Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ & ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013


Με τη διάδοση του Χριστιανισμού καλλιεργήθηκε στον Πόντο μοναχικός βίος, τον οποίο διαμόρφωσαν και διέπλασαν  οι μεγάλοι της Εκκλησίας πατέρες, Γρηγόριος ο θαυματουργός (210-270), Βασίλειος ο Μέγας (324-379) και Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-391), που έζησαν και μόνασαν στον Πόντο πριν από την ανάμειξή τους στα πράγματα της Εκκλησίας ως επίσκοποι.
Οι πατέρες αυτοί θέσπισαν τους κανόνες της μοναστικής ζωής, προσαρμόζοντας την ησυχία και τη θεωρία με την πράξη και το έργο στα πλαίσια της ελληνικής ζωής και της χρησιμότητας στην κοινωνία.
Με το πνεύμα αυτό μορφώθηκαν Πόντιοι μοναχοί πατέρες οι οποίοι διακρίθηκαν «επί ασκητεία και σοφία» και αναδείχθηκαν δάσκαλοι και οδηγοί της Ορθοδοξίας, όπως:

*  Ο Νικοπολίτης Ιωάννης ο Ησυχαστής (424-558). Ίδρυσε τη μονή της Θεοτόκου στο χωριό Καγιά-Ντιμπή (Νικοπόλεως), η οποία αποτέλεσε σπουδαίο πνευματικό και  θρησκευτικό κέντρο στην περιοχή.
*Ο Τραπεζούντιος Άγιος Δωρόθεος ο Νέος (δεύτερο μισό του 10ου αι.).Ύστερα από μακρά ασκητεία στη μονή  της Γέννας (Γέννηση του Χριστού) στην Αμισό, ίδρυσε εκεί κοντά τη μονή της Αγίας Τριάδας.
*Ο Τραπεζούντιος Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης (δεύτερο μισό του 10ου αι.).Ίδρυσε τη μονή της Λαύρας στο Άγιον Όρος, όπου θέσπισε τους κανόνες της κοινοβιακής ζωής.
*Ο Πόντιος Άγιος Νίκωνας ο Μετανοείτε (δεύτερο μισό του 10ου αι.). Μετά την άσκησή του στη μονή της Χρυσής Πέτρας (στα όρια Πόντου - Παφλαγονίας) πήγε στην Κρήτη (961), μετά την ανακατάληψη της από τους Βυζαντινούς, και με τα κηρύγματα του συνέβαλε στην επαναφορά στον Χριστιανισμό των εξισλαμισθέντων Κρητών. Έδρασε ακολούθως στην Πελοπόννησο, όπου ανακηρύχθηκε προστάτης της Σπάρτης.
Στον Πόντο ιδρύθηκαν πάμπολλα μοναστήρια. Άγνωστος μάς είναι ο ακριβής αριθμός των μοναστηριών. Διάφοροι μελετητές αναφέρουν ότι πάνω από πενήντα μοναστήρια λειτούργησαν κατά καιρούς στον Πόντο. Στην ίδρυση των μοναστηριών συνέτεινε και το εξαίρετο υποβλητικό φυσικό τοπίο των ορεινών, κυρίως, περιοχών, όπου οι μοναχοί έχτισαν, αρχικά, τα ταπεινά κελιά τους και στη συνέχεια ανήγειραν, με τη συνεισφορά των κατοίκων και των αρχόντων, μεγαλόπρεπα κτίσματα, τα ερείπια των οποίων έως σήμερα θαυμάζονται.


 Πολλά από τα μοναστήρια του Πόντου ανάγουν την ίδρυσή σε παλιότερους χριστιανικούς χρόνους, άλλα στον 6ο αι., άλλα στην εποχή των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας (1204-1461) και μερικά στην περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Ο βίος των μοναστηριών δεν ήταν συνεχής λόγω των καταστροφών που υπέστησαν, κατά καιρούς από επιδρομείς. Πολλές μονές καταστράφηκαν στα μέσα περίπου του 17ου αι. εξαιτίας της ανεξέλεγκτης δράσης των τοπικών μουσουλμάνων τιμαριούχων (Τερέ-Μπέηδων). 

Αρκετά, ωστόσο, μοναστήρια από την ίδρυση ή επανίδρυσή τους διασώθηκαν και λειτούργησαν μέχρι την έξωση των Χριστιανών από τον Πόντο. Στην επιβίωσή τους είναι αλήθεια ότι συνετέλεσε και το ενδιαφέρον που επέδειξαν μερικοί σουλτάνοι, οι οποίοι μάλιστα, έκαναν και διάφορα αφιερώματα, καθώς και η έμφυτη, σε μερίδα των μουσουλμάνων, ευλάβεια προς τους τεκέδες (ησυχαστήρια δερβίσηδων) και κατ' επέκταση προς τα χριστιανικά μοναστήρια. 
Τα μοναστήρια ακόμη διασώθηκαν, επειδή μερικά από αυτά βρίσκονταν σε απόμακρες και δύσβατες περιοχές, όπου δεν ήταν εύκολο να φτάσει η βία και διαρπαγή των επιδρομέων και όταν καμιά φορά έφταναν έως εκεί αντιμετώπιζαν τη σθεναρή αντίσταση των μοναχών.
 Μερικές φορές πάλι οι μοναχοί φρόντιζαν με χρήματα, δώρα κ.α. να αμείβουν τους επιδρομείς ή τους επίβουλους αγάδες της περιοχής για να προστατεύσουν τα μοναστήρια, τη ζωή και τις περιουσίες των Χριστιανών. Τα μοναστήρια του Πόντου υπήρξαν σωτήρια, ιδιαίτερα την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τόσο στη διατήρηση του ορθόδοξου χριστιανικού φρονήματος των κατοίκων όσο και στη διατήρηση της συνοχής του Ελληνισμού. Απόδειξη, ότι σε όσες περιοχές υπήρχαν μοναστήρια, εκεί ο Χριστιανισμός και ο Ελληνισμός διατηρήθηκαν, σχεδόν, ανέπαφοι, ενώ αντίθετα, όπου αυτά δεν υπήρχαν, εκεί ο Χριστιανισμός και ο Ελληνισμός ακρωτηριάστηκαν ή χάθηκαν παντελώς μέσα στη δίνη του εξισλαμισμού και εκτουρκισμού.
Το μοναστήρια ακόμη υπήρξαν ασφαλή καταφύγια των καταδιωκόμενων Χριστιανών. Ιδιαίτερα προστατευτικός υπήρξε ο ρόλος τους για τους κρυπτοχριστιανους. Σε αυτά κατέφευγαν, με απόλυτη μυστικότητα οι κρυπτοχριστιανοί για να ασκούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα.

 Ακόμη, μοναχοί πατέρες, ειδικά εκπαιδευμένοι και εξουσιοδοτημένοι, επισκέπτονταν τις περιοχές των κρυπτοχριστιανών με κάθε προφύλαξη, μεταμφιεσμένοι πολλές φορές σε μουσουλμάνους δερβίσηδες και εμψύχωναν τους Χριστιανούς αυτούς και επιτελούσαν τις απαραίτητες ιεροτελεστίες (βαπτίσεις, γάμους, μεταλήψεις κ.λπ.). 
Τα μοναστήρια του Πόντου, ιδιαίτερα τα μεγάλα μοναστήρια, της Παναγίας Σουμελά, του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνα, του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, του Αγίου Γεωργίου Χουτουρά, της Παναγίας Γουμερά κ.ά. ήταν εστίες καλλιέργειας των γραμμάτων. 
Απόδειξη τα έργα που γράφτηκαν ή αντιγράφτηκαν στους κώδικες στις βιβλιοθήκες των μοναστηριών, πολλοί από τους οποίους, παρ' όλες τις λεηλασίες και διαρπαγές, διασώθηκαν μέχρι τα νεώτερα χρόνια. 

Μονή Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνα
Άλλη απόδειξη είναι η μόρφωση που έλαβαν εκεί πολλοί Πόντιοι την περίοδο 1461 -1820 και αναδείχτηκαν δάσκαλοι, σχολάρχες και επίσκοποι.
Από τα μοναστήρια που διασώθηκαν και λειτούργησαν μέχρι το 1922, επιλεκτικά αναφέρουμε τα εξής:

ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΒΑΖΕΛΩΝΑ

Ένα από τα μεγάλα μοναστήρια του Πόντου και το αρχαιότερο ήταν η Ιερά Βασιλική Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Τίμιου Προδρόμου και ΒαπτιστοΎ Ιωάννου Ζαβουλών ή Βαζελών. Ιδρύθηκε τον 3ο αι. στην περιοχή της Ματσούκας, 40 χιλ. νότια της Τραπεζουντας. Καταστράφηκε και σφαγιάστηκαν πολλοί μοναχοί του το 490 από περσικές επιδρομές. Ανοικοδομήθηκε τον 6ο αι. από τον Ιουστινιανό Α' σε νέα ασφαλέστερη τοποθεσία κοντά στην παλιά. Με χρυσόβουλο του ο Ιουστινιανός την ανακήρυξε ως βασιλική μονή. Τη μονή ενίσχυσαν αργότερα οι αυτοκράτορες Τραπεζούντας και ιδιαίτερα ο Αλέξιος Γ (1349-1390) και ο Μανουήλ Γ (1390-1417), οι οποίοι, εκτός των άλλων ευεργεσιών, την προίκισαν και με χρυσόβουλα.
Τη μονή, επίσης, ενίσχυσαν οι βασιλείς της Ρωσίας Πέτρος και Ιωάννης, οι οποίοι το 1694 την προίκισαν και με χρυσόβουλο. Αργότερα, το 1816, ο αυτοκράτορας πασών των Ρωσιών Αλέξανδρος εξέδωκε ουκάζιο με το οποίο χορηγούσε 500 ρούβλια εφάπαξ και 50 ρούβλια ως συνδρομή κάθε χρόνο.
Το 1719 η μονή λεηλατήθηκε από ληστές, οι οποίοι μεταξύ των άλλων συναπεκόμισαν και όλα τα χρυσόβουλα, σιγίλια και άλλα επίσημα έγγραφα. Τα τελευταία χρόνια (1903-1907) οικοδομήθηκε νέο τριώροφο λιθόκτιστο κτίσμα της μονής. Στη μονή Βαζελώνα καλλιεργήθηκαν τα γράμματα, η αγιογραφία, η ξυλογλυπτική και άλλες τέχνες. Από τη μονή εξήλθαν πολλοί δάσκαλοι και επίσκοποι.
Στην ιδιοκτησία της ανήκε και η γυναικεία μονή της Παναγίας Κρεμαστής, κοντά στο χωριό Θέρσα, στην οποία το 1910 μόναζαν 15 καλόγριες.

 Μετά το 1922 καταστράφηκε και ανιστορήθηκε από Πόντιους πρόσφυγες κοντά στο χωριό Άγιος Δημήτριος Κοζάνης.



ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΟΥΜΕΛΑ
Καστανιά
Για τη μονή αυτή περιοριζόμαστε να πούμε (σ.σ. επειδή  γίνεται εκτενής αναφορά, σε άλλο σημείο του blog) ότι υπήρξε μεγάλο θρησκευτικό και εθνικό κέντρο στον Πόντο, με ανεκτίμητη προσφορά. Ιδρύθηκε τον 4ο αι. και διατηρήθηκε μέχρι το 1922. Ανιστορήθηκε στους πρόποδες της Βερμίου, κοντά στο χωριό Καστανιά της Βέροιας, όπου χιλιάδες προσκυνητών συρρέουν κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου, στη γιορτή της Μεγαλόχαρης.

ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΕΡΙΣΤΕΡΕΩΤΑ


Τρίτη κατά σειρά αρχαιότητας μεγάλη μονή του Πόντου ήταν η Ιερά Βασιλική Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα.
Ιδρύθηκε το 752 στην περιοχή Γαλίαινας - Ματσούκας, 30 χλμ., περίπου, νότια της Τραπεζούντας. Στις αρχές του 13ου αι. καταστράφηκε από περσικές επιδρομές. Επανιδρύθηκε το 1388 με την ενίσχυση του αυτοκράτορα Τραπεζούντας Αλεξίου Γ (1349 -1390), ο οποίος και την προίκισε με χρυσόβουλο. Νέες συμφορές υπέστη η μονή μετά το 1461 από πυρκαγιές και διαρπαγές κατά τις οποίες καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν τα παλιά έγγραφα, οι κώδικες και το χρυσόβουλο του Αλεξίου. Με άδεια του σουλτάνου Βαγιαζίτ Β7 (1481-1512) ξαναχτίστηκε και επί Σελίμ Α' (1512-1520), ενισχύθηκε με προνόμια και ιδιαίτερο χρυσόβουλο. Ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Ιωακείμ Α' με σιγίλιό του το 1501 αναγνώρισε τη μονή ως Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική.
Στα νεώτερα χρόνια τα παλιά της κτίσματα καταστράφηκαν από πυρκαγιά (1904) και ξαναχτίστηκαν. Το 1903 είχε 15 μοναχούς. 

Πολλά από τα βιβλία και τα κειμήλια του μοναστηριού χάθηκαν, ωστόσο, ένας παλιός κώδικας, ο οποίος ανασυντάχθηκε από τον ιερομόναχο Καλλίνικο, βρέθηκε στα χέρια Τούρκου παλαιοπώλη της Τραπεζούντας και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από την οικογένεια Γραμματικόπουλου.
 Τον κώδικα αυτό δημοσίευσε ο ιστορικός - ερευνητής Στάθης Πελαγίδης, το 2001. Από τον δημοσιευμένο αυτόν κώδικα αντλήσαμε πολύτιμες πληροφορίες, τόσο για το μοναστήρι του Περιστερεώτα όσο και για άλλα μοναστήρια του Πόντου.
Η μόνη Περιστερεώτα στον Πόντο προσέφερε σπουδαίες υπηρεσίες στον Χριστιανισμό και τον Ελληνισμό. Υπήρξε κέντρο καλλιέργειας των γραμμάτων. Πολλοί επίσκοποι και μητροπολίτες του Πόντου, και όχι μόνο, προέρχονταν από αυτήν.

 Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι το μοναστήρι αυτό ήταν το κατ' εξοχήν θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο που τροφοδότησε με επισκόπους και δασκάλους τον Ελληνισμό της περιοχής. Η μονή διατηρήθηκε μέχρι το 1922. Σήμερα, μόνο ερείπιά της σώζονται. Ανιστορήθηκε το 1969 από το ομώνυμο σωματείο κοντά στο χωριό Ροδοχώρι της Νάουσας.


Αντίγραφο αυτού του χρυσόβουλου δημοσίευσε ο Γεώργιος Κανδηλάπτης στο βιβλίο του «Προσκυνητάριο ήτοι ιστορία των κατά την Χαλδίαν θείων ιερών και σεβασμίων μονών» (1904-1905), το οποίο επανεκδόθηκε  (2002).

ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΟΥΜΕΡΑ


Ερείπια της Παναγίας Γουμεράς
Βρισκόταν κοντά στο χωριό Τσίτη της περιοχής Μεσοχαλδίας. Ιδρύθηκε σύμφωνα με την παράδοση το έτος 950. Η ιστορία της μονής μέχρι και τον 18ο αι. παραμένει άγνωστη, μόνο θρύλοι και παραδόσεις διατηρούνταν μέχρι τότε. Από τις αρχές όμως του 18ου αι. και ύστερα φαίνεται ότι ο βίος της υπήρξε αδιατάρακτος. Με πατριαρχικά σιγίλια αναγνωρίστηκε το 1808 ως Σταυροπηγιακή και διατηρήθηκε ως τέτοια μέχρι το 1828. Από τότε λειτούργησε ως ενοριακή μονή υπό τη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Χαλδίας.
Η μονή διατηρούσε σχολείο στο οποίο έμαθαν τα πρώτα γράμματα πολλοί μετέπειτα δάσκαλοι και επίσκοποι. Στα νεώτερα χρόνια (1913-1915) λειτούργησε σχολή εκεί με την επωνυμία «Λύκειο Γουμεράς» (1913-1915). Η ίδρυση αυτής της σχολής οφείλεται κατά κύριο λόγο στον γιατρό Θεοφύλακτο Θεοφυλάκτου. 

Μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο όλη η κινητή περιουσία της μονής κατασχέθηκε από την τουρκική κυβέρνηση και με τον τρόπο αυτό τερμάτισε τον βίο του και το αρτισύστατο «Λύκειο». Από τις αρχές της 1Οετίας του 1970 άρχισε η ανιστόρηση της μονής στους πρόποδες του βουνού Μπέλες, κοντά στο χωριό Μακρινίτσα της επαρχίας Σιντικής (Σιδηροκάστρου) Ν. Σερρών, από την ομώνυμη αδελφότητα Ποντίων της Καλλιθέας - Αθηνών.

ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΡΑΣΑΡΕΩΣ

Βρισκόταν κοντά στο χωριό Πράσαρη Κερασούντας. Ιδρύθηκε στις αρχές του 20ου αι. στη θέση όπου υπήρχε αρχαίο προσκύνημα. Με ενέργειες του μητροπολίτη Χαλδίας Γερβασίου Σουμελίδη (1864-1905) το 1901 χτίστηκε η εκκλησία και στη συνέχεια τα άλλα κτίσματα της μονής (κελιά, ξενώνες, εστιατόριο, βιβλιοθήκη κ.λ.π.).

 Μετά το 1906 με ενέργειες του νέου μητροπολίτη Χαλδίας Λαυρέντιου Παπαδόπουλου έγιναν όλες οι προκαταρκτικές εργασίες, ώστε από το 1910 να λειτουργήσει μέσα στο μοναστήρι το Ιεροδιδασκαλείο Πρασάρεως του Πόντου. Το ιεροδιδασκαλείο λειτούργησε με κανονισμό και πρόγραμμα μαθημάτων ανωτέρου κύκλου σπουδών μέχρι την έκρηξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914.
Δεύτερος διευθυντής του ιεροδιδασκαλείου (1912-1914) διετέλεσε ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Παπαδόπουλος, φιλόλογος-    γλωσσολόγος, ο οποίος μετά το 1914 και μέχρι το 1953 υπήρξε συντάκτης και διευθυντής του Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών. Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος συνέταξε Γραμματική και Λεξικό της ποντιακής διαλέκτου, που εκδόθηκαν από την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, της οποίας διετέλεσε και πρόεδρος (1949-1962).

ΑΛΛΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

Εκκλησία Παναγίας Χρυσοκεφάλου Τραπεζούντας , σημερινό Φατίχ Τζαμί

Στην περιοχή του Πόντου, εκτός από τα προαναφερθέντα μοναστήρια, υπήρχαν και πολλά άλλα. Αναφέρουμε παρακάτω μερικά από αυτά, ονομαστικά και μόνο κατά περιοχές.

*Τραπεζούντας: Αγ. Ευγενίου, Παναγίας Θεοσκεπάστου, Αγ. Σοφίας, Αγ. Φιλίππου, Οσίου Σάββα, Αγ. Γρηγορίου Νυσσης, Αγ. Θεοδώρου Γαβρά, Χρυσοκεφάλου, Αγ. Βαρβάρας, Αγ. Αθανασίου του Δαιμονοκαταλύτη, το οποίο ταυτίζεται με τη μονή Αγ. Φωκά κ.ά
* Χαλδίας: Αγ. Γεωργίου Χαλιναρά, Αγ. Γεωργίου Ζαντου 
* Λεμούρχου: Αγ. Γεωργίου Κελώρης, Αγ. Βασιλείου Αστέρος, Αγ. Ιωάννου Προδρόμου 'Ιμερας, Ζωοδόχου Πηγής Αργυρούπολης, Αγ. Ιωάννου Προδρόμου Αργυρούπολης, Θεοτόκου Χαβίαινας, Ζωοδόχου Πηγής Αμπρικάντων κ.ά.
* Βαδησάνης (Φάτσας): Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης, Αγ. Ανδρέου και της Παναγίας στο Ιασώνειο.
* Κερασούντας: Αγ. Γεωργίου.

*Σουρμένων: Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ή μονή του Χάλδου.
* Αμισού: Της Γέννας (Γέννηση του Χριστού), της Αγ. Τριάδας, της Ζωοδόχου Πηγής.
*Πάφρας: Παναγίας Μάγαρα.
*Ινέπολης (Αβώνου Τείχος): Της Χρυσής Πέτρας.

* Ιβό(ω)ρας: Του Αγ. Βασιλείου.
*Ευδοκιάδας (Τοκάτης): Αγ. Θεοδώρου Τήρωνος, Παναγίας Κουκουσώ.
*Νικόπολης (Γαράσαρης): Θεοτόκου, των Τεσσαράκοντα μαρτύρων, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Καγιά - Ντιπή). 

*Αμάσειας: Αγ. Ιωάννου.
Πολλά από τα παραπάνω μοναστήρια ανάγουν την ίδρυσή τους στους πρώιμους και μέσους βυζαντινούς χρόνους. Τα περισσότερα καταστράφηκαν περίπου στα μέσα του 17ου αι. Ήταν τότε που η κεντρική εξουσία εκχώρησε πολλά δικαιώματά της στους τοπικούς τιμαριούχους (Τερε-μπέηδες), οι οποίοι εξαπέλυσαν άγριους διωγμούς κατά των Χριστιανών, πολλοί από τους οποίους εξισλαμίστηκαν.

 Μερικά από τα μοναστήρια αυτά ιδρύθηκαν στα χρόνια της αυτοκρατορίας Τραπεζούντας και πολύ λίγα στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Ελάχιστα, πάντως, διασώθηκαν μέχρι τα νεώτερα χρόνια. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το θρησκευτικό συναίσθημα των Ποντίων ήταν βαθύτατο και ακραιφνώς ορθόδοξο, όπως καλλιεργήθηκε από την Εκκλησία, το σχολείο, την οικογένεια και με την εν γένει ανατροφή και αγωγή.
 Καρπός και απαύγασμα της θρησκευτικής πίστης και λατρείας των Ποντίων ήταν οι πάμπολλοι ιεροί τους τόποι, ναοί, μοναστήρια, παρεκκλήσια και εξωκκλήσια που συναντούσε κανείς στις πόλεις, στις κωμοπόλεις και στα χωριά, στους δρυμούς και στους λόφους.
 ’Αλλο δείγμα της βαθιάς θρησκευτικής πίστης και ευσέβειας των Ποντίων ήταν η απαρέγκλιτη τήρηση της Κυριακής αργίας, των εορτών, των νηστειών και η συμμετοχή τους στα μυστήρια της Εκκλησίας, όπως και η διατήρηση σε κάθε ποντιακό σπίτι εικόνων και άλλων ιερών αντικειμένων, τα οποία ουδέποτε αποχωρίζονταν ακόμη και κατά τις βίαιες εξώσεις από τις εστίες τους.

Διαμαντής Θεμ. Λαζαρίδης

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah