ΟΛΟΙ ΟΙ ΜΕΛΕΤΗΤΕΣ που ασχολήθηκαν με το θέμα της βιωσιμότητας των νεοελληνικών διαλέκτων συμφωνούν στην άποψη ότι μοιραία αυτές κάποτε θα εξαφανιστούν. Είναι χαρακτηριστικό στο σημείο αυτό ότι ο R. Browning κλείνει το κεφάλαιο για τις νεοελληνικές διαλέκτους με τη φράση: «Οι ελληνικές διάλεκτοι, όπως και οι αγγλικές, είναι καταδικασμένες να εξαφανιστούν». Οι απόψεις για το θέμα αυτό διαφέρουν φραστικά, στην ουσία όμως όλες επισημαίνουν την καταλυτική επίδραση της κοινής νεοελληνικής, που ασκείται με ποικίλους τρόπους.
Φυσικά, η γλωσσική αφομοίωση των Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία ούτε εύκολη ούτε άμεση υπήρξε. Πέρασε από διάφορα στάδια -που κάποτε πρέπει να μελετηθούν και να προσδιοριστούν ακριβέστερα. Αρχικά, από την αντικατάσταση ορισμένων διαφορετικών λέξεων του ιδιώματος τους με λέξεις της κοινής νεοελληνικής (π.χ. αδράχτι αντί για το ποντιακό καρμενέτσα).
Έπειτα, από την εγκατάλειψη ιδιαίτερων συντακτικών δομών (π.χ. δήλωση συγκριτικού βαθμού, όπως στην κοινή νεοελληνική και όχι όπως στα ποντιακά: εμορφότερος, όχι (κι) άλλο έμορφος). Τέλος, αποκλειστική χρήση της κοινής νεοελληνικής, με κάποια διαλεκτική προφορά ή χροιά (αυτήν είναι αναμφίβολο αν μπορέσουν ποτέ να την εξαλείψουν ολότελα).
Αυτή, λοιπόν, η γλωσσική αφομοίωση των προσφύγων υπήρξε ταχύτερη στα περισσότερο επηρεασμένα από τα τουρκικά μικρασιατικά ιδιώματα, τα καππαδοκικά. Αυτό συνέβη γιατί οι πρόσφυγες, από τη στιγμή που κατάλαβαν ότι η εγκατάστασή τους στην Ελλάδα ήταν οριστική και δεν υπήρχε περίπτωση, όπως ήλπιζαν τον πρώτο καιρό, να ξαναγυρίσουν στην παλιά πατρίδα τους, προσπάθησαν να ενσωματωθούν στο νέο περιβάλλον τους. Αυτό, στο γλωσσικό επίπεδο, σημαίνει ότι για να επικοινωνήσουν με τους άλλους 'Ελληνες της περιοχής τους έπρεπε να μιλήσουν την κοινή νεοελληνική ( ή το ιδίωμα των συγχωριανών τους).
Όσο πιο διαφορετικό γλωσσικό ιδίωμα των προσφύγων, τόσο πιο ακατανόητο ήταν για τους άλλους και τόσο ανάγκη να το εγκαταλείψονν σαν μέσο επικοινωνίας με τους άλλους, μεγαλύτερη. Γι αυτό και τα περισσότερο επηρεασμένα από τα τουρκικά μικρασιατικά ιδιώματα αφανίστηκαν ή τείνουν να αφανιστούν γρηγορότερα. Στο σημείο αυτό εξάλλου, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασια δεν αντιμετωπίστηκαν ευμενώς από τούς άλλους 'Ελληνες στον πρώτο καιρό της εγκατάσταση·τους.
Η γενική διάθεση απέναντι τους υπήρξε περιπαικτική, αν μη υβριστική, και οι διάφορες προσωνυμίες που τους αποδόθηκαν αυτό μαρτυρούν (Αούτηδες,Τουρκόσποροι κ.τ.λ.).
Κάθε ιδέα, λοιπόν, κοινωνικής ή επαγγελματικής ευδοκίμησης θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί, αν δεν απέβαλλαν όσο γρηγορότερα μπορούσαν τα χαρακτηριστικά, κυρίως γλωσσικά, της προσφυγικής προέλευσής τους.
Είναι φυσικό ότι όπου οι συμπατριώτες μας εγκαταστάθηκαν σε συμπαγείς προσφυγικούς οικισμούς, το μικρασιατικό τους ιδίωμα θα διατηρηθεί περισσότερο χρόνο και με λιγότερες επιδράσεις. Το σημείο αυτό, που υπογραμμίζεται από όλους σχεδόν τους μελετητές, φαίνεται και φυσικό και δικαιολογημένο.
Γιατί οι πρόσφυγες σε συμπαγείς εγκαταστάσεις επικοινωνούσαν, κατά κανόνα, μεταξύ τους σε καθημερινή βάση και έτσι κρατούσαν το γλωσσικό τους ιδίωμα. Αν χρειαζόταν εκτάκτως να ξεφύγουν από το οικείο περιβάλλον του οικισμού τους και να επικοινωνήσουν με ομιλητές άλλου γλωσσικού ιδιώματος ή της κοινής νεοελληνικής, το γεγονός αυτό ελάχιστη επίδραση ασκούσε στο ιδίωμά τους.
Οι πρόσφυγες συνεχίζουν να επικοινωνούν με τους δικούς τους, οικείους και συμπατριώτες, στο γλωσσικό ιδίωμα που έφεραν από την πατρίδα τους. Και, όπως κάθε ομιλούμενη γλώσσα, επηρεάζει και επηρεάζεται από γειτονικές γλώσσες και, εν πάση περιπτώσει, εξελίσσεται, παίρνει νέες, διαφορετικές από τις προηγούμενες, μορφές.
Ποια είναι η έκταση της διαφοροποίησης της σημερινής από την πριν από το 1922 ποντιακή δεν το γνωρίζουμε με ακρίβεια, γνωρίζουμε όμως ότι και στη Φωνητική και στη Μορφολογία και στη Σύνταξη τα σημερινά ποντιακά έχουν κάποιες διαφορές από τα παλαιότερα (Δ. Τομπαΐδης 1996, 252-255).
Είναι γνωστό ότι ενοποιητικοί παράγοντες δρούσαν ανέκαθεν μέσα στον ελληνισμό, κυρίως μέσω της παιδείας και της Εκκλησίας, παράγοντες που εμπόδισαν τη διάσπαση της ελληνικής σε νεώτερες «γλώσσες».
Στα νεώτερα χρόνια, από την εποχή της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους κι εδώ, οι παράγοντες αυτοί άσκησαν ακόμα πιο συνεκτική επίδραση στα ελληνόφωνα τμήματα μέσω της εκπαίδευσης, της στρατιωτικής θητείας, των επικοινωνιών, των πληθυσμών μετακινήσεων από την ύπαιθρο στις πόλεις και ιδίως των Μέσων μαζικής επικοινωνίας, προπάντων της τηλεόρασης.
Με τη διάδοση της τηλεόρασης οι πρόσφυγες, σε όποια εγκατάσταση και αν βρίσκονταν, δέχονταν, θέλοντας και μη, α συνεχή μορφή, την καταιγιστική και εξουθενωτική επίδραση της κοινής νεοελληνικής η οποία με τον τρόπο αυτόν ισοπέδωσε γλωσσικά όλους τους 'Ελληνες και συρρίκνωσε, αν δεν εξαφάνισε, τα περιφερειακά γλωσσικά ιδιώματα.
Έτσι κάτι που θα συνέβαινε αναπόδραστα με την πάροδο αρκετών ετών και τη διαδοχή κάποιων γενεών προσφύγων συντελέστηκε σε μικρό χρονικό διάστημα με την επίδραση των μέσων μαζικής επικοινωνίας και, μάλιστα, της τηλεόρασης.
Και είναι κρίμα. Γιατί ο αφανισμός των διαλέκτων και ιδιωμάτων, που συντελείται στις μέρες μας, φτωχαίνει τη γλώσσα μας την ελληνική, επειδή της στερεί μια πηγή από την οποία αντλούσε πολλά γλωσσικά στοιχεία και πλούτιζε σε λέξεις και γραμματικούς τύπους και συντακτικές δομές. Π.χ. οι ρηματικοί τύποι του μεσοπαθητικού Παρατατικού γραφόμασταν - γραφόσασταν, που πάνε να καθιερωθούν ως κοινοί τύποι της νέας ελληνικής σήμερα, είναι ηπειρώτικοι.
Είναι γνωστό ότι καθ' όλη την ιστορική πορεία τους κοινή ελληνική και ιδιώματα βρίσκονταν ανέκαθεν σε μια διαλεκτική σχέση αλληλεπίδρασης και αμοιβαίων δανεισμών. Επίσης θα χαθεί, σήμερα-αύριο, η δυνατότητα της υφολογικής ποικιλίας που είχαμε, να χρησιμοποιούμε, δηλαδή, στον λόγο μας ιδιωματικά στοιχεία κι έτσι να τον ποικίλλουμε. Να λέμε π.χ. Πρώτα ώβασον κ' επεκεί κακάντσσν και να μη χρειάζεται να επεξηγούμε την κάθε λέξη. Η ποντιακή διάλεκτος (και, σ' έναν βαθμό, κάθε προσφυγικό γλωσσικό ιδίωμα, μικρασιατικό ή άλλο) εξακολούθησε να χρησιμοποιείται όχι μονάχα από τους ηλικιωμένους Ποντίους, αυτούς που ήρθαν από τον Πόντο, αλλά -σε περιορισμένη φυσικά κλίμακα και όχι συστηματικά — και από τη νεώτερη γενιά.
Η χρήση της ως δεύτερης γλώσσας, μετά την κοινή νεοελληνική, γίνεται σε περιβάλλον οικείο, οικογενειακό ή φιλικό, και έχει τον χαρακτήρα επιβεβαίωσης πιο πολύ της ταυτότητας της ποντιακής καταγωγής του ομιλητή και εκδήλωσης της επιθυμίας του να διατηρηθεί η ποντιακή λαλιά.
Το ίδιο ισχύει, με περιοριστικότερους όρους, και για την τρίτη γενιά των Ποντίων. Φυσικά. όλα αυτά αποτελούν ένα είδος θελημένης αντίστασης στην αδυσώπητη φθορά της διαλέκτου που επιβάλλεται από τον χρόνο, αντίστασης που μονάχα συναισθηματικοί λόγοι υπαγορεύουν και στηρίζουν.
Από τη στιγμή που η ποντιακή, όπως και σι υπόλοιπες τοπικές διάλεκτοι, παύει να αποτελεί γλώσσα επικοινωνίας — οπότε λόγοι λειτουργικοί θα επέβαλλαν τη χρήση της - είναι μοιραίο να αφανίζεται σιγά σιγά και να καταντήσει με τον καιρό μουσειακή γλώσσα, γλώσσα νεκρή.
Έστω κι αν η ποντιακή διάλεκτος είναι η μόνη ελληνική γλωσσική μορφή που μιλήθηκε στο Διάστημα, κατά την επικοινωνία του ελληνικής καταγωγής Ρώσου αστροναύτη με την ποντιόφωνη οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη).
Ένα στοιχείο που διαφοροποιεί το μέλλον της ποντιακής από το μέλλον των υπολοίπων διαλέκτων είναι η μαζική έλευση τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας των Ελλήνων από την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Πραγματικά, οι συμπατριώτες μας αυτοί, που είναι αποκλειστικά, σχεδόν, ποντιόφωνοι, έφεραν, μαζί με τα λιγοστά υπάρχοντά τους, και την ποντιακή διάλεκτο, η οποία ξανακούγεται, στα περιβάλλοντα των Ποντίων αυτών, να μιλιέται ως γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ τους, αλλά και στις επαφές τους με τρίτους.
Έτσι ξαναβιώνεται, σε περιορισμένη έκταση, το φαινόμενο του 1922 με την Ανταλλαγή των πληθυσμών, όταν είχε πρωτακουστεί στον ελλαδικό χώρο η παράξενη για την υπόλοιπο κόσμο αυτή λαλιά. Και μόλο που η κατάσταση αυτή της ποντιοφωνίας τους δεν πρόκειται να διαρκέσει πολύ - γιατί, είτε με διάφορα «σχολεία» είτε με τις επαφές, θα αποκτήσουν το όργανο της γλωσσικής τους επικοινωνίας με τους υπόλοιπους Έλληνες, την κοινή νεοελληνική, και θα αφομοιωθούν γλωσσικά, επιτυγχάνοντας έτσι την κοινωνική τους ένταξη - όσο κρατήσει όμως θα αποτελεί μια δυναμωτική ένεση στην αντίσταση της ποντιακής στη φθορά του χρόνου.
Δημήτρης Τομπαΐδης
Καθηγητής ΑΠΘ
Φυσικά, η γλωσσική αφομοίωση των Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία ούτε εύκολη ούτε άμεση υπήρξε. Πέρασε από διάφορα στάδια -που κάποτε πρέπει να μελετηθούν και να προσδιοριστούν ακριβέστερα. Αρχικά, από την αντικατάσταση ορισμένων διαφορετικών λέξεων του ιδιώματος τους με λέξεις της κοινής νεοελληνικής (π.χ. αδράχτι αντί για το ποντιακό καρμενέτσα).
Έπειτα, από την εγκατάλειψη ιδιαίτερων συντακτικών δομών (π.χ. δήλωση συγκριτικού βαθμού, όπως στην κοινή νεοελληνική και όχι όπως στα ποντιακά: εμορφότερος, όχι (κι) άλλο έμορφος). Τέλος, αποκλειστική χρήση της κοινής νεοελληνικής, με κάποια διαλεκτική προφορά ή χροιά (αυτήν είναι αναμφίβολο αν μπορέσουν ποτέ να την εξαλείψουν ολότελα).
Αυτή, λοιπόν, η γλωσσική αφομοίωση των προσφύγων υπήρξε ταχύτερη στα περισσότερο επηρεασμένα από τα τουρκικά μικρασιατικά ιδιώματα, τα καππαδοκικά. Αυτό συνέβη γιατί οι πρόσφυγες, από τη στιγμή που κατάλαβαν ότι η εγκατάστασή τους στην Ελλάδα ήταν οριστική και δεν υπήρχε περίπτωση, όπως ήλπιζαν τον πρώτο καιρό, να ξαναγυρίσουν στην παλιά πατρίδα τους, προσπάθησαν να ενσωματωθούν στο νέο περιβάλλον τους. Αυτό, στο γλωσσικό επίπεδο, σημαίνει ότι για να επικοινωνήσουν με τους άλλους 'Ελληνες της περιοχής τους έπρεπε να μιλήσουν την κοινή νεοελληνική ( ή το ιδίωμα των συγχωριανών τους).
Όσο πιο διαφορετικό γλωσσικό ιδίωμα των προσφύγων, τόσο πιο ακατανόητο ήταν για τους άλλους και τόσο ανάγκη να το εγκαταλείψονν σαν μέσο επικοινωνίας με τους άλλους, μεγαλύτερη. Γι αυτό και τα περισσότερο επηρεασμένα από τα τουρκικά μικρασιατικά ιδιώματα αφανίστηκαν ή τείνουν να αφανιστούν γρηγορότερα. Στο σημείο αυτό εξάλλου, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασια δεν αντιμετωπίστηκαν ευμενώς από τούς άλλους 'Ελληνες στον πρώτο καιρό της εγκατάσταση·τους.
Η γενική διάθεση απέναντι τους υπήρξε περιπαικτική, αν μη υβριστική, και οι διάφορες προσωνυμίες που τους αποδόθηκαν αυτό μαρτυρούν (Αούτηδες,Τουρκόσποροι κ.τ.λ.).
Κάθε ιδέα, λοιπόν, κοινωνικής ή επαγγελματικής ευδοκίμησης θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί, αν δεν απέβαλλαν όσο γρηγορότερα μπορούσαν τα χαρακτηριστικά, κυρίως γλωσσικά, της προσφυγικής προέλευσής τους.
Είναι φυσικό ότι όπου οι συμπατριώτες μας εγκαταστάθηκαν σε συμπαγείς προσφυγικούς οικισμούς, το μικρασιατικό τους ιδίωμα θα διατηρηθεί περισσότερο χρόνο και με λιγότερες επιδράσεις. Το σημείο αυτό, που υπογραμμίζεται από όλους σχεδόν τους μελετητές, φαίνεται και φυσικό και δικαιολογημένο.
Γιατί οι πρόσφυγες σε συμπαγείς εγκαταστάσεις επικοινωνούσαν, κατά κανόνα, μεταξύ τους σε καθημερινή βάση και έτσι κρατούσαν το γλωσσικό τους ιδίωμα. Αν χρειαζόταν εκτάκτως να ξεφύγουν από το οικείο περιβάλλον του οικισμού τους και να επικοινωνήσουν με ομιλητές άλλου γλωσσικού ιδιώματος ή της κοινής νεοελληνικής, το γεγονός αυτό ελάχιστη επίδραση ασκούσε στο ιδίωμά τους.
Οι πρόσφυγες συνεχίζουν να επικοινωνούν με τους δικούς τους, οικείους και συμπατριώτες, στο γλωσσικό ιδίωμα που έφεραν από την πατρίδα τους. Και, όπως κάθε ομιλούμενη γλώσσα, επηρεάζει και επηρεάζεται από γειτονικές γλώσσες και, εν πάση περιπτώσει, εξελίσσεται, παίρνει νέες, διαφορετικές από τις προηγούμενες, μορφές.
Ποια είναι η έκταση της διαφοροποίησης της σημερινής από την πριν από το 1922 ποντιακή δεν το γνωρίζουμε με ακρίβεια, γνωρίζουμε όμως ότι και στη Φωνητική και στη Μορφολογία και στη Σύνταξη τα σημερινά ποντιακά έχουν κάποιες διαφορές από τα παλαιότερα (Δ. Τομπαΐδης 1996, 252-255).
Είναι γνωστό ότι ενοποιητικοί παράγοντες δρούσαν ανέκαθεν μέσα στον ελληνισμό, κυρίως μέσω της παιδείας και της Εκκλησίας, παράγοντες που εμπόδισαν τη διάσπαση της ελληνικής σε νεώτερες «γλώσσες».
Ζεύγος Ποντίων σε αναμνηστική φωτογραφία |
Με τη διάδοση της τηλεόρασης οι πρόσφυγες, σε όποια εγκατάσταση και αν βρίσκονταν, δέχονταν, θέλοντας και μη, α συνεχή μορφή, την καταιγιστική και εξουθενωτική επίδραση της κοινής νεοελληνικής η οποία με τον τρόπο αυτόν ισοπέδωσε γλωσσικά όλους τους 'Ελληνες και συρρίκνωσε, αν δεν εξαφάνισε, τα περιφερειακά γλωσσικά ιδιώματα.
Έτσι κάτι που θα συνέβαινε αναπόδραστα με την πάροδο αρκετών ετών και τη διαδοχή κάποιων γενεών προσφύγων συντελέστηκε σε μικρό χρονικό διάστημα με την επίδραση των μέσων μαζικής επικοινωνίας και, μάλιστα, της τηλεόρασης.
Και είναι κρίμα. Γιατί ο αφανισμός των διαλέκτων και ιδιωμάτων, που συντελείται στις μέρες μας, φτωχαίνει τη γλώσσα μας την ελληνική, επειδή της στερεί μια πηγή από την οποία αντλούσε πολλά γλωσσικά στοιχεία και πλούτιζε σε λέξεις και γραμματικούς τύπους και συντακτικές δομές. Π.χ. οι ρηματικοί τύποι του μεσοπαθητικού Παρατατικού γραφόμασταν - γραφόσασταν, που πάνε να καθιερωθούν ως κοινοί τύποι της νέας ελληνικής σήμερα, είναι ηπειρώτικοι.
Είναι γνωστό ότι καθ' όλη την ιστορική πορεία τους κοινή ελληνική και ιδιώματα βρίσκονταν ανέκαθεν σε μια διαλεκτική σχέση αλληλεπίδρασης και αμοιβαίων δανεισμών. Επίσης θα χαθεί, σήμερα-αύριο, η δυνατότητα της υφολογικής ποικιλίας που είχαμε, να χρησιμοποιούμε, δηλαδή, στον λόγο μας ιδιωματικά στοιχεία κι έτσι να τον ποικίλλουμε. Να λέμε π.χ. Πρώτα ώβασον κ' επεκεί κακάντσσν και να μη χρειάζεται να επεξηγούμε την κάθε λέξη. Η ποντιακή διάλεκτος (και, σ' έναν βαθμό, κάθε προσφυγικό γλωσσικό ιδίωμα, μικρασιατικό ή άλλο) εξακολούθησε να χρησιμοποιείται όχι μονάχα από τους ηλικιωμένους Ποντίους, αυτούς που ήρθαν από τον Πόντο, αλλά -σε περιορισμένη φυσικά κλίμακα και όχι συστηματικά — και από τη νεώτερη γενιά.
Η χρήση της ως δεύτερης γλώσσας, μετά την κοινή νεοελληνική, γίνεται σε περιβάλλον οικείο, οικογενειακό ή φιλικό, και έχει τον χαρακτήρα επιβεβαίωσης πιο πολύ της ταυτότητας της ποντιακής καταγωγής του ομιλητή και εκδήλωσης της επιθυμίας του να διατηρηθεί η ποντιακή λαλιά.
Το ίδιο ισχύει, με περιοριστικότερους όρους, και για την τρίτη γενιά των Ποντίων. Φυσικά. όλα αυτά αποτελούν ένα είδος θελημένης αντίστασης στην αδυσώπητη φθορά της διαλέκτου που επιβάλλεται από τον χρόνο, αντίστασης που μονάχα συναισθηματικοί λόγοι υπαγορεύουν και στηρίζουν.
Από τη στιγμή που η ποντιακή, όπως και σι υπόλοιπες τοπικές διάλεκτοι, παύει να αποτελεί γλώσσα επικοινωνίας — οπότε λόγοι λειτουργικοί θα επέβαλλαν τη χρήση της - είναι μοιραίο να αφανίζεται σιγά σιγά και να καταντήσει με τον καιρό μουσειακή γλώσσα, γλώσσα νεκρή.
Έστω κι αν η ποντιακή διάλεκτος είναι η μόνη ελληνική γλωσσική μορφή που μιλήθηκε στο Διάστημα, κατά την επικοινωνία του ελληνικής καταγωγής Ρώσου αστροναύτη με την ποντιόφωνη οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη).
Ένα στοιχείο που διαφοροποιεί το μέλλον της ποντιακής από το μέλλον των υπολοίπων διαλέκτων είναι η μαζική έλευση τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας των Ελλήνων από την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Πραγματικά, οι συμπατριώτες μας αυτοί, που είναι αποκλειστικά, σχεδόν, ποντιόφωνοι, έφεραν, μαζί με τα λιγοστά υπάρχοντά τους, και την ποντιακή διάλεκτο, η οποία ξανακούγεται, στα περιβάλλοντα των Ποντίων αυτών, να μιλιέται ως γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ τους, αλλά και στις επαφές τους με τρίτους.
Έτσι ξαναβιώνεται, σε περιορισμένη έκταση, το φαινόμενο του 1922 με την Ανταλλαγή των πληθυσμών, όταν είχε πρωτακουστεί στον ελλαδικό χώρο η παράξενη για την υπόλοιπο κόσμο αυτή λαλιά. Και μόλο που η κατάσταση αυτή της ποντιοφωνίας τους δεν πρόκειται να διαρκέσει πολύ - γιατί, είτε με διάφορα «σχολεία» είτε με τις επαφές, θα αποκτήσουν το όργανο της γλωσσικής τους επικοινωνίας με τους υπόλοιπους Έλληνες, την κοινή νεοελληνική, και θα αφομοιωθούν γλωσσικά, επιτυγχάνοντας έτσι την κοινωνική τους ένταξη - όσο κρατήσει όμως θα αποτελεί μια δυναμωτική ένεση στην αντίσταση της ποντιακής στη φθορά του χρόνου.
Δημήτρης Τομπαΐδης
Καθηγητής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου