Ο Παπαμύρων: Ένας μεγάλος Έλληνας του Καυκάσου

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Ο Παπαμύρων , δάσκαλος ανάμεσα σε μαθητές του 
Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης από τον Πόντο στον Καύκασο.,, Μετά από τον ρώσο - τουρκικό πόλεμο του 1877-1878. Οι περισσότεροι Ποντοέλληνες που φύγανε από τις επαρχίες τους Κολωνίας και της Χαλδίας κατοίκησαν τις ακριτικές περιοχές του Καρς. Ανάμεσα στους μετανάστες υπήρξε κι ένας εξαίρετος από την Αυλήαννα της Αργυρούπολης, ο Μύρων Μυρωνίδης.
Γιός εικονογράφου, σκαλιστή τέμπλων, ο Μύρων έμαθε τα πρώτα γράμματα στην Αργυρούπολη. Ο Μύρων έδειχνε ιδιαίτερη κλίση στη μάθηση, αγαπούσε πολύ τη μελέτη και απέκτησε εγκυκλοπαιδική μόρφωση.
 Έγινε αυτοδίδακτος και ικανός να διδάξει.. Ανάλογη καλλιτεχνική εξέλιξη επέδειξε και στην εικονογραφία. Ανεδείχθη καλός ζωγράφος, προσωπογράφος. Ποια υπήρξε η εκπολιτιστική, κοινωνικο-θρησκευτική και πατριωτική δράση του;
Τα παραμεθόρια ελληνοχώρια του Καρς προς το Ερζερούμ δεν είχαν ούτε σχολείο, ούτε εκκλησία. Μα ούτε Έλληνες ιερείς και διδάσκαλοι δεν υπήρχαν. Κι οι ολίγοι προτιμούσαν να διοριστούν στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η έλλειψη αυτή σαν σκοτάδι άπλωνε στη ζωή των ακρινών χωριών, υποβιβάζοντας την πνευματική υπόσταση των φτωχών Ελλήνων στη μοίρα των αγροίκων Κούρδων, Τούρκων και Τατάρων. Η αμάθεια και η αγραμματοσύνη αρκετά χρόνια ήταν το κύριο γνώρισμα της ζωής των νέων εποίκων.
Ο Μυρωνίδης ανησυχούσε και λυπόταν για την άθλια κατάσταση του παραμεθόριου ελληνικού πληθυσμού. Στο χωριό Τσιπλαχλή, που είχε εγκατασταθεί με της γονείς και τα αδέρφια του, ίδρυσε το πρώτο κοινοτικό ελληνικό σχολείο του οποίου υπήρξε ο πρώτος διδάσκαλος.
 Ύστερα από δύο χρόνια πήγε στο Βεζίνκιοϊ, εφτά χιλιόμετρα ανατολικά του Καρς, κατοικημένο από 200 και πλέον ελληνικές οικογένειες, προσληφθείς εκεί ως ελληνοδιδάσκαλος. Εκεί παντρεύτηκε. Αλλά τον φιλόπατρη Μύρωνα δεν ικανοποιούσε η ατομική, η οικογενειακή ευτυχία. Οι σκέψεις του έτρεχαν στους ακρινούς ομογενείς, τους καταδικασμένους στα σκοτάδια της αγραμματοσύνης. Μέσα του τώρα φωλιάζει ο φόβος της αφομοίωσης με το γηγενές μουσουλμανικό στοιχείο.
Στις αρχές έκανε μια περιοδεία στα παραμεθόρια ελληνοχώρια και είδε τα χάλια τους. Τα παιδιά μεγάλωναν αβάπτιστα. Οι νέοι για να παντρευτούν πήγαιναν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά να στεφανωθούν. Ούτε ίχνος μορφωτικής κίνησης. Ο μεγάλος του πατριωτισμός, η αγάπη του για το γένος, τον ωθεί στη μεγάλη απόφαση. Έγινε παπάς. Με τη βοήθεια των πατριωτών της Τιφλίδας, του φίλου του παιδαγωγού Κορχανίδη, χειροτονήθηκε από το Ρώσσο μητροπολίτη, έξαρχο της Γεωργίας.
Στο Βεζίνκιοϊ τον ρωτούσαν «γιατί το έκανες αυτό Μύρων;» Ο Μύρων απάντησε «τώρα απόκτησα μεγαλύτερη δύναμη για να σώσω τον Ελληνισμό της μεθορίου. Κατάφερα και κάτι άλλο, πιο σπουδαίο. Πήρα την άδεια από τον τοποτηρητή του Καυκάσου να ιδρύσω ελληνικά σχολεία, και να φτιάξω εκκλησίες».
Ως έδρα της εξόρμησης και της δράσης του διάλεξε το Καράουργαν, το κοντινότερο προς τα σύνορα. Αμέσως έστησε μια παράγκα για εκκλησία, τη στόλισε με εικόνες, έργα των χειρών του και άρχισε να λειτουργεί.
Κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή έρχονταν από τα γύρω χωριά να εκκλησιασθούν στην πρόχειρη εκκλησία. Σ’ ένα σπίτι του χωριού εγκατέστησε το σχολείο, ειδοποιώντας τα γύρω ελληνοχώρια να στείλουν τα παιδιά τους, και ο ίδιος ανέλαβε το έργο του διδασκάλου.
 Τώρα ο παπά Μύρων δεν έχει ανάπαυση. Από το σχολείο στην εκκλησία και από την εκκλησία στο πρόχειρο εργαστήριο της εικονογραφίας. Σιγά σιγά με τους εράνους, με την προσωπική εργασία των κατοίκων έφτιαξε την πρώτη εκκλησία και το πρώτο σχολείο.
 Για τον παπα Μύρωνα αυτό δεν ήταν αρκετό. Ο σκοπός του ήταν μεγάλος. Να αποκτήσουν και όλα τα άλλα ελληνικά χωριά, Απουλβάρτ, Γενίκιοϊ, Μπαρτούζ, Κιορογλί, Σιρπασάν, Τσιορμίκ, Γιαγπα-σάν, Αλίσοφι, Μετζηέ, Καρακούρτ, Κιζίλ και Μετζικέρτ και των επαρχιών Χοροσάν και Σόγανλη, το καθένα ελληνικό χωριό και την εκκλησία του. 
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν η έλλειψη ελληνοδιδασκάλων. Ο παπα Μύρων βρίσκει τη λύση. Στην Τσιπλαχλί, δηλαδή στο χωριό του, ιδρύει παιδαγωγικό φροντιστήριο, ένα είδος ακαδημίας.. Εκεί που οι ρωσικές αρχές ίδρυαν τα Ρωσικά σχολεία για τη διδασκαλία της Ρωσικής, παράλληλα εδιδάσκετο και η ελληνική. Ενώ οι Ρώσοι διδάσκαλοι πληρώνονταν από το Κράτος, οι ελληνοδιδάσκαλοι πληρώνονταν από της γονείς των παιδιών ή από την κοινότητα.
 Το παιδαγωγικό Φροντιστήριο του Παπα Μύρωνα ανέδειξε πολλούς και φημισμένους διδάσκαλους σε όλη την περιφέρεια του Καρς, σαν τον Κωνσταντίνο Κουρατζή, τον πρωθιερέα Γεώργιο Χαριτίδη, τον Λάζαρο Κεσίδη, τον Παντελή Ματρατζή και άλλους.
 Επειδή τα χωριά ήταν πολλά και δεν επαρκούσαν οι λίγοι απόφοιτοι του φροντιστηρίου του, ο παπα Μύρων απετάθη στη μητρόπολη της Τραπεζούντας να στείλει αποφοίτους του εκεί Φροντιστηρίου. Οι ενέργειες του βρήκαν απήχηση.
 Ήρθαν οι ελληνοδιδάσκαλοι οι οποίοι επλαισίωσαν το διδακτικό προσωπικό έξι σχολείων... Ο ακατάβλητος Παπά Μύρων πάντοτε ιστάμενος στις επάλξεις του Ελληνισμού με την πολυσχιδή εκπολιτιστική του δράση, παρακολουθούσε την ελληνοπρεπή μόρφωση των Ελληνοπαίδων του Αντικαυκάσου. 
Για να τονώσει την αγάπη, τον εθνισμό των Ελλήνων του Καρς έγραφε ποιήματα σχολικά και λαϊκά, τα οποία απήγγελαν οι μαθητές των σχολείων και οι νέοι στις τελετές των εξετάσεων στις σχολικές γιορτές. Δεν παρέλειπε ευκαιρία. Μιλούσε στις δημογεροντίες των χωριών, στα σχολεία, από τον άμβωνα της εκκλησίας «είναι ντροπή για τους Έλληνες, απογόνους των πεπολιτισμένων ενδόξων προγόνων, να μην ξέρομε τη γλώσσα τους. Έχετε ιερή υποχρέωση απέναντι στη μεγάλη καταγωγή σας και την ελληνική συνείδηση να μάθετε την στοιχειώδη ελληνική ανάγνωση και γραφή...»
Ο Πάπα Μύρων πάλεψε σκληρά για την επιτυχία των ελληνομορφωτικών προσπαθειών του. Αδιάλειπτα, σταθερά και επίμονα η ελληνική διδασκόταν στα σχολεία παράλληλα με τη ρωσική. Δυστυχώς οι υπεράνθρωπες προσπάθειες που κατάβαλε και συνέχισε έντονα, υπέσκαψαν την υγεία του. 
Έπαθε έλκος του στομάχου. Με υπερκόπωση, με πόνο συνέχισε το έργο του. Δεν εννοούσε να σταματήσει. Το έλκος εξελίχθηκε σε καρκίνο. Η φοβερή αρρώστια τον έριξε στο κρεββάτι του πόνου και του θανάτου. Και από κει ακόμα, όταν για λίγο έπαυε ο πόνος του, εξακολουθούσε να γράφει ποιήματα, που τυπωμένα σε βιβλιαράκια κυκλοφορούσαν.
 Δυστυχώς όλα τα χειρόγραφα, μαζί με την πλούσια βιβλιοθήκη του χάθηκαν στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, γιατί όταν οι Τούρκοι το 1914 προχώρησαν από το Καρς, οι Τζιπλαχλιώτες είχαν εγκαταλείψει το χωριό. 
Και έτσι δεν έμεινε ούτε και σε αυτά τα παιδιά του κανένα κειμήλιο, ούτε και καμιά φωτογραφία του. Προαισθανθείς το μοιραίο τέλος του από το κρεβάτι του πόνου έλεγε: «δεν φοβούμαι πια. Θα πεθάνω ευχαριστημένος, γιατί το νερό μπήκε στο αυλάκι και δεν μπορεί να σταματήσει, η ελληνική δάδα του πολιτισμού θα φωτίζει τη λεωφόρο του Έθνους μας και θα οδηγήσει τον κάθε Έλληνα όπου και αν βρεθεί, όπου κι αν σταθεί....»
Έκλεισε τα μάτια του ο φλογερός πατριώτης, πολύ νέος, 44 ετών κατά το 1904. Άφησε 6 παιδιά ορφανά, το μεγαλύτερο 15 χρονών και το μικρότερο 9 μηνών. Τρεις μέρες χτυπούσαν πένθιμα οι καμπάνες σε όλα τα γύρω χωριά.
 Γενική θλίψη κατείχε όλους τους Έλληνες. Του έγινε μεγαλόπρεπη κηδεία από 15 ιερείς με επικεφαλής τον έξαρχο της Τιφλίδας. Χιλιάδες κόσμου από τα πέριξ και το Καρς ήρθαν να αποχαιρετήσουν τον άξιο πνευματικό ηγέτη.
Έτσι τελείωσε η ζωή του διδασκάλου του Γένους, αγνού πνευματικού ηγέτη και φλογερού πατριώτη.
Γράφοντας το βιογραφικό σημείωμα του Παπαμύρωνα, στάθηκα τυχερός να γνωρίσω την επιζήσασα κόρη του Ειρήνη Παλάσκα. Από αυτή παρέλαβα το μόνο ποίημα που σώθηκε, το γνωστό ως «το μοιρολόι του Παπαμύρωνος». γραμμένο και τραγουδισμένο από τον αείμνηστο Μυρωνίδη στην ποντιακή διάλεκτο.

Εγώ εχοντροκάρδινα κι' ο χάρον εφουκρέθεν
και σ' άκλερον το τέρτι μου τιδέν ιλάτζ κ' εβρέθεν
                             -
Παρακαλώ σε ναι Χριστέ μ' για λάφρυνον τα πόνια μ'
για δώς με την υγεία μου , για κόψον και τα χρόνια μ'
                            -
Μήνες έρθαν κ' εδέβανε Κούντουρος και Σταυρίτης
θα ερτ' αγλήγορα καιρός , θα λεγν' ο μακαρίτης                     
                             -
Δέκα μήνας εγέντονε απάν' ιμ ασ τ' ερούξεν
τοχτώρ κι επέμναν και γιατροί , κανείς τιδέν κ΄εγροίξεν
                             -
Σο Καρς και σο Σαρή Καμίς διάφορα μεϊτάνια
Χριστέ μ' εσύ να στείλεις με απ' ουρανού βοτάνια
                             -
Μιαρ κ' έπρεπαν σε μένανε στιχάρια και φελόνια;
αραεύω τον θάνατο μ' με τα ψιλά βελόνια
                             -
Την ζωήν πα επέζεψα , εχάσα τη δουλεία μ'
πονεί η ράσια μ' , τα πλευρά μ', πονεί και η καρδία μ'
                             -
Ποπαδία εσέν λεγω, μη κλαις με μη λυπάς με
και εγώ αν ετυράντσα σε , εσύ να συγχωράς με
                             -
Τ' αδέρφια μ' να μην κλαίγνε με , τα παιδία μ' ας τερούνε
θα απομένε ορφανά , φογούμαι θα πεινούνε
                            -
Σην λογαρίαν κ' έρχουνταν τα τέρτια μ' και τα πόνια μ'
παρακαλώ σε ναι Χριστέ μ' , εσύ να κοφς τα χρόνια μ'
                             -
Σ' ατό τον πόνο μ΄τον τρανόν εγώ πα πώς να αντέχω
καρκίνον σο στομάχι μου , γιατρειάν άλλο κ' ΄εχω
                                             - 
Για τον γιατρόν αχπάσκουμαι σην Τραπεζούνταν πάγω
ανίσως και κι λάρουμαι καίγουμαι ντο θα φτάγω
                           -
Χωρίς υγείαν ντο θέλω καλόσια και ποτίνια
ας είχα την υγεία μου κι ας έπλεκα κοσκίνια
                          -
Αχμάχς εν π' εθαρεί ατά ειν τραγωδίας
ατά είναι παράπονα και είν μοιρολοϊας





Χριστόφορος Τσέρτικ
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah