ΜΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ μπορεί να αποδείξει ότι η διάλεκτος αυτή δεν έχει παρά ελάχιστες ιδιαιτερότητες περιθωριακής και όχι δομικής μορφής, που τη διακρίνουν από τη νεοελληνική κοινή και τις άλλες νεοελληνικές διαλέκτους.Έτσι:
Στη Φωνολογία, και το φωνηεντικό και το συμφωνικό σύστημα της ποντιακής δεν διαφέρουν από το σύστημα της κοινής νεοελληνικής και των άλλων διαλέκτων. Η ποντιακή διαθέτει τα φωνήεντα της κοινής νεοελληνικής a, ο, u, e, i: έρχουμαι, ακόμαν, άνθρωπος, αντρίζ'νε, εκείνος, εκατήβα.
Διαθέτει επίσης δύο διφθόγγους a και ο, που προήλθαν από τη συναλοιφή των ia και iο: βασιλaδες, τελονω.
Το συμφωνικό σύστημα της ποντιακής περιλαμβάνει τα 20 σύμφωνα της κοινής νεοελληνικής και, επιπλέον, τα παχιά συριστικά, ηχηρά και άηχα, σ, ζ, τs, τζ, ξ, ψ: καμίσα, ανάσκελα, χαλάζα, τσαiρα, φουρουντζής, δεξός, ανέψα.
Στη Μορφολογία, η κλίση των πτωτικών (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, μετοχών) και των ρημάτων εντάσσεται δομικά στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής και δεν αποκλίνει από την κλίση στην κοινή νεοελληνική και στις άλλες νεοελληνικές διαλέκτους. Αναφέρονται παραδειγματικά κλιτικοί τύποι ουσιαστικών:
* ο αφέντης, τη αφέντη, τον αφέντην, αφέντη (ή αφέντα), οι αφεντάδες (-άδοι), των αφεντίων, τοι αφεντάδες (-άδουςι), αφεντάδες.
* ο ψάλτες, τη ψάλτε, τον ψάλτεν, ψάλτε, οι ψαλτάδες, των ψαλταδίων, τοι ψαλτάδες, ψαλτάδες.
* ο πετεινόν, τη πετεινού, τον πετεινόν, πετεινέ, οι πετεινοί, των πετεινών, τοι πετεινούς, πετεινοί.
* η νύφε, τη νύφες, την νύφεν, νύφε, οι νυφάδες, των νυφάδων, τοι νυφάδες, νυφάδες.
* το παιδίν, τη παιδί (ου), το παιδίν, παιδίν, τα παιδία, των παιδίων, τα παιδία, παιδία (A. Α. Παπαδόπουλος 1955, 36-50).
Κλιτικοί τύποι ρημάτων:
* φανερώνω, φανερών(ει)ς, φανερώντς, φανερών(ει), φανερώνομε, φανερώνετε(ν), φανερών(ου)νε.
* εφενέρωνα, -ες, - ε(ν), -αμε, -ετε(ν), -αν(ε).
*εφανέρωσα, -ες, -ε(ν), -αμε, -ετε(ν), -αν(ε).
* τιμώ, -άς, -ά, -ούμε(ν), -άτε(ν), -ούν(ε).
*τιμούμαι, -άσαι, -άται, κτλ.
Στη Σύνταξη, παρά τις επιμέρους επιδράσεις της τουρκικής, έχουμε σύνταξη νεοελληνικού λόγου. Προπαντός έχουμε τα ίδια, από δομική άποψη, λεκτικά σύνολα.Όπως έγραψα άλλοτε: «Εκείνος που μελετά τα σύνολα λέξεων της ποντιακής κάνει γρήγορα τη διαπίστωση ότι έχει μπροστά του σύνολα λέξεων της κοινής νεοελληνικής με διαλεκτική μορφή.
Με άλλα λόγια, τα σύνολα λέξεων λειτουργούν στην ποντιακή κατά τον ίδιο τρόπο όπως και τα αντίστοιχα σύνολα στην κοινή νεοελληνική. Οι διαφορές είναι ελάχιστες και μάλλον περιθωριακής και όχι δομικής μορφής» (Δ.Ε. Τομπαΐδης 1996, 168-170, όπου παρατίθενται πλούσια παραδείγματα από όλα τα είδη των λεκτικών συνόλων).
Τέλος, στο Λεξιλόγιο, η επίδραση της τουρκικής υπήρξε αναμφίβολα εκτεταμένη. Οι λέξεις της τουρκικής στην ποντιακή είναι περισσότερες από ό,τι σήμερα στην κοινή ή στα άλλα ελλαδικά ιδιώματα.
Ισως λεξιλογικά θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε την ποντιακή με την ομιλούμενη γλώσσα στην Ελλάδα αμέσως μετά την τουρκοκρατία, πριν επιχειρηθεί ο εξελληνισμός του λεξιλογίου της νέας ελληνικής, ο οποίος, ως γνωστόν, αντικατέστησε πολλές τουρκικές και άλλες ξένες λέξεις με ελληνικές (παλαιστής αντί, πεχλιβάνης, ζωέμπορος αντί τσαμπάζης, κ.τλ.).
Οπωσδήποτε οι τουρκικές λέξεις είναι λιγότερες στην ποντιακή από ό,τι στις άλλες μικρασιατικές διαλέκτους.Όλα αυτά όμως αναφέρονται σε ποσοτικές σχέσεις. Γιατί από ποιοτική άποψη η λεξιλογική επίδραση της τουρκικής στον κύριο κορμό της ποντιακής υπήρξε ελάχιστη, αν όχι μηδαμινή.
Η φωνητική και μορφολογική επίδραση της τουρκικής στα καππαδοκικά, για τα οποία έχει πει ο R. Μ. Dawkins ότι «το σώμα έμεινε ελληνικό, η ψυχή τους όμως έγινε τούρκικη», δεν αφορά την ποντιακή. Γιατί σ' αυτήν οι τουρκικές λέξεις αφομοιώνονται γραμματικά και εξελληνίζονται, δηλαδή παίρνουν ελληνικές καταλήξεις και μπαίνουν στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής και, στη συνέχεια, συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία.
Έτσι η τουρκική λέξη aramak («αναζητώ, ψάχνω») περνάει στην ποντιακή με την ελληνική κατάληξη -εύω ως αραεύω και κλίνεται όπως το γνήσιο ελληνικό γυρεύω. Το αραεύω δίνει, με τη σειρά του, τα παράγωγα αράεμαν και αραευτής.
Έτσι και η τουρκική λέξη patul («φούχτα λαναρισμένου μαλλιού») έδωσε τη λέξη πατούλ(ιν), με την ίδια σημασία, που κλίνεται όπως και το νεοελληνικό χωράφι(ιν) και έδωσε, με τη σειρά του, τα παράγωγα η πα-τούλα («παχουλή, αφράτη και άσπρη»), πατουλάζω («κάνω τούφες το λαναρισμένο μαλλί») και πατουλίουμαι («καλύπτομαι από νιφάδες χιονιού»).
Καμιά φορά, βέβαια, δίνεται η εντύπωση ότι η τουρκική λέξη παραλαμβάνεται αναφομοίωτη, αυτούσια, με τη μορφή που έχει ακριβώς στην τουρκική γλώσσα, π.χ. καρπούζ (τουρκ. Karpuz), νεφέσ' (τουρκ. nefes), ναμούσ' (τουρκ. namus), κ.τλ.
Αυτό, όμως, είναι φαινομενικό. Οι τύποι στην ποντιακή είναι καρπούζιν, νεφέσιν, ναμούσιν και μόνο στα ιδιώματα που αποβάλλουν το μετατονούμενο ί παίρνουν τις μορφές αυτές καρπούζ', νεφέσ', ναμούσ', όπως συμβαίνει και με τις καθαρά ελληνικές λέξεις χωράφ' - χωράφιν, τραγώδ' - τραγώδιν, σκαφίδ' - σκαφίδιν, κ.τλ. Αλλωστε αυτό φαίνεται καθαρότερα στην κλίση τους: τη καρπου-ζί(ου) - τα καρπού-α, όπως ακριβώς χωράφι(ιν) - τη χωραφιού) - τα χωράφα.
Το συμπέρασμα από τη συνοπτική αυτή πραγμάτευση είναι
α) ότι η ποντιακή διάλεκτος διατήρησε, σε γενικές γραμμές, τα χαρακτηριστικά που έχουν η νεοελληνική κοινή και οι νεοελληνικές διάλεκτοι, και δεν διαφοροποιήθηκε απ' αυτές στη γραμματική δομή της, δηλαδή τη φωνολογική, τη μορφολογική, τη συντακτική και τη λεξιλογική, και
β) ότι, συνεπώς, οι ξένες επιδράσεις που δέχτηκε, προπάντων της τουρκικής, εν μέρει στη σύνταξη και εκτεταμένα στο λεξιλόγιο, δεν αλλοίωσαν την ελληνική της φυσιογνωμία, γιατί διέθετε τους αναγκαίους εσωτερικούς μηχανισμούς και ισχυρή αφομοιωτική δύναμη για τη μορφολογική ένταξη των ξένων στοιχείων, και μάλιστα των τουρκικών, στο γραμματικό της σύστημα, που παρέμεινε αμιγώς ελληνικό.
Δημήτρης Τομπαΐδης
Καθηγητής ΑΠΘ
Στη Φωνολογία, και το φωνηεντικό και το συμφωνικό σύστημα της ποντιακής δεν διαφέρουν από το σύστημα της κοινής νεοελληνικής και των άλλων διαλέκτων. Η ποντιακή διαθέτει τα φωνήεντα της κοινής νεοελληνικής a, ο, u, e, i: έρχουμαι, ακόμαν, άνθρωπος, αντρίζ'νε, εκείνος, εκατήβα.
Διαθέτει επίσης δύο διφθόγγους a και ο, που προήλθαν από τη συναλοιφή των ia και iο: βασιλaδες, τελονω.
Το συμφωνικό σύστημα της ποντιακής περιλαμβάνει τα 20 σύμφωνα της κοινής νεοελληνικής και, επιπλέον, τα παχιά συριστικά, ηχηρά και άηχα, σ, ζ, τs, τζ, ξ, ψ: καμίσα, ανάσκελα, χαλάζα, τσαiρα, φουρουντζής, δεξός, ανέψα.
Στη Μορφολογία, η κλίση των πτωτικών (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, μετοχών) και των ρημάτων εντάσσεται δομικά στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής και δεν αποκλίνει από την κλίση στην κοινή νεοελληνική και στις άλλες νεοελληνικές διαλέκτους. Αναφέρονται παραδειγματικά κλιτικοί τύποι ουσιαστικών:
* ο αφέντης, τη αφέντη, τον αφέντην, αφέντη (ή αφέντα), οι αφεντάδες (-άδοι), των αφεντίων, τοι αφεντάδες (-άδουςι), αφεντάδες.
* ο ψάλτες, τη ψάλτε, τον ψάλτεν, ψάλτε, οι ψαλτάδες, των ψαλταδίων, τοι ψαλτάδες, ψαλτάδες.
* ο πετεινόν, τη πετεινού, τον πετεινόν, πετεινέ, οι πετεινοί, των πετεινών, τοι πετεινούς, πετεινοί.
* η νύφε, τη νύφες, την νύφεν, νύφε, οι νυφάδες, των νυφάδων, τοι νυφάδες, νυφάδες.
* το παιδίν, τη παιδί (ου), το παιδίν, παιδίν, τα παιδία, των παιδίων, τα παιδία, παιδία (A. Α. Παπαδόπουλος 1955, 36-50).
Κλιτικοί τύποι ρημάτων:
* φανερώνω, φανερών(ει)ς, φανερώντς, φανερών(ει), φανερώνομε, φανερώνετε(ν), φανερών(ου)νε.
* εφενέρωνα, -ες, - ε(ν), -αμε, -ετε(ν), -αν(ε).
*εφανέρωσα, -ες, -ε(ν), -αμε, -ετε(ν), -αν(ε).
* τιμώ, -άς, -ά, -ούμε(ν), -άτε(ν), -ούν(ε).
*τιμούμαι, -άσαι, -άται, κτλ.
Στη Σύνταξη, παρά τις επιμέρους επιδράσεις της τουρκικής, έχουμε σύνταξη νεοελληνικού λόγου. Προπαντός έχουμε τα ίδια, από δομική άποψη, λεκτικά σύνολα.Όπως έγραψα άλλοτε: «Εκείνος που μελετά τα σύνολα λέξεων της ποντιακής κάνει γρήγορα τη διαπίστωση ότι έχει μπροστά του σύνολα λέξεων της κοινής νεοελληνικής με διαλεκτική μορφή.
Με άλλα λόγια, τα σύνολα λέξεων λειτουργούν στην ποντιακή κατά τον ίδιο τρόπο όπως και τα αντίστοιχα σύνολα στην κοινή νεοελληνική. Οι διαφορές είναι ελάχιστες και μάλλον περιθωριακής και όχι δομικής μορφής» (Δ.Ε. Τομπαΐδης 1996, 168-170, όπου παρατίθενται πλούσια παραδείγματα από όλα τα είδη των λεκτικών συνόλων).
Τέλος, στο Λεξιλόγιο, η επίδραση της τουρκικής υπήρξε αναμφίβολα εκτεταμένη. Οι λέξεις της τουρκικής στην ποντιακή είναι περισσότερες από ό,τι σήμερα στην κοινή ή στα άλλα ελλαδικά ιδιώματα.
Ισως λεξιλογικά θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε την ποντιακή με την ομιλούμενη γλώσσα στην Ελλάδα αμέσως μετά την τουρκοκρατία, πριν επιχειρηθεί ο εξελληνισμός του λεξιλογίου της νέας ελληνικής, ο οποίος, ως γνωστόν, αντικατέστησε πολλές τουρκικές και άλλες ξένες λέξεις με ελληνικές (παλαιστής αντί, πεχλιβάνης, ζωέμπορος αντί τσαμπάζης, κ.τλ.).
Οπωσδήποτε οι τουρκικές λέξεις είναι λιγότερες στην ποντιακή από ό,τι στις άλλες μικρασιατικές διαλέκτους.Όλα αυτά όμως αναφέρονται σε ποσοτικές σχέσεις. Γιατί από ποιοτική άποψη η λεξιλογική επίδραση της τουρκικής στον κύριο κορμό της ποντιακής υπήρξε ελάχιστη, αν όχι μηδαμινή.
Η φωνητική και μορφολογική επίδραση της τουρκικής στα καππαδοκικά, για τα οποία έχει πει ο R. Μ. Dawkins ότι «το σώμα έμεινε ελληνικό, η ψυχή τους όμως έγινε τούρκικη», δεν αφορά την ποντιακή. Γιατί σ' αυτήν οι τουρκικές λέξεις αφομοιώνονται γραμματικά και εξελληνίζονται, δηλαδή παίρνουν ελληνικές καταλήξεις και μπαίνουν στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής και, στη συνέχεια, συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία.
Έτσι η τουρκική λέξη aramak («αναζητώ, ψάχνω») περνάει στην ποντιακή με την ελληνική κατάληξη -εύω ως αραεύω και κλίνεται όπως το γνήσιο ελληνικό γυρεύω. Το αραεύω δίνει, με τη σειρά του, τα παράγωγα αράεμαν και αραευτής.
Έτσι και η τουρκική λέξη patul («φούχτα λαναρισμένου μαλλιού») έδωσε τη λέξη πατούλ(ιν), με την ίδια σημασία, που κλίνεται όπως και το νεοελληνικό χωράφι(ιν) και έδωσε, με τη σειρά του, τα παράγωγα η πα-τούλα («παχουλή, αφράτη και άσπρη»), πατουλάζω («κάνω τούφες το λαναρισμένο μαλλί») και πατουλίουμαι («καλύπτομαι από νιφάδες χιονιού»).
Καμιά φορά, βέβαια, δίνεται η εντύπωση ότι η τουρκική λέξη παραλαμβάνεται αναφομοίωτη, αυτούσια, με τη μορφή που έχει ακριβώς στην τουρκική γλώσσα, π.χ. καρπούζ (τουρκ. Karpuz), νεφέσ' (τουρκ. nefes), ναμούσ' (τουρκ. namus), κ.τλ.
Αυτό, όμως, είναι φαινομενικό. Οι τύποι στην ποντιακή είναι καρπούζιν, νεφέσιν, ναμούσιν και μόνο στα ιδιώματα που αποβάλλουν το μετατονούμενο ί παίρνουν τις μορφές αυτές καρπούζ', νεφέσ', ναμούσ', όπως συμβαίνει και με τις καθαρά ελληνικές λέξεις χωράφ' - χωράφιν, τραγώδ' - τραγώδιν, σκαφίδ' - σκαφίδιν, κ.τλ. Αλλωστε αυτό φαίνεται καθαρότερα στην κλίση τους: τη καρπου-ζί(ου) - τα καρπού-α, όπως ακριβώς χωράφι(ιν) - τη χωραφιού) - τα χωράφα.
Το συμπέρασμα από τη συνοπτική αυτή πραγμάτευση είναι
α) ότι η ποντιακή διάλεκτος διατήρησε, σε γενικές γραμμές, τα χαρακτηριστικά που έχουν η νεοελληνική κοινή και οι νεοελληνικές διάλεκτοι, και δεν διαφοροποιήθηκε απ' αυτές στη γραμματική δομή της, δηλαδή τη φωνολογική, τη μορφολογική, τη συντακτική και τη λεξιλογική, και
β) ότι, συνεπώς, οι ξένες επιδράσεις που δέχτηκε, προπάντων της τουρκικής, εν μέρει στη σύνταξη και εκτεταμένα στο λεξιλόγιο, δεν αλλοίωσαν την ελληνική της φυσιογνωμία, γιατί διέθετε τους αναγκαίους εσωτερικούς μηχανισμούς και ισχυρή αφομοιωτική δύναμη για τη μορφολογική ένταξη των ξένων στοιχείων, και μάλιστα των τουρκικών, στο γραμματικό της σύστημα, που παρέμεινε αμιγώς ελληνικό.
Δημήτρης Τομπαΐδης
Καθηγητής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου