Το 1914 με την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η Τουρκία που ήταν με τους
Γερμανούς έπαθε μεγάλη καταστροφή από τους Ρώσους στο δάσος του Σαρίκαμις. Η
καταστροφή αποδόθηκε στους Έλληνες.
Για το λόγο αυτό ο Εμβέρ πασάς του Κομιτάτου έδωσε διαταγή να αφοπλιστούν
οι Έλληνες και να χρησιμοποιούνται σε καταναγκαστικά έργα χωρίς φαγητό,
ρουχισμό και ωράριο στο κρύο και στα χιόνια με αποτέλεσμα να πεθαίνουν
ομαδικά στις χιονισμένες χαράδρες.
Ο Δημήτρης Χαραλαμπίδης ήταν από τους πρώτους Ρωμιούς προύχοντες που
έστελναν χρήματα στους λιποτάκτες. Οι Νεότουρκοι ήθελαν να τον συλλάβουν.
Ειδοποιήθηκε ο Χαραλαμπίδης από ένα φίλο του παλαιότουρκο για τον κίνδυνο της
σύλληψής του και με ένα άλογο εγκατέλειψε τη Σαμψούντα και πήγε προς το
Τσιμενλί στο χωριό του γαμπρού του Παντελή Αναστασιάδη.
Τον Ιούνιο του 1915 4.000 Αρμένιοι της περιοχής Σαμψούντας εξολοθρεύτηκαν.
Η Ρωσία είχε επιτυχίες εναντίον των Τούρκων. Οι Ρωμιοί κατηγορήθηκαν ότι
συνεννοούνται μαζί με τους Ρώσους μυστικά με αποτέλεσμα να αρχίσουν εναντίον
τους οι εξορίες στο εσωτερικό.
Έτσι δημιουργήθηκαν αναγκαστικά στα βουνά ανταρτικές ομάδες με
αυτοσχέδιους οπλαρχηγούς, ομαδάρχες, μικροκαπεταναίους στις πυκνοκατοικημένες
περιοχές από Έλληνες της Πάφρας της Σαμψούντας του Τσαρσαμπά κ.λ.π.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Μητροπολίτη Αμάσειας Γερμανού στην Αμισό και
σ’ όλη την περιοχή της την 27ην -12-1916 χωρίς κανένα λόγο πιάστηκαν 80 έγκριτοι πολίτες από την Αμισό και
ρίχτηκαν στη φυλακή και την επόμενη μέρα από τα χιονισμένα
βουνά στάλθηκαν στα μέρη της Κάβζας.
Την ίδια μέρα συγκέντρωσαν τον πληθυσμό στην άνω πλατεία της
Αμισού και τους έκλεισαν στους στρατώνες. 4.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν πεζοί σε απελπιστική
κατάσταση στα χιονισμένα βουνά στα αμελέ ταπουμού.
Η τραγική αυτή σκηνή είχε την όψη της αγέλης κτηνών
μεταφερομένων στο σφαγείο. Οι ασθενείς, οι γέροντες και οι λεχώνες σύρονταν από τους συγγενείς τους, τα
νήπια θρηνούσαν και μάταια ζητούσαν ψωμί και νερό. Στη συνέχεια οι Τούρκοι άρπαζαν ό,τι είχαν αφήσει στα σπίτια
τους οι Έλληνες. Το απόγευμα της 1-1-1917 έπιασαν οι Τούρκοι άλλους 40
προκρίτους στην Εκκλησία και τους φυλάκισαν. Πολλά χωριά πυρπολήθηκαν.
Γυναίκες, κορίτσια, παιδιά, γέροι, χωρίς ρούχα και σκεπάσματα και σε
οικτρή κατάσταση μεταξύ Καβάκ και Κάβζας πέθαναν από το κρύο και την πείνα.
Καθ’ οδόν τα κορίτσια του Καδήκιοϊ, αφού κατάλαβαν ότι οδηγούνταν στη
σφαγή άρχισαν στο δρόμο να τραγουδάνε το τραγούδι: «Έχε γεια καημένε
κόσμε».
Ρημάχτηκε κυριολεκτικά η Αμισός και όλη η περιφέρεια του Τσαρσαμπά και της
Πάφρας. Τους καταλόγους των εκτοπισμών και απελάσεων κατάρτιζε ο έκτακτος
στρατιωτικός διοικητής Ραφέτ Πασάς. Στη Σαμψούντα δεν ήταν σπάνιο το θέαμα
κρεμασμένων, που οι φανατικοί απολάμβαναν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση.
Μάλιστα δε οι κυρίες των στρατιωτικών διοικητών.
Κατά τις πληροφορίες του Μητροπολίτη Γερμανού στις 27-2-1917 η αφορμή
του διωγμού ήταν οι λίγοι ένοπλοι φυγόστρατοι. Αυτοί όμως ήσαν απλώς πρόσχημα
για εξόντωση του Ελληνισμού, πράγμα που μαρτυρούνταν και από τους συμμάχους της
Τουρκίας.
Ο Κ. Ενεπεκίδης βεβαιώνει από τα
αρχεία της Βιέννης ότι οι ειδήσεις από την Τουρκία κατάφθαναν στην Αυστρία, ότι
προσχήματα για τους Τούρκους ήταν τα ανταρτικά σώματα για την καταδίωξη του Ελληνικού
στοιχείου και την εξόντωσή τους, ως εχθρών του κράτους, όπως προηγούμενα είχε
συμβεί με τους Αρμένιους.
Κατά τις πληροφορίες του Αυστριακού προξένου της Αμισού Κβιατκόβσκι ο εκτοπισμός
των Ελλήνων ήταν στο πρόγραμμα των Νεότουρκων, οι οποίοι επεδίωκαν την
εξαφάνιση του Χριστιανικού στοιχείου.
Η σφαγή των
Αρμενίων άνοιξε την όρεξη των Τούρκων για τη σφαγή και των Ελλήνων, οι οποίοι
ήσαν πιο πλούσιοι. Τούτο φαίνεται καθαρά από τα λεγόμενα του Ραφέτ Πασά:
«Τελικά με τους Έλληνες πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όπως και με τους Αρμένιους». Ο
αιμοβόρος Νομάρχης της Τραπεζούντας Ιζεμάλ Αζμή είχε επιστατήσει στην ανελέητη
σφαγή των Αρμενίων στο Νομό του.
Τώρα βρισκόταν στη
νέα του έδρα Ορδού απαλλαγμένος από την επιρροή του Μητροπολίτη Χρύσανθου και
έδινε τον τόνο του μίσους και του κατατρεγμού στη νέα του περιφέρεια. Είχε
πολλούς συνεργάτες αντιπροσώπους του Κομιτάτου. Οι διώξεις εναντίον των Ελλήνων
είχαν ενταθεί λόγω οργανωμένης αντίστασης των Ποντίων. Είχε εκδοθεί διάταγμα
για την εξορία των ανδρών από 16-40 ετών και τη μεταφορά των γυναικόπαιδων στο
εσωτερικό της Μ. Ασίας. (28-12-1916). Την πραγματοποίηση αυτού του εξοντωτικού
σχεδίου την ανέλαβε πάλι ο Ραφέτ Πασάς.
Η εφαρμογή του
άρχισε τον Ιανουάριο του 1917 από την άνω Αμισό (Καδίκιοϊ) , και συνεχίστηκε
στην Πάφρα. Πολλοί Έλληνες έφυγαν στα βουνά και οργάνωσαν άμυνα εναντίον του
τουρκικού στρατού. Στην Κερασούντα 3.000 Έλληνες, γυναικόπαιδα, ήσαν έγκλειστοι
επί μήνες χωρίς τροφή και πέθαιναν περιμένοντας τον εκτοπισμό τους στα βάθη της
Ανατολής.
Την ίδια εποχή εκτοπίστηκε και ο Μητροπολίτης
Γερμανός Καραβαγγέλης, γιατί είχε δραστηριοποιηθεί για την ανακούφιση των
διωκόμενων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου εξορίστηκαν 235.000 Πόντιοι και 80.000
κατέφυγαν στη Ρωσία. Ενώ ο Ελληνικός πληθυσμός τις παραμονές του πολέμου
πλησίαζε τις 500.000.
Νικόλαος Κυνηγόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου