Οι πληροφορίες για τους προγόνους της ποντιακής αντίστασης είναι ασαφείς και αποσπασματικές. Στις αρχές του 20ού αιώνα, στα χρόνια που μαινόταν ο Μακεδονικός Αγώνας και η εθνική προσπάθεια επικεντρωνόταν στη Μακεδονία μεμονωμένα ένοπλα σώματα δρούσαν στις οροσειρές του Πόντου.
Ο πρώτος ονομαστός καπετάνιος ήταν ο Σάββας Καρασαββίδης. Η δράση του Καρασαββίδη ήταν μόνιμος πονοκέφαλος για τους Οθωμανούς. Επιτίθετο σε χωροφύλακες και φοροεισπράκτορες, και τα χρήματα που αποκόμιζε τα μοίραζε σε φτωχές οικογένειες. Ένας σύγχρονος του Καρασαββίδη καπετάνιος, ο οποίος έδρασε από το 1870 έως το 1900 περίπου, ήταν ο Λάζαρος Παπαδόπουλος Με το παρατσούκλι Ντελί Λαζίκ ο Παπαδόπουλος και τα τρία αδέρφια του έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων.
Σύντομα η φήμη τους εξαπλώθηκε πολύ πέρα από το χωριό τους, το Παπασούν Ατά της Πάφρας. Έδρα του Παπαδόπουλου και ορμητήριό του ήταν οι οροσειρές του Κοτσά Νταγ, ενώ αργότερα κατέφυγε στο Αγιού Τεπέ.
Όταν κάποτε ο καϊμακάμης (διοικητής) της Λαοδίκειας έκανε επιδρομή με οθωμανικό στρατό στα ελληνικά χωριά της περιοχής φονεύοντας και λεηλατώντας, ο Παπαδόπουλος τόλμησε να εισβάλει χαράματα στην πόλη.
Συνέλαβε τον καϊμακάμη και πέντε αξιωματικούς του τουρκικού στρατού, οι οποίοι συμμετείχαν σε φόνους Ελλήνων, και τους εκτέλεσε στην πλατεία. Ο Παπαδόπουλος φονεύθηκε αργότερα σε ενέδρα, όμως την ένοπλη δράση του συνέχισε ο ανιψιός του, Βασίλης Κοτζερίδης, από τους πρωτοπόρους επίσης της ποντιακής αντίστασης.
Ενας άλλος πρωτοπόρος υπήρξε ο Αναστάσιος Παπαδόπουλος, θρυλική μορφή, που ήταν γνωστός ως Κοτσά Αναστάς (Μεγάλος Αναστάσης). Γεννήθηκε στο χωριό Εντίκ Πουγαρί της Ερπας το 1895 και από παιδί έδειξε ότι ήταν ατίθασος και δυναμικός χαρακτήρας.
Επειδή στο δημοτικό σχολείο του χωριού του δημιουργούσε προβλήματα οι γονείς του τον έστειλαν στην Ερπα, στο θείο του Χαράλαμπο Ελευθεριάδη που ήταν μεγαλέμπορος. Το 1907 ο μόλις 12 χρονών Αναστάσιος εξαφανίστηκε και κατέφυγε στα βουνά. Η ανέλιξή του υπήρξε ραγδαία και. παρά το νεαρό της ηλικίας του, τα χρόνια που ακολούθησαν αναδείχθηκε σε κορυφαία στρατιωτική φυσιογνωμία στο δυτικό Πόντο.
Μετά τις αποτυχίες τους στους Βαλκανικούς Πολέμους, οι Τούρκοι άρχισαν να στέλνουν τους στρατευμένους νέους του Πόντου στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) που είχαν συσταθεί με σκοπό την ψυχική και σωματική τους εξόντωση. Από το 1914 πολλοί Πόντιοι, φυγόστρατοι και λιποτάκτες του τουρκικού στρατού, κατέφυγαν στα βουνά. Έτσι σχηματίστηκαν, οι πρώτες ένοπλες ομάδες. Ουσιαστικά, όμως, η συγκρότηση πολυμελών αντάρτικων ομάδων στον Πόντο ξεκίνησε το 1916, ως έσχατη λύση απελπισίας, γιατί τότε γενικεύθηκε η συστηματική εξόντωση των Ελλήνων.
Επιστρέφοντας στην πολύ πρώιμη φάση του ένοπλου αγώνα των Ποντίων, διαπιστώνουμε την ύπαρξη ομάδων ανταρτών στην ενδοχώρα της Σαμψούντας ήδη από το καλοκαίρι του 1913. Καπετάνιοι των ομάδων αυτών ήταν οι Στέλιος Κοσμίδης (Ιστίλ Αγάς) και Χρήστος Παπαδόπουλος. Το Σεπτέμβριο του 1913, μάλιστα, οι δύο παραπάνω οπλαρχηγοί, αν και δεν είχαν επάρκεια σε άντρες και πυρομαχικά αποτόλμησαν την πρώτη ανοιχτή σύγκρουση με τον τουρκικό στρατό, στο Πατμάν Μελέμ.
Αν και δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για το τι έγινε, οι απώλειες των Τούρκων πρέπει να υπήρξαν σημαντικές, αφού οι Κοσμίδης και Παπαδόπουλος διέφυγαν διά θαλάσσης, ενώ οι αντίπαλοί τους τους κυνήγησαν με μανία. Τελικά οι δύο καπετάνιοι με τους αντάρτες τους έφτασαν μυστικά στο λιμάνι της Τραπεζούντας και φυγαδεύτηκαν από τους Ρώσους.
Στην Πάφρα οργανωτής του αντάρτικου ήταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης ο οποίος ήρθε στη Σαμψούντα το 1908 ως μητροπολίτης. Ηταν ο άνθρωπος που μέχρι τότε, ως μητροπολίτης Καστοριάς είχε οργανώσει την αντίσταση στη δυτική Μακεδονία κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων.
Η συνεισφορά του Καραβαγγέλη υπήρξε πολύτιμη σε εκείνα τα πρώτα βήματα, ώστε να ξεκινήσει και να δυναμώσει ο ένοπλος αγώνας. Ωστόσο, και άλλοι ιεράρχες επιδόθηκαν σε μύηση και στρατολόγηση νέων στον αγώνα καθώς και στην οικονομική ενίσχυση για να αγοραστούν όπλα και πυρομαχικά.
Το πρώτο μισό του 1914 οι αντάρτες επιζητούσαν επίμονα την εμπλοκή με τον τουρκική στρατό, γιατί τα όπλα του εχθρού τους ήταν πολύτιμα. Τον Ιούλιο του 1914 έγινε μια τέτοια μάχη στο Τεφνελίκ, παραλιακή περιοχή της Σαμψούντας. Ο καπετάνιος Πατμάν Ανέστης και οι άντρες του κύκλωσαν εννέα τζανταρμάδες (χωροφύλακες). Ετσι. έπειτα από μία ώρα συμπλοκής οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Τα όπλα τους, τυφέκια «γκρα», ήταν πολύτιμα λάφυρα των νικητών.
Στις αρχές του 1915 πύκνωναν οι εστίες ένοπλης αντίστασης σε ολόκληρο πλέον τον Πόντο, θρυλικοί αγωνιστές του ποντιακού αντάρτικου, από τους πρώτους που με τα κατορθώματα τους απέκτησαν μεγάλη φήμη, ήταν καπετάνιος Βασίλακας (Βασίλης Ανθόπουλος), ο καπετάνιος Ευκλείδης (Ευκλείδης Κουρτίδης), ο Παντέλ Αγάς (Παντελής Αναστασιάδης) και ο Αναστάσιος Παπαδόπουλος.
Οι πρωτοπόροι αυτοί της αντίστασης στη γη του Πόντου συνάντησαν δυσκολίες που φάνταζαν ανυπέρβλητες. Όπλα και πυρομαχικά διέθεταν ελάχιστα και μόνο έπειτα από ενέδρες σε μεμονωμένους Τούρκους κατάφερναν να προσθέσουν ένα τυφέκιο ή λίγες σφαίρες στο πενιχρό τους οπλοστάσιο.
Μία από τις πραγματικά μεγάλες μάχες δόθηκε τον Ιούνιο του 1915 στην περιοχή Αγιά Αχλαλάν. Εκεί δρούσε τουρκική ληστοσυμμορία με επικεφαλής το διαβόητο Τσακίρ Ογλού, που καταδυνάστευε τους Ελληνες του Χούζαρλι. Το ένοπλο σώμα του Δημήτρη Χαραλαμπίδη εγκλώβισε τους Τούρκους ατάκτους, σε ενίσχυση των οποίων όμως προσέτρεξε τάγμα του τακτικού τουρκικού στρατού. Ακολούθησε σφοδρή ανταλλαγή πυρών ολόκληρη τη μέρα. Το απόγευμα τραυματίστηκε ο ίδιος ο καπετάνιος όταν σφαίρα σφηνώθηκε κάτω από το αριστερό του αυτί διαλύοντας του την οδοντοστοιχία.
Την ίδια ώρα ο υπαρχηγός καπετάνιος Χακή Λεβέντης δέχηικε πυρά στην κοιλιακή χώρα και εξέπνευσε από ακατάσχετη αιμορραγία. Οι Πόντιοι μαχητές ανταπέδιδαν τα πυρά φονεύοντας Τούρκους, όμως έχασαν σύντομα άλλους τρεις άντρες. Ο εχθρός διέκοψε τις επιθέσεις μόλις νύχτωσε. Τότε οι Ελληνες αντάρτες έθαψαν βιαστικά τους νεκρούς και εγκατέλειψαν την περιοχή. Με επίπονη πορεία όλη τη νύχτα κατόρθωσαν' να φτάσουν στο μεγάλο δάσος του Σαλτούχ, όπου ο εχθρός έχασε τα ίχνη τους.
Στις 29 Ιανουαρίου 1916 έγινε άλλη μεγάλη μάχη στην περιοχή Κουτεντάτ. Ο Χοκέλ Αγάς με δύναμη 150 ατάκτων, επιτέθηκε σε ομάδα 50 ανταρτών. Να πώς περιέγραψε τη φονική μάχη ένας από τους πρωταγωνιστές της, ο οπλαρχηγός Παντελής Αναστασιάδης: «Καταλάβαμε θέσεις άμυνας, αφήνοντας εφεδρεία 15 παλικάρια να τους φαλαγγίσουν εκ του όπισθεν. Η μάχη άρχισε και εμείς τους αφήσαμε να πλησιάσουν στα 40 με 50 μέτρα, βάλλοντας αραιά. Δώσαμε χρόνο στην εφεδρεία και τους πλεύρισε. Τότε άρχισε το μακελειό. Βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών και τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Εμείς εξήλθαμε των θέσεών μας και τους καταδιώξαμε. Στη μάχη εκείνη οι Τούρκοι έχασαν 14 άντρες».
Τον Απρίλιο του 1916 τα ρωσικά στρατεύματα μπήκαν στην Τραπεζούντα. Ενθουσιασμένοι οι Πόντιοι καπετάνιοι και ο πληθυσμός είδαν τις εξελίξεις ως προάγγελο ελευθερίας που θα οδηγούσε σε ένα «ελληνικό μέλλον».
Εκείνες τις μέρες ο μητροπολίτης Τραπεζούντας και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Ελλάδας Χρύσανθος συγκάλεσε επανειλημμένες συσκέψεις στην πρωτεύουσα του Πόντου. Συμμετείχαν πολλοί οπλαρχηγοί, όπως ο Στέλιος Κοσμίδης. ο Αντώνης Χατχηελευθερίου, ο Βασίλης Ανθόπουλος, ο Αβραάμ Καπουτσίδης και ο Κυριάκος Παπαδόπουλος. Καταβλήθηκαν προσπάθειες για συντονισμό των ενόπλων σωμάτων και αξιοποίηση του ρωσικού παράγοντα.
Στις συναντήσεις εκείνες συμμετείχε και ο Ρώσος προσωρινός διοικητής της Τραπεζούντας. Αρτάτωφ, γεγονός που αποδείκνυε ότι οι Ρώσοι εξέταζαν σοβαρά την ενίσχυση του αντάρτικου, ώστε να μονιμοποιήσουν την παρουσία τους στον Πόντο.
Μια Κυριακή, τον Ιούνιο του 1916, μέσα στο μητροπολιτικό ναό τηςΤραπεζούντας. αμέσως μετά τη θεία Λειτουργία, ο καπετάνιος Αντώνης Χατζηελευθερίου ανακηρύχθηκε από το μητροπολίτη Χρύσανθο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής των ποντιακών δυνάμεων.
Ακολούθησε μία από τις πλέον σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ Τούρκων και Ποντίων ανταρτών, από τις πιο σημαντικές της ποντιακής δράσης, το Νοέμβριο του 1916, στην περιοχή του όρους Αγιού Τεπέ της Σαμψούντας.
Η σύγκρουση ξεκίνησε όταν ο καπετάνιος Πατμάν Ανέστης προσέβαλε σε ενέδρα μονάδα του τουρκικού στρατού.
Η μάχη όμως γενικεύτηκε και επεκτάθηκε σε όλο το Αγιού Τεπέ. Ο Πατμάν Ανέστης βρέθηκε απρόσμενα να ηγείται 800 και πλέον μαχητών που συνέρρευσαν από τις γύρω περιοχές. Ταυτόχρονα. λόγω της γενοκτονίας που ήταν σε εξέλιξη στο ίδιο βουνό είχαν αναζητήσει σωτηρία από το μαχαίρι των Τούρκων χιλιάδες γυναικόπαιδα. Οι αντάρτες του Πατμάν Ανέστη έπρεπε επιπροσθέτως να διασφαλίσουν τη ζωή των αμάχων, γεγονός που δυσχέραινε αφάνταοτα την κίνηση των αντρών του.
Οι Τούρκοι διέθεσαν προς εκκαθάριση του Αγιού Τεπέ 2.000 στρατιώτες.
Στις 16 Νοεμβρίου 1916 προσέβαλαν την οροσειρά από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις και άρχισαν οι μάχες. Οι αντάρτες επέδειξαν υψηλό φρόνημα και ηρωισμό, αντιστεκόμενοι σθεναρά για 15 μέρες. Δεν υπήρχε μέτωπο. Κάθε αντέρεισμα, βράχος και εδαφικό έξαρμα ήταν θέση άμυνας.
Οι αντάρτες μάχονταν με σθένος, υπερασπιζόμενοι τα εκατοντάδες γυναικόπαιδα. Υποχωρούσαν συγκροτημένα και διενεργούσαν αιφνιδιαστικές αντεπιθέσεις. Ολόκληρη η οροσειρά μετατράπηκε σε θέατρο σκληρών μαχών. Στο τέλος, με λίγες απώλειες, κατάφεραν νύχτα να διασπάσουν τον κλοιό του εχθρού και διέφυγαν, με όλα σχεδόν τα γυναικόπαιδα
Μια μεγάλη απώλεια για τους μαχητές του Πόντου σημειώθηκε στις αρχές του 1917. Ύστερα από διαταγή του στρατιωτικού διοικητή της επαρχίας Σαμψούντας, Ρεφάτ πασά, ο τακτικός στρατός άρχισε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην οροσειρά του Νεπιέν Νταγ. Ενενήντα Πόντιοι αντάρτες κατέφυγαν σε ένα μεγάλο σπήλαιο, γνωστό ως Σπηλιά της Παναγιάς. Εκεί συνέρρευσαν. αναζητώντας απελπισμένα σωτηρία, και 600 γυναικόπαιδα. Εντοπίστηκαν, όμως, πιθανότατα έπειτα από προδοσία των Τούρκων χωρικών. Ένα τόσο μεγάλο πλήθος δύσκολα θα περνούσε απαρατήρητο. Αμέσως κατέφθασε στην περιοχή της σπηλιάς δύναμη 330 Τούρκων χωροφυλάκων, με επικεφαλής τον Νταλίπ Τσαούς.
Ήταν ένας από τους χειρότερους εγκληματίες της περιοχής φανατικός διώκτης των Ελλήνων. Οι 90 αντάρτες είχαν ως καπετάνιους το Γιώργο Καραβασίλογλου, που είχε ως υπαρχηγούς τους τρεις γιους του, τον Κώστα Δελληγιάνογλου και τον Κώστα Παπάζογλου. Επί μία εβδομάδα οι άντρες αυτοί μάχονταν ηρωικά κατά των χωροφυλάκων του Νταλίπ Τσαούς, κρατώντας τους μακριά από το άνοιγμα του σπηλαίου.
Οι Τούρκοι μετέφεραν τότε ολόκληρο σύνταγμα τακτικού στρατού. Για άλλες δύο μέρες μαίνονταν ομηρικές μάχες, ενώ ο γύρω από την είσοδο χώρος είχε καταληφθεί από σορούς Τούρκων στρατιωτών. Κάποια στιγμή τελείωσαν οι ελάχιστες σφαίρες που είχαν απομείνει στους Πόντιους αντάρτες. Τότε ο καπετάνιος Γιώργος Καραβασίλογλου πρότεινε κάτι το ασύλληπτο: Να κρατούσε ο καθένας την τελευταία σφαίρα στο τυφέκιό του, ώστε να αλληλοφονεύονταν για να μην έπεφταν ζωντανοί στα χέρια του εχθρού. Ο τελευταίος που θα έμενε ζωντανός θα αυτοκτονούσε.
Η απόφαση, σπάνιο δείγμα ηρωικής ηθικής, έγινε ομόφωνα δεκτή από τους μαχητές. Σε ένα σκηνικό που παρέπεμπε σε αρχαία τραγωδία, οι ηρωικοί υπερασπιστές της Σπηλιάς της Παναγιάς σκότωσαν ο ένας τον άλλο.
Ο τελευταίος έβαλε το όπλο κάτω από το σαγόνι του και αυτοκτόνησε. Μανιασμένοι, οι Τούρκοι μπήκαν στο σπήλαιο και έβγαλαν έξω το οδυρόμενο πλήθος, Οιμωγές και κραυγές αγωνίας ακούγονταν από παντού, αφού γνώριζαν ποια τύχη τους περίμενε. Οδηγήθηκαν στο κοντινό τουρκοχώρι Τζασχούρ. Εκεί. όλοι οι άντρες, ηλικιωμένοι οι περισσότεροι. κατακρεουργήθηκαν. Τριάντα σοροί αποκεφαλίστηκαν. Οι γυναίκες και τα παιδιά, σχεδόν 500 ψυχές, στάλθηκαν στο Καπού Καγιά. στις όχθες του ποταμού Αλυ, όπου απεβίωοαν από το ψύχος και τα βασανιστήρια.
Την άνοιξη του 1917 οι Πόντιοι καπετάνιοι, συγκλονισμένοι από τη συνεχιζόμενη γενοκτονία του άμαχου πληθυσμού από τους Τούρκους, ανταπέδωσαν τα χτυπήματα. Ο πόλεμος ήταν πλέον ολοκληρωτικός και από πλευράς Ελλήνων.
Επαλξη της αντίστασης αυτή την περίοδο αναδείχθηκε η Σάντα. Στη μεγάλη μάχη των Κοπαλάντων. στις 25 Ιανουάριου 1918, οι Τούρκοι υπέστησαν βαριά ήττα, με αποτέλεσμα για τρία χρόνια να μην ξαναεπιτεθούν στην περιοχή. Αξιόλογες ανταρτικές ομάδες, που συνέβαλαν στις νίκες αυτές ήταν του Ευστάθιου θεοδωρίδη, του Ιορδάνη Τσαρουχωνέτα. του Ιωάννη Κιαγχίδη και του Δημοσθένη Ευφραιμίδη. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στον ιερέα Παναγιώτη Μ ακρίδη.
Αυτός διοικούσε δική του ανταρτική ομάδα, συνεχίζοντας την παράδοση των ιερέων που άφηναν το Ευαγγέλιο και έπιαναν το όπλο. Αργότερα, το 1921,ο Κεμαλ Ατατούρκ, ο οποίος δεν ξέχασε την ηρωική αντίσταση της Σάντας αποφάσισε να καταστρέψει ολοκληρωπκά την περιοχή, διαθέτοντας γι’ αυτό ισχυρές μονάδες. Ο αρχηγός των ανταρτών Ευκλείδης Κουρτίδης το μόνο που κατάφερε τότε ήταν να σώσει το μεγαλύτερο μέρος του άμαχου πληθυσμού.
Κων/νος Φωτιαδης
Καθηγητης Πανεπιστημιου Δυτικης Μακεδονιας
Ιακωβος Μιχαηλιδης
Επικουρος Καθηγητης ΑΠΘ
Ο πρώτος ονομαστός καπετάνιος ήταν ο Σάββας Καρασαββίδης. Η δράση του Καρασαββίδη ήταν μόνιμος πονοκέφαλος για τους Οθωμανούς. Επιτίθετο σε χωροφύλακες και φοροεισπράκτορες, και τα χρήματα που αποκόμιζε τα μοίραζε σε φτωχές οικογένειες. Ένας σύγχρονος του Καρασαββίδη καπετάνιος, ο οποίος έδρασε από το 1870 έως το 1900 περίπου, ήταν ο Λάζαρος Παπαδόπουλος Με το παρατσούκλι Ντελί Λαζίκ ο Παπαδόπουλος και τα τρία αδέρφια του έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων.
Σύντομα η φήμη τους εξαπλώθηκε πολύ πέρα από το χωριό τους, το Παπασούν Ατά της Πάφρας. Έδρα του Παπαδόπουλου και ορμητήριό του ήταν οι οροσειρές του Κοτσά Νταγ, ενώ αργότερα κατέφυγε στο Αγιού Τεπέ.
Όταν κάποτε ο καϊμακάμης (διοικητής) της Λαοδίκειας έκανε επιδρομή με οθωμανικό στρατό στα ελληνικά χωριά της περιοχής φονεύοντας και λεηλατώντας, ο Παπαδόπουλος τόλμησε να εισβάλει χαράματα στην πόλη.
Συνέλαβε τον καϊμακάμη και πέντε αξιωματικούς του τουρκικού στρατού, οι οποίοι συμμετείχαν σε φόνους Ελλήνων, και τους εκτέλεσε στην πλατεία. Ο Παπαδόπουλος φονεύθηκε αργότερα σε ενέδρα, όμως την ένοπλη δράση του συνέχισε ο ανιψιός του, Βασίλης Κοτζερίδης, από τους πρωτοπόρους επίσης της ποντιακής αντίστασης.
Ενας άλλος πρωτοπόρος υπήρξε ο Αναστάσιος Παπαδόπουλος, θρυλική μορφή, που ήταν γνωστός ως Κοτσά Αναστάς (Μεγάλος Αναστάσης). Γεννήθηκε στο χωριό Εντίκ Πουγαρί της Ερπας το 1895 και από παιδί έδειξε ότι ήταν ατίθασος και δυναμικός χαρακτήρας.
Μετά τις αποτυχίες τους στους Βαλκανικούς Πολέμους, οι Τούρκοι άρχισαν να στέλνουν τους στρατευμένους νέους του Πόντου στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) που είχαν συσταθεί με σκοπό την ψυχική και σωματική τους εξόντωση. Από το 1914 πολλοί Πόντιοι, φυγόστρατοι και λιποτάκτες του τουρκικού στρατού, κατέφυγαν στα βουνά. Έτσι σχηματίστηκαν, οι πρώτες ένοπλες ομάδες. Ουσιαστικά, όμως, η συγκρότηση πολυμελών αντάρτικων ομάδων στον Πόντο ξεκίνησε το 1916, ως έσχατη λύση απελπισίας, γιατί τότε γενικεύθηκε η συστηματική εξόντωση των Ελλήνων.
Επιστρέφοντας στην πολύ πρώιμη φάση του ένοπλου αγώνα των Ποντίων, διαπιστώνουμε την ύπαρξη ομάδων ανταρτών στην ενδοχώρα της Σαμψούντας ήδη από το καλοκαίρι του 1913. Καπετάνιοι των ομάδων αυτών ήταν οι Στέλιος Κοσμίδης (Ιστίλ Αγάς) και Χρήστος Παπαδόπουλος. Το Σεπτέμβριο του 1913, μάλιστα, οι δύο παραπάνω οπλαρχηγοί, αν και δεν είχαν επάρκεια σε άντρες και πυρομαχικά αποτόλμησαν την πρώτη ανοιχτή σύγκρουση με τον τουρκικό στρατό, στο Πατμάν Μελέμ.
Αν και δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για το τι έγινε, οι απώλειες των Τούρκων πρέπει να υπήρξαν σημαντικές, αφού οι Κοσμίδης και Παπαδόπουλος διέφυγαν διά θαλάσσης, ενώ οι αντίπαλοί τους τους κυνήγησαν με μανία. Τελικά οι δύο καπετάνιοι με τους αντάρτες τους έφτασαν μυστικά στο λιμάνι της Τραπεζούντας και φυγαδεύτηκαν από τους Ρώσους.
Στην Πάφρα οργανωτής του αντάρτικου ήταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης ο οποίος ήρθε στη Σαμψούντα το 1908 ως μητροπολίτης. Ηταν ο άνθρωπος που μέχρι τότε, ως μητροπολίτης Καστοριάς είχε οργανώσει την αντίσταση στη δυτική Μακεδονία κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων.
Η συνεισφορά του Καραβαγγέλη υπήρξε πολύτιμη σε εκείνα τα πρώτα βήματα, ώστε να ξεκινήσει και να δυναμώσει ο ένοπλος αγώνας. Ωστόσο, και άλλοι ιεράρχες επιδόθηκαν σε μύηση και στρατολόγηση νέων στον αγώνα καθώς και στην οικονομική ενίσχυση για να αγοραστούν όπλα και πυρομαχικά.
Το πρώτο μισό του 1914 οι αντάρτες επιζητούσαν επίμονα την εμπλοκή με τον τουρκική στρατό, γιατί τα όπλα του εχθρού τους ήταν πολύτιμα. Τον Ιούλιο του 1914 έγινε μια τέτοια μάχη στο Τεφνελίκ, παραλιακή περιοχή της Σαμψούντας. Ο καπετάνιος Πατμάν Ανέστης και οι άντρες του κύκλωσαν εννέα τζανταρμάδες (χωροφύλακες). Ετσι. έπειτα από μία ώρα συμπλοκής οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Τα όπλα τους, τυφέκια «γκρα», ήταν πολύτιμα λάφυρα των νικητών.
Στις αρχές του 1915 πύκνωναν οι εστίες ένοπλης αντίστασης σε ολόκληρο πλέον τον Πόντο, θρυλικοί αγωνιστές του ποντιακού αντάρτικου, από τους πρώτους που με τα κατορθώματα τους απέκτησαν μεγάλη φήμη, ήταν καπετάνιος Βασίλακας (Βασίλης Ανθόπουλος), ο καπετάνιος Ευκλείδης (Ευκλείδης Κουρτίδης), ο Παντέλ Αγάς (Παντελής Αναστασιάδης) και ο Αναστάσιος Παπαδόπουλος.
Οι πρωτοπόροι αυτοί της αντίστασης στη γη του Πόντου συνάντησαν δυσκολίες που φάνταζαν ανυπέρβλητες. Όπλα και πυρομαχικά διέθεταν ελάχιστα και μόνο έπειτα από ενέδρες σε μεμονωμένους Τούρκους κατάφερναν να προσθέσουν ένα τυφέκιο ή λίγες σφαίρες στο πενιχρό τους οπλοστάσιο.
Μία από τις πραγματικά μεγάλες μάχες δόθηκε τον Ιούνιο του 1915 στην περιοχή Αγιά Αχλαλάν. Εκεί δρούσε τουρκική ληστοσυμμορία με επικεφαλής το διαβόητο Τσακίρ Ογλού, που καταδυνάστευε τους Ελληνες του Χούζαρλι. Το ένοπλο σώμα του Δημήτρη Χαραλαμπίδη εγκλώβισε τους Τούρκους ατάκτους, σε ενίσχυση των οποίων όμως προσέτρεξε τάγμα του τακτικού τουρκικού στρατού. Ακολούθησε σφοδρή ανταλλαγή πυρών ολόκληρη τη μέρα. Το απόγευμα τραυματίστηκε ο ίδιος ο καπετάνιος όταν σφαίρα σφηνώθηκε κάτω από το αριστερό του αυτί διαλύοντας του την οδοντοστοιχία.
Αμελέ Ταπουρού (Τάγματα εργασίας) |
Στις 29 Ιανουαρίου 1916 έγινε άλλη μεγάλη μάχη στην περιοχή Κουτεντάτ. Ο Χοκέλ Αγάς με δύναμη 150 ατάκτων, επιτέθηκε σε ομάδα 50 ανταρτών. Να πώς περιέγραψε τη φονική μάχη ένας από τους πρωταγωνιστές της, ο οπλαρχηγός Παντελής Αναστασιάδης: «Καταλάβαμε θέσεις άμυνας, αφήνοντας εφεδρεία 15 παλικάρια να τους φαλαγγίσουν εκ του όπισθεν. Η μάχη άρχισε και εμείς τους αφήσαμε να πλησιάσουν στα 40 με 50 μέτρα, βάλλοντας αραιά. Δώσαμε χρόνο στην εφεδρεία και τους πλεύρισε. Τότε άρχισε το μακελειό. Βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών και τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Εμείς εξήλθαμε των θέσεών μας και τους καταδιώξαμε. Στη μάχη εκείνη οι Τούρκοι έχασαν 14 άντρες».
Τον Απρίλιο του 1916 τα ρωσικά στρατεύματα μπήκαν στην Τραπεζούντα. Ενθουσιασμένοι οι Πόντιοι καπετάνιοι και ο πληθυσμός είδαν τις εξελίξεις ως προάγγελο ελευθερίας που θα οδηγούσε σε ένα «ελληνικό μέλλον».
Εκείνες τις μέρες ο μητροπολίτης Τραπεζούντας και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Ελλάδας Χρύσανθος συγκάλεσε επανειλημμένες συσκέψεις στην πρωτεύουσα του Πόντου. Συμμετείχαν πολλοί οπλαρχηγοί, όπως ο Στέλιος Κοσμίδης. ο Αντώνης Χατχηελευθερίου, ο Βασίλης Ανθόπουλος, ο Αβραάμ Καπουτσίδης και ο Κυριάκος Παπαδόπουλος. Καταβλήθηκαν προσπάθειες για συντονισμό των ενόπλων σωμάτων και αξιοποίηση του ρωσικού παράγοντα.
Στις συναντήσεις εκείνες συμμετείχε και ο Ρώσος προσωρινός διοικητής της Τραπεζούντας. Αρτάτωφ, γεγονός που αποδείκνυε ότι οι Ρώσοι εξέταζαν σοβαρά την ενίσχυση του αντάρτικου, ώστε να μονιμοποιήσουν την παρουσία τους στον Πόντο.
Μια Κυριακή, τον Ιούνιο του 1916, μέσα στο μητροπολιτικό ναό τηςΤραπεζούντας. αμέσως μετά τη θεία Λειτουργία, ο καπετάνιος Αντώνης Χατζηελευθερίου ανακηρύχθηκε από το μητροπολίτη Χρύσανθο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής των ποντιακών δυνάμεων.
Ακολούθησε μία από τις πλέον σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ Τούρκων και Ποντίων ανταρτών, από τις πιο σημαντικές της ποντιακής δράσης, το Νοέμβριο του 1916, στην περιοχή του όρους Αγιού Τεπέ της Σαμψούντας.
Η σύγκρουση ξεκίνησε όταν ο καπετάνιος Πατμάν Ανέστης προσέβαλε σε ενέδρα μονάδα του τουρκικού στρατού.
Η μάχη όμως γενικεύτηκε και επεκτάθηκε σε όλο το Αγιού Τεπέ. Ο Πατμάν Ανέστης βρέθηκε απρόσμενα να ηγείται 800 και πλέον μαχητών που συνέρρευσαν από τις γύρω περιοχές. Ταυτόχρονα. λόγω της γενοκτονίας που ήταν σε εξέλιξη στο ίδιο βουνό είχαν αναζητήσει σωτηρία από το μαχαίρι των Τούρκων χιλιάδες γυναικόπαιδα. Οι αντάρτες του Πατμάν Ανέστη έπρεπε επιπροσθέτως να διασφαλίσουν τη ζωή των αμάχων, γεγονός που δυσχέραινε αφάνταοτα την κίνηση των αντρών του.
Οι Τούρκοι διέθεσαν προς εκκαθάριση του Αγιού Τεπέ 2.000 στρατιώτες.
Στις 16 Νοεμβρίου 1916 προσέβαλαν την οροσειρά από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις και άρχισαν οι μάχες. Οι αντάρτες επέδειξαν υψηλό φρόνημα και ηρωισμό, αντιστεκόμενοι σθεναρά για 15 μέρες. Δεν υπήρχε μέτωπο. Κάθε αντέρεισμα, βράχος και εδαφικό έξαρμα ήταν θέση άμυνας.
Οι αντάρτες μάχονταν με σθένος, υπερασπιζόμενοι τα εκατοντάδες γυναικόπαιδα. Υποχωρούσαν συγκροτημένα και διενεργούσαν αιφνιδιαστικές αντεπιθέσεις. Ολόκληρη η οροσειρά μετατράπηκε σε θέατρο σκληρών μαχών. Στο τέλος, με λίγες απώλειες, κατάφεραν νύχτα να διασπάσουν τον κλοιό του εχθρού και διέφυγαν, με όλα σχεδόν τα γυναικόπαιδα
Μια μεγάλη απώλεια για τους μαχητές του Πόντου σημειώθηκε στις αρχές του 1917. Ύστερα από διαταγή του στρατιωτικού διοικητή της επαρχίας Σαμψούντας, Ρεφάτ πασά, ο τακτικός στρατός άρχισε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην οροσειρά του Νεπιέν Νταγ. Ενενήντα Πόντιοι αντάρτες κατέφυγαν σε ένα μεγάλο σπήλαιο, γνωστό ως Σπηλιά της Παναγιάς. Εκεί συνέρρευσαν. αναζητώντας απελπισμένα σωτηρία, και 600 γυναικόπαιδα. Εντοπίστηκαν, όμως, πιθανότατα έπειτα από προδοσία των Τούρκων χωρικών. Ένα τόσο μεγάλο πλήθος δύσκολα θα περνούσε απαρατήρητο. Αμέσως κατέφθασε στην περιοχή της σπηλιάς δύναμη 330 Τούρκων χωροφυλάκων, με επικεφαλής τον Νταλίπ Τσαούς.
Ευκλειδης Κουρτίδης |
Οι Τούρκοι μετέφεραν τότε ολόκληρο σύνταγμα τακτικού στρατού. Για άλλες δύο μέρες μαίνονταν ομηρικές μάχες, ενώ ο γύρω από την είσοδο χώρος είχε καταληφθεί από σορούς Τούρκων στρατιωτών. Κάποια στιγμή τελείωσαν οι ελάχιστες σφαίρες που είχαν απομείνει στους Πόντιους αντάρτες. Τότε ο καπετάνιος Γιώργος Καραβασίλογλου πρότεινε κάτι το ασύλληπτο: Να κρατούσε ο καθένας την τελευταία σφαίρα στο τυφέκιό του, ώστε να αλληλοφονεύονταν για να μην έπεφταν ζωντανοί στα χέρια του εχθρού. Ο τελευταίος που θα έμενε ζωντανός θα αυτοκτονούσε.
Η απόφαση, σπάνιο δείγμα ηρωικής ηθικής, έγινε ομόφωνα δεκτή από τους μαχητές. Σε ένα σκηνικό που παρέπεμπε σε αρχαία τραγωδία, οι ηρωικοί υπερασπιστές της Σπηλιάς της Παναγιάς σκότωσαν ο ένας τον άλλο.
Ο τελευταίος έβαλε το όπλο κάτω από το σαγόνι του και αυτοκτόνησε. Μανιασμένοι, οι Τούρκοι μπήκαν στο σπήλαιο και έβγαλαν έξω το οδυρόμενο πλήθος, Οιμωγές και κραυγές αγωνίας ακούγονταν από παντού, αφού γνώριζαν ποια τύχη τους περίμενε. Οδηγήθηκαν στο κοντινό τουρκοχώρι Τζασχούρ. Εκεί. όλοι οι άντρες, ηλικιωμένοι οι περισσότεροι. κατακρεουργήθηκαν. Τριάντα σοροί αποκεφαλίστηκαν. Οι γυναίκες και τα παιδιά, σχεδόν 500 ψυχές, στάλθηκαν στο Καπού Καγιά. στις όχθες του ποταμού Αλυ, όπου απεβίωοαν από το ψύχος και τα βασανιστήρια.
Την άνοιξη του 1917 οι Πόντιοι καπετάνιοι, συγκλονισμένοι από τη συνεχιζόμενη γενοκτονία του άμαχου πληθυσμού από τους Τούρκους, ανταπέδωσαν τα χτυπήματα. Ο πόλεμος ήταν πλέον ολοκληρωτικός και από πλευράς Ελλήνων.
Επαλξη της αντίστασης αυτή την περίοδο αναδείχθηκε η Σάντα. Στη μεγάλη μάχη των Κοπαλάντων. στις 25 Ιανουάριου 1918, οι Τούρκοι υπέστησαν βαριά ήττα, με αποτέλεσμα για τρία χρόνια να μην ξαναεπιτεθούν στην περιοχή. Αξιόλογες ανταρτικές ομάδες, που συνέβαλαν στις νίκες αυτές ήταν του Ευστάθιου θεοδωρίδη, του Ιορδάνη Τσαρουχωνέτα. του Ιωάννη Κιαγχίδη και του Δημοσθένη Ευφραιμίδη. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στον ιερέα Παναγιώτη Μ ακρίδη.
Αυτός διοικούσε δική του ανταρτική ομάδα, συνεχίζοντας την παράδοση των ιερέων που άφηναν το Ευαγγέλιο και έπιαναν το όπλο. Αργότερα, το 1921,ο Κεμαλ Ατατούρκ, ο οποίος δεν ξέχασε την ηρωική αντίσταση της Σάντας αποφάσισε να καταστρέψει ολοκληρωπκά την περιοχή, διαθέτοντας γι’ αυτό ισχυρές μονάδες. Ο αρχηγός των ανταρτών Ευκλείδης Κουρτίδης το μόνο που κατάφερε τότε ήταν να σώσει το μεγαλύτερο μέρος του άμαχου πληθυσμού.
Κων/νος Φωτιαδης
Καθηγητης Πανεπιστημιου Δυτικης Μακεδονιας
Ιακωβος Μιχαηλιδης
Επικουρος Καθηγητης ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου