. Για την παιδεία του υπόδουλου ελληνισμού είχε μεγάλη σημασία ή ύπαρξη μητροπολίτη.
 Ο μητροπολίτης ήταν ανώτερος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός, ο εθνάρχης (μιλλέτ - πασης) του υπόδουλου Ελληνισμού. Αυτός επέβλεπε και ρύθμιζε τη διαχείριση των κοινοτικών, σχολικών και εκκλησιαστικών υποθέσεων. Αυτός δίκαζε τις υποθέσεις της προσωπικής κατάστασης, δηλ. γάμου, διαζυγίου, διατροφής, προίκας και κληρονομιάς. Στους αρχιερείς τους αναφέρονταν οι χριστιανοί για τις υποθέσεις του ενοχικού δικαίου και αυτού ακόμα τού ποινικού, είχαν δε οι αρχιερείς, το δικαίωμα φυλάκισης.
Όποιος από τους χριστιανούς κατέφευγε στον κατή και στα πολιτικά δικαστήρια, τιμωρούνταν με εξωκκλησιασμό.
Οι αρχιερείς όλη τη δύναμή τους την χρησιμοποιούσαν για να προστατεύουν τα συμφέροντα του λαού, του οποίου την τύχη συμμερίζονταν. Αυτό δε πάλι είχε ως αποτέλεσμα ότι ο λαός αφοσιωνόταν στον πνευματικό του αρχηγό ως βοηθό και αντιλήπτορα εναντίον της αυθαιρεσίας και της σκληρότητας των τυράννων, και έδειχνε μεγάλη υπακοή στις διαταγές του. 
Με την αμοιβαία αυτή σχέση προστάτη και προστατευομένου που τόσο γινόταν στενότερη και σταθερότερη, όσο μεγαλύτερη ήταν ή πίεση από μέρους των Τούρκων, το πατριαρχείο και οι μητροπολίτες του έγιναν το κέντρο όλου του ορθόδοξου λαού. Η δικαιοδοσία αυτή των αρχιερέων είχε τόσο εκτιμηθεί, ώστε και μουσουλμάνοι πού είχαν διαφορές με χριστιανούς, στους μητροπολίτες προσέφευγαν.Εφετείο και Άρειος Πάγος των υποθέσεων πού δίκαζαν οι αρχιερείς ήταν το Πατριαρχείο.

Από το 1862 ως το 1900.

Όποιος το μάθημα αγαπά  και τη σπουδή γυρεύει,
θέλει πολλάς υπομονάς, θέλει πολλάς ημέρας,
τιμήν εις τον διδάσκαλον, δουκάτα εις τας χείρας,
 τότε να μάθει ο μαθητής και τέλειος να γίνει.

Από αυτό το τετράστιχο πού λεγόταν σαν παροιμία από τους προπάτορές μας, φαίνεται πόσο δύσκολα ήσαν τα γράμματα τα χρόνια της τουρκοκρατίας αλλά και πόσο επιθυμητά.
Εμείς σήμερα δε μπορούμε να νοιώσομε αυτή τη λαχτάρα, γιατί με την αφθονία των βιβλίων χάρη στην τυπογραφία, την οργάνωση και το πλήθος των σχολείων, και τα τόσα άλλα μέσα που διαθέτει η Πολιτεία, η εκπαίδευση είναι πράγμα τόσο κοινό και συνηθισμένο, ώστε να είναι λίγοι εκείνοι που δεν μαθαίνουν σήμερα γράμματα ενώ τότε συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο.
Πηγαίνοντας στο σχολείο τα παιδιά είχαν κρεμασμένη στον ώμο τους μια ντόπια υφαντή τσάντα μάλλινη (Σαντέτκον τσαντάϊ) μέσα στην οποία ήσαν το πινακίδ’ δηλ. ξύλινη πλάκα αλειμμένη με κερί για να γράφουν, καθώς και το αβάκιον και οι ψήφοι για την αριθμητική.
Οι πιο μεγάλοι πού έγραφαν με μελάνη και χαρτί, βαστούσαν περήφανα το καλαμάρ’ ένα σιδερικό σαν κουμπούρα τού 21, πού είχε στη μια άκρη θήκη για τη μελάνη και στο υπόλοιπο μέρος θήκη για τους κονδυλοφόρους πού ήσαν από ατόφιο καλάμι πού μόνο ο δάσκαλος ήξερε να κόψει στην άκρη και να το μεταβάλει σε πέννα!
 Το καλαμάρι είχε κ' ένα σφουγγάρι για να μη χύνεται η μελάνη. Μια φέτα ψωμί κι’ ένα κομμάτι τσορτάν ή μιντζίν ριγμένα σε μια γωνιά της τσάντας , χρησίμευαν για πρόγευμα.


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah