Για όποιον έχει υπ' όψιν του τον χάρτη
του Πόντου, η Πάφρα (ή Μπάφρα) είναι µια µικρή πόλη στον Δυτικό Πόντο,
σχεδόν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
Η
φήµη της στην ελληνική επικράτεια δεν οφείλεται τόσο στο εµπόριο καπνών που
άνθησε εκεί κατά τον 19o
και 20ό αιώνα όσο στο γεγονός
ότι σχεδόν όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί κάτοικοι της πόλης και της ευρύτερης
περιοχής ήταν τουρκόφωνοι.
Έτσι, µε την άφιξη των προσφύγων
στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1920 η λέξη Μπάφραλης ξεπέρασε τα
όρια της Ανατολίας και κατέληξε να δηλώνει όλους τους τουρκόφωνους ελληνορθόδοξους
πληθυσµούς µε καταγωγή από την ευρύτερη περιοχή του Πόντου.
Για όσους
µεγάλωσαν µέσα σε ελληνόφωνες ποντιακές οικογένειες η λέξη Μπάφραλης
ακούγεται περιφρονητική, σχεδόν προσβλητική, γιατί ως συνώνυµη του
τουρκόφωνου υπονοεί τους αμφισβητούμενης καθαρότητας Ποντίους: «Ο Μπάφραλης
Πόντιος δεν είναι, άλλο µιλέτι είναι αυτός», έλεγε µε τη βαριά ποντιακή
προφορά του και χωρίς περιστροφές ένας γέρος Τραπεζούντιος.
Για όσους
επίσης µεγάλωσαν σε εαµογενείς οικογένειες στη Βόρεια Ελλάδα ο Μπάφραλης έχει
και πάλι αρνητική σηµασία, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους.
Η λέξη Μπάφραλης
για τους εαµογενείς και για τους πληθυσµούς που ανήκαν στον χώρο της
Αριστεράς είναι συνώνυµη του συνεργάτη των Γερµανών, του ταγµατασφαλίτη, του
φανατικού διώκτη του ΕΑΜ.
Στις οικογενειακές αφηγήσεις των αριστερών τα ονόµατα
του Μιχάλαγα, του Κισά Μπατζάκ και του Αντών Τσαούς περιπλανώνται σαν φαντάσµατα,
µπλέκονται µε άλλα διαβόητων συνεργατών των Γερµανών, όπως του Δάγκουλα και του
Πούλου, και συµπληρώνουν τον κατάλογο των λαοµίσητων προσώπων της
µεταπολιτευτικής περιόδου.
Ως επακόλουθο,
οι Μπαφραλήδες είναι συνυφασµένοι µε κάτι ακόµη: την πίστη στα κόµµατα της
εθνικοφροσύνης και της Δεξιάς. Καµάρι για τους µεν, ντροπή για τους δε, πάντως
«Μπαφραλης και αριστερός δεν γίνεται», λένε οι άνθρωποι στα ποντιακά χωριά.
Όσοι, µάλιστα, µεγάλωσαν σε οικογένειες που
ήταν ταυτόχρονα ελληνόφωνες ποντιακές και ανήκαν πολιτικά στην Αριστερά, όπως
ήταν και η δική µου περίπτωση, ανατράφηκαν µε δύο αλληλοσυµπληρούµενους
και αλληλοτροφοδοτούµενους µύθους.
Μόνο η ντροπή
των Ποντίων, αυτοί «Οι ψευτο-Πόντιοι», θα µπορούσαν να είναι προδότες και
γερµανοντυµένοι. Όλοι οι υπόλοιποι, ακριβώς επειδή ήταν γνήσιοι Πόντιοι και ως
εκ τούτου «παλικάρια και προοδευτικοί άνθρωποι», προσχώρησαν στο ΕΑΜ, πολέµησαν
τους Γερµανούς και τίµησαν την καταγωγή τους.
Πώς
κατασκευάζονται όµως και πώς διαπλέκονται µε τέτοιο τρόπο δύο ταυτότητες
φαινοµενικά άσχετες µεταξύ τους; Πώς το εθνοτικό συναντά το πολιτικό στοιχείο;
Αυτά είναι
ερωτήµατα που προκύπτουν σχεδόν αυτόµατα έπειτα από την προηγούµενη σύντοµη
εξιστόρηση. Η εργασία αυτή, λοιπόν, είχε αφετηρία ένα τυπικό ερώτηµα διερεύνησης
πολιτικής συµπεριφοράς:
γιατί οι προερχόµενοι από τον Δυτικό Πόντο
τουρκόφωνοι προσφυγικοί πληθυσµοί ταυτίστηκαν κατά τη µεταπολεµική περίοδο µε
τα κόµµατα της Δεξιάς και κάποιες φορές και µε αυτά της άκρας Δεξιάς ;
Για να είµαι ειλικρινής, όταν έθεσα το ερώτηµα
αυτό, είχα ήδη µέσα µου µία σχετικά σύντοµη απάντηση: η εθνοτική
κουλτούρα. Αργότερα κατάλαβα ότι µε τον όρο αυτό δεν έκανα τίποτε άλλο από το
να επενδύω τις προκαταλήψεις µου µε κοινωνιολογικό περιτύλιγµα (Kalyvas 1999γ:
9).
Πότε ήταν αυτό
το «αργότερα»; Όταν διαπίστωσα πως στα χωριά των τουρκόφωνων Ποντίων ο
Ελευθέριος Βενιζέλος λατρευόταν µε την ίδια ένταση που αυτό γινόταν και στους
άλλους προσφυγικούς οικισµούς: «Ο πατέρας µου άκουγε Βενιζέλος και έκλαιγε,
συγκινιόταν τόσο πολύ ... » µου είπε κάποια στιγµή ένας τουρκόφωνος Πόντιος
της Κοζάνης, φανερά συγκινηµένος και ο ίδιος.
Τότε άρχισα να αναζητώ άλλους
δρόµους, συνειδητοποιώντας τη σηµασία της φράσης ενός άλλου τουρκόφωνου
Ποντίου: εμένα με κάναν µε το ζόρι δεξιό και φασίστα και κείνους τους κάναν µι
το ζόρι κοµµουνιστές και δυστυχώς ήµασταν όλοι βενιζελικοί. Οι πατεράδες µας
δίναν το αίµα τους ακόµη για τον Βενιζέλο».
Εντέλει, αν η
εθνοτική κουλτούρα φαίνεται να µπορεί να εξηγήσει τη διαφοροποιηµένη
πολιτική συµπεριφορά των τουρκόφωνων Ποντίων στη διάρκεια της Κατοχής και
µεταπολεµικά, αδυνατεί να εξηγήσει την αδιαφοροποίητη πολιτική τους
συµπεριφορά προπολεµικά.
Τα παραπάνω ερωτήµατα εκτός του ότι µε
υποχρέωσαν να ανατρέξω σε ογδόντα περίπου χρόνια πολιτικής ζωής, µε
οδήγησαν να συγκροτήσω σταδιακά νέες υποθέσεις και να αναζητήσω
νέες πειστικές απαντήσεις, πολλές από τις οποίες βρίσκονταν κρυµµένες πίσω από
ιστορικά γεγονότα και βιώµατα.
Συνειδητοποίησα,
έτσι, πως η διερεύνηση της ιστορικής διάστασης. Η «επιστροφή στην
ιστορία», είναι απαραίτητη για την κατανόηση και τον εµπλουτισµό µιας έρευνας
επικεντρωµένης στην πολιτική συµπεριφορά του σήµερα (Δεµερτζής 1994: 19·
Καλύβας 1997: 94). Την ίδια στιγµή, όµως, έβλεπα να αναδύονται και άλλες
όψεις στο υπό έρευνα θέµα: κοινωνικές. ψυχολογικές και ανθρωπολογικές.
Αποτέλεσµα των προηγούµενων διαπιστώσεων
υπήρξε η χρήση εκ µέρους µου διεπιστηµονικών εργαλείων. Έτσι. παρά το
γεγονός ότι η προσέγγιση του θέµατος γίνεται από τη σκοπιά της Πολιτικής
Επιστήµης, η έρευνα αυτή προσπάθησε να συνδυάσει µεθόδους,
υποθέσεις και συµπεράσµατα από τον χώρο της Πολιτικής Κοινωνιολογίας, της
Ιστορίας, της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και της Κοινωνικής Ψυχολογίας.
Είναι
κρίµα για την ποιότητα της εργασίας αυτής το γεγονός ότι ο συγγραφέας της δεν
µπορεί να ισχυριστεί πως έχει πλήρη γνώση της βιβλιογραφίας και των
ερευνητικών αναζητήσεων σε ό,τι αφορά τη σχέση µεταξύ της
πολιτισµικής/εθνοτικής ταυτότητας και της πολιτικής συµπεριφοράς στο σύνολο
των προαναφερόµενων ερευνητικών κλάδων.
Πάντως, ο αναγνώστης µπορεί να δείξει
επιείκεια, αναγνωρίζοντας από τη µια πλευρά την ειλικρίνεια του
γράφοντος και από την άλλη την αντικειµενική δυσκολία ενός
τέτοιου εγχειρήµατος.
Η έρευνα διήρκεσε τρία περίπου χρόνια
(1998-2000). Ένα σηµαντικό µέρος των δεδοµένων προέρχεται από προφορικές
µαρτυρίες που συλλέχθηκαν στις περιοχές όπου επικεντρώνεται η έρευνα.
Αρκετές συνοµιλίες έγιναν µε την παρουσία
µαγνητόφωνου και καταγράφηκαν. Χρησιµοποιήθηκαν, επίσης, αποµαγνητοφωνηµένες
και µη, συνεντεύξεις άλλων ερευνητών (αναφέρονται στη βιβλιογραφία). Σε πολλές
όµως περιπτώσεις, είτε επειδή οι άνθρωποι αρνούνταν να µιλήσουν µε µαγνητόφωνο
µπροστά τους είτε επειδή οι συνθήκες της συζήτησης µε εµπόδιζαν να το προτείνω
(π.χ. ελεύθερη συζήτηση σε ένα καφενείο ή σε µια ταβέρνα µε συνοδεία
φαγητού και ποτού), δεν έγινε καταγραφή των συνοµιλιών.
Κάποιες φορές επίσης οι συζητητές µου
ζήτησαν να κλείσει το µαγνητόφωνο, για να πουν κάτι που θεωρούσαν σηµαντικό
αλλά και πιθανώς επιζήµιο γι' αυτούς. Από την εµπειρία µου, πάντως, προκύπτει
πως, σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις, οι συζητήσεις χωρίς µαγνητόφωνο
περιέχουν συχνά πολύ πιο ενδιαφέροντα στοιχεία από αυτές που καταγράφονται στα
µαγνητόφωνα.
Σηµαντικό τµήµα
της εργασίας βασίζεται επίσης σε ιστορικά αρχεία και αρχεία κοινοτήτων, σε
δηµογραφικά στοιχεία, σε δηµοσιευµένες βιογραφίες και σε γραπτές µαρτυρίες.
Σε τέτοιου
τύπου εργασίες µόνο ο συνδυασµός των πηγών µπορεί να φέρει αποτελέσµατα και να
µειώσει τους κινδύνους. Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψω να υπενθυµίσω πως χωρίς
τη δυνατότητα ανίχνευσης των εκλογικών αποτελεσµάτων στα τµήµατα των
τουρκόφωνων Ποντίων από την περίοδο του µεσοπολέµου µέχρι τις µέρες µας η εργασία
αυτή δεν θα είχε ξεκινήσει ποτέ.
Με την εργασία
αυτή επιχείρησα να απευθυνθώ ταυτοχρόνως σε δύο κατηγορίες αναγνωστών: αφενός
στην κοινότητα των ειδικών της πολιτικής επιστήµης και αφετέρου σε ένα ευρύτερο
κοινό που θα επιθυµούσε να γνωρίσει ελάχιστα γνωστές, κατά τη γνώµη µου, όψεις
της ελληνικής πολιτικής ζωής και ιστορίας.
Έτσι, µπορεί
κάποιος να αποφύγει να διαβάσει την εισαγωγή του βιβλίου αυτού, αν δεν
επιθυµεί να µοιραστεί µαζί µου κάποιες θεωρητικές υποθέσεις και αναλύσεις γύρω
από τη σχέση ανάµεσα στην εθνοτική ταυτότητα και την πολιτική συµπεριφορά,
χωρίς αυτό να έχει επιπτώσεις στην κατανόηση του υπόλοιπου κειµένου.
Αν και δεν
µπορώ να υπερηφανευτώ , όπως ο Ουµπέρτο Έκο, ότι τίποτε από ότι έχει γραφτεί
σε αυτό το βιβλίο δεν είναι δικό µου, η εργασία αυτή οφείλει πολλά σε
πολλούς, οι οποίοι, αν απουσίαζαν, το βιβλίο δεν θα έφτανε ποτέ στην τελική του
µορφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου